«Όταν τα 2 μεγάλα κόμματα δεν προωθούν τη δημοκρατία εντός του δικού τους πλαισίου, πώς περιμένουμε να εκδημοκρατίσουν την κοινωνία;». «Όταν μια προεκλογική καμπάνια στην Αθήνα κοστίζει περί τα 300.000 ευρώ, πώς αξιώνεται από τους υποψήφιους να είναι ανεξάρτητοι και κωφοί προς τις σειρήνες των χρηματοδοτών;» Τα ερωτήματα αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να τεθούν στα νεοπαγή προεκλογικά πάνελ όπου «πολίτες ερωτούν» τους υποψήφιους βουλευτές, αλλά οι γνωστές απαντήσεις που θα εισπράταμε τα κάνουν κιόλας παρωχημένα.
Η αλήθεια είναι ότι ζούμε σ’ ένα καθολικό καθεστώς παρωχημένης δημοκρατίας, όπου καμμία ερώτηση και καμία απάντηση δε μπορεί να φέρει σε δύσκολη θέση την εξουσία και τους φορείς της. Όλα είναι προσχεδιασμένα, μελετημένα, ασφαλή, και κυρίως υποκριτικά παιγμένα. Η Νέα Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι έχει εκλέξει με δημοκρατικές διαδικασίες αρχηγό και πολιτική γραμματεία, ενώ το ΠΑΣΟΚ επικαλείται το σύνθημα του 2004 περί συμμετοχικής δημοκρατίας, και συνακόλουθα τη «μαζική» εκλογή του προέδρου του απ’ τη βάση. Όμως το ότι αμφότεροι οι αρχηγοί φέρουν ονόματα που κυβερνούν την χώρα επί δεκαετίες, πόσο δημοκρατικό μπορεί να είναι; Πόσο δημοκρατικό μπορεί να είναι ότι η σχεδόν βέβαιη διεκδικήτρια του «χρίσματος» για την επόμενη αρχηγία της ΝΔ, έχει όνομα διάσημου πολιτικού κι είναι κόρη πρώην πρωθυπουργού; Πόσο δημοκρατικό είναι να διεκδικούν τη βουλευτική έδρα, μόνο όσοι έχουν οικονομική ισχύ ή όνομα που απέκτησαν απ’ τα ΜΜΕ; Πόσο τυχαίο είναι ότι η επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας του ΠΑΣΟΚ φέρει επίσης όνομα διάσημου πολιτικού, πρώην υπουργού;
Στην Ελλάδα, η άσκηση της πολιτικής είναι σε μεγάλο βαθμό κληρονομικό δικαίωμα, μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά κι εξασφαλίζει έτσι τη στασιμότητα και την «ηρεμία» της χώρας. Αν δεν είναι νεποτισμός αυτό που συμβαίνει στα δύο μεγάλα κόμματα, στους άμεσους φορείς της πολιτικής δηλαδή, τότε τί είναι; Τα δύο μεγάλα κόμματα παραδίδουν συνεχώς τις τελευταίες δεκαετίες, μαθήματα δημοκρατίας στην χώρα. Είναι αντιδημοκρατικά, προάγουν την αδιαφάνεια, την αναξιοκρατία, προωθούν τη μετριότητα, το νεποτισμό, και δίνουν έτσι τον τόνο, το παράδειγμα και την κατεύθυνση στην οποία θα κινηθεί η κοινωνία ολόκληρη. Όσο για την «ταρίφα» της βουλευτικής έδρας, που μπορεί να σημαίνει ζεστό χρήμα ή διασημότητα, τα λόγια περιτεύουν. Η άσκηση της πολιτικής είναι εδώ και καιρό μια ακόμα τεχνική. Κοντού εσείς; Φόνσου εμείς. Καρρά εσείς; Βούρο εμείς. Λιάγκα εσείς; Παϊτέρη εμείς και πάει λέγοντας.
Η δημοκρατία των «τζακιών», των επικοινωνιολόγων, των επαγγελματιών των συνθημάτων, του ήχου, της εικόνας και του χρώματος της γραβάτας, είναι τόσο παρωχημένη που πλέον δεν αμφιβάλει για τον εαυτό της. Η πολιτική, όπως επιτελείται αυτή τη στιγμή μπροστά στις κάμερες, αλλά κυρίως πίσω τους, είναι καθαρά μια υπόθεση των γεμάτων αυτοπεποίηθηση ελίτ. Ελίτ της πολιτικής, ελίτ της δημοσιογραφίας και των ΜΜΕ, ελίτ των γραμμάτων και των τεχνών, στην Ελλάδα υπάρχει διάχυτη μια αίσθηση ότι οι καρέκλες είναι «πιασμένες», οι θέσεις είναι κλειστές, καθώς έχουν γεμίσει με κληρονόμους, κουμπάρους, έμπειρους, κολητούς κ.λπ. Προφανώς αυτό δεν είναι δημοκρατία, αλλά μια παρωδία λαϊκής συμμετοχής. Το ίδιο το ΠΑΣΟΚ έχει ξεχάσει τη ρητορική της συμμετοχικής δημοκρατίας, αφού είδε ότι ούτε το 2004 απέδωσε, αλλά ούτε και οι Γάλλοι σοσιαλιστές πρόσφατα έπεισαν με το ίδιο σύνθημα. Όπως και να έχει, ένα είναι εξασφαλισμένο: εδώ οι εκλογές συνιστούν την κορυφαία, αλλά μοναδική ευκαιρία, για τον ελληνικό λαό, να ασκήσει κάποιο είδος πολιτικής προς όφελός του. Ουσιαστικά όμως, η συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων είναι μηδαμινή. Οι διάφορες ελίτ έχουν εξορίσει απ’ αυτή τη σφαίρα κάθε διάθεση παρέμβασης και διαλόγου. Τα ίδια τα δύο μεγάλα κόμματα, συνιστούν εμπόδιο για την βελτίωση ή την αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας, καθώς είναι στη βάση τους αντιδημοκρατικοί μηχανισμοί, που λειτουργούν με αδιαφάνεια, χωρίς αξιοκρατία, και κυρίως, χωρίς έλεγχο απ’ τους πολίτες. Η Ελληνική κοινωνία θα εκδημοκρατιστεί πλήρως μόνο όταν τα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία, αλλά γιατί όχι και τα υπόλοιπα, γίνουν τα ίδια δημοκρατικά. Ως τότε θα κυβερνούν οι κληρονόμοι και οι ελίτ, αλαζονικά, εκβιαστικά και παρωχημένα.
Ο νεποτισμός είναι διεθνές φαινόμενο. Δεν πρωτοτυπούμε εμείς στην Ελλάδα, αλλά όλοι ελπίζαμε σε μια ωριμότητα η οποία θα άμβλυνε αυτο το νοσηρό φαινόμενο.
Δεν είναι κάτι ασυνήθιστο ούτε και πρωτόγνωρο στην διεθνή πολιτική σκηνή. Από τις κινεζικές δυναστείες και τη «φαμίλια» κάθε καρδινάλιου υπό τον Πάπα μέχρι τις «στρατιωτικές οικογένειες» του 18ου αιώνα και τα σύγχρονα πολιτικά τζάκια των ΗΠΑ, της Μέσης Ανατολής και της Ασίας, η επιμονή των πολιτών να εμπιστεύονται πρόσωπα γαλουχημένα μέσα στην πολιτική είναι σχεδόν αταβιστική. Κένεντι, Μπους, Κλίντον, Γκορ, Κατσίνσκι, Σαντάμ, Γκάντι, Κάστρο, Μάρκος είναι ορισμένα από τα επίθετα που αποδεικνύουν ότι νεποτισμός συναντάται και… εις Παρισίους.
Έχεις δίκιο, με τη διαφορά ότι εις Παρισίους ο κύριος Σαρκοζί δεν είναι γόνος «τζακιού». Βέβαια, το ότι συμβαίνει διαχρονικά δε σημαίνει ότι είμαστε κι υποχρεωμένοι να το αποδεχόμαστε αέναα, έτσι δεν είναι;
Εν πάση περιπτώσει, στην Ελλάδα, συμβαίνει τείνει να συμβαίνει μόνο αυτό. Μέτρα πόσοι βουλευτές είναι γόνοι και θα δεις ότι δεν είναι μόνο το αριθμητικό που δείχνει την καθολικότητα του ελληνικού παραδείγματος, αλλά κυρίως, το ποιοτικό.
Ναι, κι εγω το επισημαίνω ως φαινόμενο διεθνούς εμβέλειας. Δεν το επικροτώ, το απορρίπτω , αλλά το ότι υπάρχει, σημαίνει κατι για τη νοοτροπία μας. Εμείς τους βγάζουμε εκει έξω κι εμείς ψηφιζουμε τους γονους και τους απογόνους, όχι γιατί μας αρέσουν,αλλά γιατί μας ειναι δήθεν οικείοι
Ὀρθῶς. Πάντως τὸ θέμα ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν παιδεία: ἂν «παράγονται» πολῖτες χωρὶς κριτικὴ σκέψη, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ξεχωρίσουν τὸν πολιτ-ικὸ λόγο (ἐδῶ ἀπ’τὸ «πολίτης», ὄχι τὸ «πολιτικὸς») ἀπὸ τὶς παρλα-πίπες τοῦ κάθε πικραμένου γόνου, ἀθλητῆ καὶ «ἠθοποιοῦ» ἐπικοινωνιολογοτραφούμενου, τότε μακροπρόθεσμα δὲ μᾶς βλέπω νὰ ἀνακάμπτουμε.
Σωστὸς πάντως ὁ Μανώλης. Γενικὰ καὶ εἰδικά.