Στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις ακούσαμε επανειλημμένα να γίνεται λόγος περί «συμφερόντων». Η λέξη διαπλοκή έφυγε οριστικά απ’ την επικαιρότητα και τη θέση της πήραν τώρα τα «συμφέροντα». Οπωσδήποτε, το φαινόμενο που περιγράφει πληθωριστικά η εν λόγω λέξη είναι το γνωστό: η ισχύς συνασπίζεται με την ισχύ, ακόμα κι αν υφίσταται ηθικό ασυμβίβαστο. Τα Μέσα συνιστούν για τους πάντες το μέγιστο παράδειγμα, και δικαίως. Πώς μπορούν λόγου χάριν να συνάπτουν εμπορικού τύπου σχέσεις με εκείνους τους οποίους κανονικά θα έπρεπε να ελέγχουν; Και την ίδια στιγμή, πώς είναι δυνατό εκείνοι που εντέλονται να ελέγχουν τις επιχειρήσεις, τελικά να συμμαχούν με αυτά τα ίδια Μέσα για να εξασφαλίσουν ασυλία σε πελατολόγια;
Η διαπλοκή, καθώς έγινε λέξη της μόδας, έχασε σταδιακά το νόημά της και τα Μέσα υποχρεώθηκαν μαζί με το πολιτικό προσωπικό να επινοήσουν μια νέα, ομοίως συμβολική λέξη, που θα διατυπώνει το προφανές. Τα «συμφέροντα», ως εξίσου γενικόλογο σύνθημα, καλύπτουν κάθε ανάγκη. Μπορούν να τα επικαλούνται με την ίδια άνεση τόσο οι αριστεροί όσο και οι δεξιοί, αφού έτσι δεν χρειάζεται να εξηγήσουν τίποτα παραπάνω.
Οι πολιτικοί διαμαρτύρονται πιο συχνά ακόμα κι απ’ τους καλλιτέχνες για το εμπάργκο και την τρομοκρατία που τους ασκούν τα Μέσα. Υπάρχουν πολιτικοί που μιλούν ανοιχτά για εκβιαστικό καθεστώς, αλλά το πιο σημαντικό μάλλον έγκειται αλλού. Εκτός των θέσεων στα Μέσα που καταλαμβάνονται σταθερά από συγκεκριμένα μόνο πρόσωπα, τα οποία θα ‘λέγε κανείς ότι έχουν προσληφθεί από τα Μέσα, υφίστανται και κάποιες, ελάχιστες είναι αλήθεια, κενές θέσεις που προοορίζονται για αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «επίκαιρη ατάκα». Ο πολιτικός λόγος υπαγορεύεται σε μεγάλο βαθμό απευθείας απ’ τα συμφέροντα, αλλά ακόμα κι εκεί που ο πολιτικός δεν κάμπτεται, η επιροή επάνω του είναι δεδομένη. Για να ακουστεί κάποιος στα Μέσα πρέπει να κάνει θόρυβο και η πιο χαρακτηριστική περίπτωση στην χώρα είναι πιθανότατα εκείνη του κυρίου Θεόδωρου Πάγκαλου. Όσο πιο ακραία και «προκλητική» είναι η παρέμβασή του στα Μέσα, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να εμφανιστεί σε αυτά.
Μια ηθοποιός είπε πρόσφατα ότι δεν την ενδιαφέρει η δημοσιότητα με κάθε τίμημα, γιατί γνωρίζει ότι εάν βγει στην Πανεπιστημίου γυμνή, το ίδιο βράδυ θα είναι μέσα στα πρώτα δέκα θέματα των βραδυνών δελτίων. Αυτό το απλό, αρκετοί σοβαροί κατά τα άλλα πολιτικοί δείχνουν να μην το γνωρίζουν.
Ωστόσο, η λέξη συμφέρον, είναι μια λέξη κλειδί για την παρούσα κοινωνικοπολιτική συνθήκη, την οποία αδικούμε κατάφωρα όταν την αποδίδουμε μόνο στους ισχυρούς οικονομικά πολίτες. Για τον Άνταμ Σμιθ το συμφέρον είναι εκείνο που κινεί τα γρανάζια της οικονομίας και της κοινωνίας μας κι εξασφαλίζει ένα κάποιο είδος ειρήνης. Ο φούρναρης έχει συμφέρον να πουλήσει το ψωμί του σε λογική τιμή και να μη ρίξει την ποιότητα, όχι μόνο γιατί φοβάται τον ανταγωνιστή του. Αν δεν αποδείξει ότι αξίζει η δουλειά του και τον εγκαταλείψουν οι πελάτες, θα τον εγκαταλείψουν και ο προμηθευτές του που επίσης έχουν συμφέρον να προκόψει η δουλειά του και πάει λέγοντας. Το συμφέρον, και κατ’ επέκταση η «συμφεροντολόγα» σκέψη, είναι πράγματι το λάδι στη μηχανή μας.
Τα προβλήματα ξεκινούν με τη σύγκρουση αυτών των συμφερόντων και με την ανάγκη ρύθμισης των τυχών προβλημάτων που δημιουργούνται απ’ τη διάσταση μεταξύ των διάφορων συμφερόντων.
Για παράδειγμα, το συμφέρον ενός πολιτικού είναι να μένουν ικανοποιημένοι οι οικολόγοι ψηφοφόροι του. Το συμφέρον του αυτό είναι αντίθετο προς το συμφέρον μιας ρυπογόνας βιομηχανίας η οποία αποτελεί μεγάλη δύναμη στην εκλογική του περιφέρεια, καθώς προσφέρει δουλειές στους πολίτες, προσφέρει κοινωνικό έργο κ.λπ. Πώς θα αποτρέψει η πολιτεία το ενδεχόμενο να συνάψει κρυφή συμφωνία ο πολιτικός με την βιομηχανία; Πώς θα αποτρέψει η πολιτεία τον κίνδυνο να εκβιάσει ο πολιτικός τη βιομηχανία, ή και το αντίθετο; Ο Σμιθ ισχυρίζεται ότι όλα θα λυθούν με το αόρατο χέρι της αγοράς. Άλλοι θεωρητικοί, βάζοντας νερό στο κρασί τους, υποστήριξαν ότι χρειάζονται κάποιες κρατικές παρεμβάσεις αλλά πολύ μικρές, ενώ άλλοι, σοσιαλδημοκράτες φερ’ ειπείν, είπαν ότι το κράτος πρέπει να αναλάβει ακόμα πιο σημαντικό ρόλο. Αυτό που συμβαίνει σήμερα, ένα κράμα ελεύθερης αγοράς και κρατικής παρεμβατικότητας, αλλού επιτυγχάνει κι αλλού γνωρίζει οικτρές αποτυχίες. Οι επιτυχίες λειτουργούν κυρίως σε αποτρεπτικό επίπεδο, ενώ οι αποτυχίες στιγματίζουν τη λειτουργία κυρίως του κράτους, το οποίο είθισται να εκλαμβάνεται ως πηγή διαφθοράς.
Όταν σε μια χώρα τα Μέσα ως ιδιωτικές επιχειρήσεις που ασκούν τεράστια εξουσία, είναι ουσιαστικά ανεξέλεγκτα, ο πολιτικός είναι πράγματι όμηρος μιας ιδιότυπης αιχμαλωσίας. Τη στιγμή που οφείλει να παρέμβει δραστικά, κάνει δεύτερες και τρίτες σκέψεις, γιατί βρίσκει μπροστά του την πύλη των Μέσων. Με τη σειρά τους τα τελευταία ενώ έχουν συμφέρον και υποχρέωση να ελέχγουν τους πολιτικούς, κάνουν δεύτερες και τρίτες σκέψεις, διότι βρίσκουν μπροστά τους υποψήφιους ή νυν νομοθέτες. Η σχέση πολιτικής και Μέσων είναι μια σχέση υπόδειγμα των αδιεξόδων του κυρίαρχου status της εποχής μας. Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει τώρα, και μπορεί να διατυπωθεί σε κάθε πολιτικό σχηματισμό, είναι το εξής: οι άναρθρες κραυγές που προφέρουν τη λέξη «συμφέροντα» πενθούν άραγε την απώλεια εφικτών λύσεων, φέρουν μαζί τους και κάποια υποψία προοπτικής, ή φωνάζουν απλά, κυνικά και λαϊκιστικά μόνο και μόνο για να τους παίξουν τα Μέσα και να συντηρηθεί η «πελατεία»;
καλό το ερώτημα στο τέλος εσύ τι λες;
http://koukios.wordpress.com
«η ισχύς εν τη πιστώσει»