Tο δωρεάν συνιστά απάτη ή όφελος για τους πολίτες και τους καταναλωτές; Σ’ ένα κόσμο που τα πάντα πληρώνονται τί σημαίνει το δωρεάν; Δύο γαλλικά βιβλία ασκούν κριτική στην κουλτούρα του δωρεάν.
Στο σούπερ μάρκετ, στα εμπορικά κέντρα, σε καταστήματα κάθε είδους, στις διαφημίσεις στο δρόμο, το μήνυμα είναι σαφές και σαγηνευτικό. «Είναι δωρεάν» μάς λένε, «προλάβετε τώρα!». Ο καθημερινός βομβαρδισμός των καταναλωτών με υποσχέσεις δώρων και δωρεών τείνει να γίνει αναπόδραστο καθεστώς, αφού φαίνεται ότι στο άκουσμα και μόνο της λέξης δωρεάν, ο μοντέρνος άνθρωπος μειώνει τις αντιστάσεις του και γίνεται σαφώς πιο δεκτικός. Όμως ποιά είναι τα χαρακτηριστικά της δωρεάν διάθεσης προϊόντων και υπηρεσιών που εμπλέκουν το δωρητή με τον δωρολήπτη; Ποιός επωφελείται απ’ τη μηδενική τιμή; Γιατί γενικεύεται το δωρεάν στο Διαδίκτυο; Πόσο επιζήμιο είναι το «τσάμπα» για την κουλτούρα μας; Και τελικά πόσο δωρεάν είναι το δωρεάν;
Σε αυτά τα ερωτήματα επιχειρούν να απαντήσουν από διαφορετική σκοπιά και με διαφορετικό στόχο, δύο γάλλοι συγγραφείς. Η Φρανσίν Μαρκοβίτς, καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Παρίσι 10 της Ναντέρ, θέτει στο βιβλίο της «Είναι δωρεάν! Ποιός οφελείται απ’ αυτό που δεν κοστίζει τίποτα;», πραγματοποιεί μια «οντολογία» του δωρεάν. Ξεκινά απ’ τις μυθικές καταγωγές της δωρεάς με το μύθο του Προμηθέα που κλέβει τα εργαλεία των Θεών για να τα μεταλαμπαδεύσει στους θνητούς, περνά απ’ την πρακτική του Πότλατς των Ινδιάνων, μελετά για λίγο τις θέσεις των Φυσιοκρατών και φθάνει ως τις μέρες μας στις δωρεάν εφημερίδες, στο Διαδίκτυο, στις δημόσιες παροχές και στα δωρεάν προϊόντα. Η Μαρκοβίτς ουσιαστικά αποφαίνεται ότι στον κόσμο μας δεν υφίσταται τίποτα πραγματικά δωρεάν. Σε κάθε έκφανσή της, απ’ την οικονομία ως την ηθική, ή ακόμα και τη θεολογία, η έννοια της δωρεάς είναι συνυφασμένη είτε με την ευγνωμοσύνη του ευνοημένου είτε με την κυριαρχία του γενναιόδωρου επάνω στο δωρολήπτη. Πάντα, εκείνος «που δίνει» έχει ένα κόστος, ενώ ταυτόχρονα, εκείνος «που παίρνει» δεσμεύεται ή και εξαρτάται απ’ τη δωρεά και το δωρητή. Στην ουσία, «το δωρεάν είναι συχνότατα μια απάτη» γράφει η Μαρκοβίτς.
Στο πιο ενδιαφέρον και λιγότερο ακαδημαϊκό μέρος του βιβλίου της, η καταναλωτική χρήση του δωρεάν μοιάζει να συνιστά το απόγειο της τεχνικής των πωλήσεων. Εδώ, η επίκληση του μηδενικού αντιτίμου ισοδυναμεί με την κατασκευή επιπλέον ζήτησης. Τη στιγμή που οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι «δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα», πρέπει να αναζητήσουμε κάτω απ’ τις διαφημιστικές τυμπανοκρουσίες το πραγματικό κόστος και όφελος του δωρεάν. Η Μαρκοβίτς αποφεύγει να υποστηρίξει ποιός κερδίζει τελικά απ’ τη μηδενική τιμή. Παράλληλα όμως σημειώνει ότι δημόσια αγαθά όπως το νερό, η υγεία, η παιδεία, ο δημόσιος χώρος, ακόμα κι ο ίδιος ο αέρας εμπορευματοποιούνται μέρα με τη μέρα, με αποτέλεσμα ούτε η φύση να μην είναι πλέον δωρεάν. Το απώγειο της σύγχρονης δωρεάς εντοπίζεται πιθανώς στη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από επιχειρηματίες, ενώ η πραγματική πρόκληση του δωρεάν συμβαίνει στην επικοινωνία, όπου η διαφήμιση αναλαμβάνει εξ’ ολοκλήρου τα έξοδα συντήρησης των Μέσων ώστε τα τελευταία να διατίθενται δωρεάν. Πόσο δωρεάν είναι λοιπόν η ενημέρωση και η επικοινωνία μας; Η Μαρκοβίτς λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι προκειμένου να αποδοθεί αξία σ’ ένα αγαθό, αυτό πρέπει να τιμολογηθεί, και αναζητά επειγόντως διεξόδους για μια πιο «υπαρξιακή» δωρεά, ένα ανθρώπινο μοίρασμα, ή αλλιώς μια «δωρεάν διάθεση του εαυτού».
Πιο πραγματιστής ο Ντενί Ολιβέν εστιάζει στις καταστροφικές γι’ αυτόν συνέπειες του δωρεάν στην κουλτούρα και τον πολιτισμό. Παραφράζοντας την πρόταση «η ιδιοκτησία είναι κλοπή» ο γάλλος συγγραφέας στο δοκίμιό του υποστηρίζει ευθαρσώς ότι «κλοπή είναι το δωρεάν». Έχοντας εργαστεί επί σειρά ετών σε πολιτιστικές επιχειρήσεις, ο Ολιβέν, δείχνει να ανησυχεί για τη σταδιακή υπαγωγή του –γαλλικού κυρίως- πολιτισμού σε μια παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα χαμηλής στάθμης προϊόντων τα οποία παράγονται από υπερεθνικές και πανίσχυρες βιομηχανίες. Το Διαδίκτυο απειλεί την κουλτούρα, διότι δεν εγγυάται πλέον την επιβίωση των μικρών και ανεξάρτητων παραγωγών και δημιουργών. Απ’ την απρόσκποπτη και γενικευμένη δωρεάν κατανάλωση των πολιτιστικων αγαθών ευνοείται τελικά η μεγάλη βιομηχανία της μαζικής κουλτούρας.
Το παράδοξο είναι ότι πίσω απ’ την υπεράσπιση της πειρατείας και της «ελεύθερης» διακίνησης των ταινιών, των βιβλίων και των μουσικών έργων συνασπίζονται οι υπερφιλελεύθεροι και οι «αντιμοντέρνοι» αριστεροί και αναρχικοί. Ο Ολιβέν υποστηρίζει ότι η επέλαση της ανταλλαγής αρχείων μέσω των νέων διαδικτυακών τεχνολογιών ισοπεδώνει οικονομικά τα έργα και απαξιώνει τόσο τους δημιουργούς όσο και τους παραγωγούς. Στην πολεμική του επιτίθεται εναντίον αυτής της «ιερής συμμαχίας» των νέων κυβερνοναυτών με τους βιομήχανους της επικοινωνίας και της διασκέδασης. Το αριστερό τμήμα των γάλλων σοσιαλιστών έχει συνασπιστεί με την America Online και η Liberation με την Wall Street Journal, θεωρώντας τη δωρεάν διάθεση των πολιτιστικών προϊόντων, αν όχι αναπόφευκτο, τουλάχιστον θετικό γεγονός! Όμως ουσιαστικά τα αρχεία που ανταλάσσονται στο Διαδίκτυο δεν είναι καθόλου δωρεάν. Απ’ όλη αυτή τη διαδικτυακή δραστηριότητα ωφελούνται οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών και πιο συγκεκριμένα οι πάροχοι, οι οποίοι διαφημίζουν ανοιχτά τη δυνατότητα «κατεβάσματος» ταινιών και τραγουδιών απ’ το Ίντερνετ. «Το μεγαλύτερο ρίσκο του Διαδικτύου σήμερα» γράφει ο Ολιβέν «είναι η απόλυτη επικράτηση της αυτοκρατορίας που διακινεί επιτυχίες και υπερπαραγωγές. Αντίθετα απ’ ότι παρουσιάζεται, το ανεξέλεγκτο Διαδίκτυο είναι ο βέβαιος θάνατος της πολυμορφίας». Η αλήθεια είναι ότι αυτός δεν είναι ο μόνος κίνδυνος του Διαδικτύου. Ο Ολιβέν αποφεύγει επιμελλώς να θίξει το γεγονός ότι η επέλαση των ανώνυμων κυβερνοναυτών θολώνει τα νερά με το πέπλο του εκδημοκρατισμού της δημόσιας έκφρασης, μετατρέποντας το Μέσο σ’ έναν σκουπιδότοπο «από τα κάτω».
Ο γάλλος συγγραφέας ταυτίζει την υπεράσπιση του δωρεάν με την κριτική του εμπορεύματος, και εντοπίζει τις ρίζες της σε τρία σημεία. Αρχικά υπήρξε η «ηθική κριτική» του εμπορεύματος το Μεσαίωνα. Το μίσος για το εμπόριο κρύφτηκε πίσω απ’ όλες τις επιθέσεις ενάντια στα πολιτιστικά αγαθά, τα οποία θα έπρεπε ιδανικά να είναι εκτός της αγοράς. Μετά ήρθε η «αισθητική κριτική», του Σαρλ Μποντλέρ και του Βάλτερ Μπένγιαμιν, οι οποίοι υποστήριξαν ότι η αγορά διαφθείρει την αισθητική των έργων τέχνης καθιστώντας τα απλές ρέπλικες μιας βιομηχανίας μαζικής παραγωγής. Τέλος, η «κοινωνική κριτική» του μαρξισμού θεώρησε ότι τα πολιτιστικά αγαθά, συμμετέχοντας στην εμπορευματική λογική, συμβάλλουν στην αλλοτρίωση των ατόμων. Όλες αυτές οι κριτικές συμπυκνώνονται σήμερα στο δόγμα των απολογητών του δωρεάν.
«Πώς όμως θα προαχθεί η καλλιτεχνική δημιουργία;» σημειώνει ο Ολιβέν, «πώς θα ενθαρρυνθούν οι νέοι δημιουργοί, αναρωτιέται ο συγγραφέας, όταν δεν υπάρχει καμία προοπτική επιβίωσης απ’ το καλλιτεχνικό έργο;» Σε εποχές λιμού, λέει μια αφρικάνικοι παροιμία, οι χοντροί αδυνατίζουν, και οι λεπτοί πεθαίνουν. Ο χώρος για τους μικρούς ελαχιστοποιείται παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις κάποιων ευαγγελιστών του δωρεάν όπως ο Λόρενς Λέσινγκ. Η λεκτική ταύτιση του δωρεάν με το ελεύθερο (free) γίνεται συνειδητά απ’ το μάρκετινγκ σε όλες τις όψεις της χρήσης της λέξης δωρεάν για να δημιουργηθεί η αίσθηση ότι το δωρεάν, εκτός των άλλων, είναι και ελεύθερο. Ωστόσο για τον Ολιβέν, το Διαδίκτυο που δεν είναι καθόλου δωρεάν και καθόλου ελεύθερο, δεν πρέπει ούτε να δαιμονοποιείται, ούτε και να αφήνεται στην τύχη του. Η κυριαρχία μιας παγκόσμιας κουλτούρας που αποθεώνει τη ρηχή διασκέδαση ευνοείται σήμερα απ’ το Διαδίκτυο. Το μόνο αντίδοτο σε όλα τα προβλήματα είναι ένα Διαδίκτυο ρυθμισμένο, υποστηρίζει ο Ολιβέν.
Σε κάθε περίπτωση τόσο η κριτική της Μαρκοβίτς όσο και του Ολιβέν συγκλίνουν σ’ ένα κρίσιμο και κοινότοπο σημείο: την επόμενη φορά που κάποιος θα σας προσφέρει κάτι δωρεάν, θα γνωρίζετε ότι αν ήδη δεν το έχετε πληρώσει, κάποια στιγμή είναι βέβαιο πώς θα το κάνετε.
Αποσπάσματα
«Ένα διαφημιστικό κείμενο δε διαβάζεται όπως ένα άρθρο. Η ανάγνωση πλέον έχει μετασχηματιστεί σε αποκωδικοποίηση των σχέσεων μεταξύ της παρουσίασης των γεγονότων και της ερμηνείας τους. Πλέον δεν υπάρχουν εφημερίδες που μπορούν να αποφύγουν τη διαφήμιση. Το πλεονέκτημα των δωρεάν εφημερίδων, σ’ αυτή τη φάση, είναι ότι τα κόστη της έκδοσης είναι εξ’ ολοκλήρου καλυμένα απ’ τη διαφήμιση. Από εδώ και στο εξής, το σημαντικό θα είναι να εξασφαλίσουμε την ανεξαρτησία των δημοσιογράφων απέναντι στους διαφημιστές». C’ est gratuit! A qui profite ce qui ne coute rien? Francine Markovits, σελ. 117.
«Όσο νερό κι αν έχει τρέξει στο αυλάκι απ’ την εποχή που ο Τίμοθυ Λίρι έβλεπε τους υπολογιστές σαν μέσα που θα αντικαθιστούσαν το LSD ως εργαλείο διεύρυνσης των συνειδήσεων, η πρωτοπορία των σύγχρονων κυβερνοναυτών συνεχίζει να ονειρεύεται το κυβερνοδιάστημα ως έναν κοινωνικό χώρο αναρχίας, αντι-συστημικό και διαφανή, που θα καταργήσει κανόνες και ιεραρχίες, και θα αποκλείσει ακόμα και την αγορά. Το γεγονός αυτό εξηγεί και το γιατί στο Διαδίκτυο η κουλτούρα του δωρεάν ανθεί». La gratuite, c’ est le vol. Quand le piratage tue la culture. Denis Olivennes. Σελ. 90.
*C’ est gratuit! A qui profite ce qui ne coute rien? Francine Markovits. 2007, Albin Michel.
*La gratuite, c’ est le vol. Quand le piratage tue la culture. Denis Olivennes. 2007, Grasset.
Info
Free culture. How big media uses technology and the law to lock down culture and control creativity. Lawrence Lessig. Penguin.
Μια ενδιαφέρουσα, καλά στοιχειοθετημένη απολογία και υπεράσπιση της κουλτούρας του δωρεάν στο Διαδίκτυο απ’ τον Λόρενς Λέσινγκ, έναν «γκουρού» της κυβερνοκουλτούρας. Διατίθεται και δωρεάν στη διεύθυνση http://www.free-culture.cc.
Gratuit! Du deploiment de l’ economie numerique.Olivier Bomsel. Folio.
Καθότι καθηγητής οικονομικών ο συγγραφέας του εν λόγω βιβλίου εστιάζει στις οικονομικές συνιστώσες του ζητήματος, αναδεικνύοντας τα διακυβεύματα που κομίζονται μέσω του Διαδικτύου.
Du bon usage de la piraterie. Florent Latrive. La Decouverte.
Μια ελευθεριακή ανάλυση που θεωρεί το δωρεάν ως εκδίκηση της αξίας χρήσης έναντι της ανταλλακτικής αξίας. O συγγραφέας του είναι δημοσιογράφος στη Liberation.
——————————————————————————–
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής 27 Απριλίου 2008, υπό τον τίτλο «Η διαβρωτική γοητεία του «τσάμπα».
Αν οι ρυθμισεις λυνουν ολα τα προβληματα, τοτε παω πασο.
Να του παραδοθει του monsieur Ολιβεν το Νομπελ παραυτα;-)
(και δεν καταλαβαινω που ειδε την επικρατηση του κυριαρχου-αυτοκρατορικου-μοντελου.εγω αντιθετως την απολυτη διαχυση των καθε λογης subcultures παρατηρω)
Anyway, οι τεκτονικες πλακες των καταστασεων κινουνται, μετα απο πολυ καιρο και αυτο ως κατασταση αν μη τι αλλο εχει ενδιαφερον.
Καλη βδομαδα.
το τσάμπα πέθανε , το δωρεάν είναι ένας μύθος. τα πάντα έχουν τιμή και αξία. το θέμα είναι ποιος την πληρώνει. εκεί βρίσκεται και ο πυρήνας της πολιτικής αντιπαράθεσης περί δικαιοσύνης
Ωραία αναγωγή κάνατε. Ποιός την πληρώνει τελικά, ε;
Υπάρχουν μεγάλες αλήθειες στο άρθρο σου.Βέβαια πρέπει λίγο να προσδιοριστεί η έννοια δωρεάν η να μπει καλύτερα ένας άλλος όρος όταν μιλάμε για δωρεάν marketing ίσως το μεταβίβαση κόστους να ήταν σωστότερο.Πάντως είναι πραγματικά θαυμάσιο Άρθρο. ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ !
Τώρα όσο για τα σχόλια …Το δωρεάν ποτέ δεν πέθανε γιατί πότε δεν υπήρξε με την έννοια που την αντιλαμβάνονται οι καταναλωτές-πολίτες-ομάδες-γρανάζια μηχανισμών κοκ .
Και δεν υπήρξε ποτέ το δωρεάν όχι γιατί δεν γίνετε να συμβεί αλλά απλά επειδή πρέπει να ΠΑΡΑΧΘΕΙ από τον ανθρώπινο παράγοντά.