Με αφορμή μια πρόσφατη ανάρτησή μου περί των καταναλωτικών μποϋκοτάζ, η κ. Μαρία Κατσουνάκη έκλεισε την επιφυλλίδα της στην εφημερίδα Καθημερινή, θέτοντας το ερώτημα: «πόσο συμφέρει όμως (η συστηματική καταναλωτική εκπαίδευση) τα συστήματα που στηρίζονται στην κατανάλωση;». Στο κείμενό μου είχα αναφερθεί στην επείγουσα αναγκαιότητα καλλιέργειας καταναλωτικής συνείδησης απ’ τις πολύ μικρές ηλικίες. Για να επιχειρήσω μια απάντηση, έστω και συνοπτικά, πρέπει να διευκρινήσω ότι όταν μιλώ για εκπαίδευση δεν αναφέρομαι μόνο στην πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, τριτοβάθμια κ.λπ. εκπαίδευση. Η καλλιέργεια καταναλωτικής συνείδησης, όπως και οτιδήποτε άλλο, εξαρτάται απ’ τη γενικότερη ανταπόκριση της κοινωνίας. Αν το σχολείο δε συμβαδίσει με την οικογένεια και το ευρύτερο πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον, κανένα πρόβλημα δεν πρόκειται να λυθεί.
Θα μπορούσε κάποιος να ξεκινήσει εισάγοντας το μάθημα της καταναλωτικής συνείδησης στα δημοτικά και στα γυμνάσια της χώρας, να προχωρούσε σε πιο σύνθετες αναλύσεις στο λύκειο κι έπειτα στο πανεπιστήμιο, να ενθάρρυνε την έρευνα και την εμβάθυνση σε καταναλωτικής φύσης ζητήματα. Αυτή θα ήταν μια ιδεατή προοπτική, όπου η παιδεία θα προηγούνταν των εξελίξεων, και σε ένα βάθος χρόνου εικοσαετίας ή τριαντακονταειτίας θα αρχίζαμε να βλέπαμε αποτελέσματα, όπως βλέπουν άλλες χώρες της Ευρώπης. Όμως, πριν να είναι αργά για την χώρα και τον πλανήτη γενικότερα, πρέπει να υπάρξει πιο άμεση και πιο εστιασμένη δράση αντιμετώπισης των προκλήσεων της κατανάλωσης. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης με αναπτυγμένη καταναλωτική συνείδηση, βλέπουμε ότι ο πολίτης αναλαμβάνει την ευθύνη του απέναντι στην κοινωνία, στο περιβάλλον και γενικότερα στους άλλους. Από όποια θέση κι αν βρίσκεται, όποιο ρόλο κι αν «υπηρετεί» το κάνει υπεύθυνα. Οι γονείς στην οικογένεια, οι εργαζόμενοι στην εργασία κ.λπ., οι πάντες φροντίζουν ώστε η κατανάλωση να είναι κατά το δυνατό πιο υπεύθυνη.
Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για το αν γίνεται να υπάρχει υπεύθυνη κατανάλωση, αν γίνεται να υπάρχει «ηθική» κατανάλωση, για το αν γίνεται να υπάρχει «αβλαβής», «συγκρατημένη», «λογική» κατανάλωση. Δε θα επεκταθώ τώρα παρότι έχω πολλά να πω, γιατί θέλω να επιμείνω στο ότι δεν είναι μάταιο κατ’ αρχήν να καλλιεργηθεί η καταναλωτική συνείδηση στην κοινωνία. Απαντώντας στην ερώτηση της κ. Κατσουνάκη θα έλεγα ότι «εξαρτάται». Μπορεί το παρόν σύστημα να βασίζεται στην κατανάλωση βιομηχανικών προϊόντων, μπορεί πιο συγκεκριμένα να στηρίζεται στην κατασκευή ολοένα και περισσότερων αναγκών που ικανοποιούνται με προϊόντα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι το παρόν σύστημα θέλει να αυτοκαταστραφεί. Το συμφέρον του είναι να διαιωνίζεται, να αναγεννάται, να ανανεώνεται. Με αυτή την έννοια, η εντελώς ασυνείδητη καταναλωτική συμπεριφορά δε συμφέρει τον καπιταλισμό γιατί τον οδηγεί σε πιθανή κατάρρευση. Ομοίως, δεν τον συμφέρει και μια απόλυτα συνειδητή και υπεύθηνη καταναλωτική συμπεριφορά διότι μοιραία αυτό θα σημαίνει και υποχώρηση της αχαλίνωτης κατανάλωσης, πράγμα που σημαίνει μείωση της ζήτησης και μείωση της προσφοράς.
Έτσι μια αργή, αποπροσανατολιστική, «ψευδοϋπεύθυνη» κι ελεγχόμενη απ’ τις επιχειρήσεις, καταναλωτική συνείδηση είναι καθόλα θεμιτή απ’ το σύστημα. Ακόμα κι αν εισάγονταν το μάθημα της καταναλωτικής συνείδησης στα σχολεία, οι εμπλεκόμενοι θα διασφάλιζαν τη θέση τους ελέγχοντας στενά το περιεχόμενο, όπως κάνουν με την «εκπαίδευση» του πληθυσμού απ’ τα ΜΜΕ. Αν αυτό ακούγεται υπερβολικό, δεν έχετε παρά να δείτε τί συμβαίνει στις ΗΠΑ, όπου οι επιχειρήσεις δίνουν μάχες για τη θέση που θα πάρουν μέσα στα σχολεία. Στην Ελλάδα δε, όπως έχω δείξει και στο βιβλίο μου «Η πέμπτη εξουσία», υπάρχουν σχολεία όπου απέναντί τους είναι τοποθετημένες γιγαντοαφίσες με διαφημίσεις τσιγάρων. Μια σχολική εκπαίδευση που «παράγει» ευσυνείδητους καταναλωτές είναι όντως επικίνδυνη για τις επιχειρήσεις κι ίσως για όλο το «σύστημα», καθώς μια πλειάδα υποκειμένων της αγοράς χάνει κάτι απ’ τα ποσοστά της κατανάλωσης. Εδώ όμως μιλάμε για μάχες. Το συμφέρον των επιχειρήσεων είναι να δημιουργούν κέρδος. Το συμφέρον της κοινωνίας είναι η υγεία και η ευημερία των πολιτών. Αν αυτά τα συμφέροντα φτάνουν να συγκρούονται σημαίνει ότι υπάρχουν ακόμα αντανακλαστικά, τόσο στη μια όσο και στην άλλη πλευρά. Αν παραδεχτούμε ότι είμαστε ανίσχυροι μπροστά σους οικονομικούς κολοσσούς, τότε είμαστε άξιοι της τύχης μας.
Εδώ εισβάλλει κι ο ρόλος του κράτους, οι ευθύνες του οποίου είναι εξίσου μεγάλες. Ενισχύοντας τις επιχειρήσεις έναντι της κοινωνίας, το κράτος αυτοακυρώνεται και δίνει τη θέση του στις οικονομικές δυνάμεις να αποφασίζουν εκείνες αντ’ αυτού. Ενισχύοντας τους πολίτες να οργανωθούν, να διεκδικήσουν, να απαιτήσουν, να ελέγξουν, να εκπαιδευτούν, το κράτος και πάλι αυτοακυρώνεται δίνοντας αυτή τη φορά τη θέση του στους πολίτες, δηλαδή στις κοινωνικές δυνάμεις. Κάνοντας κάτι ενδιάμεσο όμως, ευνοεί ξεκάθαρα τα οικονομικά συμφέροντα, διατηρώντας μια επισφαλή κοινωνική ειρήνη με τους πολίτες. Αυτό το σύστημα βασίζεται στην άγνοια, στη σύγχυση, στον φόβο και στην ανασφάλεια και βεβαίως απεχθάνεται την εκπαίδευση στην υπευθυνότητα, την εμπιστοσύνη, την αλληλεγγύη, την ανεξαρτησία, το διάλογο.
Μπορεί η εισαγωγή του μαθήματος καταναλωτικής συνείδησης στα σχολεία να είναι το ελάχιστο απ’ αυτά που μπορούν να ζητηθούν αυτή τη στιγμή, αλλά είναι εξίσου επείγον με τη γενικότερη ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση των πολιτών. Για μια ζωντανή κοινωνία το πρόσφατο διατροφικό σκάνδαλο με το ηλιέλαιο και η ακρίβεια, θα ήταν αρκετά και ικανά στοιχεία για να αναζητηθούν πρακτικές λύσεις, αλλά εδώ, δυστυχώς δεν κουνιέται φύλλο.