Όπως έγραψα και τις προάλλες– έχω μάθει όταν στριμώχνομαι ή όταν θυμώνω πολύ, να εκστομίζω πολύ βαριά, σκληρά και κάποιες φορές ανελέητα πράγματα. Μου είναι σχετικά εύκολο θέλω να πω να χρησιμοποιώ λόγια πολύ πληγωτικά κι αυστηρά, να διατυπώνω απειλές κι ύβρεις που όταν ο θυμός ξεθυμαίνει με γεμίζουν ενοχή. Δεν το κάνω συνειδητά. Πιθανότατα αναπαράγω μια παθογένεια που έρχεται απ’ τους προγόνους μου. Ξέρω πως συμβαίνει και σε πολλούς άλλους. Οι άνθρωποι μπορούμε να γίνουμε πάρα πολύ σκληροί και να πούμε πολύ βάναυσα λόγια όταν θυμώνουμε, ακόμα και με τους πιο προσφιλείς μας ανθρώπους. Μπορούμε να πληγώσουμε τους διπλανούς τους με τρόπους αδιανόητους. Η φυσική βία αφήνει μώλωπες, αλλά η συναισθηματική βία αφήνει βαθιές ψυχικές ουλές. (περισσότερα…)

Αυτό που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους της εποχής μας, αν υποθέσουμε ότι αποτελεί ακόμα εποχή, δηλαδή το μετέωρο κάποιου πράγματος σαν έννοια, είναι ότι σέρνονται μισοευχαριστημένοι, μισοδυσαρεστημένοι, ούτε ευχαριστημένοι, ούτε δυσαρεστημένοι, πάνω σε μια γη που βαδίζει προς την ερήμωση. Ο γενικευμένος ναρκισισισμός τρέφει όλες τις εικόνες και το οικουμενικοποιημένο θέαμα αντιπροσωπεύει τη ζωή και τη φαντασία. Η βαθιά και γόνιμη οδύνη καλύπτεται και η ίδια από αυτό που είναι δοσμένο: ένα μίγμα μέτριας απελπισίας και νευρικής έξαρσης. Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα να περιμένουμε; Πριν μπορέσει, εκεί που κάθε φορά δημιουργείται, να ακουστεί η ερώτηση, αν πρέπει κάποτε να ακουστεί, όντα και πράγματα δε θα πάψουν να ακολουθούν την πορεία τους σύμφωνα με τη λογική που τα συντηρεί και τα κινεί, διαρκώς κάπως ασταθή, διαρκώς πολύ ταραγμένα. Ακόμη κι αν ακουγόταν –από ποιόν; και πώς;- ο σκεπτόμενος λόγος που λέει την ερώτηση, δεν θα είχε άμεση αποτελεσματικότητα και θα οδηγούσε σε όλες τις δυνατές και αδύνατες παρεξηγήσεις.

Κώστας Αξελός, 1924-2010, (απόσπασμα απ’ το βίβλιο Γράμματα σ’ ένα νέο στοχαστή, εκδ. Εξάντας 1997, μτφρ. Μαρία Παπαδήμα).