Κανονικά δε θα έπρεπε να ενδιαφέρει κανέναν. Και η αλήθεια είναι ότι πράγματι δεν ενδιαφέρει κανέναν. Με το που αποφασίσεις να φύγεις από ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, έχεις πάψει να υπάρχεις. Μήπως όμως αυτό τελικά είναι ωφέλιμο;

Οι αιτίες της αποχώρησής μου απ’ το Instagram περιγράφονται σ’ αυτό το κείμενο που είχα γράψει για το περιοδικό Κ της Καθημερινής, ακριβώς πριν από τρία χρόνια. Γιατί μου πήρε τρία χρόνια να κάνω την αποφασιστική κίνηση και να σβήσω το προφίλ μου στη δημοφιλή πλατφόρμα; Η εξήγηση είναι απλή κι ανθρώπινη. Το να σβήσεις το λογαριασμό σου από ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης σήμερα μοιάζει με κοινωνική αυτοχειρία. Η αίσθηση της κίνησης είναι στενόχωρη, τρομακτική. Έχει κάτι το βίαιο και σκληρό η αμετάκλητη απόφαση της διαγραφής σου απ’ τον εικονικό κύκλο των επαφών σου. Νομίζεις ότι μαζί με το εικονικό σου προφίλ, θα εξαφανιστεί κι ο φυσικός σου εαυτός. Φοβάσαι ότι απ’ τη στιγμή που θα χαθείς απ’ τα δίκτυα, θα σε ξεχάσουν και θα περάσεις μεμιάς στη σφαίρα των λησμονημένων. Φοβάσαι ότι θα χάσεις κάτι τρομερά σημαντικό, ότι θα χάσεις την επαφή σου με τον πραγματικό κόσμο. Για το λόγο αυτό, προτιμάς να διατηρείς όπως όπως το προφίλ σου, να το ανανεώνεις πολύ περιοδικά, και να καταφεύγεις συχνότερα στο σκρόλινγκ, στην παρακολούθηση της ζωής των άλλων, βάζοντας καρδούλες και κάποιο περιστασιακό ίσως σχόλιο. 

Χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια για να συνειδητοποιήσω ότι το Ιnstagram δεν είχε να μου προσφέρει το παραμικρό. Θεωρώ ότι το Instagram είναι ένα πανηγύρι ναρκισσισμού και ματαιοδοξίας. Θα έβλεπα ίσως κάποια αξία σ’ ένα κλειστό γκρουπ όπου θα μοιραζόμουν νέα με αληθινούς φίλους μου, αλλά σ’ ένα δίκτυο αγνώστων που μοιράζονται φωτογραφίες αφειδώς δε βλέπω κανένα όφελος. Αντίθετα, στη συστηματική χρήση του Instagram διακρίνω σημάδια παθολογίας που οδηγούν με βεβαιότητα στην κατάθλιψη. Η σμίκρυνση του κόσμου σε μια οθόνη που περιέχει αποκλειστικά και μόνο ωραιοποιημένες εικόνες, οδηγεί αναπόφευκτα σε συγκρίσεις. Οι συγκρίσεις παράγουν άγχος και μοιραία, κατάθλιψη. Η σύνδεση των social media με την κατάθλιψη δεν είναι μόνο εμπειρική, έχει καταγραφεί και στην έρευνα.  Μια άλλη έρευνα (την αναφέρω και στον Αλγόριθμο της Σοφίας) που έγινε στη Μεγάλη Βρετανία το 2017, βρήκε ότι το Instagram είναι μακράν το πιο τοξικό μέσο κοινωνικής δικτύωσης για τους νέους (κι όχι μόνο, προσθέτω). Επηρεάζει αρνητικά την φυσική και συναισθηματική υγεία των χρηστών, και πιο συγκεκριμένα επιδρά αρνητικά στην εικόνα που έχει καθένας για το σώμα του, δυσκολεύει τον ύπνο, αυξάνει την αίσθηση της μοναξιάς, συμβάλλει σημαντικά στην θλίψη και το άγχος που νιώθουν οι χρήστες κι, ενισχύει την αίσθηση ότι κάτι χάνεις όταν απουσιάζεις. Τέλος είναι ένα μέσο πολύ πρόσφορο στον κυβερνοεκφοβισμό.  Υπάρχουν βέβαια και θετικές όψεις, όπως η συμβολή στην αυτοέκφραση, η οικοδόμηση ταυτότητας και κοινότητας, αλλά και η παροχή συναισθηματικής υποστήριξης, που θα ευχόταν κανείς να αντισταθμίσουν τις αρνητικές.

Τώρα που δεν έχω προφίλ στο Instagram νιώθω απελευθερωμένος γιατί δεν ξελιγώνομαι μπροστά στο θέαμα της ψεύτικης ζωής των άλλων. Εκλαμβάνω την απεξάρτηση απ’ το Instagram ως μια απόφαση υγείας, εφάμιλλη της διακοπής του τσιγάρου. Γιατί αν θέλω να επικοινωνήσω με κάποιον, σηκώνω το τηλέφωνο και τον αναζητώ. Κανονίζω να τον συναντήσω. Απ’ την άλλη, όποιος θέλει να έρθει σ’ επαφή μαζί μου διαδικτυακά, μπορεί εύκολα να το κάνει. Θα αναρωτηθεί τώρα κάποιος: «γιατί πρέπει τώρα να το μοιραστείς αυτό; Γιατί να έχεις την ανάγκη να περιγράψεις δημόσια την εμπειρία της αποχώρησής σου απ’ την πλατφόρμα;». Γιατί έχω ακόμα το Facebook. Αλλά γι’ αυτό το θέμα θα χρειαστώ λίγο χρόνο ακόμα. Εκεί προφανώς θα δοθεί η μάχη των μαχών.

Πριν από δύο εβδομάδες ισλαμιστές τρομοκράτες δολοφόνησαν τον φίλο μου Vincent Detoc. Μου ήταν αδύνατο να μην επισκεφθώ την πόλη του και να μην τον αποχαιρετήσω. Ένιωθα ότι το όφειλα όχι μόνο σ’ εκείνον αλλά και στη σύντροφο και στα δύο του παιδιά. Αυτό που συνέβη στο Bataclan, αλλά και στα εστιατόρια του Παρισιού, ήταν βίαιο, αποτρόπαιο, συγκλονιστικό.

Κατά τη διάρκεια της τελετής αποχαιρετισμού του, κι ακούγοντας τα λόγια της παρηγοριάς κι αγάπης, σκεφτόμουν: άραγε αυτοί οι φανατικοί ανεγκέφαλοι άνθρωποι που σκότωσαν τόσα νέα παιδιά, έχουν επίγνωση του πόνου που προκάλεσαν σε τόσους ανθρώπους; Κοιτούσα γύρω μου τα συντετριμμένα πρόσωπα, τις σοκαρισμένες φιγούρες, τα μάτια μικρών παιδιών που δε μπορούσαν να συγκρατήσουν το κλάμα.

Σιχαίνομαι τη βία. Θεωρώ ότι η βία είναι πηγή προβλημάτων που διαιωνίζονται προκειμένου να ευχαριστιούνται νοσηροί και πρωτόγονοι ψυχισμοί. Αντίθετα, ο πολιτισμός έχει πάντα τη δυνατότητα να διευθετεί ορθολογικά κι αναίμακτα τα προβλήματα. Πιστεύω ότι ο πολιτισμός κι οι μη βίαιες αντιδράσεις μπορούν να επιλύουν διαφορές. Σίγουρα τώρα βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα τεράστιο πρόβλημα. Οι φανατικοί, οι μισαλλόδοξοι φονταμενταλιστές σκοτώνουν αθώους ανθρώπους την ώρα που απολαμβάνουν τη μουσική ή τον καφέ τους. Χρειάζεται να δουλέψουμε πολύ ώστε να πείσουμε, να συνδιαλλεχτούμε, να υιοθετήσουμε μέτρα που θα αποτρέψουν νέες τραγωδίες.

Χθες, έξω απ’ τον χώρο του μακελειού, τη σιωπή διέκοπταν τα αναφιλητά, μια σειρήνα, κι ένας μουσικός που με την κιθάρα του τραγούδουσε “Αλληλούια”.

 

Στη μνήμη του Vincent Detoc, θύματος τρομοκρατικής επίθεσης στο Παρίσι

Γράφω υπό την επήρεια συνταρακτικού, πικρού νέου

Ο φίλος μας είναι νεκρός

Από σφαίρες τρομοκρατών

Είμαι συντετριμμένος

Ο πιο πράος και γλυκός άνθρωπος που έχω γνωρίσει

Νεκρός από σφαίρες τρομοκρατών

Παρακολουθούσε συναυλία στο Bataclan

Κι ήρθαν ανεγκέφαλοι να του αφαιρέσουν τη ζωή

129 αθώα θύματα

Σ’ ένα παρισινό βράδυ

Νεκροί από σφαίρες τρομοκρατών

Ο έρωτας της ζωής του

Λέει είχαμε μια υπέροχη ζωή μαζί

Κι ο εννιάχρονος γιος του

Λέει ότι θα ευτυχίσει μόνο όταν τον συναντήσει ξανά, εκεί

Ο Λεφ στην ηλικία που έχασα τον πατέρα μου

κι η Λένα μόλις επτά

Τους είπαν χθες ότι ο μπαμπάς τους

Είναι νεκρός από σφαίρες τρομοκρατών

Δε θα τον ξαναδούν ποτέ ξανά

Αρματώθηκαν οι καμικάζι προχθές

Κι είπαν πάμε να σκορπίσουμε τυφλά το θάνατο

Πάμε να πάρουμε τη ζωή των αδελφών μας

Των άπιστων

Και βρήκαν στη συναυλία τον φίλο μας

Τον πιο πράο και γλυκό άνθρωπο που έχω γνωρίσει

Και τον σκότωσαν

Στο όνομα του μνησίκακου θεού τους

Γράφω υπό την επήρεια του σκληρού, αδυσώπητου νέου

Ισλαμοφασίστες σκότωσαν τον φίλο μας

Ενώ απολάμβανε την αγαπημένη του μουσική

Παρασκευή, παρισινό βράδυ στο Bataclan

Γιατί οι μισαλλόδοξοι

Αποφάσισαν να κυρήξουν ιερό πόλεμο

Εναντίον των απίστων

Και βρήκαν στο δρόμο τους τον φίλο μας

Τον πιο πράο και γλυκό άνθρωπο που έχω γνωρίσει

Και τον γάζωσαν με σφαίρες

Τρομοκράτη δε σε φοβάμαι

Μου προκαλείς μεγάλο πόνο

Αλλά δεν έχεις πια δύναμη

Ο φίλος μου μ’ έκανε να σε δω πιο καθαρά

Είσαι μικρός, δειλός, και μόνος

Για το θεό σου είσαι αναλώσιμο υλικό

Έλα αν θες να εξηγήσεις στη γυναίκα και στα παιδιά του φίλου μας

Την παραφροσύνη σου

Σε λυπάμαι

Έχεις ήδη ξεχαστεί ακόμα κι από Εκείνον

Ναι δε σε φοβάμαι

παραπλανημένε

τρομοκράτη

Ο κόσμος σου είναι ασπρόμαυρος και δε θα μας κάνεις όμοιούς σου

 

Ο φίλος μας είναι νέο αστέρι

Που φωτίζει τον πολύχρωμο δρόμο της ζωής.