Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2001. Τεράστιο καλλιτεχνικό γεγονός. Στις 3.45 μ.μ. (ώρα Ελλάδας) αεροπλάνο συνετρίβη στον έναν πύργο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου. Ένα τέταρτο αργότερα δεύτερη πρόσκρουση αεροπλάνου, στον άλλο πύργο. Την είδα σε ζωντανή μετάδοση και δεν πίστεψα στα μάτια μου, αλλά έπειτα άρχισα να χοροπηδάω από τη χαρά μου. Από τις γύρω πολυκατοικίες ακούστηκαν κοφτά επιφωνήματα και μερικοί πανηγυρισμοί. Εγώ κόλλησα στην οθόνη. (…)
Το παραπάνω απόσπασμα είναι αλιευμένο απ’ το βιβλίο του Μιχάλη Μιχαηλίδη «Πινακοθήκη τεράτων῾» (2009, εκδ. Πατάκη, σελ.391). Γνωρίζω βεβαίως ότι δεν πρέπει να συγχέουμε τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα. Τα λόγια αυτά ανήκουν στον ήρωα του βιβλίου. Καθώς όμως το αφήγημα έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, υποπτεύομαι ότι το συγκεκριμένο απόσπασμα απηχεί τα συναισθήματα του συγγραφέα. Όταν το διάβασα αισθάνθηκα λύπη, απογοήτευση. Δε σοκαρίστηκα γιατί την ημέρα εκείνη έμαθα ότι ένας συνάδελφος δημοσιογράφος, αρκετά γνωστός, στην εφημερίδα που εργαζόμουν πανηγύριζε κι εκείνος. Όταν κάποιος πανηγυρίζει με την κατάρρευση ενός κτιρίου γεμάτο ανθρώπους δε μπορεί παρά να είναι αφαιμαγμένος από συναισθήματα αγάπης, αλληλεγγύης, χαράς. Εντάξει σε κάποιο βαθμό όλοι έχουμε την κτηνωδία μέσα μας, αλλά στόχος μας είναι να γίνουμε κοινωνικά ευαίσθητα όντα. Πόσο μίσος πρέπει να έχεις μέσα σου για να χαίρεσαι με το χαμό έστω κι ενός ανθρώπου;