To 1989 τελείωνα το γυμνάσιο. Ήταν μια ταραγμένη εποχή για την ελληνική δημοκρατία. Θυμάμαι πολύ έντονα το κλίμα πόλωσης και ταραχής που κυριαρχούσε. Θυμάμαι επίσης στο σπίτι να έχουμε συνέχεια ανοιχτή την τηλεόραση για να μαθαίνουμε πως εξελίσσεται η δίκη στο ειδικό δικαστήριο. Όπως κάθε έφηβος είχα κι εγώ πολλές σοβαρότατες ανησυχίες. Μια απ’ τις μεγαλύτερες, εκτός απ’ την άδηλη πολιτική σταδιοδρομία του Μένιου Κουτσόγιωργα, ήταν τα ρούχα που φορούσα. Η μητέρα μου, μετά το θάνατο του πατέρα μου, αναγκάστηκε να αναλάβει τα οικονομικά της οικογένειας, κι επέδειξε εκπληκτική συγκράτηση και διαχειριστική ικανότητα. Έκανε αιματηρή οικονομία φροντίζοντας όμως να μη μας λείπει τίποτα σημαντικό. Τα ρούχα μας δεν ήταν ποτέ ακριβά, αλλά είχαν κάποιο σχετικό γούστο. Επίσης ήταν πάντα καθαρά και καλοσιδερωμένα.
Επειδή δεν είχα ως μεγάλη προτεραιότητα το ντύσιμο, οι αγορές μου ήταν ρώσικη ρουλέτα. Σπάνια κατέφερνα να αγοράσω κάτι που με ικανοποιούσε απόλυτα. Ας πούμε μια απ’ τις μεγάλες εξαιρέσεις ήταν ένα πράσινο πουλόβερ, που είχα αγοράσει και δεν ήθελα πραγματικά να το βγάλω από πάνω μου. Το συχνότερο φαινόμενο ήταν να μετανιώνω γρήγορα για τις επιλογές μου. Όταν έμπαινα στα μαγαζιά μ’ έπιανε μια βιασύνη κι είτε διάλεγα κάτι που μου μισοάρεσε, ή αρκετά συχνά έπαιρνα το λάθος νούμερο. Θυμάμαι ότι είχα ψωνίσει μόνος μου ένα ξεβαμμένο τζιν “μούχλα”, που ήταν σίγουρα αποτυχημένη επιλογή, κι ήμουν αναγκασμένος να το φοράω 2-3 χρόνια, σχεδόν σε όλο το γυμνάσιο. (περισσότερα…)

