Για να εκλεγεί κάποιος σ’ ένα υψηλό κομματικό αξίωμα χρειάζεται σίγουρα ένα επίπεδο ευστροφίας, ικανότητας και γνώσης, όπως επίσης και αρκετές γνωριμίες, μια κάποια υποστήριξη από ισχυρά, ιστορικά στελέχη κ.λπ. Αν αυτός ο υποψήφιος έχει την τύχη να είναι γόνος κάποιου τζακιού, αν είναι πολύ ευκατάστατος, ή αν έχει τη στήριξη ισχυρών οικονομικών παραγόντων, όλα τα παραπάνω προαπαιτούμενα μπορούν να παρακαμφθούν. Αυτή είναι η αρχή μιας πολύ αναγνωρίσιμης ιστορίας για τα ελληνικά, και όχι μόνο, δεδομένα, που φτάνει ως και τις κυβερνήσεις. Η Πολιτική παύει να είναι το πεδίο της απόφασης, της συζήτησης, της λύσης, της έμπνευσης και καθίσταται μια τεχνική πωλήσεων και μάρκετινγκ: όποιος έχει τη μετρήσιμη δύναμη, το χρήμα και τις λεγόμενες διασυνδέσεις είναι μαζί διαφημιστής και προϊόν της κατεστημένης μικροπολιτικής και των εξαρτήσεων. Δηλαδή, καμία έκπληξη.
Το τεράστιο σκάνδαλο με τα «μαύρα ταμεία» της Siemens, μάς δίνει κάποια πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για τη λειτουργία του σημερινού πολιτικού συστήματος. Ενός συστήματος που παρουσιάζει αρκετές ιδιομορφίες, αλλά συναντάται συστηματικά σε όλο το δυτικό, το λεγόμενο αναπτυγμένο κόσμο, αρκεί να θυμηθούμε αυτό που πολύ έυστοχα έχει γράψει ο γνωστός δημοσιογράφος ρεπόρτερ Γκρεγκ Πάλαστ, στο βιβλίο του «Δημοκρατία σε τιμή ευκαιρίας» (εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες), ότι «οι μάχες για την αμερικανική προεδρία δεν θα έπρεπε πλέον να λέγονται εκλογές, αλλά δημοπρασίες».
Αυτές τις ημέρες, οι πιο ευαίσθητες φωνές λένε ότι ο πολιτικός, απ’ όποιο αξίωμα κι αν υπηρετεί, οφείλει να βρίσκεται σε καθεστώς πλήρους διαφάνειας. Το κύριο ασυμβίβαστο που πρέπει να ισχύει για τους βουλευτές και τους υπουργούς πρέπει να αφορά στον τομέα δράσης τους. Αν ο πολιτικός σχετίζεται με συναφείς του αντικειμένου του επιχειρηματικές δραστηριότητες, θα πρέπει να θεωρείται ασυμβίβαστη κάθε πράξη του γιατί πολύ πιθάνα η σκέψη του να επηρεάζεται απ’ το στενό του οικονομικό συμφέρον. Σαν αποτέλεσμα οι αποφάσεις του πολιτικού θα ευνοούν τους χρηματοδότες του κι όχι το κοινό καλό και τους πολίτες. Πώς όμως να μπει φρένο στον εναγκαλισμό επιχειρηματιών και πολιτικών, όταν η πολιτική των τελευταίων εξαντλείται στην εξασφάλιση των ιδανικότερων δυνατών συνθηκών για τις επιχειρήσεις των πρώτων;
Τα αστικά κόμματα πρέπει να ανοίξουν στη δημοκρατία και να απαρνηθούν την εξάρτησή τους απ’ τις επιχειρήσεις, λένε οι ευαίσθητοι κι αισιόδοξοι. Οι επιχειρήσεις χρηματοδοτούν τα κόμματα και τα εμπλέκουν σ’ ένα φαύλο κύκλο, ικανοποιώντας τη δίψα τους για επανεκλογές κι εξουσία. Όμως η δημοκρατία βλάπτεται, όχι μόνο γιατί ο εξαρτημένος πολιτικός δίνει τις κρατικές δουλειές σε ανάξιες ή σκοτεινές εταιρείες, αλλά και γιατί ουσιαστικά ο πολιτικός φτάνει να λογοδοτεί όχι στο λαό, αλλά στους χρηματοδότες του, δηλαδή στις επιχειρήσεις. Τα λεγόμενα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα εκλέγουν υποψηφίους, αγοράζουν δημόσιο χρόνο στα Μέσα, προσφέρουν ασυλίες, και γενικά κανοναρχούν. Ο πολιτικός γίνεται έρμαιο της επικοινωνίας, της διαφήμισης και της εικόνας του, γιατί μόνο αυτό του μένει να φροντίζει. Από πίσω όλα επιβάλλονται απ’ τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Στους αντίποδες των αισιόδοξων, αναφορικά με την υπόθεση της Siemens, είναι διάχυτο στην κοινωνία ότι θα βρεθούν κάποια εξιλαστήρια θύματα και τα πράγματα θα συνεχιστούν ως είχαν. Η δομή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του οικονομικού μοντέλου της ελεύθερης αγοράς, ευνοούν αυτές τις επικίνδυνες σχέσεις. Στην Ελλάδα ωστόσο, που η διαφθορά είναι νομιμοποιημένη ηθικά στο συλλογικό ασυνείδητο, είναι απίθανο να δούμε κάποια εντελώς απρόσμενη εξέλιξη στο πολιτικό μας σύστημα. Μεγάλη μερίδα πολιτών έχει γίνει κυνική, όπως μεγάλη μερίδα πολιτικών, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών κ.λπ. Στην Ελλάδα ο τζόγος έχει γενικευθεί. Ένας τζόγος του στυλ ρώσικης ρουλέτας που λέει: θα πληρώσω τους πάντες, θα κάνω κάθε δυνατή παρανομία κι αν με πιάσουν ας πάω και φυλακή, εκτός απ’ το ότι θα τη βολέψω κι εκεί, όταν (σύντομα) βγω θα γίνω και ήρωας, αφού μπροστά στους επόμενους, από εμένα, εγκληματίες, θα είμαι αρνάκι. Στη χώρα ο κυνισμός σπάει ταμεία. Οι συλλογικές υποθέσεις, το ίδιο το επίπεδο της ζωής, οι ανάγκες όλων μας, έχουν θεωρηθεί προ πολλού άχρηστες. Αυτή η κοινωνία επιβραβεύει την πονηριά και την πανουργία. Όλα για το στενό ατομικό συμφέρον. Στα κόμματα οι άνθρωποι παύουν να μπαίνουν για το κοινό καλό και κοιτάζουν μόνο το λεγόμενο βόλεμα. Οι πολυεθνικές εταιρείες στην Ελλάδα γιορτάζουν γιατί βρίσκουν συνθήκες που μάλλον σε υπανάπτυκτα κι αυταρχικά καθεστώτα ευδοκιμούν. Και παίζουν χωρίς αντίπαλο.
Ο λαός μέχρι χθες, λένε κάποια ΜΜΕ, νόμιζε ότι η «μίζα» σ’ αυτά τα επίπεδα ήταν κάτι μυθικό, «άπιαστο». Σήμερα πληροφορείται ότι τα ελληνικά κόμματα δέχονται χρήματα, μέσω των μελών τους, προκειμένου να κάνουν τις εκστρατείες τους. Αλλά κανείς δε δείχνει να σοκάρεται πραγματικά. Αυτή είναι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία σήμερα, μια αγορασμένη απ’ τους οικονομικούς παράγοντες, δημοκρατία, ή αλλιώς μια δημοπρασία. Ένα καθεστώς που βασίζει την επικυριαρχία του στη κυνική παραδοχή του «όλα αγοράζονται». Οι πολίτες έχουν συμβιβαστεί μ’ αυτή την ιδέα κι έχουν προσαρμόσει τη ζωή τους σ’ αυτή τη λογική.
Όμως είναι προφανές ότι η δημοκρατία που αγοράζεται δεν είναι τελικά ούτε αντιπροσωπευτική, ούτε και δημοκρατία, με την έννοια ότι ο Δήμος δεν έχει πλέον καμμία ουσιαστική εξουσία πέρα απ’ το να αγοράζει και να πουλάει. Στην παρούσα φάση, το σκάνδαλο της Siemens καταδεικνύει ότι τα πολιτικά κόμματα δημοπρατούν την εξουσία σε πολυεθνικές ή άλλες εταιρείες. Στη δημοκρατία οι εκλογές κερδίζονται απ’ τους πιο ικανούς, απ’ τους πιο άξιους, απ’ τους πιο τίμιους. Στη δημοπρασία οι εκλογές κερδίζονται απ’ αυτούς που κάνουν καλά διαφημιστικά, που αγοράζουν και προσεταιρίζονται τα Μέσα, που χρηματοδοτούνται απ’ τους ισχυρούς, με λίγα λόγια απ’ αυτούς που δίνουν τα περισσότερα χρήματα.
Η ελληνική κοινωνία έχει διαλέξει αυτό το μοντέλο και τώρα δείχνει να απολαμβάνει κυνικά μια ακόμα όψη του που είναι δήθεν καθαρτήρια. Ακόμα και οι προσωπικές σχέσεις έχουν διαποτιστεί απ’ την πρακτική της δημοπρασίας. Γι’ αυτό όπου κι αν κοιτάξει κάποιος γύρω του, θα δει στοιχήματα, προσφορές, «χτυπήματα» και πονταρίσματα.
Σε λίγο αναλαμβάνουν οι δικηγόροι.