Σε πρόσφατο άρθρο του στην Καθημερινή (27.09.09) ο αρθρογάφος κ. Πάσχος Μανδραβέλης, αναφέρεται στις «γκρίνιες για το Διαδίκτυο»:
Απ’ τον τίτλο και μόνο του άρθρου, καταλαβαίνει κάποιος ότι εδώ επιχειρείται ένα είδος υποβιβασμού της κριτικής, ή και της διατύπωσης επιφυλάξεων, ερωτημάτων, ή αμφιβολιών για τις νέες τεχνολογίες, σε «γκρίνια». Η γκρίνια αφορά σε μια έννοια που παραπέμπει σε ρηχές νευρικές αντιδράσεις, σχεδόν αδικαιολόγητες. Θα λέγαμε ότι η γκρίνια είναι περισσότερο αποτέλεσμα κάποιας ορμονικής διαταραχής, παρά προϊόν συλλογισμού, ορθής κρίσης κ.λπ. Επομένως, πριν ακόμα εξηγήσει οτιδήποτε, ο κ. Μανδραβέλης υποβιβάζει την κριτική της τεχνολογίας και του Διαδικτύου, σε μια σχεδόν αδικαιολόγητη γκρίνια. Με άλλα λόγια, τοποθετεί τον εαυτό του στην πολυπληθή κατηγορία θεωρητικών που ισχυροποιούν την αντίληψη του Διαδικτύου με όρους καινούργιας Θρησκείας, με τους διακόνους, τους πιστούς και τους Θεούς της. Σε επόμενη ανάρτησή μου, θα ανεβάσω ένα σχετικό άρθρο που έχω γράψει, μια παραβολή για αυτό ακριβώς το θέμα, η οποία παρουσιάζει κάπως πληρέστερα την κατάσταση. Ας επανέλθω όμως στο δημοσίευμα.
Το άρθρο είναι, κατά τη γνώμη μου, μια τυπική εκδήλωση «θεολογικής» τεχνοφιλίας, η οποία προσπαθεί να ακυρώσει την «άλλη πλευρά», βγάζοντας ανυπόστατη ακόμα και τη διατύπωση της παραμικρής επιφύλαξης.
Πράγματι, ο δημοσιογράφος αναφέρεται στο Διαδίκτυο με αδιαπραγμάτευτους, σχεδόν θεολογικούς, όρους. Η τεχνολογία είναι το Καλό, είναι η Πρόοδος, είναι η Δημοκρατία, κι όσοι το αμφισβητούν δε ξέρουν τί τους γίνεται. Λέει π.χ. ότι σήμερα ζούμε ένα «κύμα εκδημοκρατισμού» λόγω του Διαδικτύου. Παραβλέπει ωστόσο ότι το Διαδίκτυο, κάθε άλλο παρά εκδημοκρατιστικό (της γνώσης) είναι στην Κίνα. Η σκανδαλώδης υποχώρηση της Google στην Κίνα, δεν είναι καθόλου δημοκρατική, κι όμως το γεγονός αυτό αποσιωπάται με μεγάλη ευκολία. Το ότι οι μεγάλες αυτές επιχειρήσεις που λειτουργούν ως φίλτρα των πληροφοριών, συνεργάζονται με καταπιεστικα καθεστώτα, δεν αποδεικνύει άραγε ότι το Μέσο μπορεί και να χρησιμοποιηθεί αντιδημοκρατικά; Επιπλέον, πώς μπορεί να περνά απαρατήρητη η επώαση τόσων πολλών φασιστικών τάσεων μέσα στο Διαδίκτυο; Το Διαδίκτυο για τον κ. Μανδραβέλη, όπως και για πολλούς τεχνόφιλους στη χώρα μας, όπως ο κ. Νίκος Δήμου, είναι εξ’ ορισμού δημοκρατικό. Αλλά το Διαδίκτυο, όπως και κάθε τεχνολογία, είναι ουδέτερο, περιμένει δηλαδή τα υποκείμενα να του προσδώσουν νόημα και περιεχόμενο.
Στις τρείς «γκρίνιες» που περιγράφει ο κ. Μανδραβέλης συμπεριλαμβάνει και την κριτική του γάλλου στοχαστή Πολ Βιριλιό, χαρακτηρίζοντάς τον «μεταμοντέρνο». Ο κ. Μανδραβέλης έχει επανειλλημένα αρθρογραφήσει για τη «μπουρδολογία» του μεταμοντερνισμού, επιδεικνύοντας ζήλο κριτικής αμφισβήτησης της γαλλικής σχολής σκέψης και πιο συγκεκριμένα ενός αριθμού στοχαστών που έπαιξε για πολύ συγκεκριμένους λόγους με τη γλώσσα, τα σημεία, τους κανόνες κ.λπ. Εν πάση περιπτώσει, ο δημοσιογράφος λέει ότι ο Βιριλιό ανήκει στην κατηγορία των «αρνητών της τεχνολογίας», κάτι εντελώς ανυπόστατο. Επιπλέον αναφέρει ότι ο Βιριλιό «είναι σίγουρος ότι η κοινωνία της γνώσης ενέχει κινδύνους, άλλα άγνωστους. Δεν τους ξέρει, αλλά… υπάρχουν». Η αλήθεια είναι ότι το βιβλίο που αναφέρει ο κ. Μανδραβέλης, «Η πληροφορική βόμβα», είναι ένας συναγερμός, μια πραγματεία που εξετάζει τους κινδύνους της πληροφορικής επανάστασης, αλλά σε καμία περίπτωση δε προτρέπει τον αναγνώστη σε αυτό που αποκαλείται «άρνηση της τεχνολογίας». Αν ο κ. Μανδραβέλης είχε διαβάσει πιο προσεκτικά τον Βιριλιό θα είχε καταλάβει ότι ο τελευταίος «διαβάζει» τα τεχνολογικά συμβάντα, τα κριτικάρει και διερωτάται για αυτά, αναδεικνύοντας ένα κριτικό, πρωτότυπο και στοχαστικό Λόγο που καλεί τον αναγνώστη να σκεφτεί. Ο Βιριλιό ασκεί αυτό που ονομάζουμε τεχνο-κριτική, δεν είναι ούτε πιστός, ούτε διάκονος της τεχνοφοβίας ή της τεχνοφιλίας. Βέβαια, στην Ελλάδα αυτή η άκριτη τεχνοφιλία εκτός από βολική, είναι και πολύ ευχάριστη, καθώς χαϊδεύει τα αυτιά δεκάδων και εκατοντάδων χρηστών που θεωρούν το Διαδίκτυο γήπεδο, ή αλλιώς, πεδίο εκτόνωσης των καταπιεσμένων παρορμήσεών τους.
Η δεύτερη και η τρίτη «γκρίνια» που περιγράφει το άρθρο είναι σχεδόν ταυτόσημες. Ο δημοσιογράφος υπονοεί ότι η επιφυλακτικότητα απέναντι στις νέες τεχνολογίες θυμίζει τους Λουδίτες, αλλά δεν το λέει ανοιχτά. Λέει για παράδειγμα ότι οι αρνητές του Διαδικτύου είναι υποκριτές γιατί επιστρατεύουν συχνά τη «γκρίνια» για τα «παιδάκια της Αφρικής». Όμως το ψηφιακό χάσμα (κοινό και στις δύο «γκρίνιες») είναι υπαρκτό και δεν κλείνει. Ο κ. Μανδραβέλης ταυτίζει τη μέριμνα για τον Τρίτο Κόσμο ή για τους αδύναμους με μια «γκρίνια». Φτάνει μάλιστα να γίνει κυνικός, λέγοντας ότι στο τέλος ο χορτασμένος κριτικός θα απολαύσει τα προνόμια που του δίνει η τεχνολογία ξεχνώντας τους αδύναμους που δεν έχουν πρόσβαση στα Νέα Μέσα ή τη γνώση.
Το θέμα της πρόσβασης και του ψηφιακού χάσματος περιγράφεται αρκετά απλοποιητικά με την επιστράτευση ενός και μόνο επιχειρήματος. Ο εξισωτισμός όμως του Διαδικτύου είναι μόνο μια υπόσχεση, όπως και η οριζοντιότητα. Οι ιεραρχίες εξακολουθούν να επιβιώνουν, ακόμα και εντός του Διαδικτύου, μ’ έναν καινοφανή βέβαια τρόπο. Το παράδειγμα του «πιτσισιρίκου» που αξιώνει με ίσους όρους το ενδιαφέρον, είναι ατυχές, καθότι η αξιοπιστία γέρνει ακόμα στην πλευρά των μεγάλων, βιομηχανικών και παραδοσιακών Μέσων, αλλά και των νεότερων μεγαθηρίων όπως η Google.
Αναφορικά με τον κατακερματισμό της εμπειρίας και τη «γκρίνια» του ίδιου του κ. Μανδραβέλη για το «πληροφοριακό άγχος», θα λέγαμε ότι συνιστούν δύο ακόμα επιχειρήματα της κριτικής των Νέων Μέσων, ίσως απ’ τα πιο ελάσσονα.
Ο δημοσιογράφος κλείνει το άρθρο του λέγοντας ότι οι δύο δικές του «γκρίνιες» είναι πραγματικές, αλλά «το ίδιο θα έλεγε κι ένας μοναχός του Μεσαίωνα βλέποντας την πλημμύρα των αιρετικών κειμένων που άρχισαν να βγαίνουν από τις τυπογραφικές μηχανές». Άραγε ταυτίζει δηλαδή τους κριτικούς της τεχνολογίας με μοναχούς του Μεσαίωνα, δηλαδή με «σκοταδιστές» ή απλά μας λέει ότι δεν αξίζει να «γκρινιάζουμε» γιατί έτσι κι αλλιώς η «πρόοδος» θα «νικήσει» το σκοτάδι;
Λέει επίσης ο δημοσιογράφος ότι σήμερα όλοι γράφουν, αλλά η αλήθεια είναι ότι στο Διαδίκτυο, όχι μόνο γράφουν, αλλά και δημοσιεύουν, και αυτή είναι η μεγάλη αλλαγή. Και αυτό που παραλείπει να σημειώσει είναι ότι οι πάντες δημοσιεύουν, παράγουν δηλαδή περιεχόμενο, χωρίς να καρπώνονται την υπεραξία της δουλειάς τους. Το γεγονός ότι είναι μια χούφτα εταιρειών που εκμεταλλεύονται όλο αυτό τον πλούτο της έκφρασης, δε φαίνεται να ανησυχεί ή έστω να προβληματίζει τον κ. Μανδραβέλη. Στη βιβλιογραφία του άρθρου του αναφέρει ένα βιβλίο του Ντέιβιντ Μπράουν (το οποίο λανθασμένα αναγράφεται Νταν), με τον τίτλο «Η δικτατορία στον κυβερνοχώρο» (μεταφραστής του οποίου είναι ο ίδιος ο δημοσιογράφος). Παρότι δεν το έχω υπόψη μου, το βιβλίο φαίνεται να κάνει ό,τι και οι υπόλοιποι «γκρινιάρηδες» κριτικοί, να αμφισβητεί δηλαδή τις δοξασίες και τα δόγματα που θέλουν την τεχνολογία να λύνει όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας και να προβλέπει ακόμα και αρνητικές εξελίξεις. Άραγε γιατί είναι τόσο απωθητική και ενοχλητική η κριτική και ο στοχασμός;
Ο κ. Μανδραβέλης θεωρεί ότι όσοι διαμαρτύρονται «ενάντια στην τεχνολογική πρόοδο» το κάνουν γιατί νιώθουν να χάνουν προνόμια. Όμως αυτό δεν είναι παρά μια μόνο όψη της κριτικής, που είναι βέβαια δικαιολογημένη. Είναι γεγονός αυτό που λέει, ότι διανύουμε μια εποχή σύγχυσης, αλλά η τυφλή πίστη στην τεχνολογία δε βοηθά ούτε στην εμπέδωση των προοπτικών, ούτε και στη γνώση και αποφυγή των υπαρκτών κινδύνων.
Αναλύσεις σαν κι αυτή του κ. Μανδραβέλη κατά τη γνώμη μου δε βοηθούν, παρότι πιθανότατα αυτό επιθυμούν. Ζούμε σε μια χώρα τεχνολογικά υπανάπτυκτη, μόνιμα καθυστερημένη, με εντελώς ανεπαρκή και στρεβλή παιδεία στα Νέα αλλά και στα παλαιότερα Μέσα, χωρίς διαδικτυακή ή πληροφορική εκπαίδευση, και θα ήταν επικίνδυνο να υιοθετήσουμε τις νέες τεχνολογίες άκριτα, αγχωμένα και σπασμωδικά. Αντίθετα, θα πρέπει να συνδιαλλεχθούμε, να πειραματιστούμε, να στοχαστούμε, να δοκιμάσουμε, να αναρωτηθούμε, να ερευνήσουμε και να εξετάσουμε τόσο τις ευκαιρίες όσο και τους κινδύνους, ώστε να έχουμε πολλαπλά οφέλη τόσο ως άτομα, όσο κι ως κοινωνίες.
Να ανοιχτούμε λοιπόν στο καινούργιο, αλλά με κριτική διάθεση, με γνώση, τόλμη και δημιουργικότητα. Η ακρισία και η άρνηση της κριτικής είναι αυτοκαταστροφική και αποπροσανατολιστική, και δεν αφήνει τίποτα πραγματικά ουσιώδες να γεννηθεί. Αν δε θέλουμε να διαιωνίζουμε τις βιασύνες και τις προχειρότητες που ταλανίζουν τη χώρα, θα πρέπει επιτέλους να μάθουμε σε τί είναι χρήσιμη η κριτική, κι επιπλέον θα πρέπει να απεμπλακούμε απ’ την θρησκοληψία μας και τα κάθε λογής προσκηνύματα στους καινούργιους Θεούς.
Απλά προσυπογράφω την εξαιρετική κριτική σας κύριε Ανδριωτάκη.
Κάποιες φορές ο ρήτορας και το οργανωμένο περιβάλλον από το όποιο εκπέμπεται γραμμικά η ρητορεία του είναι τόσο, μα τόσο προβλέψιμη. Η περίπτωση του κυρίου Μανδραβέλη είναι ένα παράδειγμα.
Δείτε και αυτό:
Πάσχω σαν γλώσσα
Για τη χρήση του κειμένου του Πάσχου Μανδραβέλη στις Πανελλήνιες εξετάσεις
http://www.antifono.gr/portal/Πρόσωπα/Ξυδιάς/Αντιφωνικά/2842-Πάσχω-σαν-γλώσσα.html