Η Ελλάδα είναι διαχρονικά στις τελευταίες θέσεις του δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (DESI). Το 2018 μάλιστα, έπεσε μια θέση ακόμα στο σχετικό δείκτη, κι είναι τώρα στην 27η θέση ανάμεσα στις 28 χώρες της ΕΕ. Την ίδια ώρα υπάρχει απ’ το 2016 ένα υπουργείο αφιερωμένο στην ψηφιακή πολιτική. Μπαίνοντας στην ιστοσελίδα του ωστόσο καταλαβαίνει εύκολα κάποιος ότι είναι περισσότερο ένα εργαλείο δημοσίων σχέσεων του υπουργού και των γενικών γραμματέων παρά ένας κόμβος ενημέρωσης για την ουσία της πολιτικής του υπουργείου.
Ο δείκτης DESI (Digital Economy and Society Index) μετρά την πρόοδο που καταγράφουν οι χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την ψηφιοποίησή τους. Κάθε χρόνο δημοσιεύεται μια έκθεση που λαμβάνει υπόψη της 5 κριτήρια:
1. Συνδεσιμότητα: Σταθερά ευρυζωνικά δίκτυα, κινητά ευρυζωνικά δίκτυα και τιμές ευρυζωνικών συνδέσεων.
2. Ανθρώπινο κεφάλαιο: Χρήση του διαδικτύου, βασικές και προηγμένες ψηφιακές δεξιότητες.
3. Χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών: Χρήση από τους πολίτες του περιεχομένου, των επικοινωνιών και των επιγραμμικών συναλλαγών.
4. Ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας: Ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων και ηλεκτρονικό εμπόριο.
5. Ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες: Ηλεκτρονική διακυβέρνηση και ηλεκτρονικές υπηρεσίες υγείας
Η Ελλάδα είναι σταθερά στις τελευταίες θέσεις του δείκτη. «Συνολικά» αναφέρουν τα συμπεράσματα της έκθεσης, «τα τελευταία έτη, η Ελλάδα δεν έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ. Το παρελθόν έτος, η πρόοδος ήταν κατά τι πιο αργή από τον μέσο όρο της ΕΕ». Φυσικά δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός. Απλά εγείρονται ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με την πολιτική σ’ αυτό τον τομέα.