Φέτος είπα για πρώτη φορά στη ζωή μου να διαβώ την κοιλάδα της ανοικειότητας και να κάνω εικονικό ρεβεγιόν στο παγκόσμιο ριάλιτι σόου του μετασύμπαντος. Απορρίπτω τις προτάσεις εδώ και μια δεκαετία, πεισματικά, σε τέτοιο βαθμό που οι φίλοι μου πια έχουν σταματήσει να με περιγελούν. Ξέρω πολύ καλά πώς με βλέπουν. Σήμερα, αν δεν είσαι εικονικός, είσαι ξεπερασμένος, ανήκεις σε άλλη γενιά. Η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων της ηλικίας μου είναι Εικονικοί, κι εγώ είμαι με τους λίγους Σωματικούς. Όταν ήμασταν στο σχολείο, χρησιμοποιούσαν την κακόηχη λέξη Λουδίτες, αλλά αυτή σταδιακά ξεχάστηκε, γιατί γιγαντώθηκε η διαμάχη Εικονικών/Σωματικών. Η λέξη Σωματικός κατέληξε βρισιά, γιατί περιγράφει, στρεβλά κατά τη γνώμη μου, τον άνθρωπο που πιστεύει ότι η εικονική πραγματικότητα είναι κάτι προβληματικό. Η αντιπαράθεση ξεκίνησε πριν από δέκα περίπου χρόνια όταν μια θαρραλέα γυναίκα πήγε έξω απ’ τα κεντρικά γραφεία της theta, έβγαλε τους φακούς επαφής εικονικής πραγματικότητας, τους έσπασε μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, και πατώντας ένα κουμπάκι βραχυκύκλωσε για μέρες το μετασύμπαν. Η πράξη της καταχωρήθηκε ως η πρώτη μεγάλη τρομοκρατική ενέργεια ενάντια στον εικονικό κόσμο. Η Virtual Rosa έγινε το ίνδαλμα κάποιων χάκερ, οι οποίοι τη μιμήθηκαν για μερικά χρόνια, και μετά τίποτα. Ο κόσμος παραδόθηκε στην οικονομία του μετασύμπαντος, και οι ελάχιστοι που δεν του δηλώνουμε πίστη, αντιμετωπίζουμε απλά την περιφρόνηση – σπάνια πλέον τη μοχθηρία – των άλλων.
Για τους περισσότερους, απλά δεν υπάρχουμε. Δεν μας υπολογίζουν. Μας περιθωριοποιούν. Είμαστε οι λεπροί, οι απόβλητοι, η ντροπή της μετακοινωνίας. Σχολιάζουν αρνητικά τις επιλογές μας, τα ρούχα μας, τις συνήθειές μας, τα πάντα. Όταν βρουν την ευκαιρία μας κράζουν. Αλλά ειλικρινά, καθόλου δε με πειράζει. Δικό τους είναι το πρόβλημα, όχι δικό μου. Μου έχει τύχει πολλές φορές να με πλησιάζει κάποιος στο πανεπιστήμιο, κάποιο νόστιμο παιδί, να με καρφώνει με τους φακούς εικονικής πραγματικότητας για μερικά δευτερόλεπτα, και μετά να μου γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη, ή να μου λέει μια υποτιμητική ατάκα. Ξέρω ότι χάνει αμέσως το ενδιαφέρον του γιατί δε με βρίσκει στο μετασύμπαν της επαυξημένης πραγματικότητας, αλλά δε θα του κάνω τη χάρη. Δεν έχω άβαταρ, δεν έχω προφίλ, είμαι απούσα, γιατί πιστεύω στο σώμα, και θα εξηγηθώ. Είμαι φοιτήτρια ιστορίας του χορού στο Πανεπιστήμιο 3 του Παρισιού και παρακολουθώ παράλληλα μαθήματα φιλοσοφίας του σώματος. Τα βράδια δουλεύω σερβιτόρα στου Λυσιέν, σ’ ένα εστιατόριο που περιγράφεται ως «κρυφός θησαυρός της πόλης». Δεν ήταν απαραίτητο να έρθω εδώ απ’ την Ελλάδα, καθώς θα μπορούσα να παρακολουθώ όλα τα μαθήματα μέσα στο μετασύμπαν, αλλά θα ήταν παράξενο να κάνω σπουδές για το σώμα, χωρίς να συμμετέχω με το σώμα. Είμαι ανάμεσα στους ελάχιστους φοιτητές που επέλεξαν να παρακολουθούν δια ζώσης τα μαθήματα. Πληρώνουμε περισσότερα φυσικά, αλλά τα κέρδη μας δε μπορούν να μετρηθούν. Κανένας απ’ τους εικονικούς μου συμφοιτητές δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό, όσο κι αν προσπαθώ να το εξηγήσω.
Την εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα, είχαμε πάλι αρκετή δουλειά στου Λυσιέν. Σ’ ένα απ’ τα τραπέζια των μοναχικών πελατών εμφανίστηκε ένας άνδρας γύρω στα 60, πολύ ευγενικός, καλοντυμένος, καθαρός. Μου θύμιζε λίγο το μπαμπά μου. Με τη διαφορά ότι αυτός εδώ είχε μούσι. Έφαγε την αντρεκότ του, ήπιε στο τέλος ένα ουίσκι, άφησε καλό φιλοδώρημα, και καθώς περίμενε να του φέρω την απόδειξη, ακούσαμε όλοι μέσα στο μαγαζί ένα δυνατό κρότο. Η τουαλέτα και οι βοηθητικοί χώροι της κουζίνας μας -κι ο λαντζέρης απ’ τη Μοζαμβίκη- βρίσκονται στο υπόγειο. Η πρόσβαση γίνεται μέσω μιας πολύ απότομης και στενής ξύλινης σκάλας. Ένας πελάτης που έτρωγε στο μπαρ, σηκώθηκε να κατέβει στην τουαλέτα, κάπου σκόνταψε και έπεσε καταρακυλώντας ως κάτω. Έτρεξα αμέσως να δω τι συνέβη, αλλά ευτυχώς ο άνθρωπος δεν είχε πάθει κάτι σοβαρό. Του έσπασαν μόνο οι φακοί επαφής. Έφυγε ελαφρώς αναστατωμένος, και μετά ανταλλάξαμε δυο κουβέντες με τον κύριο που περίμενε την απόδειξή του. Ήταν πολύ τρομαγμένος, σαν να το είχε πάρει προσωπικά. Απ’ την πλευρά μου ήμουν πιο ήρεμη, γιατί τείνω να αποδίδω αυτά τα ατυχήματα στους φακούς επαφής και στην εικονική πραγματικότητα. Οι άνθρωποι χάνουν την ευστάθειά τους εξαιτίας αυτών των καταραμένων φακών. Την χάνουν επίσης και γιατί ξεχνούν το σώμα τους, το παραμελούν κι αυτό πια δεν υπακούει στις επιθυμίες και τις εντολές τους. Τα ατυχήματα αυτά είναι πολύ συνηθισμένα στις μέρες μας, κι όχι μόνο στις σκάλες του Λυσιέν. Υπάρχουν παντού πινακίδες που προειδοποιούν τους ανθρώπους για κινδύνους που θα αντιμετωπίσουν αν φορούν φακούς ή γυαλιά, αλλά ο κόσμος ξεχνιέται και πέφτει συνέχεια. Κάθε μέρα βλέπω ανθρώπους να σωριάζονται σ’ αυτές τις σκάλες, αλλά κι έξω στο δρόμο, στο Μετρό, παντού. Αυτός είναι ο λόγος που βάλανε προστατευτικές μπάρες παντού. Περιμέναμε τα αυτοκινούμενα οχήματα για να μειωθούν τα τροχαία, και τώρα ο κόσμος τραυματίζεται και σκοτώνεται ως πεζός, γιατί είναι απρόσεκτος στο δρόμο. Φορούν τους φακούς και βλέπουν μια εικονική κι επαυξημένη πραγματικότητα, αλλά όχι τα εμπόδια ή τα προβλήματα, τα κυριολεκτικά και τα μεταφορικά, που έρχονται κατά πάνω τους στον πραγματικό κόσμο. Και το σημαντικότερο, οι άνθρωποι χωρίς το σώμα τους, δε μπορούν να σκέφτονται ως άνθρωποι, αλλά ως κάτι άλλο. Η σκέψη μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το σώμα μας, το ‘χει πει κι ένας μεγάλος φιλόσοφος. Ο κύριος κατάλαβε απ’ το βλέμμα μου ότι δεν φοράω φακούς, γιατί δεν φορούσε ούτε εκείνος. Φεύγοντας, μου έδωσε ένα κομμάτι χαρτί, πάνω στο οποίο υπήρχε ένας κωδικός. Ήταν προφανέστατα μια διεύθυνση στο μετασύμπαν. «Οργανώνω ρεβεγιόν» μου είπε χαμηλόφωνα, «έλα, θα είναι ωραία», κι έφυγε.
Όπως είπα αρνούμαι να μπω στο μετασύμπαν εδώ και δέκα χρόνια για ιδεολογικούς λόγους. Σίγουρα έχω χάσει πολλά, πάρα πολλά, γιατί όλα εκεί γίνονται σήμερα. Αλλά έχω κερδίσει ακόμα περισσότερα. Μια φορά μόνο ενέδωσα, και φόρεσα φακούς, όταν μου το έβαλε ως όρο ένα αγόρι που μ’ άρεσε. Τους έβαλα για να τον ευχαριστήσω. Ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να κάνουμε σεξ. Το αγόρι δε μπορούσε διαφορετικά. Το έκανα, δε μου άρεσε, έβαλα κι εγώ τους όρους μου, και δεν τον ξαναείδα ποτέ. Τώρα όμως η προοπτική του ρεβεγιόν και της πρόσκλησης απ’ αυτό τον ευγενή άνθρωπο, είχε κάτι το ελκυστικό. Δεν είχα κανονίσει κάτι για την παραμονή των Χριστουγέννων. Θα είχα ρεπό, και πιθανώς θα έβγαζα τη βραδιά παρέα με την Κλάρα, τη γάτα μου. Η κολλητή φίλη μου η Ντεν απ’ τον Ντεντέν, θα δούλευε, κι έτσι θα ήμουν σίγουρα μόνη. Πέρσι είχα κατέβει στην Ελλάδα, οπότε δε το συζητώ. Δε το σκέφτηκα πολύ. Δέσμευσα ένα ζευγάρι φακούς απ’ το πανεπιστήμιο, και τους πήρα στο σπίτι. Ήρθε η παραμονή των Χριστουγέννων, κάθισα στον καναπέ μου κι έβαλα τελετουργικά τους φακούς, λες και θα δοκίμαζα κάτι απαγορευμένο. Δισεκατομμύρια άλλοι φορούσαν μέρα νύχτα τους ίδιους φακούς χωρίς να κάνουν έτσι. Έφερα το χαρτί και οι φακοί διάβασαν αμέσως τη διεύθυνση. Βυθίστηκα αμέσως σ’ έναν λευκό χώρο, κενό. Κοιτάζω τα χέρια μου τα πόδια μου και είμαι γυμνή. Κάθομαι σε μια αδιάφορη καρέκλα. Ξαφνικά μπροστά μου εμφανίζεται ο κύριος που συνάντησα στη δουλειά. Ασυναίσθητα σταυρώνω τα πόδια μου, φέρνω το αριστερό μου χέρι ανάμεσά τους, και κρύβω το στήθος μου με το άλλο χέρι. Ο άνδρας μου κάνει νόημα δείχνοντάς μου τα αυτιά, και καταλαβαίνω ότι έχω ξεχάσει να φορέσω τα ειδικά ακουστικά. Η εικόνα χάνεται και τώρα βλέπω το τραπέζι μπροστά μου. Βάζω τα ακουστικά και βρίσκομαι ξανά μπροστά του. Τώρα η εικόνα του έχει αλλάξει. Έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα οικείο πρόσωπο, το όνομα του οποίου αδυνατώ να ανακαλέσω τη δεδομένη στιγμή.
«Δεν έχω απεριόριστο χρόνο», μου εξηγεί, «καλωσόρισες στο Νταβός του μετασύμπαντος. Μην ανησυχείς. Έχω καταλάβει ότι είσαι εντελώς άσχετη, γι’ αυτό σε κάλεσα. Σ’ έχω φέρει σ’ ένα μέρος που ελάχιστοι έχουν το προνόμιο να μπαίνουν. Πραγματικά ελάχιστοι. La creme de la creme».
«Ποιός είστε;» τον ρώτησα κάπως νευρικά.
«Είμαι ο διευθύνων σύμβουλος της theta. Το ψευδώνυμό μου είναι Στιβ Τζομπς -γι’ αυτό και το συγκεκριμένο άβαταρ. Εδώ όλοι μπαίνουμε με το alter ego μας. Σε κάλεσα αυθόρμητα, όταν είδα εκείνον τον άνθρωπο να πέφτει απ’ τις σκάλες. Ένιωσα αμέσως τι σκέφτηκες, και είπα από μέσα μου, “αν αξίζει να πείσεις έναν άνθρωπο ότι κάνεις το καλό, είναι αυτή η γυναίκα”. Σου έδωσα την πρόσκληση, κι αμέσως μετά το μετάνιωσα. Δε θα σου αρέσει αυτό που θα δεις. Ίσως κατά βάθος να θέλω να γίνεις εσύ ο δικαστής μου. Δεν είμαι πολύ καλός στην ψυχανάλυση. Είμαι πιο πρακτικός άνθρωπος. Θέλω να μπεις εδώ στην πιο όμορφη μέρα του μετασύμπαντος, για να καταλάβεις τι έχουμε χτίσει. Φοβάμαι όμως ότι δε θα σταματήσεις να κρίνεις αυτό που ζεις, ενώ εγώ θα σου ζητούσα να αφεθείς. Σε τελική ανάλυση δε μπορεί τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι να κάνουν λάθος».
«Κι όμως μπορεί», του αντέτεινα, γεννημένη καθώς είμαι για καβγά.
«Αν θες να βγεις, κανένα πρόβλημα. Λέω απλά ότι η εμπειρία θα είναι καλύτερη αν αφήσεις το λογικό σου κομμάτι πίσω. Δες το σαν να κάνεις γιόγκα».
Ήθελα να γελάσω, μα συγκρατήθηκα.
«Θα ντυθείς;» με ρώτησε.
Κούνησα το κεφάλι μου. Αίφνης βρέθηκα μέσα σ’ ένα αχανές κατάστημα ρούχων, που περισσότερο έμοιαζαν με στολές. Άπλωσα το χέρι μου και κατάλαβα ότι μπορούσα να διαλέξω άβαταρ.
«Α τελικά δεν είσαι τόσο άσχετη», είπε εκείνος.
«Μια φορά. Δεν πήγε πολύ καλά», του είπα.
«Πώς θες να σε συστήνω;», ρώτησε.
Επειδή δεν είχα χρόνο να σκεφτώ τι άβαταρ να διαλέξω, του είπα το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό. Είπαμε, είμαι γεννημένη contrarian.
«Virtual Rosa», του είπα.
«Θα μπορούσες να διαλέξεις κάτι λιγότερο προκλητικό», απάντησε, «ελπίζω οι καλεσμένοι να καταλάβουν το χιούμορ σου».
Χαμογέλασα, αλλά αυτός δεν με είδε. Ή έτσι νομίζω. Διάλεξα τη φωνή της Έλλα Φιτζγκέραλντ.
«Πάμε» του είπα.
Το λευκό δωμάτιο ξεθώριασε και βρεθήκαμε σ’ έναν χώρο που έκανε τα μάτια μου να πονέσουν απ’ την ομορφιά. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι άνθρωποι έχουν δημιουργήσει κάτι τόσο τέλειο. Όπου κι αν κοίταζα υπήρχε κάτι ενδιαφέρον να περιεργαστώ. Μια φαντασμαγορία χρωμάτων, ήχων και εικόνων. Ο οικοδεσπότης μου με άφησε για λίγο μόνη κι επέστρεψε για να με οδηγήσει σ’ ένα άλλο χώρο μέσω μιας πύλης. Οδηγήθηκα σε μια αίθουσα που έμοιαζε με το εσωτερικό Μεσαιωνικού ναού. Στο κέντρο του υπήρχε μια τεράστια ροτόντα, και γύρω του κάθονταν ήδη διάφορες φιγούρες. Καθώς πλησίαζα, άρχισα ήδη να αναγνωρίζω κάποιες απ’ αυτές. Ο οικοδεσπότης με σύστησε στην παρέα, η οποία ξαφνικά σταμάτησε τις συζητήσεις, και στράφηκε προς το μέρος μας. Ξεκίνησε απ’ τα δεξιά μας. «Από εδώ η Μαντόνα, ο Αντρέι Ταρκόφσκι, ο Νικόλα Τέσλα, ο Ζαν Μισέλ Μπασκιά, ο Μπρους Σπρίνγκστιν, η Τζόις Μανσούρ, ο Ουίλιαμ Σέξπιρ, η Τσίζους Κράιστ, ο Τάλως, το Φίλιπ Ντικ, η Ντάντε» και συνέχισε να απαριθμεί έναν ατέλειωτο κατάλογο ονομάτων. Συνολικά, ήμασταν όλοι 33 πρόσωπα. Κάποια απ’ αυτά δεν ταίριαζαν με το όνομα που έφεραν. Ας πούμε η Τσίζους Κράιστ ήταν ένας ομιλούν σταυρός, λίγο ποπ μάλιστα, ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν σκύλος, και το Μπάλαρντ είχε τη μορφή ρομπότ. Εδώ ήταν σαν να είχαν συνέχεια απόκριες. Το πιο αστείο ήταν ένα άβαταρ με δύο κεφάλια. Ο Τζομπς μου το σύστησε ως Σάιμον και Γκαρφάνκελ. Όταν μου είπαν «χάρηκα για τη γνωριμία», άκουσα δύο φωνές ταυτόχρονα, που ήταν σαν να τραγουδούσαν το «the sound of silence», ένα απ’ τα αγαπημένα μου παλιά τραγούδια. Αυτός ήταν κι ο λόγος που έπιασα κουβέντα αμέσως μαζί τους. Τους λάτρεψα. Ήθελα να τους ακούω συνέχεια. Ακόμα κι αν ήθελα να μην ακολουθήσω τη συμβουλή του οικοδεσπότη, θα δυσκολευόμουν πολύ. Οι αντιστάσεις μου κάμφθηκαν αμέσως. Το περιβάλλον μ’ αιχμαλώτισε στη στιγμή. Το δικέφαλο άβαταρ των Σάιμον και Γκαρφάνκελ δεν ήταν πολύ δεινό στη συζήτηση. Προς απογοήτευσή μου, απαντούσε στις ερωτήσεις μου με ναι και όχι. Στην αρχή, προσπαθούσα να μαντέψω ποιοί άνθρωποι βρίσκονταν πίσω απ’ τα άβαταρ, αλλά ήταν αδύνατο. Σίγουρα, κάποιοι ήταν αρχηγοί κρατών, επικεφαλής επιχειρηματικών κολοσσών, ίσως ακόμα και θρησκευτικοί ηγέτες, ποιός ξέρει; Ο Τζομπς θα ήξερε σίγουρα, αλλά ήταν άκομψο να ρωτήσω.
Όταν ενημερώθηκαν ότι με λένε Virtual Rosa, ακολούθησε μια μικρή στιγμή αμηχανίας. Φαντάστηκαν πιθανώς ότι τους έκανε πλάκα ο Τζομπς, κάτι που δε το συνήθιζε βέβαια.
«Θα μας ανατινάξεις;», έσπευσε να αστειευτεί η Μαρί Κιουρί.
«Γιατί όχι;» απάντησα γελώντας.
«Ωραία φωνή», είπε ο Μπράντο, «λατρεύω την Έλα».
Ξαφνικά, πάνω απ’ τη ροτόντα εμφανίζεται η παλιά τραγουδίστρια, και στο πλάι της ο Λούις Άρμστρονγκ.
«Άντε να μπαίνουμε στο κλίμα!» ψιθυρίζει ο Τζομπς.
Fade in στο τραγούδι Cheek to cheek. Ο Μπράντο απλώνει το χέρι. Χορεύουμε. Στο πρόσωπό μου έχω μια αβίαστη έκφραση χαράς. Φυσικά, δεν τη βλέπουν. Κρίμα να μη φοράω φόρμα αισθητήρων, θα το ζούσα πολύ καλύτερα, σκέφτομαι. Ο Μπράντο είναι απίθανος χορευτής. Οι φιγούρες του, ο ρυθμός του, όλα έχουν προγραμματιστεί με αξιοπρόσεκτη ακρίβεια. Είμαι έτοιμη να σηκωθώ και να χορέψω μαζί του, αλλά φοβάμαι ότι θα γίνει ατύχημα. Το τραγούδι τελειώνει και τώρα ακούγεται μια χαμηλή υπόκρουση τζαζ. Νομίζω ότι είναι μια τζάζι διασκευή ενός τραγουδιού των Rage against the machine. Ο Τζομπς επιστρέφει και μου απευθύνεται.
«Μπορώ να σε ξαναγήσω στο μέρος αν θες», λέει.
Ξεκινάει την περιήγηση απ’ το δωμάτιο του παιχνιδιού Idols+. Το παίζουν δισεκατομμύρια άνθρωποι, το γνωρίζω, αλλά εδώ μπορούν να συμμετάσχουν μόνο οι VIPs. Ο στόχος είναι να φτιαχτεί το απόλυτο είδωλο. Είναι ένα παγκόσμιο ριάλιτι σόου, που προσπαθεί να αναδείξει κάθε χρόνο το «άβαταρ της χρονιάς». Πέρσι το άβαταρ που κέρδισε, πήρε το Νόμπελ Ειρήνης. Στην Ουκρανία εξέλεξαν Πρόεδρο της Δημοκρατίας ένα άβαταρ που κέρδισε σ’ αυτό το διαγωνισμό. Εδώ, στο μυστικό δωμάτιο των VIPs γίνονται ζυμώσεις για το μέλλον του παιχνιδιού, κι ουσιαστικά κάνουν χειρισμούς για να επηρεαστεί το αποτέλεσμα. Προχωράμε ανοίγοντας νέες περιστρεφόμενες πόρτες. Στους τοίχους τριγύρω υπάρχουν έργα τέχνης του Banksy, του Francis Bacon και του Mark Zuckerberg, και διαφημίσεις της μεγαλύτερης τράπεζας στον κόσμο, της BitChinaCoin. Όλες τους απεικόνιζαν έργα του ΝταΒίντσι. Ο Τζομπς μου λέει ότι ο χώρος αστυνομεύεται καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο.
«Εδώ δε θα δεις ποτέ ασχήμιες», μου λέει.
«Η ψηφιακή ουτοπία», προσθέτω.
«Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι. Ένας περιφραγμένος παράδεισος, ένας κήπος της Εδέμ από μηδέν και ένα».
«Θα γνωρίζετε βέβαια ότι δεν είναι έτσι στο υπόλοιπο σύμπαν σας», του είπα.
«Φυσικά. Και είμαι πολύ προβληματισμένος, ομολογώ. Σε κάλεσα εδώ για να σου δείξω τι μπορεί να γίνει όταν εμπιστευόμαστε πλήρως τους συμμετέχοντες, όταν ξέρουμε τις ταυτότητές τους. Στο υπόλοιπο σύμπαν κυριαρχεί ένα είδος αναρχίας. Παρότι ο κόσμος γνωρίζει ότι είμαστε ανά πάσα στιγμή ενήμεροι για το τι κάνει, συνεχίζουν να ασχημονούν. Μου είναι αδύνατο να σας περιγράψω τι συμβαίνει σε κάποιες γωνιές του μετασύμπαντος. Πράγματα που σε κάνουν να ντρέπεσαι που είσαι άνθρωπος».
«Και γιατί δεν κάνετε κάτι;».
«Προσπαθούμε. Αλλά η πραγματική λύση θα ήταν πολύ επώδυνη για τον οργανισμό μας και φοβάμαι ότι δε θα το αντέξουμε. Θα καταρρεύσουμε».
«Και προτιμάτε να θυσιάζετε δισεκατομμύρια ζωές για να συνεχίσετε να βγάζετε κέρδη;».
«Μακάρι να ήταν τόσο απλό, πίστεψέ με. Η κατάρρευση της theta θα σήμαινε παγκόσμια κατάρρευση. Εδώ μέσα διακινείται το ⅓ της παγκόσμιας οικονομίας. Η κατάρρευση του μετασύμπαντος θα φέρει τρομερό πόνο σε όλο τον πλανήτη. Θα αποσταθεροποιήσει σε τέτοιο βαθμό τον πλανήτη, που θα οδηγηθούμε σε πολέμους και σε τρομερή πείνα. Με την εξέλιξη των αυτόνομων όπλων, φοβάμαι ότι ο ίδιος ο πλανήτης κινδυνεύει από έναν μεγάλο πόλεμο».
«Σωθήκαμε απ’ την κλιματική αλλαγή, και θα το βρούμε απ’ το μετασύμπαν;».
«Γι’ αυτό σας λέω, ότι καλύτερα να μείνουν τα πράγματα ως έχουν».
Η κουβέντα μας διακόπηκε απότομα από δυνατή μουσική. Ήταν το αρχαίο τραγούδι Last Christmas. Οι υψηλοί προσκεκλημένοι του Στιβ χόρευαν κάνοντας το περίφημο τρενάκι. Η ώρα είχε περάσει, ένιωθα εξαντλημένη κι έσκυψα να βγάλω τους φακούς. Με πονούσαν τα βλέφαρά μου, καθώς δεν ήμουν συνηθισμένη. Χτύπησε το κουδούνι, κι ήταν η φίλη μου η Ντεν απ’ το Ντεντέν. Γελαστή, με μια σαμπάνια και φαγητό απ’ έξω. Εκπληξάρα! Τρώγοντας της αφηγήθηκα την εμπειρία μου. Ήταν εκστασιασμένη, γιατί ήξερε πολλά για το μετασύμπαν, ως πρώην εθισμένη. Μου είπε τα αληθινά ονόματα των άβαταρ και μου έπεσε το σαγόνι. Ο Μπράντο, ήταν ο Πρόεδρος της Κίνας.
«Χόρεψες τάνγκο με τον Πρόεδρο!», μου είπε κρατώντας την κοιλιά της απ’ τα γέλια. Το Σάιμον και Γκαρφάνκελ ήταν ο Πάπας, και το Μπάλαρντ μια τεχνητή νοημοσύνη που έχει ιδρύσει την πιο δημοφιλή θρησκεία της εποχής μας: τον εικονισμό. Βάλαμε να παίζει ένα τραγούδι του αγαπημένου μας Nick Cave, το The Ship Song, το τραγουδήσαμε παρέα πίνοντας και χορεύοντας. Ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής μου. Το μικρό μου διαμέρισμα έγινε ό,τι πιο όμορφο, ό,τι πιο ζεστό έζησα ποτέ μου, και τα σώματά μας, οι φωνές μας, τα νιάτα μας, όλα έγιναν τόσο αληθινά, που συνειδητοποίησα ότι πραγματικοί φίλοι μας είναι αυτοί με τους οποίους μπορούμε να κυλιστούμε στο πάτωμα. Αυτοί που θέλουν να μας βλέπουν από κοντά. Φιληθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, γελάσαμε με την καρδιά μας, και νιώσαμε σαν να είμαστε οι τελευταίοι άνθρωποι στον κόσμο. Χωρίς φακούς εικονικής επαφής, χωρίς ανέπαφη αγάπη. Όπως και η ύλη. Εύθραυστες, κι αληθινές. Σωματικές.
Τέλειο!