Όπως κάνω κάθε χρόνο απ’ το 2012 έτσι και φέτος παραθέτω μερικά απ’ τα βιβλία που ξεχώρισα μέσα στην χρονιά. 

Η γενιά του άγχους, Τζόναθαν Χάιντ

Στο cover story του περιοδικού «Κ», τον Ιανουάριο του 2024, αναρωτιόμουν αν είναι ώρα να απαγορευτούν τα σόσιαλ μίντια στα παιδιά κάτω των 16 ετών. Η σκέψη αυτή είχε γεννηθεί μετά την απόφαση του τότε πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας να περιορίσει την πρόσβαση των εφήβων στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Η συζήτηση με οδήγησε τότε στον εξέχοντα κοινωνικό ψυχολόγο Τζόναθαν Χάιντ, τον επιστήμονα που έχει πραγματοποιήσει τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα μετα-ανάλυση των δεδομένων για τις επιπτώσεις των σόσιαλ μίντια στην ψυχική υγεία των νέων.

Λίγους μήνες αργότερα, την άνοιξη του 2024, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η γενιά του άγχους, στο οποίο συγκέντρωσε τα επιχειρήματα, τις έρευνες και τα δεδομένα του, καταλήγοντας σε ένα σαφές συμπέρασμα: τα παιδιά κάτω των 16 ετών δεν έχουν κανένα όφελος από τα σόσιαλ μίντια και γι’ αυτό πρέπει να προστατευτούν. Το βιβλίο έγινε αμέσως μπεστ σέλερ, κερδίζοντας την προσοχή του Μπαράκ Ομπάμα, του Μπιλ Γκέιτς, αλλά και του Έλληνα πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη. Πρόσφατα, το βιβλίο κυκλοφόρησε και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπασωτηρίου, και με αυτή την αφορμή είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω με τον Αμερικανό καθηγητή της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων Stern του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Μόλις συνδεθήκαμε διαδικτυακά, του εξέφρασα την ευγνωμοσύνη μου για το έργο του και του έδειξα μερικά βιβλία της βιβλιοθήκης μου στα οποία αναφέρεται και ο ίδιος, όπως Η γενιά της ντοπαμίνης της Άννα Λέμπκε (συνέντευξη στο «Κ», Αύγουστος 2023), Τα αμερικανικά κορίτσια της Νάνσι Τζο Σέιλς, Η γενιά του Ίντερνετ της Τζιν Τουίνγκι και Η αξία της προσοχής του Γιόχαν Χάρι (συνέντευξη στο «Κ», Ιούλιος 2024). «Είναι όλα εξαιρετικά», μου είπε χαμογελώντας. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξη.

Ο πόλεμος των σκουπιδιών, Αλεξάντερ Κλαπ, Εκδ. Δώμα

Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Αλεξάντερ Κλαπ ζει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Το πρόσφατο βιβλίο του «Ο πόλεμος των σκουπιδιών» είναι ένα δυνατό δείγμα ερευνητικής δημοσιογραφίας, από εκείνα που αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπεις τον κόσμο. Μετά την ανάγνωσή του, δύσκολα θα ξαναδείτε τα σκουπίδια με τον ίδιο τρόπο.

– Κατ’ αρχάς, μας λέτε συνοπτικά τι πραγματεύεται το βιβλίο σας;

– Οι άνθρωποι πάντα παρήγαν σκουπίδια. Oμως, στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου άρχισε να συμβαίνει κάτι πρωτοφανές: αντί να καταλήγει στην κοντινότερη χωματερή, μεγάλο μέρος των απορριμμάτων άρχισε να ταξιδεύει σε άλλες ηπείρους, ακόμη και σε ωκεανούς. Τα σκουπίδια μετακινούνται δυσανάλογα από τις πλούσιες χώρες προς τον Νότο, στις φτωχότερες περιοχές του κόσμου, όπου καταστρέφουν παρθένους τόπους και βλάπτουν ανυποψίαστους πληθυσμούς. Πώς και γιατί αυτά τα άχρηστα αντικείμενα γέννησαν μια τεράστια, παγκόσμια οικονομία δισεκατομμυρίων; Και πώς τα απορρίμματα –κυριολεκτικά το κατάλοιπο της ανθρωπότητας– έγιναν αντικείμενο γεωπολιτικής έντασης μεταξύ πλούσιων και φτωχών κρατών; Ο «Πόλεμος των σκουπιδιών» αφηγείται αυτές τις συγκρούσεις γύρω από τα σκουπίδια σε όλο τον κόσμο. Κάποιες έχουν ηπειρωτική κλίμακα, άλλες είναι μεθοριακά επεισόδια. Κοινό τους στοιχείο: Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι συμβαίνουν.

Εδώ η υπόλοιπη συνέντευξη.

The AI con, Έμιλι Μπέντερ & Κρις Χάνα

Η υστερία, το λεγόμενο hype, γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη είναι μια απάτη που αποσκοπεί στον πλουτισμό και την ενδυνάμωση μιας μικρής ομάδας ανθρώπων. Αυτό ισχυρίζονται οι συγγραφείς Εμιλι Μπέντερ και Αλεξ Χάνα στο πολύ επίκαιρο βιβλίο τους «The AI Con: How to Fight Big Tech’s Hype and Create the Future We Want», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στις ΗΠΑ.

Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η «ΑΙ» είναι ένας όρος του μάρκετινγκ που δεν αναφέρεται σε ένα συνεκτικό σύνολο τεχνολογιών. Απ’ την αρχή, ο όρος υιοθετήθηκε για να προσδώσει μεγαλύτερο κύρος σ’ ένα πεδίο με πολύ αβέβαιη εξέλιξη. Θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα αν σήμερα αναφερόμασταν στο ChatGPT απλά σαν ένα «στατιστικό μοντέλο». Με τον όρο «ΑΙ» οι κατασκευαστές και οι πωλητές της μοιάζουν υπεράνθρωποι και οι τεχνολογίες τους δείχνουν να κάνουν πράγματα που έως τώρα απαιτούσαν ανθρώπινη κρίση, αντίληψη ή δημιουργικότητα. Μ’ άλλα λόγια, ρίχνουν ψηφιακή στάχτη στα μάτια μας.

Η Τ.Ν. εμφανίζεται δημόσια είτε σαν πανάκεια ή σαν μια δυνητική υπεραπειλή, υποστηρίζουν οι Αμερικανίδες. Στη δημόσια σφαίρα αντιμάχονται δύο φαινομενικά ανταγωνιστικά στρατόπεδα που ερίζουν για το παρόν και το μέλλον της. Απ’ τη μια είναι οι «Doomers», αυτοί που φοβούνται την καταστροφή από την Τ.Ν., και οι «Boosters», αυτοί που είναι υπερενθουσιώδεις με την Τ.Ν. Αυτές οι δύο ομάδες, σύμφωνα με τις Μπέντερ και Χάνα, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, καθώς αμφότερες πιστεύουν ότι η ανάπτυξη της Τ.Ν. είναι αναπόφευκτη, και οπωσδήποτε ωφέλιμη, κάτι με το οποίο διαφωνούν κάθετα. Η θρυλούμενη απειλή των συστημάτων Τ.Ν., το επονομαζόμενο υπαρξιακό ρίσκο που θέτουν στην ανθρωπότητα, είναι μια τακτική για να ενισχυθεί η δύναμη των εταιρειών, να εξασφαλιστούν ακόμα μεγαλύτερες επενδύσεις και να αποσπαστεί η προσοχή του κοινού απ’ τα αληθινά προβλήματα. Οι συγγραφείς απορρίπτουν μετ’ επιτάσεως την ιδέα ότι η ανάπτυξη της Τ.Ν. είναι αναπόφευκτη. Βλέπουν την τρέχουσα Τ.Ν. σαν ένα μέσο συγκέντρωσης εξουσίας, εκμετάλλευσης δεδομένων και εξαγωγής κέρδους και κατονομάζουν ως πραγματικούς κινδύνους της την απώλεια θέσεων εργασίας, την υποβάθμιση του ανθρώπινου μόχθου, την αύξηση των ανισοτήτων, την αναξιοπιστία των συστημάτων, όπως επίσης τις κοινωνικές, ψυχολογικές και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της. Εδώ το υπόλοιπο κείμενο στην Καθημερινή.

Culpability, Μπρους Χόλσινγκερ, Εκδ. Spiegel & Grau

«Τα μυθιστορήματα που αγνοούν την τεχνολογία», γράφει ο Αμερικανός συγγραφέας Κουρτ Βόνεγκατ, «παρουσιάζουν τη ζωή τόσο στρεβλά όσο και οι Βικτωριανοί που αγνοούσαν το σεξ». Αυτό το μότο επαναλαμβανόταν στο μυαλό μου πρόσφατα, όσο διάβαζα το Culpability (Υπαιτιότητα) του Μπρους Χόλσινγκερ, το μελλοντολογικό μυθιστόρημα που αναδείχθηκε μέσα απ’ την καλοκαιρινή λέσχη βιβλίου της Οπρα Γουίνφρεϊ, στο οποίο η τεχνολογία δεν διατρέχει απλά την ιστορία, αλλά πρωταγωνιστεί.

Η υπόθεση ξεκινάει σ’ ένα μέλλον που έρχεται καλπάζοντας. Ο Νόα Σο, δικηγόρος και πατέρας τριών παιδιών, αγοράζει ένα μίνι βαν με αυτόνομη οδήγηση. Στην πρώτη οικογενειακή εξόρμηση, το όχημα συγκρούεται με άλλο αυτοκίνητο κι ένα ζευγάρι ηλικιωμένων χάνει τη ζωή του. Από το τραγικό συμβάν αναδύεται το μεγάλο ερώτημα: «Ποιος φταίει;». Ο Χόλσινγκερ στρέφει το βλέμμα του σε κάθε πιθανό πρόσωπο της υπόθεσης. Ο γιος βρίσκεται στη θέση του οδηγού, απορροφημένος από το κινητό του. Ο πατέρας, αντί να ελέγχει την κατάσταση, δουλεύει στον υπολογιστή του, το ίδιο και η μητέρα, η οποία τυχαίνει να είναι και ειδική στην ηθική της τεχνητής νοημοσύνης. Η αλυσίδα των ευθυνών επεκτείνεται στην αυτοκινητοβιομηχανία και στον μεγιστάνα που την διευθύνει. Το ερώτημα, τελικά, αγγίζει και τον ίδιο τον αλγόριθμο.

Το μυθιστόρημα θα μπορούσε να είναι μια καλή εισαγωγή του διάσημου «προβλήματος του τρόλεϊ». Οταν μια μηχανή βρίσκεται αντιμέτωπη μ’ ένα αδιέξοδο, ποιον θα επιλέξει να θυσιάσει, και ποιον να σώσει; Εναν επιστήμονα με εξειδίκευση κρίσιμη για το μέλλον της ανθρωπότητας, ή μια έγκυο γυναίκα; Η «Υπαιτιότητα» δεν περιορίζεται στη θεωρητική συζήτηση. Ο Χόλσινγκερ δείχνει πώς η τεχνολογία διαπερνά την καθημερινότητα μιας οικογένειας, με όλες τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις της. Ο πατέρας είναι απορροφημένος στη δουλειά του, ο γιος παλεύει με τη διάσπαση της προσοχής, οι μικρές κόρες συνομιλούν με μποτς συντροφιάς, η μητέρα βρίσκεται εγκλωβισμένη ανάμεσα στην επαγγελματική της γνώση και την ατομική της ευθύνη. Εδώ το υπόλοιπο κείμενο στην Καθημερινή.

Πώς το μπάσκετ μπορεί να σώσει τον κόσμο, Ντέιβιντ Χολάντερ, εκδ. MVPublications

O Ντέιβιντ Χολάντερ έφτασε κάποια στιγμή μέχρι τα Ηνωμένα Έθνη για να καθιερώσει την ετήσια Παγκόσμια Ημέρα Μπάσκετ (21 Δεκεμβρίου). Δεν είναι απλώς ένας παθιασμένος φίλος του αθλήματος, αλλά ένας στοχαστής του παιχνιδιού. Για εκείνον, το μπάσκετ είναι μια πράξη εξύψωσης, μια ευκαιρία να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα. Η σχέση του με το μπάσκετ ξεκίνησε πριν ακόμη γεννηθεί, όταν ο πατέρας του ασφαλτόστρωσε την αυλή του σπιτιού τους και κρέμασε στον τοίχο μια στεφάνη. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Χολάντερ οραματίστηκε ένα μάθημα ανθρωπιστικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, βασισμένο σε δεκατρείς αρχές – όσοι ήταν και οι αρχικοί κανόνες που έθεσε ο Τζέιμς Νέισμιθ το 1892, όταν εμπνεύστηκε το μπάσκετ.

Το μάθημά του, με τίτλο How Basketball Can Save the World, δεν τον καθιέρωσε μόνο ως έναν από τους πιο δημοφιλείς καθηγητές του NYU, αλλά και ως έναν καινοτόμο παιδαγωγό με διεθνή απήχηση. Η επιτυχία της διδασκαλίας του οδήγησε στην έκδοση του ομότιτλου βιβλίου το 2023, το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε και στα ελληνικά (Πώς το μπάσκετ μπορεί να σώσει τον κόσμο, εκδ. MVPublications).

Εδώ η συνέντευξη που πήρα απ’ τον συγγραφέα.

Όπως κάνω κάθε χρόνο απ’ το 2012 έτσι και φέτος παραθέτω μερικά απ’ τα βιβλία που ξεχώρισα μέσα στην χρονιά. Το 2024 ήταν ιδιαίτερο καθώς κυκλοφόρησε το τρίτο μου μυθιστόρημα, Ο θάνατος του συγγραφέα, απ’ τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε μια συνέντευξή μου στην Ειρήνη Γιαννάκη, της Lifo. Επίσης, φέτος κυκλοφόρησε και το πολυαναμενόμενο βιβλίο της αγαπημένης μου Μέντη Μέγα, Σώματα Παρόντα, Μια εισαγωγή στη θεωρία του χορού, απ’ τις εκδόσεις University Studio Press. 

Καύσωνας, η ζωή σ’ έναν πλανήτη που φλέγεται, Jeff Goodell, εκδ. Ψυχογιός

Το 2023 ήταν το πιο ζεστό έτος στην ανθρώπινη ιστορία και κάθε μήνας από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο του 2023 ήταν ο θερμότερος που έχει καταγραφεί ποτέ. Τα δεδομένα είναι αμείλικτα. Ειδικά στην Ελλάδα κανείς δεν μπορεί να πει ότι «η κλιματική αλλαγή είναι μύθος», γιατί τις υψηλές θερμοκρασίες τις ζούμε στο πετσί μας. Βέβαια, το φαινόμενο της υπερθέρμανσης είναι παγκόσμιο κι έχει συγκεκριμένη αιτία: την κλιματική αλλαγή. Επειδή ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζεφ Γκούντελ δεν θέλει να μασάει τα λόγια του, στον τίτλο του τελευταίου του βιβλίου είναι όσο πιο σαφής γίνεται: «Η ζέστη θα σας σκοτώσει πριν από οτιδήποτε άλλο», γράφει χτυπώντας έναν ηχηρό συναγερμό. Το βιβλίο του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη χώρα μας με τίτλο Καύσωνας. Η ζωή σ’ έναν πλανήτη που φλέγεται (εκδ. Ψυχογιός), δημιούργησε αμέσως αίσθηση, μπήκε γρήγορα στις λίστες των ευπώλητων των New York Times, και το Economist το κατέταξε στα βιβλία της χρονιάς για το 2023. Η έκδοση του βιβλίου του το περασμένο καλοκαίρι συνέπεσε με επεισόδια ακραίας ζέστης σχεδόν σε όλο τον πλανήτη – αλλά και στην Ελλάδα. Πιο κατάλληλη στιγμή για το μήνυμά του δεν θα μπορούσε να υπάρξει και γι’ αυτό όποιοι τον ακούσουν προσεκτικά, μόνο κέρδος θα έχουν. Ο Τζεφ Γκούντελ, λοιπόν, μιλάει αποκλειστικά στο «Κ», χωρίς να απευθύνεται στο θυμικό μας. Δεν θέλει να μας τρομάξει. Γνωρίζει καλά ότι αναπόφευκτα η κλιματική αλλαγή και η υπερθέρμανση θα πλήξουν πολλούς ανθρώπους και πολλά οικοσυστήματα. Ωστόσο, όπως λέει, δεν είναι αργά για ν’ αναλάβουμε δράση. Πρέπει καθένας μας να κάνει ό,τι μπορεί, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες του. Από αυτό ακριβώς το σημείο θα ξεκινήσει η πορεία αντιστροφής του κλίματος, ενός πολιτικού προβλήματος που επιζητά επειγόντως θαρραλέους κι ευσυνείδητους ανθρώπους για την επίλυσή του. Ο καυτός πλανήτης δεν είναι απαραιτήτως η μοίρα μας.

Ο μύθος του φυσιολογικού, Gabor Mate, Εκδ. Key Books

Έχω ανοίξει ένα παράθυρο και βρίσκω απέναντί μου τον Γκάμπορ Μάτε, έναν περιζήτητο γιατρό με τεράστια φήμη σε όλο τον πλανήτη. Τα βιβλία του 80χρονου γκουρού πωλούνται σαν ζεστό ψωμί και τα εισιτήρια για τις ομιλίες και τα σεμινάριά του εξαντλούνται σε ελάχιστο χρόνο. Τον συναντώ στο δωμάτιό του στον Καναδά και του κάνω τις ερωτήσεις μου από το δωμάτιό μου στην Αθήνα. Ο Μάτε κατορθώνει αμέσως να εκμηδενίσει την απόσταση. Συχνά παίρνει εκείνος τα ηνία της συζήτησης και μετατρέπομαι εγώ σε αντικείμενο της συνέντευξης. Μιλάμε στον ενικό. Του δίνω αμέσως υλικό για να μου δείξει την τέχνη του, του μιλώ για την απώλεια του πατέρα μου και την παιδική μου ηλικία, κι εκείνος ανταποκρίνεται αμέσως.

The battle for your brain, Defending the right to think freely in the age of neurotechnology, Nita Farahany, St.Martin’s Press.

Δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Η ημέρα που μπορεί κάποιος να διαβάσει σκέψεις ή συναισθήματά μας είναι πια κοντά και για μία ακόμα φορά είμαστε απροετοίμαστοι. Εταιρείες και κυβερνήσεις δίνουν μάχες μακριά απ’ τα φώτα της δημοσιότητας για να επικρατήσουν στο τελευταίο σύνορο της τεχνολογίας: τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Η Ιρανοαμερικανή καθηγήτρια φιλοσοφίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Duke, Νίτα Φαραχάνι, μιλώντας στην Καθημερινή και το περιοδικό Κ προτείνει την κατοχύρωση ενός δικαιώματος στην ιδιωτικότητα των σκέψεών μας και μας καλεί να δημιουργήσουμε επειγόντως ένα κίνημα γνωστικής ελευθερίας. Η Φαραχάνι έχει διατελέσει μέλος της επιτροπής βιοηθικής των ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα και είναι συγγραφέας του σπουδαίου βιβλίου The Battle for Your Brain, Defending the right to think freely in the age of neurotechnology. Μακριά από θεωρίες συνωμοσίας και παρανοϊκά σενάρια, η Φαραχάνι, η οποία συστήνεται και ως «φουτουρίστρια», καταγράφει τις προόδους της νευροτεχνολογίας, μιας τεχνολογικής επανάστασης που υπόσχεται μεγάλα οφέλη στην ανθρωπότητα, αλλά εγκυμονεί και ασύμμετρους κινδύνους.

Σήμερα, μπορεί κάποιος να φορέσει ένα κράνος με ηλεκτρόδια, μια συσκευή με αισθητήρες ή ένα άλλο εξάρτημα διεπαφής μεταξύ ανθρώπου και μηχανής, και μέσω αλγορίθμων τεχνητής νοημοσύνης να αποκωδικοποιηθούν, δηλαδή να «μεταφραστούν», εικόνες που έχει στο μυαλό του και συναισθήματα, με τέτοιο τρόπο που μπορεί να είναι προσιτά στον καθένα. Σύντομα, θα μπορεί κυριολεκτικά ο καθένας να δει πώς λειτουργεί το μυαλό του, θα μπορεί να κουνάει τον κέρσορα του υπολογιστή με τη σκέψη του, θα μπορεί να θεραπεύει νευρολογικές διαταραχές και να βελτιώνει τις διανοητικές του ικανότητες. «Το μέλλον είναι ήδη εδώ», μου επισημαίνει η Φαραχάνι. «Μήπως έχουμε ανοίξει το κουτί της Πανδώρας;», της απαντώ, κι εκείνη κουνά το κεφάλι της συμφωνώντας. Εκτός των αναμφισβήτητων πλεονεκτημάτων της, η νευροτεχνολογία δίνει τη δυνατότητα σε εταιρείες και κυβερνήσεις να διαβάζουν το περιεχόμενο της σκέψης των ανθρώπων και να τις επηρεάζουν με αξιοσημείωτη ακρίβεια. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε προλάβει ακόμα να κάνουμε τον απαραίτητο διάλογο και να πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα. Υποστηρίζει εμφατικά ότι πρέπει να κατοχυρώσουμε επειγόντως το δικαίωμα όλων στη διανοητική ιδιωτικότητα και τη γνωσιακή ελευθερία. Αν θέλουμε στο μέλλον να σκεφτόμαστε ελεύθερα ό,τι επιθυμούμε, και ως αποτέλεσμα να αυτενεργούμε, θα πρέπει να έχουμε εξασφαλίσει την ιδιωτικότητα και την κυριότητα των σκέψεών μας. Αυτή θα είναι η πρώτη μας μάχη. Ας ελπίσουμε, σκέφτεται κάθε λογικός άνθρωπος, ότι θα είναι και νικηφόρα. 

Πώς μαθαίνουμε. Γιατί ο εγκέφαλός μας μαθαίνει καλύτερα από οποιαδήποτε μηχανή… προς το παρόν. Στανισλάς Ντεχάεν. Εκδ. Τραυλός

Απόσπασμα απ’ την παρουσίαση του βιβλίου στην Καθημερινή: «Η ιστορία της ανθρωπότητας», γράφει ο γνωσιακός νευροεπιστήμονας Στανισλάς Ντεχάεν, «είναι μια ιστορία συνεχούς εκ νέου αυτοανακάλυψης». «Δεν είμαστε απλώς ο Homo Sapiens, αλλά ο Homo Docens – το είδος που διδάσκει τον εαυτό του. Το μεγαλύτερο μέρος των γνώσεών μας για τον κόσμο δεν παραδόθηκε σ’ εμάς από τα γονίδιά μας: χρειάστηκε να το μάθουμε από το περιβάλλον μας και από όσους είναι γύρω μας. Κανένα άλλο ζώο δεν έχει κατορθώσει να αλλάξει τόσο ριζικά την οικοθέση του, μετακινούμενο από την αφρικανική σαβάνα σε ερήμους, όρη, νησιά, πολικές εκτάσεις πάγων, ενδιαιτήματα σε σπήλαια, πόλεις, ακόμη και στο εξώτερο διάστημα, και όλα αυτά μέσα σε μερικές χιλιάδες χρόνια.

Ολη αυτή η διαδικασία τροφοδοτήθηκε από τη μάθηση». Η τόσο απαραίτητη για την επιβίωσή μας και την ευημερία μας μάθηση είναι «η διαμόρφωση ενός εσωτερικού μοντέλου του εξωτερικού κόσμου». Είναι, με άλλα λόγια, η μεγαλύτερη διαφορά μας απ’ τους συγγενείς μας: μαθαίνουμε ότι το να πλένουμε τα χεράκια μας κάνει καλό, και εφόσον το πράττουμε, συνεχίζουμε να υπάρχουμε, και ενίοτε να μεγαλουργούμε. Εκτός απροόπτου, ή «προς το παρόν», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην ανάλυσή του ο Γάλλος ερευνητής.

Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του «Πώς μαθαίνουμε. Γιατί ο εγκέφαλός μας μαθαίνει καλύτερα από οποιαδήποτε μηχανή… προς το παρόν», ο Στανισλάς Ντεχάεν πλέκει το εγκώμιο της μάθησης μ’ έναν διεπιστημονικό τρόπο. «Το μεγαλύτερο ταλέντο του εγκεφάλου μας είναι η ικανότητά μας να μαθαίνουμε», γράφει ο 59χρονος καθηγητής. Χωρίς την ικανότητα αυτή, τίποτα απ’ ό,τι γνωρίζουμε δεν θα ήταν ίδιο. Στην πραγματικότητα, δεν θα είχατε ούτε κατά διάνοια φτάσει έως εδώ, να διαβάζετε αυτές τις λέξεις.

Brave New Words, How AI will revolutionize education, and why that’s a good thing, Σάλμαν Χαν, Allen Lane.

Απόσπασμα απ’ την παρουσίαση του βιβλίου στο περιοδικό Κ: Το 2004, ο Σάλμαν Χαν δούλευε σε μια χρηματιστηριακή εταιρεία στις ΗΠΑ, όταν μια εξαδέλφη του από την Ινδία, η Νάντια, του ζήτησε να της κάνει ιδιαίτερα μαθήματα μαθηματικών. Έχοντας ικανή εμπειρία από υπολογιστές, ο 28χρονος τότε Χαν ανταποκρίθηκε στην πρόκληση χρησιμοποιώντας μια απλή σύνδεση στο ίντερνετ, έναν υπολογιστή, και μια ταμπλέτα γραφής. Τα μαθήματα πήγαν τόσο καλά, που σύντομα οι φίλοι και συγγενείς από την Ινδία που ενδιαφέρονται για «ιδιαίτερα» πολλαπλασιάστηκαν. Ο Χαν δημιούργησε μερικά βοηθητικά βίντεο που θα μπορούσαν να παρακολουθηθούν ασύγχρονα και κάπως έτσι ξεκίνησε μία από τις πιο διάσημες και επιτυχημένες εκπαιδευτικές πλατφόρμες στον κόσμο. Το όνομά της; Khan Academy.

Ο Χαν ήταν ένας από τους πρώτους που σκέφτηκαν να ιδρύσουν τον δικό τους άυλο εκπαιδευτικό οργανισμό και να δρέψουν τους καρπούς της ψηφιακής μετάβασης. Η ιστοσελίδα της Khan Academy έχει 50.000 εκπαιδευομένους μηνιαίως και έχει διδάξει συνολικά πάνω από 150 εκατομμύρια ανθρώπους, σε περισσότερες από 50 γλώσσες. Το μοντέλο του λειτούργησε επιτυχημένα επί είκοσι χρόνια, ώσπου προσέκρουσε και αυτό στο θαύμα που λέγεται ΑΙ. Ο Χαν όμως δεν αντιμετώπισε ποτέ την τεχνολογία φοβικά. Αντίθετα, δανείστηκε το διάσημο μιμίδιο «δεν θα σε αντικαταστήσει η τεχνητή νοημοσύνη, αλλά κάποιος που τη χρησιμοποιεί» και προχώρησε ένα βήμα παραπέρα: δημιούργησε ένα πρωτοποριακό εκπαιδευτικό ΜΓΜ ονόματι Khanmingo, το οποίο λειτουργεί ουσιαστικά σαν ένας ασώματος καθηγητής. Στο βιβλίο του Brave New Words, How AI will revolutionize education, and why that’s a good thing περιγράφει εκτενώς το σχήμα που θα πάρουν τα εκπαιδευτικά πράγματα στο κοντινό μέλλον.

+4 ελληνικά

Απόλαυσα το καινούργιο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου, με τίτλο Το παιδί του διαβόλου, εκδ. Μεταίχμιο, το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Γκέκα, Γένεσις, εκδ. Ψυχογιός, το μυθιστόρημα του Μάκη Μαλαφέκα, Deepfake, εκδ. Αντίποδες, και το αυτοβιογραφικό κείμενο Γιατί όχι εγώ; της Τζόρτζια Παπαζήση, εκδ. Συρτάρι.

+1 Το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς

για εμένα ήταν το βιβλίο του Richard Powers, Αμηχανία, εκδ. Gutenberg, απ’ όπου αντιγράφω ένα σύντομο απόσπασμα, με τις καλύτερες ευχές μου για ένα δημιουργικό 2025:

Σε αυτό το όψιμο στάδιο της ιστορίας του κόσμου τα πάντα ήταν μάρκετινγκ. Τα πανεπιστήμια έπρεπε να χτίσουν το όνομά τους στην αγορά. Κάθε πράξη κοινωνικής προσφοράς ήταν αναγκασμένη να διακυρήττει την ύπαρξή της. Οι φιλίες μετρούνταν πλέον με τις κοινοποιήσεις, τα «μου αρέσει», και τους συνδέσμους. Ποιητές και παπάδες, φιλόσοφοι και μπαμπάδες μικρών παιδιών: συνεχώς τρέχαμε και δεν φτάναμε. Και βέβαια η επιστήμη έπρεπε να διαφημίζεται. Ας πούμε πως αυτή ήταν η αργοπορημένη αποφοίτησή μου από την αφέλεια. 

Το 2023 ήταν μια ακόμα πλούσια αναγνωστική χρονιά. Το ενδιαφέρον μου για την τεχνητή νοημοσύνη παραμένει αμείωτο, και χαίρομαι που εμφανίζονται συνεχώς καινούργια βιβλία τα οποία διαπραγματεύονται διάφορες όψεις της. Φέτος διάλεξα να ξεχωρίσω, χωρίς αξιολογική σειρά, κι ανάμεσα απ’ τα πολλά ενδιαφέροντα που διάβασα, κάποια βιβλία για τα οποία έγραψα στην Καθημερινή και στο περιοδικό Κ, ή πήρα συνέντευξη απ’ το δημιουργό τους. Χαλάω λοιπόν την παράδοση, παρουσιάζοντας εννέα μη μυθοπλαστικά βιβλία, κι ένα μόνο λογοτεχνικό.

Maniac, Μπενχαμίν Λαμπατούτ (εκδ. Δώμα, μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου).

Το Maniac είναι το πιο ενδιαφέρον μυθιστόρημα που διάβασα μέσα στο 2023. «Οπως και στα δύο προηγούμενα βιβλία του», έγραψα στην Καθημερινή, «το σπουδαίο «Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο» και «Ο λίθος της τρέλας» (αμφότερα απ’ τις εκδ. Δώμα, σε μετάφραση Αγγελικής Βασιλάκου), το «Maniac» σε κεραυνοβολεί κιόλας απ’ τις πρώτες αράδες. Ο Χιλιανός συγγραφέας διαβάζει τις βιογραφίες των επιστημόνων μ’ έναν δικό του μοναδικό τρόπο και τις μεταβολίζει, δίνοντας στον αναγνώστη ένα πολύτιμο δώρο. Στο σύμπαν του Λαμπατούτ, η επιστήμη εκτροχιάζει τη ροή των πραγμάτων, δημιουργώντας μια ασταθή συνθήκη. Το υψηλό μετατρέπεται σε ποταπό, το ελπιδοφόρο γίνεται ερεβώδες. Η πρώτη ύλη της αφήγησής του, οι επιστημονικές ιδέες και η ίδια η επιστημονική μέθοδος, αναπαρίσταται ως μια τραγική αναμέτρηση με τη φύση, με τον ανορθολογισμό, με την αβεβαιότητα, με το μηδέν. Ο Λαμπατούτ αντιμετωπίζει την επιστήμη σαν μια τρομερή, χαοτική, δύναμη που μας βυθίζει ολοένα και περισσότερο στο σκοτάδι – ακόμη κι ακουσίως. Μια ισχύς που μας φέρνει αντιμέτωπους με τους ίδιους τους εαυτούς μας, μια ισχύς που διακινδυνεύει τον ίδιο τον πυρήνα της ύπαρξής μας».

Ίλον Μασκ, Γουόλτερ Άιζακσον (εκδ. Κλειδάριθμος, μτφρ. Γιώργος Μαραγκός)

«Μπορείς να ξεχωρίσεις τον δημιουργό από το έργο του;», έγραψα στην Καθημερινή, «αυτό το κλασικό ερώτημα επανέρχεται σαν λάιτ μοτίβ στο μυαλό μου φυλλομετρώντας την ογκώδη βιογραφία του Ίλον Μασκ από τον διάσημο βιογράφο Γουόλτερ Αϊζακσον. Η απάντηση που δίνω είναι ότι το έργο και ο δημιουργός πρέπει να είναι δύο διακριτά στοιχεία. Μπορείς να είσαι σπουδαίος μηχανικός, με τρομερά καινοτόμο έργο, και την ίδια στιγμή να είσαι κάθαρμα. Μπορείς να είσαι μεγάλος επαναστάτης ή σπουδαίος επιστήμονας, και την ίδια στιγμή να είσαι εξαιρετικά τοξικός για το περιβάλλον σου. Μπορείς να είσαι ο πιο επιτυχημένος όλων, και την ίδια στιγμή να είσαι ο πιο δυστυχισμένος όλων. Το έργο έχει πατρότητα, αλλά και αυτονομία, δική του ζωή. Ο δημιουργός συνεχίζει να εξελίσσεται μετά την παραγωγή του κάθε έργου, δεν είναι στατικός. Στο επόμενο έργο του δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος. Η επιλογή να διαβάσει κάποιος τη βιογραφία του Μασκ υπό το πρίσμα της διακριτότητας έργου-δημιουργού θα αποδειχτεί σωτήρια, αν και δεν θα τον απαλλάξει από τη μελαγχολία και το αδιέξοδο που διαπερνά υπογείως όλο το βιβλίο. Απ’ τη μια πλευρά, έχουμε να κάνουμε μ’ έναν ιδιοφυή και πολύ ικανό άνθρωπο, τα επιτεύγματα του οποίου ξεπερνούν κατά πολύ τα παραδεκτά όρια, και απ’ την άλλη έναν πολύ κακοποιητικό τύπο. Συνηθίζουμε να θαυμάζουμε μεγαλοφυείς και καινοτόμους επιχειρηματίες οι οποίοι αλλάζουν βιομηχανίες ολόκληρες, ή επινοούν δικά τους υπερεπιτυχημένα προϊόντα, στην περίπτωση ωστόσο του Μασκ είμαστε αναγκασμένοι να διευρύνουμε το οπτικό μας πεδίο σ’ ένα φάσμα δραστηριοτήτων που δεν έχει κανένα προηγούμενο».

Τζον Νόιμαν, ο άνθρωπος από το μέλλον, Ανάνιο Μπατατσάρια (εκδ. Τραυλός, μτφρ. Σταύρος Πανέλης)

«Πώς περιγράφεις έναν άνθρωπο που θεμελίωσε την κβαντική μηχανική, εφηύρε μεγάλο μέρος της ατομικής βόμβας, έφτιαξε έναν απ’ τους πρώτους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, επινόησε τη θεωρία των παιγνίων, αλλά και των «ζωντανών» μηχανών, χωρίς να πέσεις στην παγίδα της εξιδανίκευσης της ευφυΐας;», έγραψα στην Καθημερινή, «απ’ τις πρώτες κιόλας σελίδες της βιογραφίας του Τζον φον Νόιμαν, ο συγγραφέας Ανάνιο Μπατατσάρια σπεύδει να χαρακτηρίσει τον μεγάλο μαθηματικό «άνθρωπο ασύλληπτης διάνοιας». Στο πολύ αναλυτικό και συναρπαστικό βιβλίο του τεκμηριώνει μέσω πρωτογενούς έρευνας –και λεπτομερώς– τον ισχυρισμό αυτό, ακολουθώντας την πορεία της επιστημονικής δραστηριότητας ενός ανθρώπου ασυνήθιστων διανοητικών ικανοτήτων, ο οποίος πράγματι έμοιαζε να έρχεται «από το μέλλον», όπως σημειώνεται και στον υπότιτλο της βιογραφίας του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά. Στην πορεία, δεν χάνει την ευκαιρία να αναδείξει και την περίπλοκη προσωπικότητα του βιογραφουμένου, μακριά όμως από ηθικολογίες».

Chris Miller, Chip War: The Fight for the World’s most Critical Technology (εκδ. Scribner)

«Πολλοί στο παρελθόν έχουν αποφανθεί ότι το «νέο πετρέλαιο» είναι τα δεδομένα, όμως οι μικροεπεξεργαστές είναι πιο κοντά σε αυτή τη μεταφορά. «Κατά βάση, τα δεδομένα είναι μονάδες και μηδενικά τα οποία αποθηκεύονται σε τσιπάκια. Σήμερα έχουμε περισσότερα δεδομένα μόνο και μόνο γιατί έχουμε τσιπ που είναι ικανά να τα θυμούνται και να τα επεξεργάζονται», μου είπε στη συνέντευξή μας για την Καθημερινή ο Κρις Μίλερ, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ταφτς και συγγραφέας του βιβλίου Chip War: The Fight for the World’s most Critical Technology, στο οποίο αναλύεται ο παγκόσμιος διαγκωνισμός κρατών και εταιρειών, προκειμένου να επικρατήσουν στην παραγωγή και στη διακίνηση του πόρου που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε με τον γενικό όρο «τσιπάκια». Ο Μίλερ είναι ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για να μας δώσει να καταλάβουμε τι συμβαίνει σήμερα με τα μικροτσίπ και γιατί μια ενδεχόμενη αναστάτωση στην τροφοδοσία τους θα συνιστούσε έναν μεγάλο κίνδυνο για τις κοινωνίες μας. Η τελευταία φορά που ασχοληθήκαμε μαζί τους ήταν όταν, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καταγράφηκαν μεγάλες διακοπές στην εφοδιαστική αλυσίδα. Τότε αντιληφθήκαμε, πολλοί ίσως για πρώτη φορά, τη σπουδαιότητά τους. «Έγραψα αυτό το βιβλίο όταν άρχισα να συνειδητοποιώ πόσο κεντρικός είναι ο ρόλος τους στη σύγχρονη ζωή», μου λέει. «Γνώριζα τι είναι οι ημιαγωγοί, είχα δει φωτογραφίες τους, αλλά δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω πόσο σημαντικοί είναι στην οικονομία, στην πολιτική, στη στρατιωτική ισχύ. Κατάλαβα λοιπόν ότι, ενώ αυτή η γνώση είναι πραγματικά βαθιά, εμείς τη στερούμαστε».

Corruptible, Who gets power and how it changes us, Brian Klaas (Simon & Schuster)

«Όταν μιλάμε για τη διαφθορά, τείνουμε να εστιάζουμε υπερβολικά στα πρόσωπα, υποστηρίζει ο καθηγητής Διεθνών Πολιτικών Επιστημών στο University College London, Μπράιαν Κλάας, και να υποτιμούμε τον ρόλο που παίζουν τα συστήματα στα οποία ανθεί, ή δεν ανθεί, η διαφθορά. Αν θέλουμε πραγματικά να την καταπολεμήσουμε δεν θα πρέπει να περιμένουμε έναν Μεσσία, ούτε την εύνοια της τύχης. Πρέπει να το απαιτήσουν πρωτίστως οι πολίτες, λέει ο 37χρονος πολιτικός επιστήμονας στη συνέντευξη που μου παραχώρησε για την Καθημερινή, και προτείνει μερικές πολύ συγκεκριμένες λύσεις.

Ο έκτος αφανισμός, μια αφύσικη ιστορία, Ελίζαμπεθ Κόλμπερτ (εκδ. Μεταίχμιο, Γιώργος Μαραγκός)

«Μπορεί η πρώτη επιστημονική ιδέα που μαθαίνουν σήμερα τα παιδιά μας να είναι ο αφανισμός –ποιο παιδί δεν ξέρει τους δεινόσαυρους;– αλλά ελάχιστοι συνειδητοποιούμε το πραγματικό της νόημα, ότι κάποια στιγμή δηλαδή πιθανότατα θα γίνει και το είδος μας θύμα αυτής της πραγματικότητας» έγραψα στην Καθημερινή στο άρθρο με τον τίτλο «Πριονίζουμε το κλασί πάνω στο οποίο καθόμαστε». Διαβάζοντας τον «Εκτο αφανισμό: Μια αφύσικη ιστορία» της δημοσιογράφου και συγγραφέα Ελίζαμπεθ Κόλμπερτ γίνεσαι κοινωνός μιας μοναδικής εμπειρίας ανακάλυψης. Κατ’ αρχάς, δεν αμφισβητείς ούτε στιγμή την απόφαση των κριτών που απένειμαν στο βιβλίο αυτό ένα βραβείο Πούλιτζερ το 2015.

Stolen Focus, Why You Can’t Pay Attention, Johan Harri (εκδ. Crown)

«Στο βιβλίο αυτό», γράφω στην Καθημερινή, «ο δημοσιογράφος Γιόχαν Χάρι υποστηρίζει ότι ο κόσμος μας κινδυνεύει απ’ τον ύπουλο εχθρό της αδυναμίας συγκέντρωσης. Ταξιδεύει σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, αναζητάει ειδικούς, επικαλείται περισσότερες από 250 έρευνες και στοιχεία. Για τον ερευνητή, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ακραίο φαινόμενο, σε μια άνευ προηγουμένου κρίση ανθρώπινης προέλευσης. Πανίσχυρες δυνάμεις έρχονται και κλέβουν την προσοχή μας, αποδυναμώνοντάς μας. Επειδή αδυνατούμε να εστιάσουμε για αρκετή ώρα κάπου, θυσιάζουμε την εμβάθυνση, γινόμαστε πιο επιφανειακοί στοχαστές, κι έτσι υπονομεύουμε την ικανότητά μας να λύνουμε τα όλο και πιο περίπλοκα προβλήματα που εμφανίζονται στον δρόμο μας».

Τέσσερις χιλιάδες εβδομάδες. Διαχείριση χρόνου για θνητούς, Όλιβερ Μπούρκεμαν (εκδ. Κλειδάριθμος, μτφρ. Πέτρος Γεωργίου)

«Είναι αρκετά πιθανό να έχετε σκεφτεί κι εσείς κάποια στιγμή ότι θα αρκούσε η μέρα σας να είχε περισσότερες ώρες και τότε θα προλαβαίνατε να κάνετε όλα αυτά που αναγκάζεστε είτε να συμπιέζετε μέσα στο φορτωμένο σας πρόγραμμα είτε απλώς να αναβάλετε, περιμένοντας μια πιο «κατάλληλη» στιγμή, ώστε κανένας να μη μένει δυσαρεστημένος. Αυτό που ίσως αγνοείτε είναι ότι το πεπερασμένο του χρόνου μας είναι το κλειδί για την καλύτερη διαχείρισή του. Ακούγεται ελαφρώς παράδοξο, αλλά αυτό υποστηρίζει πειστικά ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Όλιβερ Μπούρκεμαν. Διάβασα το βιβλίο του δύο φορές, μία στα αγγλικά, στις καλοκαιρινές διακοπές μου, και μία πιο πρόσφατα, στα ελληνικά, ενώ δούλευα εντατικά, κι είχα την ευκαιρία να κανονίσω ένα διαδικτυακό ραντεβού μαζί του την πιο ακατάλληλη στιγμή, σε μια εβδομάδα ανάπαυλας, ενώ θα έπρεπε να απέχω από κάθε επαγγελματική δραστηριότητα. Η συνομιλία μας ωστόσο ήταν τόσο χαλαρή, που κατά τη διάρκειά της δεν ένιωσα ούτε στιγμή ότι δουλεύω. Του εκμυστηρεύτηκα γρήγορα ότι είμαι κι εγώ κάπως εμμονικός με τη διαχείριση του χρόνου και την αποδοτικότητα, και ξεκινήσαμε να μιλάμε σαν παλιοί φίλοι. Εδώ είναι η συνέντευξη που μου παραχώρησε για το περιοδικό Κ της Καθημερινής.

Ο θρίαμβος και η τραγωδία του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, Κάι Μπερντ και Μάρτιν Σέρουιν (εκδ. Τραυλός, μτφρ. Μαριλένα Κορωναίου)

Διαβάζοντας τη χειμαρρώδη βιογραφία του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ και βλέποντας έπειτα την ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν, μένει κανείς με την εντύπωση ότι η ιδιοφυΐα είναι περισσότερο κατάρα παρά ευλογία, κάτι που σε ένα βαθμό ίσως και να ισχύει. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι διατηρείται ζωντανός έως σήμερα ο μύθος που συνδέει τη διάνοια με την τρέλα και την καταστροφή. Μερικά σχόλια για το σπουδαίο αυτό βιβλίο έγραψα στην Καθημερινή.

Η γενιά της ντοπαμίνης, Άννα Λέμπκε (εκδ. Πατάκης, μτφρ. Πέτρος Γεωργίου)

«Αν ανήκετε κι εσείς σε αυτούς που τσεκάρουν ψυχαναγκαστικά τα μέιλ τους ή αν παρατηρείτε στον εαυτό σας ή στους γύρω σας συμπεριφορές που παραπέμπουν ευθέως σε κάποιου είδους εθισμό, ας γνωρίζετε ότι δεν σας συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο. Αντιθέτως, ο εθισμός είναι ένα χαρακτηριστικό του σύγχρονου πολιτισμού μας. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει η Άννα Λέμπκε, καθηγήτρια ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ και επικεφαλής της Κλινικής για τη Θεραπεία των Εθισμών του ίδιου πανεπιστημίου. Η ειδίκευση της Λέμπκε στους εθισμούς αναγνωρίζεται από πλήθος οργανισμών, που την τιμούν με θέσεις στα διοικητικά τους συμβούλια, αλλά και από τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης, που της δίνουν τακτικά βήμα. Είναι πιθανό να την έχετε δει να μιλάει σε κάποιο από τα πολύ ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ του Netflix, το The social dilemma ή το Take your pills: Xanax. Η διαδικτυακή μας συνομιλία έγινε με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της Η γενιά της ντοπαμίνης, στο οποίο περιγράφει τη θεμελιώδη ανισορροπία που επιφέρει η υπερπροσφορά ντοπαμίνης στους εγκεφάλους μας. Η Λέμπκε εστιάζεται ιδιαίτερα στα ψηφιακά ναρκωτικά και στην προστασία των πιο νέων συμπολιτών μας. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξη που μου παραχώρησε για λογαριασμό του περιοδικού Κ της Καθημερινής.