Ο πατέρας μου πέθανε στα 42 του χρόνια από ανακοπή καρδιάς. Έφραξε η αορτή του. Ήταν ένας εξαιρετικά εθισμένος στη νικοτίνη άνθρωπος, ο ορισμός του φανατικού καπνιστή. Ένας γιατρός κάποτε του είπε το τσιγάρο ή τη ζωή σου, κι εκείνος δυστυχώς διάλεξε το τσιγάρο. Η καθημερινότητα, το άγος της καταξίωσης, οι υποχρειώσεις, οι πιέσεις, δεν του άφησαν καθαρό χώρο στο μυαλό. Ίσως και να μην πίστεψε ποτέ ότι θα τον νικούσε ο καπνός.
Στο σαλόνι του σπιτιού μας, στο λεγόμενο σκρίνιο, υπήρχε επί πολλά χρόνια ένα αρκετά παράξενο και μάλλον μακάβριο αντικείμενο. Ήταν το τασάκι που χρησιμοποιούσε ο πατέρας μου στη δουλειά του, μαζί μ’ ένα πιπάκι που έβαζε πότε πότε στο τσιγάρο του, τοποθετημένα μέσα σ’ ένα διάφανο κουτί, σαν έκθεμα μουσείου. Ένας καλοσυνάτος κι ευγενέστατος κλητήρας της τράπεζας στην οποία εργαζόταν, είχε πάρει το τασάκι απ’ το γραφείο του, το είχε κλείσει σ’ ένα διάφανο πλαστικό κουτί, κι είχε προσθέσει μια μικρή επιγραφή που έλεγε δε θα μάθω ποτέ το τσιγάρο. Θυμάμαι σαν να ήταν χθες τη στιγμή που μου το έδωσε στα χέρια και συγκινούμαι. (περισσότερα…)
