Η αίσθηση ότι γενικότερα η κριτική στην Ελλάδα περνά μια μεγάλη κρίση επιβεβαιώνεται καθημερινά ακόμα και στην πιο ελευθερόστομη μορφή της, δηλαδή μέσα στο Διαδίκτυο. Γενικά στον ελληνικό χώρο διακινείται μια αληθής εν πολλοίς άποψη που θέλει τις κριτικές να περιορίζονται είτε σε πληρωμένες αγιογραφίες, είτε σε χυδαίες λασπολογίες. Επιπλέον έχει στρεβλωθεί το ίδιο το νόημα και η έννοια της κριτικής: στον Τύπο βαφτίζεται κριτική η παρουσίαση ενός βιβλίου, μιας παράστασης κ.λπ. Ωστόσο, υπάρχει κι η φωτεινή εξαίρεση μιας μειοψηφίας που τολμά και δημοσιεύει τεκμηριωμένα τη γνώμη της, αλλά το κοινό την αντιμετωπίζει με μεγάλη καχυποψία ως προς τα κίνητρά της.
Αυτό τον πρόλογο τον γράφω γιατί έγινα πρόσφατα δέκτης μιας κριτικής, στην οποία αισθάνομαι υποχρεωμένος να απαντήσω, καθώς είναι η πρώτη φορά που κάποιος αναγνώστης βρίσκει ψεγάδια σ’ ένα βιβλίο μου. Ας μην εννοηθεί βέβαια ότι τα βιβλία μου είναι αψεγάδιαστα! Κάθε άλλο, θεωρώ ότι η δουλειά μου βρίσκεται ακόμα σε πρώιμα στάδια, κι ότι είναι ακόμα εν εξελίξει. Επιπλέον, το γεγονός ότι τα βιβλία μου βρίσκουν οδό προς τους αναγνώστες, αν και μπορεί το ίδιο να γίνει αντικείμενο κριτικής, με βοηθά να εξελίξω ακόμα περισσότερο τα κείμενά μου. Επειδή όμως έχω την εμπειρία της τακτικότατης δημοσίευσης σε εφημερίδα, γνωρίζω ότι είναι πλέον σπανιότατη η σε βάθος κριτική στην Ελλάδα. Τα κείμενα, αν διαβάζονται, διαβάζονται βιαστικά, χωρίς κριτήριο και χωρίς προσανατολισμό, με συνέπεια να κυριαρχούν στο δημόσιο χώρο εκφράσεις του ύφους «μ’ αρέσει/ δε μ’ αρέσει».
Η κριτική του ιστολόγου «Πατριάρχη Φώτιου» για το βιβλίο μου «Blog. Ειδήσεις απ’ το δικό σου δωμάτιο»
Αναφορικά με τη «γλωσσική ένδυση του κειμένου και την τυπογραφική του παρουσία» καθώς και για τα «άπειρα» λάθη που εντόπισε ο ιστολόγος με το ψευδώνυμο «Πατριάρχης Φώτιος», του προτείνω να μου τα επισημάνει ένα προς ένα, ώστε στην επόμενη έκδοση του βιβλίου να τα διορθώσουμε –είναι κάτι που το θέλει κι ο εκδότης μου πολύ.
Ο ψευδώνυμος ιστολόγος που είχε την ευγένεια να ασχοληθεί στο ιστολόγιό του «Vivliocafe» με το βιβλίο μου «Blog. Ειδήσεις απ’ το δικό σου δωμάτιο» μου προσάπτει διδακτικό τόνο κι αναφέρει ότι έχω,
«(…) μια χροιά στο ύφος που παραπέμπει σε μια δεοντολογία και όχι σε μια ουδέτερη καταγραφή, σε μια χειραγώγηση που δεν διατυπώνεται ούτε καν ως προβληματισμός».
Δυστυχώς ο κριτικός μου δε διάβασε προσεκτικά το βιβλίο γιατί αν το διάβαζε θα καταλάβαινε ότι δεν ήταν ούτε κατ’ ελάχιστο στις προθέσεις μου να κάνω μια ουδέτερη καταγραφή του φαινομένου. Επίσης αν έκανε τους απαραίτητους συσχετισμούς και τις συνδέσεις θα καταλάβαινε ότι παραπάνω απ’ το μισό βιβλίο αναφέρεται στην χειραγώγηση τόσο του περιεχομένου των ιστολογίων, όσο και του ίδιου του Μέσου από διάφορους ενδιαφερόμενους (ιδιώτες, ΜΜΕ, επιχειρήσεις κ.λπ.). Αν εννοεί τώρα ότι εγώ χειραγωγώ με κάποιο τρόπο το θέμα μου, αυτό είναι αυτονόητο. Το βιβλίο μου είναι μια υποκειμενικότατη ανάλυση ενός διαδικτυακού φαινομένου και των προεκτάσεών του –τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Δέχομαι ότι δεν είναι καθόλου ακαδημαϊκό, κι ότι πιθανώς η βιβλιογραφία είναι λειψή, αλλά ουδέποτε διατύπωσα φιλοδοξία ακαδημαϊκής προσέγγισης. Θα μπορούσα να μην συμπεριλάμβανα καν βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου, μιας και για ‘μένα η ανάγνωση των συγκεκριμένων τίτλων (αλλά κι άλλων που δεν ανέφερα) ήταν μια αφορμή για στοχασμό. Είναι φανερό ότι ο ιστολόγος θα επιθυμούσε το βιβλίο να ήταν πιο ακαδημαϊκό, γι’ αυτό και το κρίνει με ανάλογους όρους. Όμως επαναλαμβάνω το βιβλίο είναι ένα ελεύθερο δοκίμιο που ειδολογικά έλκει την καταγωγή του από κείμενα της σχολής της Φρανκφούρτης κι από αρκετούς γάλλους στοχαστές. Επιτρέψτε μου να πω ότι επιχείρησα να γράψω ένα πολεμικό δοκίμιο, ένα κείμενο κριτικής, μια σύγχρονη πραγματεία που θα μπορούσε ακόμα και να χαρακτηριστεί διδακτική μιας και δεν επιλέγει το δρόμο της ουδετερότητας, που πολύ θα ήθελε ο κριτικός μου. Αν κανείς θέλει να το κρίνει ως ακαδημαϊκό κείμενο θα του βρει εκατοντάδες προβλήματα, αυτό είναι βέβαιο. Αλλά μαζί, είναι και λάθος…
Ο κριτικός ιστολόγος απορρίπτει το βιβλίο μου γιατί θα ήθελε στη θέση του να είχε εκδοθεί μια μελέτη, από εκείνες που κυκλοφορούν στο εξωτερικό κι αναλύουν επαρκώς το φαινόμενο, από κοινωνιολογική πάντα σκοπιά. Μήπως θα ήταν καλύτερα να ήταν μεταφρασμένη κιόλας;
Το ότι το βιβλίο μου είναι «πολύ λίγο» γιατί μοιάζει με μια εμπειρική καταγραφή των ιστολογικών λειτουργιών, την οποία μάλιστα θα μπορούσε να φέρει εις πέρας οποιοσδήποτε ιστολόγος, το εκλαμβάνω ως βιαστικό και λίγο επιπόλαιο σχόλιο. Αν και πάλι διάβαζε με προσοχή το βιβλίο θα καταλάβαινε ότι η Εμπειρία, στην ανάλυσή μου είναι πολύ σημαντική. Επίσης το ότι θα μπορούσε οποιοδήποτε ιστολόγος να γράψει το βιβλίο μου το θεωρώ πολύ αισιόδοξο.
Αν διάβαζε με προσοχή το κείμενό μου ο κριτικός μου, θα στεκόταν στα γραφόμενά μου κι όχι στην τυπογραφική επιμέλεια. Αλλά μάλλον αρέσκεται να βλέπει το δάχτυλό μου κι όχι αυτά που δείχνω. Το κείμενο, αν ήταν απλή περιγραφή και καταγραφή, δε θα είχε κανένα λόγο να γραφτεί από ‘μένα. Απ’ τη στιγμή όμως που ανακύπτουν σοβαρά ζητήματα (κοινωνικά, οικονομικά, ηθικά, ψυχολογικά κ.α.) απ’ την έλευση του Διαδικτύου, και πιο συγκεκριμένα απ’ τα ιστολόγια, οι αναλύσεις και οι συζητήσεις πάνω σ’ αυτές είναι παραπάνω από απαραίτητες. Είναι επείγον, κατά τη γνώμη μου, να αναλυθούν και να συζητηθούν οι διάφορες όψεις του φαινομένου πριν βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Βέβαια δεν περιμένω επιείκεια εξαιτίας του επείγοντως χαρακτήρα της δοκιμιογραφίας μου. Δημοσιεύοντας κανείς γνωρίζει ότι θ υποστεί ακόμα και την πιο σκληρή κριτική. Η κριτική, το σημειώνω, είναι απαραίτητη, και τα ιστολόγια που την ασκούν είναι πραγματικά καλοδεχούμενα, για τον απλό λόγο ότι όταν δε σου ασκείται ουσιαστική κριτική, δεν έχεις την ευκαιρία να δεις τα λάθη σου.
Όμως ο «Πατριάρχης Φώτιος» φαίνεται ότι εξαντλεί όλη την κριτική του δεινότητα σε δευτερεύουσες παρατηρήσεις. Αφού λέει ότι γράφω ένα «υπερ-κειμενικό δοκίμιο», με «σχετικά οργανωμένο τρόπο», ελπίζει στο τέλος να γραφούν «και πιο επαρκείς μελέτες». Επαναλαμβάνω ότι το βιβλίο μου δεν είναι μελέτη με την ακαδημαϊκή έννοια, ομοίως ούτε δοκίμιο με ανάλογα χαρακτηριστικά. Εσκεμμένα επιλέγω αυτή την οδό, να ανοίξω δηλαδή διαλόγους με την κοινωνία, κι όχι μ’ ένα στενό κύκλο διανοουμένων του πανεπιστημίου ή με κάποια ελίτ. Το βιβλίο μου δεν είναι ούτε καν μια παρουσίαση που θίγει «τα βασικά χαρακτηριστικά των μπλογκ». Από ένα σοβαρό αναγνώστη κατά τη γνώμη μου, πόσο μάλλον από κάποιον που επιθυμεί να κάνει και δημόσια κριτική, θα περίμενε κανείς τουλάχιστον μια εξέταση των βασικότερων θεμάτων ενός βιβλίου. Για παράδειγμα, στο «Blog» θίγω εκτεταμένα το ζήτημα της ανωνυμίας, και της ψευδωνυμίας, παίρνοντας μάλιστα θέση απέναντί τους. Ο κριτικός, ψευδώνυμος ο ίδιος, δε βρίσκει τίποτα να πει γι’ αυτό παρά το ότι είμαι θιασώτης των ιστολογίων, «αρκεί να μην χάσουν το μέτρο και γίνουν μια άμορφη μάζα κινδυνολογίας και συκοφαντιών». Στο βιβλίο μου επίσης μιλάω για την ανυπαρξία τεχνολογικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, για την προβληματική σχέση των παραδοσιακών Μέσων με τα ιστολόγια, για την οικειοποίηση του φαινομένου απ’ τις εταιρείες κ.λπ. Τίποτα απ’ όλα αυτά όμως, καμία ιδέα, καμία πρόταση, κανένα συμπέρασμα, καμία θέση μου δε στάθηκε ικανή να συγκινήσει τον κριτικό μου και να τον κάνει έστω να την παρουσιάσει, ή να της αντιπαρατεθεί. Αντ’ αυτού, στις 300 λέξεις του προτίμησε να μάς πληροφορήσει ότι το βιβλίο μου δεν είναι αρκετά ακαδημαϊκό (με την έννοια ότι δεν εξαντλεί την έρευνα), ενώ την ίδια στιγμή είναι «διδακτικό» και γεμάτο τυπογραφικά και γλωσσικά λάθη.
Δυστυχώς, η πρώτη, αρνητική γνώμη για το βιβλίο, ουσιαστικά στάθηκε σε πιο επουσιώδεις όψεις του –χωρίς αυτό να μειώνει τις επισημάνσεις του κριτικού περί της γλωσσικής κι εκφραστικής μέριμνας για το κείμενο. Δυστυχώς, όλα εκείνα τα θέματα που έκαναν απαραίτητη τη συγγραφή του βιβλίου, έμειναν ασχολίαστα και πέρασαν απαρατήρητα απ’ την κριτική του ιστολόγου. Παραφράζοντάς τον, ελπίζω κι εγώ με τη σειρά μου να δούμε σύντομα και πιο επαρκείς κριτικές.