Εδώ και δύο ημέρες στην ελληνική τηλεόραση και σε μερίδα του ημερίσιου Τύπου παρουσιάζεται ως ρεπορτάζ η σύγκριση των τιμών κάποιων καταναλωτικών προϊόντων. Το πρωτοσέλιδο των χθεσινών Νέων έκανε λόγο για φθηνότερη φέτα στο Βερολίνο απ’ ότι στην Αθήνα, ενώ διάφοροι δημοσιογράφοι μαζί με εκπροσώπους καταναλωτικών οργανώσεων επισημαίνουν αξιοσημείωτες διαφορές στις τιμές μεταξύ Ελλάδας κι Ευρώπης. Απ’ αυτό το μπαράζ εποχικής περιπτωσιολογίας και ανάλυσης προϊόντων «ένα προς ένα», προκύπτει το συμέρασμα ότι γενικά τα καταναλωτικά προϊόντα στην Ελλάδα πωλούνται ακριβότερα απ’ ότι στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ακρίβεια «κάνει αλλεπάλληλα ρεκόρ», ο πληθωρισμός ανεβαίνει, το πετρέλαιο συνεχίζει την φρενήρη ανοδική του πορεία.
Ο έλληνας καταναλωτής βομβαρδίζεται με –συχνά ανακριβείς- πληροφορίες, τρομοκρατείται, εξοργίζεται, συγχύζεται και στο τέλος καθησυχάζεται απ’ τις έτοιμες λύσεις που του προσφέρονται απ’ τα μεγάλα κόμματα της χώρας. Η ακρίβεια φαίνεται ότι είναι το υπερόπλο της εκάστοτε αντιπολίτευσης. Με το λαϊκισμό των τιμών, οι πολέμιοι της κυβέρνησης φλερτάρουν με την εξουσία και τους ψηφοφόρους, χωρίς να δεσμεύονται ότι εκείνοι μπορούν να επιτύχουν κάτι καλύτερο. Έτσι κι αλλιώς βρισκόμαστε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, οι συζητήσεις είναι περιττές, και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να αλλάξουμε κυβέρνηση.
Η αλήθεια είναι ότι εκτός απ’ το ιδεολογικό και συστημικό ενδεχομένως πρόβλημα που βρίσκεται πίσω απ’ τη συζήτηση για την ανεξέλεγκτη άνοδο των τιμών στην χώρα μας, υπάρχει και μια ελληνική ιδιαιτερότητα που εντοπίζεται, που αναλύεται σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη της αγοράς. Θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί η «ελληνική εξαίρεση». Απ’ τις επιχειρήσεις ως την κυβέρνηση, τους καταναλωτές και τις οργανώσεις τους, στην Ελλάδα κυριαρχεί μια στρεβλωτική ατμόσφαιρα για το επιχειρείν, για το καταναλώνειν, για το ελέγχειν κα πάει λέγοντας. Εδώ κανένας δεν κάνει τη δουλειά του όπως θα όφειλε. Η επιχείρηση εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη σύγχυση που επικρατεί, η κυβέρνηση αδυνατεί να ελέγξει και να θέσει τους όρους της αγοράς, και οι καταναλωτές παραπαίουν ανήμποροι να αναλύσουν τα γεγονότα και να αντιδράσουν.
Θα πει κάποιος ότι σε γενικές γραμμές αυτά συμβαίνουν παντού στον κόσμο, όπου η ελεύθερη αγορά, χωρίς αντίπαλο ηγεμονεύει με το αόρατο χέρι του Άνταμ Σμιθ, αλλά δεν είναι έτσι. Στη συγκεκριμένη τουλάχιστον περίπτωση, στο πεδίο των τιμών δηλαδή, ο δυτικός καπιταλιστικός κόσμος επιδεικνύει τα κάλλη του ανταγωνισμού σε συνδυασμό με ισχυρές δόσεις κρατικού παρεμβατισμού, που έχουν σαν αποτέλεσμα τη συγκράτηση της κερδοσκοπίας. Η ελληνική εξαίρεση συνίσταται στην αποφυγή κάθε κανόνα. Με ενορχηστρωτή τις κυβερνήσεις που αδυνατούν να ελέγξουν τη λειτουργία της αγοράς, και κύριο παίκτη τις επιχειρήσεις που απολαμβάνουν να δραστηριοποιούνται σε έναν τόπο που «όλα είναι εφικτά», ο ελληνικός καπιταλισμός γίνεται ιδανικό case study οικονομίας της αγοράς. Η Ελλάδα και η κυβέρνησή της δίνει πράγματι μαθήματα οικονομικού φιλελευθερισμού, έχοντας εγκαταλείψει την αγορά στα χέρια των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των καρτέλ. Με δεδομένο το γεγονός ότι η χώρα στερείται βιομηχανικού παρόντος, θα λέγαμε ότι η χώρα είναι έρμαιο του πιο ακραίου υβριδικού φιλελευθερισμού.
Η αγορά, έχει εναποτεθεί στην «ιερή» αυτορύθμιση, και στην ευκαιριακή απορύθμιση, και η κοινωνία παρακολουθεί μουδιασμένη τον εκφυλισμό της. Οι καταναλωτές, μάς λένε, πρέπει να επιστρέψουν στη λίθινη εποχή, κι ως μεταμοντέρνοι νεάντερταλ να κυνηγούν από μαγαζί σε μαγαζί τις καλύτερες τιμές της λείας. Τα Μέσα στην Ελλάδα επιδίδονται σε μια σκανδαλώδη εκστρατεία παραπληροφόρησης των καταναλωτών, αποκρύπτοντάς τους βασικές όψεις του προβλήματος. Γιατί στην καπιταλιστική Γαλλία, φερ’ ειπείν, ή στη Γερμανία, ο κρατικός έλεγχος είναι πανταχού παρόν. Οι εθνικές οικονομίες αυτοπροστατεύονται. Στη Γαλλία μάλιστα έχει επινοηθεί ο όρος «οικονομικός πατριωτισμός», που φαίνεται ότι βρίσκει σύμφωνους κι άλλους πολιτικούς της Ευρώπης, εκτός του Σαρκοζί (βλέπε Γκόρντον Μπράουν). Αλλά στην Ελλάδα, θέλουμε να νομίζουμε ότι είμαστε πρωτοπορία παρ’ όλο που στις ιδιωτικοποιήσεις οι κυβερνήσεις μας δεν έχουν φτάσει ακόμα μακριά. Ωστόσο, οι μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις στη χώρα σημειώνουν αλλεπάλληλα ρεκόρ κερδοφορίας, τη στιγμή που κανένας τομέας της παραγωγής δε δείχνει ρεκόρ απόδοσης.
Οι στρεβλώσεις της εγχώριας αγοράς, καθιστούν την ελληνική εξαίρεση ένα παράδειγμα οικονομίας που δοκιμάζει τα όρια της κοινωνίας απέναντι στην ελευθερία της αγοράς.
Πρώτον αυτό που περιγράφεις είναι λογικό για μαι χώρα που ποτέ δεν απόκτησε εγχώριο «εθνικό» κεφάλαιο. Μεταπρατική οικονομία ήταν πάντα αυτό είναι και σήμερα. Και επί Σημίτη και επί ΝΔ το ίδιο ακουγότανε : » Η Ελλάδα επιχειρηματικό κέντρο». Αυτό σημαίνει ότι τώρα που οι φούσκες περνάνε κρίση η ελληνική οικονομία φούσκα παρνάει την χειρότερη!!!
Μου άρεσε πολύ η παρομοίωση του σύγχρονου έλληνα καταναλωτή. Δυστυχώς η λύση στην αύξηση των τιμών απαιτεί 3 πράγματα :
Κατάργηση όλων των επιδοτήσεων ή επιδότηση από το Δ ΚΠΣ ή ΕΣΠΑ αποκλειστικά της κατανάλωσης!!! Μάλιστα έχω και μια πρόταση επ αυτού
Κρατικός παρεμβατισμός στην αγορά τώρα (χωρίς κόστος) γιατί τα super market αν δεν γουστάρουν ασ φύγουν. Θα ξανανοίξουμε μπακάλικα
Πλήρης αμφισβήτηση της Σταθεροποιητικής πολιτικής της ΕΕ. Δεν βγάζει πουθενά και είναι ακριβότερη από την έλλειψη της.
Σωτήρη την πρώτη πρότασή σου δεν την καταλαβαίνω, μήπως μπορείς να τη διατυπώσεις διαφορετικά; Σχετικά με τα άλλα «μέτρα» θα έλεγα ότι και τα δύο κινούνται σε μια μάλλον σωστή κατεύθυνση. Χρειάζεται ωστόσο πιο μακροπρόθεση στόχευση και όραμα. Οι τιμές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες πάντα με τη ζήτηση, οπότε έχουμε κι εκεί κάτι που πρέπει να λυθεί…
εννοώ βιομηχανικό κεφάλαιο.
Φυσικά και έχουμε θέμα στην ζήτηση. Αλλά σε μια οικονομία σαν την ελληνική αυτό θα γίνει μόνο με επιδότηση του ενός ή άλλου τρόπου. Υπάρχουν βέβαια και πιο δραστικά μέτρα, όπως το πάγωμα επιτοκίων ή και ο ελεγχόμενος πληθωρισμός.
Εννοούσα την πρώτη πρόταση των 3 πραγμάτων που προτείνεις (κατάργηση επιδοτήσεων κ.λπ).
Το ΚΕΠΚΑ έκανε μια έρευνα με τιμοληψίες από διάφορα προϊόντα. Η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα επιστρέφει σταδιακά ο αυξημένος πληθωρισμός. Όχι μόνο λόγω της παγκόσμιας κρίσης αλλά και λόγω της ελλειμματικής λειτουργίας των επιμέρους αγορών προϊόντων και υπηρεσιών. Μάλιστα σ’ αυτό δεν είμαστε εξαίρεση έχουμε πολλά κοινά με τη Γαλλία η οποία πρόσφατα πέρασε και αντίστοιχο νόμο και υπολογίζεται ότι θα ρίξει τις τιμές στα σούπερμάκρετ κατά 2με 3%. Εξαίρεση είμαστε ως προς το γεγονός ότι έχουμε τον υψηλότερο δομικό πληθωρισμό στην Ευρώπη. Δηλαδή ο πληθωρισμός εκτός πετρελαίου και εποχικών διακυμάνσεων είναι γύρω στο 3% ενώ ο μέσος στην ΕΕ είναι 1,9% με 2% περίπου. Το ερώτημα είναι τι κάνεις για να αντιμετωπίσεις τα καρτέλ, τα κλειστά επαγγέλματα όπου το κράτος ορίζει κατώτατες αμοιβές σε υψηλό επίπεδο, τις τράπεζες που ρίχνουν αφειδώς κι ανέυθυνα χρήμα στην αγορά μέσω της καταναλωτικής πίστης, το δημόσιο που ρίχνει χρήμα σε μη παραγωγικές δραστηριότητες που δεν αποδίδουν και απλά αυξάνουν το χρήμα που κυκλοφορεί με αποτέλεσμα να αυάνεται κι ο πληθωρισμός.
Ωραία ανάλυση G700. Όμως εκτός αυτών των σοβαρόταταων προβλημάτων πρέπει κατά τη γνώμη μου να μη χάσουμε και τη γενική εικόνα: τί ζωή θέλουμε. Μια ζωή πνιγμένη στα φθηνά εμπορεύματα, μια ζωή που αδιαφορεί για τις επιπτώσεις της καταναλωτικής μανίας στο περιβάλλον, στους άλλους; Θέλω να πω ότι η ακρίβεια έχει την προφανέστατη επίπτωση στη ζωή των φτωχότερων στρωμάτων (σκληρή επιβίωση), τα κάνει πειθήνια (ως χρεωμένα που είναι), και τους δίνει ένα μόνο σκοπό (την αναζήτηση καλύτερης τιμής). Αυτό είναι το νόημα που δίνει το σημερινό κράτος και οι επιχειρήσεις στους πολίτες του;
εμ αυτό ακριβώς είναι το κρίσιμο θέμα της εποχής, πως απαντάς σε μια κοινωνία όπου τα ατομικά όνειρα του καθένα πραγματοποιούνται μόνο μέσα από την κατανάλωση μαζικών προϊόντων και υπηρεσιών τα οποία με τη σειρά τους μπορεί να είναι επιβλαβή για πολλά πράγματα, από το περιβάλλον, μέχρι την υγεία μας, τα κοινωνικά δικαιώματα κοκ
εμ
🙂