«Η επόμενη φασιστική δικτατορία δε θα έρθει με άρματα μάχης, αλλά με δικηγόρους και κοινωνικούς λειτουργούς που θε λένε «καλημέρα, είμαι απ’ την κυβέρνηση και ήρθα για να βοηθήσω» Τζ. Γκόλντμπεργκ.
Τον Ιανουάριο του 2008 στην πρώτη θέση της λίστας ευπώλητων μη-μυθοπλαστικών βιβλίων τόσο του διαδικτυακού βιβλιοπωλείου Amazon όσο και των New York Times φιγουράριζε ένα βιβλίο, το οποίο είχε προκαλέσει μεγάλες συζητήσεις αρκετό καιρό πριν εκδοθεί. Ο συγγραφέας του, γνωστός δημοσιογράφος των Los Angeles Times αναγκάστηκε λίγο πριν την κυκλοφορία του βιβλίου να αλλάξει τον υπότιτλό του, αφού υποστηρίζει ότι δέχθηκε επιθέσεις απ’ το Δημοκρατικό Κόμμα και πιο συγκεκριμένα απ’ το επιτελείο της υποψήφιας για το χρίσμα των Δημοκρατικών, Χίλαρι Κλίντον. Το βιβλίο ονομάζεται Liberal Fascism. The secret History of the American Left from Mussolini to the politics of meaning (Φιλελεύθερος Φασισμός. Η κρυφή ιστορία της αμερικανικής αριστεράς απ’ τον Μουσολίνι στην πολιτική του νοήματος). Υποκύπτοντας στις πιέσεις πολλών, μεταξύ άλλων και των εκδοτών του, ο συγγραφέας του Τζονάϊα Γκόλντμπεργκ αναγκάστηκε να αντικαταστήσει το όνομα της Χίλαρι Κλίντον στον υπότιτλο με τη φράση «πολιτική του νοήματος» («politics of meaning») η οποία βέβαια φωτογραφίζει την Κλίντον. Το πρώτο βήμα για την επιτυχημένη πορεία του βιβλίου είχε μόλις γίνει.
Στις 450 σελίδες του βιβλίου ο συγγραφέας φιλοδοξεί να αναλύσει την αμφιλεγόμενη θεωρία του η οποία ταυτίζει τους αμερικανούς φιλελεύθερους, δηλαδή το κόμμα των Δημοκρατικών και γενικά την αμερικανική αριστερά, με τον φασισμό. Ο Γκόλντμπεργκ ξεκινά την εξιστόρησή του υπογραμμίζοντας ότι ο φασισμός είναι ένας απ’ τους πλέον «θολούς» πολιτικούς όρους των ημερών μας, ενώ ξεκαθαρίζει ότι κατονομάζοντας φασίστες τους φιλελεύθερους δε σημαίνει ότι τους εξισώνει με τους Ναζί.
Όμως, στην αυγή του, κατά τη δεκαετία του 1920 και του 1930, ο φασισμός σήμαινε κάτι πολύ διαφορετικό απ’ το Άουσβιτς. Για την ακρίβεια ο φασισμός εκείνης της περιόδου δεν χαρακτηριζόταν καθόλου απ’ το γνωστό αντισημιτισμό της ύστερης περιόδου. Οι Εβραίοι στη φασιστική Ιταλία για παράδειγμα, υπερεκπροσωπούνταν στο κόμμα του Μουσολίνι, για σχεδόν 20 χρόνια, απ’ το 1919 ως και το 1938 που τελικά εκδιώχθηκαν.
Το κεντρικό επιχείρημα του συγγραφέα εστιάζει στις ομοιότητες μεταξύ των πολιτικών και φιλοσοφικών ιδεών των ευρωπαίων φασιστών και των αμερικανών προοδευτικών. Οι διάφοροι φασισμοί γράφει, μπορεί να έχουν σημαίνουσες διαφορές, αλλά δεν παύουν να είναι φασισμοί. Οι ιδιαίτερες συνθήκες κάθε εποχής, και κυρίως οι οικονομικοκοινωνικές συνθήκες κάθε χώρας, επέβαλλαν την υιοθέτηση ποικίλων μορφών φασισμού. Στη Γερμανία ο Ναζισμός έφτασε μέχρι το Ολοκαύτωμα, στην Ιταλία ο Μουσολίνι δε σκέφτηκε καν να επιβάλλει φυλετικές εκκαθαρίσεις λόγω της Καθολικής Εκκλησίας, ενώ στην Αμερική ο φασισμός εκφράστηκε απ’ την κυρίαρχη πολιτική, ως ένας φασισμός πολύ πιο ήπιος, ένας φασισμός «γελαστός», ένας φασισμός «φιλικός». Ο «Φιλελεύθερος Φασισμός»1.
Ο Μουσολίνι, σύμφωνα με τον Γκόλντμεργκ, ήταν ένα πρόσωπο-μοντέλο της νέας εποχής2. Η αποδοχή του απ’ τους κορυφαίους αμερικανούς κι ευρωπαίους διανοούμενους της εποχής ήταν παροιμοιώδης. Ακόμα κι ο Άλμπερτ Αϊνστάιν του έστειλε το αντίτυπο ενός βιβλίου που έγραψε με τον Σίγκμουντ Φρόιντ, με ιδιόχειρη αφιέρωση. Ο ιταλικός φασισμός ήταν κυρίως ένα κίνημα των νέων. Χωρίς το Φουτουρισμό και το μανιφέστο του Μαρινέτι, ο Μουσολίνι δε θα γινόταν ποτέ ο Ντούτσε με την πλατειά απήχηση στην κοινωνία. Στις ΗΠΑ ο θαυμασμός για τον ίδιο προσωπικά, αλλά και για το «πείραμά» του διαρκώς αυξανόταν. Το πανεπιστήμιο Κολούμπια έγινε το προπύργιο του ιταλικού φασισμού στην Αμερική, αφού το 1926 εγκατέστησε μια διαπρεπή έδρα ονόματι Casa Italiana, που λειτουργούσε ως ερευνητικό κέντρο για τους ιταλούς φασίστες. Ενδεικτικό της τεράστιας αποδοχής που απολάμβανε ο Ντούτσε στην Αμερική ήταν το γεγονός ότι σε διάστημα τριών ετών, απ’ το 1925 ως το 1928, δημοσιεύθηκαν 100 άρθρα για τον Μουσολίνι, και μόλις 15 για τον Στάλιν. Το Χόλιγουντ αποτύπωσε σε πολλά φιλμ τον ιταλό αρχηγό, ως έναν κανονικό σταρ, έναν ηγέτη μοντέλο της Νέας Εποχής. Ένας απ’ τους ελάχιστους επικριτές του κατά τη δεκαετία του ‘20 και του ’30 ωστόσο, απ’ την αρχή της ανάδειξής του, ήταν ο Έρνεστ Χέμινγουει3 .
«Το φασιστικό σχέδιο ήταν πάντοτε μια υπόθεση της Αριστεράς», γράφει ο Γκόλντμεπργκ. Άλλωστε, ο Μουσολίνι εκλάμβανε πάντα τον εαυτό του ως Σοσιαλιστή. Θεωρούσε ότι η θρησκεία ήταν μια μορφή τρέλας κι ότι στη θέση της έπρεπε να τοποθετηθεί η πολιτική. «Η πίστη μετακινεί βουνά» έλεγε, «όχι η λογική». Στη ρητορική του ο Ντούτσε χρησιμοιούσε το Μαρξισμό ως ένα ακόμα θρησκευτικό δόγμα, ιδρύοντας ουσιαστικά τη «θρησκεία της πολιτικής». Το δόγμα του, που το μοιραζόταν με τον Λένιν, ήταν απλό: μια μικρή επαναστατική ελίτ επαγγελματιών διανοούμενων ριζοσπαστών θα καταλάμβανε την εξουσία, κι έπειτα η μάζα θα ακολουθούσε.
«Ο εθνικοσοσιαλιστής Μουσολίνι ουδέποτε κινήθηκε απ’ τα αριστερά στα δεξιά» γράφει ο Γκόλντμπεργκ «η μόνη του μετακίνηση ήταν απ’ το σοσιαλισμό στο λαϊκισμό. Στις ΗΠΑ οι λαϊκιστές -οι οποίοι στα τέλη του 19ου κι αρχές 20ου αιώνα ήταν πάντα αριστεροί- πίεζαν για αλλαγές. Μέσα στα κύρια αιτήματά τους ήταν περισσότερη άμεση εκλογή αντιπροσώπων, εθνικοποίηση βιομηχανιών και τραπεζών. Η άμεση δημοκρατία και η εθνικοποίηση των βιομηχανιών ήταν δύο απ’ τα πιο κλασικά αιτήματα στη φασιστική ατζέντα».

Για τον συγγραφέα του «Φιλελεύθερου Φασισμού», ο Ζαν Ζακ Ρουσό ήταν ο πατέρας του μοντέρνου φασισμού και η Γαλλική επανάσταση ήταν η πρώτη φασιστική επανάσταση, η οποία ενέπνευσε την Ιταλική, τη Γερμανική, και την Ρωσική επανάσταση. Οι πρωτεργάτες της θεωρούσαν την κατάληψη της εξουσίας με τη βία αναπόφευκτη, αφού πλέον η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν διεφθαρμένη και «αφύσικη». Η αποενοχοποίηση και η γενίκευση της βίας ως πολιτικού όπλου, ένα μείζον θέμα του φασισμού, εγκαινιάστηκε με τη Γαλλική επανάσταση. Ταυτόχρονα, η καλλιέργεια ενός κλίματος μόνιμης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης μέσα στην κοινωνία και η διαρκής αίσθηση κρίσεων, επιστρατεύθηκαν ως εργαλεία ελέγχου και υποταγής της μάζας, με τον τρόπο που υποτασσόταν στο Θεό. Με τη Γαλλική Επανάσταση, θρησκεία και Θεός είναι το Κράτος. Δεν είναι τυχαίο που οι γερμανοί φασίστες έλεγαν ότι «ο φασισμός είναι θρησκεία». Οι Γάλλοι επαναστάτες εκθρόνισαν τον Χριστιανισμό και έδωσαν τη θέση του στον παγανισμό και τη λατρεία του Κράτους-Θεού. Μαζί βέβαια καθαγίασαν και τον εθνικισμό, μια απ’ τις πλέον βασικές πτυχές δηλαδή του φασισμού.
Ο Χίτλερ, στο βιβλίο του «Αγών μου», δεν αναφέρει καν τις λέξεις «φασίστες», «φασισμός».Αναγνωρίζει ότι ο φασισμός επινοήθηκε απ’ τον Μουσολίνι, αλλά ισχυρίζεται πως την ιδέα του Ναζισμού δεν την πήρε απ’ αυτόν. Ο Χίτλερ, σύμφωνα με τον Γκόλντμπεργκ, ήταν ένας καθαρός οπορτουρνιστής, ένας πραγματιστής με αθεράπευτη μεγαλομανία. Η ιδεολογία του δε μπορεί να συνοψιστεί σε κάποιο ιδιαίτερο πρόγραμμα ή πλατφόρμα, καθώς ο Χίτλερ δεν υποστήριξε ποτέ κάποιο συμπαγές σύστημα ιδεών. «Η επιτυχία του οφείλεται στην χρήση τεχνικών, τεχνολογιών και εικόνων του 20ου αιώνα (μάρκετινγκ, διαφήμιση, ράδιο, αεροπλάνα, τηλεόραση, κινηματογράφος). Δεν ήταν οι ιδέες του που τον καθιέρωσαν, αλλά η ρητορική του δεινότητα» γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας. «Χωρίς τα μεγάφωνα» έλεγε, «δε θα είχαμε κατακτήσει τη Γερμανία». Ο Χίτλερ σε καμία περίπτωση δεν επινόησε τον εθνικοσοσιαλισμό, αλλά ήταν σίγουρα ο ιδανικός πωλητής του.
«Οι Ναζί δεν κατέστρεψαν τη Γερμανική αριστερά, αλλά την κατάκτησαν, αφού πρώτα κατέλαβαν την εξουσία εκμεταλλευόμενοι την αντικαπιταλιστική της ρητορεία». Ο Γκόλντμεργκ πιστεύει ότι η παράταξη της αλλαγής είναι η αριστερή, ενώ η δεξιά προκρίνει το status quo. Μ’ αυτή την έννοια, ο Χίτλερ δεν ήταν με καμία δύναμη ένας άνθρωπος της δεξιάς. Ο άνθρωπος αυτός μισούσε τη μπουρζουαζία, τους αριστοκράτες, τους μονάρχες. Έβλεπε τη μπουρζουαζία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που την έβλεπε ο Λένιν, και συνεπώς δεν ήταν καθόλου συντηρητικός. Ταυτόχρονα ετρεφε μίσος για τους κομμουνιστές, κάτι που ο Γκόλντμεργκ εξηγεί ως «μίσος για αυτόν που σου μοιάζει αφόρητα». Ο «κοινωνικός χώρος» που αγωνίζονταν να καταλάβουν οι Ναζί ήταν στα αριστερά. Απευθύνονταν στην ίδια κοινωνική βάση με τους Κομμουνιστές, χρησιμοποιούσαν την ίδια γλώσσα, σκέφτονταν με τις ίδιες κατηγορίες. Τόσο οι μεν όσο και οι δε, χρησιμοποιούσαν το κόκκινο χρώμα για να αυτοπροσδιοριστούν. Με άλλα λόγια επρόκειτο για «δύο σκύλους που μάλωναν για το ίδιο κόκαλο». Στην ουσία, τόσο οι κομμουνιστές με την τάξη, τόσο οι Ναζιστές με την φυλή, όσο και οι ιταλοί φασίστες με το έθνος, απευθύνονταν στους ίδιους τύπους ανθρώπων. Όσο για τον αντισημιτισμό που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει μόνο τους Ναζί, δεν έχουμε παρά να δούμε ότι και ο Στάλιν ήταν αντισημίτης, και η Σοβιετική Ένωση συνολικά, αλλά και ο ίδιος ο Μαρξ που μισούσε τους Εβραίους. Όμως, «απ’ την πρώτη στιγμή ο φασισμός έπρεπε να είναι δεξιός, ώστε να μπορούν οι κομμουνιστές μ’ αυτό τον τρόπο να στιγματίζουν και να τιμωρούν τους αποστάτες τους», σημειώνει ο συγγραφέας.

«Ό,τι γνωρίζετε για τον φασισμό είναι λάθος», μάς λέει ο Γκόλντμπεργκ. Η πρώτη εγκαθίδρυση ολοκληρωτικού καθεστώτος στο δυτικό κόσμο ήταν στις ΗΠΑ, παρ’ όλο που σ’ αυτή τη χώρα κυριάρχησε επί μακρόν η αντίληψη ότι ο φασισμός είναι κάτι αδιανόητο, κάτι το οποίο απλά «δε μπορεί να συμβεί εδώ». Όμως ο Γούντροου Ουίλσον ήταν ο πρώτος φασίστας δικτάτορας στη σύγχρονη Δυτική ιστορία. Περισσότεροι αντιρρησίες του καθεστώτος συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν σ’ ελάχιστα χρόνια υπό τον Ουίλσον, παρά απ’ τον Μουσολίνι σε ολόκληρη τη δεκαετία του ’20. Σε σχέση με τους Ιταλούς Φασίστες, ο Πρόεδρος Ουίλσον και περισσότερη βία άσκησε στους πολίτες, και το πιο αποτελεσματικό υπουργείο προπαγάνδας είχε. Μιλάμε βέβαια για μια εποχή που ο φασισμός είναι σχεδόν ένα παγκόσμιο κίνημα. Στη Γερμανία οι φασίστες ονομάζονταν εθνικοσοσιαλιστές, ενώ στην Αμερική Προοδευτικοί4. Παρά τα όσα λέει η αριστερά, οι πραγματικοί κοινωνικοί Δαρβινιστές της εποχής ήταν οι Προοδευτικοί. Πίστευαν στην ευγονική, ήταν ιμπεριαλιστές, εχθρεύονταν την ατομικότητα, χρησιμοποιούσαν τη θρησκεία σαν πολιτικό όπλο, ενώ η πολιτική ήταν η πραγματική τους θρησκεία. Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί φασίστες εμπνέονταν απ’ τους ίδιους διανοούμενους ήρωες κι απ’ τους ίδιους φιλόσοφους που ενέπνεαν τους Προοδευτικούς. Ο Προοδευτισμός ήταν ένα κίνημα της μεσαίας τάξης κατά του καπιταλισμού. Ένας Τρίτος δρόμος ανάμεσα στο laissez-faire και στον μαρξιστικό σοσιαλισμό. «Το κοινό καλό πάνω απ’ το ιδιωτικό καλό», ήταν το σλόγκαν των Ναζί που ασπάστηκαν με θέρμη οι Προοδευτικοί. Αυτός είναι ο περίφημος Τρίτος Δρόμος, στον οποίο το άτομο παντρεύει τα συμφέροντά του με το κράτος.
«Στην Αμερική», διατείνεται ο Γκόλντμπεργκ, «αποφεύγουμε να μιλάμε για την τρέλα που έζησε η χώρα υπό τον Ουίλσον, όπως οι οικογένειες υποκρίνονται ότι ο μπαμπάς ποτέ δεν έπινε τόσο πολύ κι ότι η μαμά ποτέ δεν έπαθε νευρικό κλονισμό. Ήταν ένα κακό όνειρο που πέρασε στη συλλογική αμνησία». Ο Ουίλσον πίστευε ότι είναι το δεξί χέρι του Θεού, και διακατεχόταν από υπέρμετρη λατρεία για το κράτος. Στην ουσία εγκαθίδρυσε ένα φασιστικό αστυνομικό κράτος και μια οικονομική δικτατορία, ενώ έκανε και την πρώτη σοβαρή απόπειρα συστημικής προπαγάνδας στη Δυτική ιστορία, ιδρύοντας μάλιστα και σχετικό υπουργείο. Χρησιμοποίησε τον φόβο ως πολιτικό εργαλείο, ενώ εντυπωσιακή ήταν και η χρήση ενός είδους προφορικού μάρκετιγκ που εμπνεύστηκαν οι επικεφαλής του.
«Προσέλαβε 100.000 «ανθρώπους των 4 λεπτών», που είχαν εκπαιδευτεί απ’ το CPI (Comitee of Public Information) προκειμένου να δίνουν 4λεπτους λόγους σε δημόσιους χώρους, μαγαζιά, εστιατόρια, διαδίδοντας ότι το ωραίο μέλλον της δημοκρατίας ήταν πρό των πυλών. Το 1917 και το 1918, δόθηκαν 7.559.190 ομιλίες σε 52 κοινότητες».
Ο Ουίλσον έπνιξε κάθε μορφή διαμαρτυρίας, απαγόρευσε την κυκλοφορία 75 περιοδικών, επέβαλε αυστηρότατη λογοκρισία, κατάργησε πολιτικές ελευθερίες, αποθέωσε το ρόλο των μυστικών υπηρεσιών. «Μπροστά σ’ αυτά που έγιναν επί Ουίλσον, ο Μακαρθισμός είναι πταίσμα», λέει ο συγγραφέας. Η άσκηση ακόμα και της πιο ανώδυνης κριτικής μπορούσε να σε οδηγήσει στη φυλακή. Το Σεπτέμβριο του 1918 συνελήφθησαν 50.000 άνθρωποι, τα 2/3 των οποίων αποδείχθηκαν εντελώς αθώα για τις κατηγορίες που τους είχαν αποδοθεί. Η λέξη τρομοκρατία είναι μικρή για να περιγράψει το καθεστώς του Ουίλσον. Επί προεδρίας του συνελήφθησαν συνολικά 175.000 άνθρωποι, γιατί δεν εξέφρασαν σωστά τον πατριωτισμό τους. Πολλοί απ’ αυτούς φυλακίστηκαν και τιμωρήθηκαν παραδειγματικά.
«Να λοιπόν που έγινε εδώ», γράφει ο Γκόλντμπεργκ «και μπορεί κάλιστα να ξαναγίνει. Για να δείτε όμως την απειλή πρέπει να κοιτάξετε στον αριστερό σας ώμο κι όχι στο δεξιό».

Ο Γκόλντμπεργκ επιμένει ότι η αμερικανική αριστερά ήταν εκείνη που ενέδιδε πάντα στον πειρασμό του ολοκληρωτισμού. Ο Ρούσβελτ με το New Deal φέρνει το δεύτερο κύμα φασισμού στην Αμερική. «Κάναμε στη χώρα μερικά πράγματα που έγιναν στη Ρωσία, αλλά και στη Χιτλερική Γερμανία, αλλά με έναν πιο τακτικό τρόπο» είχε πει σε ανύποπτο χρόνο. Σύμφωνα με το συγγραφέα, πολλοί διανοούμενοι της εποχής υποστήριζαν ότι μετά τη Μεγάλη Κρίση υπήρχε διάχυτη στην ατμόσφαιρα η ανάγκη για ένα δικτάτορα. Ο Ρούσβελτ βέβαια δεν ήταν δικτάτορας αλλά πολλές απ’ τις ιδέες και τις πολιτικές του θέσεις ήταν. Θεωρούσε για παράδειγμα κι αυτός ότι έπρεπε να ακολουθηθεί ο Τρίτος Δρόμος, ο ουτοπικός και αυταρχικός δρόμος που θα περιελάμβανε τόσο τον καπιταλισμό όσο και το σοσιαλισμό, στον οποίο όλες οι αντιθέσεις θα αναιρούνταν. Η διακυβέρνηση Ρούσβελτ αποτέλεσε έναν ακόμα θρίαμβο του πολιτικού πραγματισμού, σύμφωνα με τον οποίο «κανένας δογματικός φραγμός δεν πρέπει να μπαίνει μπροστά στους σκοπούς της κρατικής εξουσίας».
Ο Γκόλντμπεργκ δε βρίσκει καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο Χίτλερ κι ο Ρούσβελτ ήρθαν στην εξουσία την ίδια χρονιά, το 1933. Αμφότεροι χρησιμοποίησαν πρόμοια μέσα επιβολής όπως το ραδιόφωνο, τα σύμβολα και τις παρελάσεις, ήταν στον ίδιο βαθμό λαϊκιστές, ενώ εστίασαν εξίσου τις πολιτικές τους στον «ξεχασμένο ανθρωπάκο». Ο ίδιος ο Χίτλερ φέρεται να έστειλε γράμμα στο Ρούσβελτ συγχαίροντάς τον για την ανάληψη της εξουσίας. Ο Μουσολίνι έλεγε ότι το New Deal ήταν ένα φασιστικό φαινόμενο, κι όταν διάδασε το βιβλίο του Ρούσβελτ «Looking Forward», είπε ότι ο συγγραφέας του «είναι ένας από εμάς». Επιπλέον, σε συνέντευξή του είχε δηλώσει πως «η Αμερική έχει το δικτάτορά της».
Ένα κοινό σημείο όλων των φασισμών είναι η μυθοποίηση του πολέμου, ως μέσου επαναφιαμόρφωσης της κοινωνίας. Ο μιλιταρισμός, στην αρχή του 20ου αιώνα ήταν συνώνυμος του προοδευτισμού. Ο Ρούσβελτ εισήγαγε πολεμικές αξίες στην κοινωνία, στρατιωτικοποιώντας την καθημερινή ζωή. Υπολογίζεται ότι στην εποχή του, 2,5 εκατομμύρια νέοι εκπαιδεύτηκαν σε παραστρατιωτικές οργανώσεις. Για τους φασίστες, οι νέοι πρέπει να αποσπώνται γρήγορα απ’ την παραγωγή ώστε να μειώνονται οι ταξικές διαφορές και να αυξάνεται η αλληλεγγύη για τον κοινό στόχο. «Μέχρι σήμερα ήταν ταμπού να συνδέει κάποιος το New Deal με το φασισμό», γράφει ο Γκόλντμπεργκ, «λόγω του Ολοκαυτώματος». Ως τώρα μόνο ο Ρόναλντ Ρέηγκαν είχε δηλώσει ανοιχτά ότι το New Deal ήταν φασιστικό. «Ο Ρούσβελτ μαγνητοφωνούσε μυστικά τις συνομιλίες του, τιμωρούσε τους εχθρούς του, ψεύδονταν συστηματικά προκειμένου να ρίξει τις ΗΠΑ στον πόλεμο» επισημαίνει ο Γκόλντμπεργκ. Αλλά βέβαια, οι αμαρτίες του ήταν λιγότερες από εκείνες του Μουσολίνι…
Επί της προεδρίας του Ρούσβελτ ο όρος Φιλελευθερισμός αντικαθιστά τον Προοδευτισμό. Εδώ συναντάται και πάλι η αποθέωση της δράσης, ενώ όλα τα μοτίβα της φασιστικής ιδεολογίας επανέρχονται δυναμικά. Για τον Γκόλντμπεργκ, ο Ρούσβελτ είναι ένας ακόμα θιασώτης του κοινωνικού πειραματισμού5, που καλλιεργεί μια μόνιμη αίσθηση κρίσης στην κοινωνία, κατασκευάζοντας μια ευχάριστη μορφή φασισμού, ένα είδος δηλαδή «κοστουμαρισμένου» φασισμού. Ο λόγος όμως που στην Αμερική δεν ευδοκιμεί ο «πλέον δυσάρεστος» φασισμός αποδίδεται απ’ το συγγραφέα στον αμερικανικό χαρακτήρα, «στην αμερικανική εξαίρεση» ή αλλιώς, στη νομική και συνταγματική κουλτούρα της χώρας. Το ποιός είναι αυτός ο χαρακτήρας βέβαια, αλλά και ποιά είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του που αποτρέπουν έναν «άγριο» φασισμό, είναι κάτι που δε μαθαίνουμε ποτέ.

Σύμφωνα με τον Γκόλντμπεργκ, το τρίτο κύμα φασισμού στις ΗΠΑ είναι εξίσου ήπιο και συγκαλυμένο. Πρόκειται για τη δεκαετία του ’60, η οποία συστηματικά υμνείται απ’ τα Μέσα και τους πολιτικούς ως μια περίοδος «ενότητας» κι «ελπίδας». Όμως ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Στην πραγματικότητα το ’60 ήταν μια εποχή τρομοκρατίας, δολοφονιών κι εχθροπραξιών. Η Νέα Αριστερά χτίζει μεθοδικά το μύθο της βαφτίζοντας φασίστες όσους δε συμφωνούν μαζί της. Τα φασιστικά μοτίβα γίνονται και πάλι δημοφιλή στα κινήματα των νέων: η άμεση δράση, η νεότητα, η βία, γίνονται όπλα της προπαγάνδας. Η αντιπαράθεση στο δρόμο, μια κοινή αξία όλων των φασιστών, επανέρχεται και πάλι με σφοδρότητα. «Πρώτα δράση και μετά σκέψη», διακονούσαν οι ριζοσπάστες σύμφωνα με τον Γκόλντμπεργκ. Τα σύμβολα κατακλύζουν και πάλι το δημόσιο χώρο. Το 1968 στην Ολυμπιάδα του Μέξικο Σίτι, οι μαύροι αθλητές υψώνουν τις γροθιές τους ως διαμαρτυρία, αλλά κανείς δεν παρατηρεί πόσο μοιάζουν με ναζιστικό χαιρετισμό. «Η γροθιά σημείωνε ένας ιταλός φασίστας είναι η σύνθεση της θεωρίας μας». Ταυτόχρονα εξυμνούνται όλα τα εθνικοαπαλευθερωτικά κινήματα του πλανήτη. «Μάο, Κάστρο, Μαύροι Πάνθηρες ήταν όλα εθνοκεντρικά κινήματα, που θα ζήλευαν αμφότεροι οι Χίτλερ και Μουσολίνι. (…) Ο Τσε γίνεται σύμβολο των απανταχού επαναστατών. Ένας δολοφόνος που σκότωσε περισσότερους αντιρρησίες και δημοκράτες απ’ ότι ο Μουσολίνι, γίνεται σημαία σε εφηβικά δωμάτια και μπλουζάκια. Θα αφήνατε το παιδάκι σας να φοράει μπλούζα με το Μουσολίνι;» ρωτά ο Γκόλντμπεργκ. «Αν αφαιρέσει κάποιος απ’ τα στόματα των επαναστατών τα ονόματα του Μαρξ και του Λένιν τί μένει;» επιμένει ο συγγραφέας, «Τί άλλο; Ο Μουσολίνι». Και τώρα, η αριστερά του ’60 μπορεί να αποκυρήσσει το μιλιταρισμό και τον πατριωτισμό, για να βρει το νέο πατριωτισμό της στον αντι-αμερικανισμό…
Ο Τζον Φ. Κένεντι, ήταν περισσότερο εθνικιστής απ’ ότι ήταν φιλελεύθερος, αλλά ήταν κι αυτός φασίστας, κατά τον Γκόλντμπεργκ. Η εμμονή με τα νειάτα, τη δράση, τη λάμψη του κράτους και της στρατιωτικής θητείας, έκαναν τον JFK ένα είδος υπερήρωα. Όμως η Wall Street journal και το Βιομηχανικό Επιμελητήριο τον είχαν αποκαλέσει δημόσια δικτάτορα. Μήπως είναι πολύ εύκολη η χρήση της λέξης στις ΗΠΑ; Ο Γκόλντμεργκ δεν απαντά. Η διακυβέρνηση Κένεντι υποστηρίζει, είχε όλα τα εχέγγυα ενός φασιστικού καθεστώτος: «κατασκευή κρίσεων, εθνικιστικές εκκλήσεις ενότητας, στρατιωτικές αξίες, ξεθώριασμα διαφορών μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών τομέων, χρήση των ΜΜΕ για την εξύμνηση του κράτους και των προγραμμάτων του, επίκληση της αυθεντίας των διανοούμενων και των ειδικών υπερανθρώπων, και τέλος προσωπολατρεία για τον αρχηγό». Η αποστολή στη Σελήνη, τί άλλο από ένα ηθικό ανάλογο του πολέμου ήταν, που θα ένωνε τους πολίτες κάτω από ένα κοινό ιδανικό;
Με τη δολοφονία του Κένεντι και επί προεδρίας Λύντον Τζόνσον, ο Κένεντι μεταμορφώνεται σ’ ένα είδος μάρτυρα της θρησκείας του κράτους. Ο Τζόνσον με την ιδέα του περί Μεγάλης Κοινωνίας (Great Society) χρησιμοποιεί ως κρίση την πνευματική αγωνία και την αλλοτρίωση των ατόμων στο έπακρο, επινοώντας την «πολιτική του νοήματος». Τώρα το κράτος εντέλλεται την απόδοση νοήματος στις άδειες ζωές των ανθρώπων. «Είναι υποχρεωτικό να είστε όλοι υγιείς» έλεγε μια μπροσούρα των Ναζί.
Ο Γκόλντμπεργκ επιχειρεί να διαλύσει μερικούς ακόμα μύθους που συνδέονται με την αριστερά και τη δεξιά στην Αμερική. Κατ’ αρχήν την επιστήμη της ευγονικής οι Γερμανοί την έμαθαν απ’ τους Αμερικανούς. Κι ήταν πάντα οι φιλελεύθεροι εκείνοι που την υποστήριξαν, ενώ οι συντηρητικοί ποτέ. Οι προοδευτικοί, που μετά το ’60 ονομάστηκαν φιλελεύθεροι υποστήριξαν εντελώς αμφιλεγόμενα προγράμματα, όπως το «The Tugsgee experiment», στο οποίο μολύνθηκαν μαύροι πολίτες με σύφιλη χωρίς να το γνωρίζουν.
Η σύνδεση της δεξιάς με τις πολυεθνικές είναι ένας πολύ δημοφιλής μύθος, αλλά στην πραγματικότητα, «όσο πιο δεξιά μια επιχείρηση τόσο λιγότερο φασιστική είναι». Οι επιχειρηματίες κατά βάση είναι οπορτουνιστές. Στο «Αγών μου» ο Χίτλερ επιτίθεται στους επιχειρηματίες. Μάλιστα κάποιοι Ναζί έφτασαν στο σημείο να απειλήσουν κάποιους εργοδότες, ότι «αν δεν αυξήσουν τους μισθούς θα τους στείλουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης». Οι Ναζί, κακώς λέγεται ότι είχαν στενές σχέσεις με το μεγάλο κεφάλαιο. Οι καμπάνιες τους χρηματοδοτήθηκαν αποκλειστικά από μικρές προσφορές ιδιωτών. Οι φιλελεύθεροι είναι εκείνοι που θέλουν τη συνεργασία επιχειρήσεων και κυβερνήσεων. Ο παρεμβατισμός οφελεί τις μεγάλες επιχειρήσεις. Ο κορπορατισμός ήταν ένα οικονομικό μοντέλο που υποστηρίχθηκε τόσο απ’ τους Ναζί όσο και απ’ το New deal. «Σήμερα ζούμε υπό θεμελιωδώς φασιστικά οικονομικά συστήματα που ιδρύθηκαν επί Ουίλσον και Ρούσβελτ», γράφει ο Γκόλντμπεργκ. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι όσο οι κυβερνήσεις θα ρυθμίζουν τις επιχειρήσεις, τόσο οι επιχειρήσεις θα προσπαθούν να ρυθμίσουν τις κυβερνήσεις. Αν οι πολυεθνικές είναι μόνο δεξιές τότε γιατί χρηματοδοτούν τα φιλελεύθερα κόμματα;
Στη σύγχρονη εποχή ο Φιλελεύθερος Φασισμός του Γκόλντμπεργκ ταυτίζεται με πρόσωπα όπως ο Αλ Γκορ και η εκστρατεία του για το περιβάλλον.

«Σύμφωνα με τον «ορθόδοξο» φασισμό πρέπει να καλλιεργείται διαρκώς μια ατμόσφαιρα κρίσης ώστε να προσπερνώνται οι συμβατικοί κανόνες. Σήμερα, κι ενόσω το Χόλιγουντ μαζί με τον Τύπο, διογκώνουν την απειλή της υπερθέρμανσης του πλανήτη, οι μεγάλες επιχειρήσεις εργάζονται αγαστά με την κυβέρνηση συνάπτοντας συμμαχίες και συνεργασίες, λες και η μάχη ενάντια στην υπερθέρμανση είναι το ηθικό ανάλογο του πολέμου. Βέβαια, ο Αλ Γκορ –ο οποίος κάνει πολλές απ’ αυτές τις συνεργασίες δημοσίου και ιδιωτικού τομέα- ισχυρίζεται ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι ισοδύναμη του Ολοκαυτώματος και οποιοσδήποτε το αρνείται είναι ισοδύναμος ενός αρνητή του Ολοκαυτώματος. Την ίδια στιγμή, η μια πετρελαϊκή εταιρεία μετά την άλλη, αυτοδιαφημίζεται ως ένας ζωτικός σύμμαχος ενάντια στην υπερθέρμανση. Η British Petroleum δημοσιεύει προπαγανδιστικές διαφημίσεις που διαβεβαιώνουν τον αναγνώστη πως έχει ταχθεί υπέρ της περιβαλλοντικής εκστρατείας κι ότι κινείται σε μια κατεύθυνση «μετά το πετρέλαιο». Όταν ο ελευθεριακός ακτιβιστής Julian Simon επισκέφθηκε μια περελαιοπαραγωγική μονάδα στην Αλάσκα, εκνευρίστηκε τόσο πολύ με τους μάνατζερ που του μιλούσαν περί «περιβαλλοντικών κερδών» της δουλειάς τους και τελικά τους ρώτησε «Τί παράγετε εδώ; Πετρέλαιο ή περιβαλλοντικά κέρδη;»
Όμως η Χίλαρυ Κλίντον έρχεται στο τέλος του βιβλίου ως η αντιπροσωπευτικότερη μορφή φασισμού στις ΗΠΑ σήμερα. Είναι η μητρική φιγούρα του φασισμού ή αλλιώς «η πρώτη κυρία του φιλελεύθερου φασισμού». Ο Γκόλντμπεργκ την κατηγορεί ανοιχτά ότι χρησιμοποιεί τα παιδιά ως προπαγανδιστικό εργαλείο, κι ότι η πολιτική του νοήματος που εκείνη υποστηρίζει, είναι ολοκληρωτική. Η κρίση νοήματος είναι το δικό της ηθικό ανάλογο του πολέμου και τα προγράμματά της προμηνύουν μια ομορφότερη μορφή τυραννίας.
«Η επόμενη φασιστική δικτατορία δε θα έρθει με άρματα μάχης, αλλά με δικηγόρους και κοινωνικούς λειτουργούς που θε λένε «καλημέρα, είμαι απ’ την κυβέρνηση και ήρθα για να βοηθήσω».

Στο τέλος ο Γκόλντμπεργκ αποφαίνεται πως τώρα πια είμαστε όλοι φασίστες. Η Κλίντον επικαλείται τα παιδιά, ο Γκορ το περιβάλλον. Υπάρχει κανείς που να μη νοιάζεται για τα παιδιά και το περιβάλλον; Η κουλτούρα, η νέα πολιτική θρησκεία, όλα είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, φασιστικά. Τώρα αντί για Εβραίους, οι φιλελεύθεροι φασίστες, στοχεύουν τους λευκούς άνδρες. Το Χόλιγουντ επίσης επιδεικνύει μια άμετρη έλξη και θαυμασμό προς το φασισμό. Δείτε ταινίες όπως το American Beauty, το Fight Club, το V for Vendetta και το Dead Poets Society, και αναλύστε τη βία, τους χαρακτήρες και τις υποθέσεις τους. Οι περισσότεροι ήρωες είναι καθαροί φασίστες. Φαίνεται ότι σήμερα ο φασισμός πουλάει! Τώρα, ο φασισμός είναι παντού, είναι πράσινος όταν πρόκειται για το περιβάλλον, είναι ροζ όταν πρόκειται για το σεξ. Κάποιες μοντέρνες εμμονές, όπως η μαζική υστερία με την ολιστική ζωή, την υγιεινή διατροφή ή την κατανάλωση οργανικών προϊόντων θυμίζουν εντονότατα τους Ναζί. Ο Χίτλερ ήταν χορτοφάγος, ο Χίμλερ ήθελε να μετατρέψει όλη τη διατροφή των γερμανών σε οργανική, ενώ οι Ναζί έδειχαν ιδιαίτερη ευαισθησία στα δικαιώματα των ζώων.
Κριτική
Ο Γκόλντμπεργκ δεν κρύβει ότι είναι ένας συντηρητικός συγγραφέας που υποστηρίζει ανοιχτά το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων. Θεωρεί ότι οι συντηρητικοί έχουν την καλύτερη πρόταση διακυβέρνησης καθώς είναι εκείνοι οι αυθεντικοί, οι κλασικοί φιλελεύθεροι, που επιθυμούν τη μικρότερη δυνατή εμπλοκή του κράτους στις ζωές των πολιτών. Καθώς παραδέχεται ότι και οι συντηρητικοί έχουν ασπαστεί φασιστικά μέτρα και ιδεολογικές θέσεις, το όλο θέμα της αμερικανικής πολιτικής, σύμφωνα μα την ανάλυση του Γκόλντμεργκ, φαίνεται να εξαντλείται στο πόσο λιγότερο φασίστας μπορεί να είναι ο επόμενος πρόεδρος και το κόμμα του. Μ’ αυτή την έννοια ο υποψιασμένος αναγνώστης δε μπορεί να πεισθεί ότι οι συντηρητικοί είναι πιο κατάλληλοι να κυβερνήσουν, μιας κι ο συγγραφέας αποφεύγει να εξετάσει, έστω και επιδερμικά, τις θέσεις τους. Αντ’ αυτού ο Γκόλντμπεργκ επιτίθεται στην «αποτυχημένη απόπειρα εγκαθίδρυσης ενός νέου συστήματος υγείας» της Χίλαρυ Κλίντον, χωρίς να προσφέρει πειστικά επιχειρήματα της αποτυχίας της αυτής.
Η απόλυτη και συχνά παιδαριώδης ματιά του Γκόλντμπεργκ6 ισοπεδώνει έναν χώρο που έκανε μεγάλες κοινωνικές κατακτήσεις τον αιώνα που πέρασε. Χαρακτηρίζοντας φασίστες σχεδόν τους πάντες, και θεωρώντας φασιστικό καθετί που συνδέεται με την ύπαρξη κράτους ακυρώνει την ίδια την πρόθεσή του. Ιστορικά ο φασισμός όντως συνδέεται με τη ύπαρξη ενός παντοδύναμου κράτους, αυτό δε σημαίνει ωστόσο ότι κάθε επίκληση του κράτους είναι και φασισμός. Με απόλυτους όρους ίσως έχει δίκιο, αλλά έτσι ο ίδιος θα έπρεπε να αποκαλεί τον εαυτό του αναρχικό κι όχι συντηρητικό, ούτε θα μπορούσε να γράφει ότι «λίγος φασισμός δε βλάπτει».
Εντύπωση επίσης προκαλεί το γεγονός ότι η τα πυρά του συγγραφέα στρέφονται αποκλειστικά εναντίον της Κλίντον, ενώ ο έτερος υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών, Μπάρακ Ομπάμα, αναφέρεται μόνο δύο φορές. Δεδομένου ότι η κριτική του Γκόλντμπεργκ περιλαμβάνει ολόκληρο το φάσμα των Δημοκρατικών, η εμμονή του με την Κλίντον, δείχνει μάλλον ότι πίσω απ’ το εγχείρημά του υπάρχει πολιτική σκοπιμότητα. Ή μήπως ο συγγραφέας θεωρεί τον Ομπάμα λιγότερο φασίστα απ’ τη Χίλαρι Κλίντον;
Παραπομπές
1. Ο όρος επινοήθηκε απ’ το συγγραφέα βιβλίων επιστημονικής φαντασίας, H.G.Wells, σε ομιλία του στην Οξφόρδη το 1932.
2. Το στυλ του Μουσολίνι παρομοιάζεται απ’ τον Γκόλντμπεργκ μ’ εκείνο του Γιασέρ Αραφάτ, αν και όπως αναφέρει, «ο Αραφάτ ήταν μακράν πιο «δολοφονικός»».
3. Ομοίως, οι περισσότεροι αμερικανοί φιλελεύθεροι, διατείνεται ο συγγραφέας, είδαν την Οκτωβριανή Επανάσταση ως ένα προοδευτικό κίνημα. Εκτός απ’ τον φιλόσοφο Μπέρτραντ Ράσελ.
4. Ιδιώς η Γερμανία εκείνη την εποχή είχε επηρεάσει βαθύτατα την Αμερική. 20 απ’ τους 26 προέδρους της είχαν σπουδάσει εκεί. Η επιρροή του Οτο Φον Μπίσμαρκ με το «σοσιαλισμό του απ’ τα πάνω» και το κοινωνικό κράτος ήταν παραπάνω από αισθητή.
5. Στη βάση της ιδεολογίας του πειραματισμού ήταν ο Νίτσε με την επίκληση της αυθεντίας, ο Χέγκελ με τον ιστορικισμό του, ο Δαρβίνος με τη θεωρία της εξέλιξης, κι ο πραγματισμός του James.
6. Στο περιοδικό The Nation, ο Eric Alterman έγραψε ότι απ’ το εξώφυλλο και μόνο του καταλαβαίνει κάποιος τη σοβαρότητα του εν λόγω βιβλίου. http://www.thenation.com/doc/20080310/alterman
————————————————————————————–
*Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Hellenic Nexus (τεύχος 26, Ιουν.Ιουλ. 2008).
Αγαπητέ Μανώλη,
Διάβασα με ενδιαφέρον την αναδημοσιευμένη κριτική του βιβλίου. Με μεγαλύτερο ενδιαφέρον – εννοείται – περίμενα να διαβάσω και τις δικές σου απόψεις, έστω και τις αρχικές εντυπώσεις – χωρίς προηγούμενη μελέτη του θέματος εννοώ. Εις μάτην…
Δεν νομίζεις ότι η δύναμη των blogs μειώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, αν ο εκάστοτε blogger δεν παίρνει θέση; Είναι, περίπου, σαν να φτιάχνεις ένα πολύ ωραίο βήμα σε ένα πολύ ωραίο βάθρο απ’ όπου μπορεί να σε βλέπει και να σε ακούει κι ο τελευταίος ενδιαφερόμενος, να ανεβαίνεις σ’ αυτό κι όταν παύουν τα χειροκροτήματα να μην λες το παραμικρό…
Χαιρετώ εγκαρδίως.
Αγαπητέ Κορίνθιε,
Μάλλον δε θα είχες το κουράγιο να φτάσεις στο τέλος της ανάρτησης, στο ύψος του μεσότιτλου που αναφέρει τη λέξη «Κριτική».
Φιλικά,
μ.α.
Επίσης, δε θα έχεις μάλλον γενικά το κουράγιο να διαβάσεις την αρθρογραφία σ’ αυτό το μπλογκ ή κάποιο απ’ τα βιβλία μου. Εκτός κι αν όλα αυτά σου φαίνονται «παραμικρό», οπότε δε μπορώ να πω τίποτα περαιτέρω…
Τα περί ωραίου βάθρου κ.λπ. δεν τα παρεξηγώ. Συχνά στην Ελλάδα, κοιτάζουμε το δάχτυλο κι όχι αυτό που δείχνει.
Aγαπητέ Μανώλη,
Φαίνεται ότι «πήρες φωτιά». Πάντως εγώ, φυτίλι δεν κρατούσα όταν έγραψα το σχόλιο που έγραψα. Πιό συγκεκριμένα:
Βεβαίως και είχα το κουράγιο να φτάσω μέχρι το τέλος της ανάρτησης που γράφει «κριτική». Στην πραγματικότητα, είχα το κουράγιο να φτάσω και μέχρι το τέλος-τέλος της ανάρτησης, εκεί που γράφεις «το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Hellenic Nexus (τεύχος 26, Ιουν. Ιουλ. 2008). Αντιλαμβάνεσαι ότι μόνο μαντικές ικανότητες θα μου επέτρεπαν να ξέρω ότι το τελευταίο κομμάτι απηχεί τις σκέψεις σου. Και ελπίζω να αντιλαμβάνεσαι ότι με αδίκησες.
Τα σχόλιά μου επομένως και η κριτική μου αφορούσαν σε αυτήν την συγκεκριμένη δημοσίευση όπου, με δική σου ευθύνη, φαίνεται ότι δημοσιεύεις κάτι πολύ σημαντικό και ενδιαφέρον όσο και «ανατρεπτικό», χωρίς να παίρνεις θέση. Δεν αφορούσαν ούτε συνολικά το blog σου, ούτε φυσικά και τα βιβλία σου. Άστοχη και άδικη κι εδώ η υπολανθάνουσα ειρωνεία σου καθώς και η υπόρρητη απαξίωσή μου…
Δεν ξέρω, αλλά πολύ ενδιαφέρομαι να μάθω, τι από τα παραπάνω θα αναγνωρίσεις. Αυτό εξαρτάται από εσένα. Πάντως μη με αποκαλέσεις με το ψευδώνυμο επίθετό μου. Θα ήταν σαν να σε προσφωνώ εγώ «Αγαπητέ Ανδριωτάκη». Είμαι σίγουρος πως δεν θα σου άρεσε. Ιδίως όταν θα σκεφτόσουν ότι έχουμε μιλήσει και στο τηλέφωνο…
Χαιρετώ εγκαρδίως.
Λέτε: «μόνο μαντικές ικανότητες θα μου επέτρεπαν να ξέρω ότι το τελευταίο κομμάτι απηχεί τις σκέψεις σου»
Κι απαντώ: σε αυτό το μπλογκ όλα τα κείμενα υπογράφονται από εμένα γι’ αυτό και επάνω αναφέρεται «ένα ιστολόγιο του μανώλη κ.λπ». Επιπλέον, τα κείμενα που δεν υπογράφονται από εμένα, φέρουν το όνομα του συγγραφέα τους.
Και επιμένετε: «χωρίς να παίρνεις θέση».
Κι απαντώ για άλλη μια φορά: το τελευταίο κομμάτι με το μεσότιτλο «κριτική», είναι η θέση μου.
Αγαπητέ Μανώλη,
Δεν μπορώ να καταλάβω, όσο κι αν προσπαθώ, γιατί δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε!
Η απάντησή σου, ήλθε εκ των υστέρων! Και το γεγονός ότι το ιστολόγιο είναι δικό σου, διόλου δεν συνεπάγεται πως ό,τι, μα ό,τι παρουσιάζεται σ’ αυτό είναι δικό σου κείμενο! (Μήπως αυτό αναγράφεται κάπου ως γενική αρχή και μου έχει διαφύγει; Δεν νομίζω.). Ούτε πάλι το γεγονός ότι δεν αναφέρεις τον συγγραφέα είναι απόδειξη. Δεν θα μπορούσες εκ λάθους να το έχεις παραλείψει; Δεν κάνεις λάθη ποτέ;
Έπειτα: Δεν επιμένω! Κατάλαβα τι έχει γίνει και ποιά είναι η θέση σου. Επομένως οι κριτικές παρατηρήσεις μου αυτομάτως αποσύρονται. Μόνο που δεν ήταν φανερό εξ αρχής. Αυτό δεν θέλεις να μου το αναγνωρίσεις. Δεν πειράζει.
Εκείνο όμως που με πειράζει πραγμτικά είναι το ύφος της απάντησής σου. Θα έλεγα ότι είναι κατάλληλο γιά τις περιπτώσεις που έχεις να κάνεις με έχθρό! Ή, έστω, με αντίπαλο. Δεν είμαι ούτε το ένα, ούτε το άλλο…
Χαιρετώ εγκαρδίως. Και απορών…
Αφήσατε ένα σχόλιο κάτω από ένα κείμενο 4.000 λέξεων στο οποίο μου προσάπτετε ότι δε λέω το παραμικρό (την άποψή μου δηλαδή). Πώς θα θέλατε να αντιδράσω;
Ας ρωτούσατε ποιός έγραψε το κείμενο πριν βγάλετε το συμπέρασμά σας. Ή ας διαβάζατε το ιστολόγιο για να δείτε ότι ΠΑΝΤΑ τα κείμενα είναι δικά μου (ή όταν δεν είναι, αναφέρω το συγγραφέα τους).
Εν πάση περιπτώσει, ας μη χάνουμε άλλο το χρόνο μας.
αγαπητέ μανώλη
ευχαριστώ πολύ για την ενημέρωση πάνω σε ένα τόσο σημαντικό θέμα
αγγέλα
Diavasa me poli endiaferon to megalo auto arthro kai omologo oti mu arese poli. Grafete toso apla gia poliploka pragmata kai auto prosthetei perissotero endiaferon sto keimeno.
Σας ευχαριστώ