«Τα βιβλία δεν είναι νεκρά (απλά γίνονται ψηφιακά). Πέντε αιώνες μετά τον Γουτεμβέργιο, ο Τζεφ Μπέζος της Amazon στοιχηματίζει ότι το μέλλον της ανάγνωσης βρίσκεται μόνο ένα κλικ μακριά». Με αυτά το βερμπαλιστικό λόγο το περιοδικό Newsweek υποδέχτηκε πρόσφατα ένα νέο ψηφιακό γκάτζετ ανάγνωσης κειμένων ονόματι Kindle. Τον ενθουσιασμό του περιοδικού έδειξαν να συμμερίζονται χιλιάδες καταναλωτές, οι οποίοι έσπευσαν στις ΗΠΑ να εξαντλήσουν τα αποθέματα του νέου τεχνολογικού θαύματος και να γράψουν διθυράμβους στην ιστοσελίδα του ηλεκτρονικού βιβλιοπωλείου της Amazon.
Η αλήθεια είναι ότι το Kindle συνιστά μια εξέλιξη στην όχι και τόσο μακρά πορεία μετασχηματισμού ή αλλιώς ψηφιοποίησης του βιβλίου. Το Sony Reader, που παρουσιάστηκε μόλις το 2006, κέρδισε μεγάλη δημοσιότητα αλλά διέψευσε τις μεγάλες προσδοκίες κι έτσι το εμπορικό πεδίο άνοιξε και πάλι. Με το νέο γκάτζετ του ο ελληνοαμερικανός Μπέζος, επανατοποθετεί το ηλεκτρονικό βιβλίο στην επικαιρότητα προσθέτοντας ορισμένα στοιχεία που έλειπαν απ’ τις προηγούμενες απόπειρες.
Απ’ τις πρώτες κριτικές χρηστών φαίνεται ότι το Kindle είναι πιο εύχρηστο, λιγότερο κουραστικό στα μάτια, έχει ανθεκτικότερη μπαταρία και μπορεί να «φορτώσει» βιβλία χωρίς τη διαμεσολάβηση υπολογιστή, αφού είναι εξοπλισμένο με ασύρματη τεχνολογία (wi-fi) άμεσης επαφής με το βιβλιοπωλείο του κυρίου Μπέζος. Το νέο γκάτζετ διαφημίζεται ως η πιο φιλική στον αναγνώστη, ηλεκτρονική συσκευή ανάγνωσης που υπάρχει και μόνο το μέλλον θα δείξει αν είναι όντως έτσι. Παρ’ ολαυτά στη μνήμη του Kindle μπορεί κάποιος να αποθηκεύσει παραπάνω από 200 τίτλους βιβλίων, ενώ έχει ήδη πρόσβαση σε 90.000 ψηφιακά έργα που είναι προς πώληση σε εξαιρετικά ανταγωνιστικές τιμές (10$). Επιπλέον είναι δυνατό να διαβαστούν στην οθόνη του μεγάλες εφημερίδες, ιστολόγια και γενικά οποιοδήποτε ψηφιακό κείμενο.
Την ίδια στιγμή που συμβαίνουν όλα αυτά τα κοσμογονικά, κάποιοι θρηνούν για το τέλος του τυπωμένου βιβλίου. Η μυρωδιά του χαρτιού, η τσακισμένη σελίδα, τα χειρόγραφα σχόλια, η υλική σχέση με το αντικείμενο που ανασύρεται από ράφια βιβλιοθηκών, γίνεται μέρος μιας μυθολογίας, κι ενός νοσταλγικού αισθήματος για μια εποχή που περνά ανεπιστρεπτί. Οι εξελίξεις δεν είναι ξαφνικές αλλά προκαλούν έντονα συναισθήματα. Τί θα γίνουν τα βιβλιοπωλεία; Δε θα τυπώνεται πια η γνώση σε χαρτιά; Που θα απορροφηθεί ο κόσμος που εργάζεται στη βιβλιοπαραγωγή; Οι αγωνίες των ευαίσθητων, αλλά και των φοβικών, είναι εύλογες.
Ωστόσο, οι αλλαγές συμβαίνουν εδώ και τώρα. Είναι στο χέρι του καθενός από εμάς να αποτρέψει δυστοπικές εξελίξεις, και να επηρεάσει τα γεγονότα προς θετικές κατευθύνσεις. Η γνώση και οι ιδέες, όπως κι αν διακινούνται, παραμένουν αγαθά. Η αξία των βιβλίων δε μειώνεται όταν γίνονται ψηφιακά. Οι αλλαγές μπορεί να είναι δραματικές, αλλά για αυτό είμαστε όλοι υπεύθυνοι. Γιατί είναι εύκολο να κατηγορείς τα μεγαθήρια και τους ύποπτους σκοπούς τους, χωρίς να νιώθεις υποχρέωση να κάνεις κάτι. Το ζητούμενο, μιας κι είμαστε μπροστά σε μη αναστρέψιμες τεχνολογικές εξελίξεις, είναι η χρήση που θα επιφυλάξει καθένας μας στα νεόκοπα γκάτζετ αλλά και οι ίδιες οι προοπτικές τους: θα προωθήσουν τελικά την ανάγνωση ή τη θέαση εικόνων; Ούτε με το θρήνο αλλά ούτε και με την τρελή γιορτή δε θα βρούμε απαντήσεις για το ψηφιακό βιβλίο. Το άνοιγμα στην εμπειρία προϋποθέτει γνώση, διάκριση και αμφιβολία.
* Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε πέρυσι, στις 5 Ιανουαρίου 2008, στη στήλη μου Ανοιχτό Βιβλίο, στον Ελεύθερο Τύπο.