Υπάρχει εδώ μια διάθεση που κυριαρχεί και μάς καθιστά όλους συνυπεύθυνους. Όταν πληροφορούμαστε ένα ατύχημα, ένα δυστύχημα ή οποιδήποτε αναποδιά ενός προσώπου αναφωνούμε με μεγάλη ευκολία «καλά να πάθει ο σκύλος!». Αυτό το «καλά να πάθει» όμως δε βοηθά να κάνουμε ένα βήμα μπροστά, να προχωρήσουμε. Έχουμε γίνει δικαστές, οι καλύτεροι κατήγοροι των άλλων, αλλά πια δε βλέπουμε τους εαυτούς μας. Συμπεριφερόμαστε σαν να μην υπάρχει περίπτωση να συμβεί κάτι κακό σ’ εμάς. Και τότε πώς θα νιώθουμε όταν οι άλλοι μας λένε «καλά να πάθει;» Υπάρχει εδώ μια γενικευμένη διάθεση εκδικητικότητας και μνησικακίας απέναντι στον άλλον. Δε μπαίνουμε στον κόπο να αναλύσουμε τις συνθήκες, να καταλάβουμε, να συναισθανθούμε. Με τεράστια ευκολία αναφωνούμε «καλά να πάθει ο σκύλος» και συνεχίζουμε τη δουλειά μας. «Έτρεχε». «Έπαιζε με τη φωτιά». «Έτσι ήταν πάντα». «Τώρα μπορεί να βάλει μυαλό». «Τώρα μπορεί να βάλουν και οι άλλοι μυαλό». Έχουμε γίνει όλοι τρομοκράτες. Αυτό το «καλά να πάθει» μάς έχει εγκλωβίσει σ’ ένα καθεστώς φόβου. Αποδεχόμαστε την πρόκληση φόβου και τη βία ως λύση των προβλημάτων μας. Η λέξη αλληλεγγύη έχει κι αυτή κομματοποιηθεί. Σκοτώθηκε σε τροχαίο; Καλά να πάθει. Έχασε τη δουλειά του; Καλά να πάθει. Βιάστηκε; Καλά να πάθει, τα ήθελε ο κώλος της. Τον έδιωξαν απ’ την παρέα του; Καλά να πάθει. Ας πρόσεχε. Στη χειρότερη περίπτωση το θύμα ήταν παράπλευρη απώλεια. Αυτή είναι η θέση μας απέναντι στον άλλον. «Εγώ θα βγάλω το φίδι απ’ την τρύπα;» κ.λπ. Έχουμε γίνει χαιρέκακοι, και συχνά πανηγυρίζουμε με τα παθήματα των άλλων (χαρακτηριστικός ο ενθουσιασμός κάποιων με το χτύπημα στους δίδυμους πύργους). Αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα με όρους ανταγωνισμού. Όποιος δεν ανταποκρίνεται στο μοντέλο του άτρωτου που τα καταφέρνει αβοήθητος όλα, «καλά να πάθει». Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί σκοτωνόμαστε στους δρόμους καθημερινά. Στη συλλογική μας συνείδηση έχουμε αποφανθεί ότι φταίνε τα θύματα. Κανένας άλλος.
Καλημέρα. Δεν έχω διαβάσει πιο εύστοχο σχόλιο για την επικαιρότητα εδώ και καιρό. Αποτυπώνεις τόσο παραστατικά αυτή τη νοσηρή περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που ανατρίχιασα. Συνειδητοποίησα επίσης ότι έχω αρχίσει να «κολλάω» κι εγώ αυτό τον ιό της μνησικακίας παρόλο που σκόπιμα σαν άνθρωπος καλλιεργώ το μοίρασμα και τη θετική προσέγγιση των πραγμάτων. Το θέμα είναι να αντιληφθούμε γιατί συνέβη όλο αυτό? Ο φόβος διαχέεται τόσο γρήγορα που μας κάνει να κλεινόμαστε στο καβούκι μας? Τα μίντια παίζουν κι αυτά το ρόλο τους πολλαπλασιάζοντας το φόβο και υποδαυλίζοντας το νοσηρό? Δεν ξέρω ακόμα, θα το σκεφτώ. Αυτή τη νόσο πάντως δεν τη θέλω στον κόσμο μου. Σ΄ ευχαριστώ για το ποστ, θα σε παρακολουθώ.
Newagemama
http://newagemama.wordpress.com
Να ‘σαι καλά. Η αλήθεια είναι ότι τον ιο όπως λες τον έχουμε κολλήσει όλοι. Πρέπει να αντισταθούμε.
Αγαπητέ Μανώλη, το έχει αυτό ο Έλληνας, μίζερος, ζηλιάρης και μνησίκακος.
Θυμάμαι ένα ανέκδοτο που λένε οι Γάλλοι για μας, και που λέει όντως κάποιες αλήθειες. Επέτρεψέ μου καταχρώμενος τον χώρο να το γράψω εδώ.
«Κάποτε, πάνω στη γη, ζούσαν μόνο δύο άνθρωποι. Ένας Έλληνας κι ένας Γάλλος.
Ο Γάλλος ένα πρωί, προσευχήθηκε στον Θεό και του είπε:
_»Θεέ μου, παιδί σου δεν είμαι;»
_»Ναι» απο κρίθηκε ο Θεός.
_Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη
_Ζήτα μου, αποκρίθηκε πάλι ο Θεός.
_Θά ήθελα να μου έδινες δέκα προβατάκια..
_Να τα κάνεις τι;
_Να έχω παρέα, να τα κουρεύω, να τα βόσκω..
_Καλή η επιθυμία σου, ορίστε τα δέκα προβατάκια που ζήτησες.
Βλέπει το συμβάν ο Έλληνας, προσεύχεται κι αυτός.
_»Θεέ μου, παιδί σου δεν είμαι;»
_»Ναι» απο κρίθηκε ο Θεός.
_Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη, όπως ο Γάλλος
_Θέλεις κι εσυ δέκα προβατάκια;
_Όχι..
_Τι θέλεις;
_Να του ψοφίσουν
Έτσι είναι. Φθόνος και μνησικακία, τα χαρακτηριστικά κλειστών κοινωνιών (υπάρχει και το σχετικό πολύ ωραίο βιβλίο των Λίποβατς-Δεμερτζή).