Τα τελευταία χρόνια έχω επικεντρωθεί στη μελέτη κι έρευνα κάποιων πολύ συγκεκριμένων πεδίων. Συγκεκριμένα έχω εστιάσει στο Διαδίκτυο, τη Διαφήμιση, την Κατανάλωση κι εσχάτως στην Οδική Ασφάλεια.
Σε όλα αυτά τα αντικείμενα έχω αντιμετωπίσει μια σειρά από αντιδράσεις που έχουν ως κοινό παρανομαστή την καχυποψία, τη δυσπιστία και την αδιαφορία. Λογικό, καθώς ποτέ δεν ανήκα σε κάποια “παρέα”, ή κλίκα διανοούμενων. Ωστόσο, η κριτική, η έρευνα κα τα συμπεράσματά μου, θα μπορούσαν να αποτελέσουν έστω κάποια αφορμή για διαλόγους -κάτι που έγινε πάρα πολύ αποσπασματικά και περιθωριακά. Ο λόγος της ανάρτησης όμως δεν είναι να γκρινιάξω, άλλωστε πολλές φορές έχω φιλοξενηθεί σε κοινωνικούς χώρους και σε Μέσα για να μιλήσω. Το παράπονό μου δεν είναι προσωπικό.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι στη χώρα μας τα τοπικά, τα μερικά ζητήματα αντιμετωπίζονται με περιφρόνηση. Αν δεν μιλάς για την παγκόσμια επανάσταση ή τουλάχιστον για την Ελληνική επανάσταση, δε σου δίνει κανένας σημασία. Γενικά, αν δεν φωνάζεις, αν δεν προσβάλλεις, αν δεν λες χοντράδες είναι απίθανο να ακουστείς ως νέος διανοούμενος. Η εμπειρία μου είναι ξεκάθαρη. Ελάχιστοι, οι μάλλον μόνο οι περισσότερο ευαίσθητοι κι ανεξάρτητοι άνθρωποι θα δώσουν σημασία στη δουλειά σου, αν αυτή δεν περιέχει μεγαλοστομίες, αν δεν ασχολείται με το όλον (και μάλιστα με τη λογική του όλα ή τίποτα), αν δεν βάζει στο στόχαστρο κάτι πραγματικά μεγάλο.
Ουσιαστικά, έχει καλλιεργηθεί στο δημόσιο λόγο ένας μαξιμαλισμός που διαβρώνει κάθε δημόσια έκφραση κι είναι σχεδόν υποχρεωτικός. Είτε γράψεις βιβλίο, είτε γυρίσεις ταινία, είτε πεις κάτι δημόσια, αυτό το κάτι θα πρέπει να έχει έναν συνολικό χαρακτήρα, να περιγράφει την κατάσταση ολοκληρωτικά, να ζωγραφίζει τη μεγάλη, τη μεγαλύτερη δυνατή εικόνα και να ζητάει το αδύνατο, το ανέφικτο.
Θα περίμενε κάποιος ότι το θέμα της παράνομης υπαίθριας διαφήμισης για παράδειγμα, θα ήταν ιδανικό πεδίο διεκδίκησης, συζήτησης και διαμαρτυρίας για πολλούς ανθρώπους. Η πλήρης εξάρτηση του Τύπου απ’ τη διαφήμιση θα μπορούσε επίσης να είναι ένα θέμα άξιο να συζητηθεί ευρύτερα. Ή οι ίδιες οι διαφημίσεις, ή κι η δεοντολογία στη μπλογκόσφαιρα επίσης. Δυστυχώς, ελάχιστοι βλέπουν με καλό μάτι τις αναλύσεις που δε διαπνέονται απ’ τη δική τους κοσμοαντίληψη και ιδεολογία κι ακόμα λιγότεροι είναι διατεθειμένοι να συνεργαστούν με ανθρώπους που δεν είναι του ίδιου πολιτικού ή φιλοσοφικού χώρου.
Η οδική ασφάλεια είναι επίσης ένα τεράστιο ζήτημα που ερευνώ και παρακολουθώ τα τελευταία χρόνια. Κι εκεί απώντες οι διανοούμενοι, κι εκεί απούσα η ευρύτερη κοινωνία των πολιτών, κι εκεί απώντες οι δημόσιοι εκφραστές του λόγου. Προσοχή: δε λέω ότι οι δικές μου απόψεις είναι οι σωστές. Όμως δεν διακονώ μόνο τις απόψεις μου, κάνω και την απαραίτητη έρευνα. Αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω είναι ότι τα “μικρά” ζητήματα που θέτει η δουλειά μου δε γίνονται καν αντικείμενο ενός δημόσιου διαλόγου. Μπορεί να φταίει κάποιες φορές κι η ένταση με την οποία τα εκθέτω, αλλά πια δεν το πολυπιστεύω αυτό. Ο μαξιμαλισμός που διαπνέει το δημόσιο λόγο και διάλογο τις τελευταίες δεκαετίες, μας έχει κάνει να αδιαφορούμε για τα μικρά και να υποβιβάζουμε τις εφικτές λύσεις. Βέβαια τα μικρά στοιχίζουν πολύ, γιατί τίποτα μικρό δεν μένει μικρό αν το αφήσεις να αυτοαναπαράγεται. Δείτε π.χ. την οδική ασφάλεια. Έχουμε τους περισσότερους νεκρούς στην Ευρώπη, αλλά το θέμα δε θεωρείται αρκετά μεγάλο για να συζητηθεί δημοσίως και να υιοθετηθούν εφικτά μέτρα που συμβάλλουν στη λύση και στη μείωση των τροχαίων.
Θεωρώ λοιπόν ότι έχει έρθει η ώρα να εστιάσουμε ξανά στα μικρά (που πλέον έχουν γίνει κι αυτά μεγάλα).
Το άθροισμα των λύσεων στα μικρά θα παράξει μια αληθινή κι ουσιαστική αλλαγή.