Σαν αντίδοτο στην “ελευθεριότητα” οι πολίτες επιλέγουν τον αυταρχισμό. Έτσι όμως κάνουν το σφάλμα και σύρονται σε ακόμα πιο επικίνδυνη περιπέτεια.
Φαντάσου ένα παιδί που μεγαλώνει σ’ ένα σπίτι χωρίς καθόλου όρια και κανόνες. Το πιθανότερο είναι ότι σε όλη του τη ζωή θ’ αναζητά συνθήκες κι ανθρώπους που θα του επιβάλλουν όρια και κανόνες. Ή ακόμα φαντάσου ένα παιδί που μεγαλώνει σε μια οικογένεια με ασφυκτικά όρια και κανόνες. Το πιθανότερο είναι ότι θ’ αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με τα όρια και τους κανόνες: είτε θα έλκεται παράφορα απ’ αυτά, είτε θα απωθείται μανιασμένα. Οι σαδιστές κι οι μαζοχιστές δεν προέρχονται από παρθενογέννεση.
Κάνω αυτές τις σκέψεις παρατηρώντας γύρω μου μια αυξημένη έλξη του αυταρχισμού από πολλούς συμπολίτες μας. Άνθρωποι που κατά τ’ άλλα λειτουργούν κανονικά μέσα στην οικογένεια και την κοινωνία εκφέρουν απόψεις εντελώς αντιδημοκρατικές κι ανελεύθερες που φλερτάρουν επικίνδυνα με τον ολοκληρωτισμό, το φασισμό, την απολυταρχία και τις πιο ακραίες εκδοχές αυταρχισμού. Εστιάζω στον αυταρχισμό γιατί εκεί κρίνω ότι βρίσκεται πολιτικά η ουσία. Χωρίς να θέλω να κάνω κάποια τεχνητή διάκριση, βλέπω απέναντι σ’ εκείνους που εξακολουθούν να πιστεύουν στη δημοκρατία, να σχηματίζεται ένας πόλος πολιτών που υποστηρίζει την επιβολή πολύ πιο αυστηρών, ακόμα και παράλογων νόμων, με πολύ πιο αυστηρό, ακόμα κι εξαιρετικά βίαιο κι απάνθρωπο τρόπο. Πολλοί απ’ αυτούς τους πολίτες έχουν ασπαστεί κάποια ολοκληρωτική ιδεολογία, ενώ οι περισσότεροι φαίνεται να τοποθετούνται στα άκρα συγκυριακά. Τόσο οι μεν όσο και οι δε χαρακτηρίζονται από έλλειψη ανοχής στα ανομικά φαινόμενα, είναι εξαιρετικά θυμωμένοι κι έχουν την τάση να συμπυκνώνουν τα προβλήματα σε κάποιο ορατό εχθρό.
Ελάχιστοι θα βρεθούν να πουν ότι τα όρια κι οι κανόνες δεν είναι αναγκαίες κι ικανές συνθήκες για την ύπαρξη κοινωνίας. Στην πραγματικότητα χωρίς όρια και κανόνες κυριαρχεί το χάος κι ο νόμος της ζούγκλας. Η επιβολή τους, η κοινή εφαρμογή τους στους πολίτες είναι ακριβώς το αντικείμενο της θέσμισης μιας κοινωνίας που προστατεύει τα πιο αδύναμα μέλη της, που θέτει τους όρους του παιχνιδιού, που ελέγχει την τήρηση της ειρήνης μεταξύ όλων. Όταν οι πολίτες συμμετέχουν ισότιμα, οικειοθελώς κι ενεργά στη διαμόρφωση των κανόνων, συμφωνούν στο ποιός θα τους προστατεύει και θα τους εποπτεύει, κι οι κανόνες είναι αντιληπτοί από τους περισσότερους ως απαραίτητα εργαλεία για τη σύναψη συμβιωτικών σχέσεων, και γίνονται συνακόλουθα σεβαστοί απ’ τους περισσότερους, τότε μιλάμε για μια ευνομούμενη φιλελεύθερη δημοκρατία. Όταν οι πολίτες δε σέβονται τους κανόνες και τους καταπατούν με κάθε ευκαιρία, τότε μιλάμε για μια ανομική κοινωνία.
Η ανομική κοινωνία βάζει σε κίνηση τα αντανακλαστικά οριοθέτησης των πολιτών. Όλο και περισσότεροι πολίτες εστιάζουν συνειδητά ή ασυνείδητα στα όρια και τους κανόνες. Η απουσία εφαρμόσιμων ορίων και κανόνων σημαίνει άκυρα όρια και κανόνες. Και σε μια τέτοια συνθήκη άκυρων ορίων και κανόνων γεννιέται και διογκώνεται η ανάγκη για συμπαγή όρια και κανόνες. Αυτή είναι η διεργασία που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη χώρα μας. Είναι μια δυναμική διαπραγμάτευση που ζητά από όλους μας να πάρουμε θέση. Μοιραία οι απόψεις θα πολωθούν γύρω από δύο μέτωπα. Απ’ τη μια εκείνοι που ζητούν πραγματική εφαρμογή των νόμων με ορθολογική ενίσχυση των ελεγκτικών, τιμωρητικών και των αποτρεπτικών μεθόδων κι απ’ την άλλη εκείνοι που διεκδικούν ακόμα πιο αυστηρά πλαίσια ορίων και κανόνων, επιβολή δια της βίας, χωρίς απαραίτητα τη συναίνεση του λαού, με αυταρχισμό και χωρίς καμία διαβούλευση. Ο ένας πόλος ασπάζεται τη δημοκρατία κι ο άλλος τον ολοκληρωτισμό. Απλουστεύω, για να δείξω τί τύπου διαπραγμάτευση είναι αυτή που γίνεται στα θεμέλια της κοινωνίας σήμερα.
Ως απότοκο της έλλειψης ή της μη εφαρμογής των ορίων και των κανόνων, ο αυταρχισμός φτάνει να ενδυθεί το μανδύα της ιδεολογίας. Το χαλαρό όριο, ο ξεχασμένος κανόνας, η ατιμωρησία, η έλλειψη αποτρεπτικών μέσων, κάνουν τους ανθρώπους να αναπολούν μέρες όπου όλα αυτά ήταν πιο ξεκάθαρα. Η ελευθερία εκλαμβάνεται ως ελευθεριότητα και λαμβάνει αρνητικό πρόσημο. Η ελευθερία ταυτίζεται λανθασμένα με την έλλειψη ορίων και κανόνων και καθίσταται περιττή. Αυτό που δε συνειδητοποιούν όσοι σπεύδουν να αμφισβητήσουν τη δημοκρατία είναι ότι υπάρχει μια θεμελιώδης διάκριση εδώ: ότι είναι διαφορετική δηλαδή η εφαρμοφή των κανόνων απ’ τους ίδιους τους κανόνες. Ένας ελαστικός κανόνας που δεν εφαρμόζεται είναι το ίδιο αναποτελεσματικός μ’ έναν αυστηρό κανόνα που δεν εφαρμόζεται. Οι κανόνες είναι υπαρκτοί. Το θέμα είναι πώς, πόσο συχνά, και με τι κριτήρια εφαρμόζονται. Όταν ένας νόμος εφαρμόζεται επιλεκτικά, υστερόβουλα ή συγκυριακά, δεν είναι εκείνος το πρόβλημα.
Στην Ελλάδα οι νόμοι, δίκαιοι κι άδικοι, έχουν περιπέσει σε γενική ανυποληψία γιατί δεν εφαρμόζονται, αυτό είναι το πρόβλημα και γι’ αυτό μες στη σύγχισή μας επιλέγουμε ως λύση τον αυταρχισμό. Στην οικογένειά μας τα όρια είναι ασαφή κι οι κανόνες εφαρμόζονται όποτε λάχει, γι’ αυτό και είμαστε διαρκώς σε σύγχιση. Νομίζουμε λοιπόν ότι ένας αυταρχικός ηγέτης ή μια αυταρχική δύναμη θα λύσει το πρόβλημα των κανόνων, θα βάλει όρια στις συμπεριφορές και θα μας επιτρέψει να ζούμε ήσυχα, γνωρίζοντας που βρισκόμαστε κάθε φορά. Αυτό το αποφασίζουμε είτε ενεργητικά, ψηφίζοντας π.χ. ένα ναζιστικού τύπου κόμμα, είτε παθητικά, διακινώντας απόψεις υπέρ δικτατόρων, και εφαρμόζοντας αυταρχικές τακτικές στις επαγγελματικές, οικογενειακές ή κοινωνικές μας σχέσεις. Αλλά αγνοούμε ότι ο αυταρχικός ηγέτης θα νομιμοποιείται να θέτει κανόνες που μπορεί να βλάψουν ακόμαι κι εκείνοςυ που τον υποστήριξαν. Ο αυταρχισμός είναι αυταρχισμός γιατί δεν αναγνωρίζει τον έλεγχο. Θέτει αυθαίρετα τα όρια, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις ανάγκες των πολλών. Επίσης, αντλεί την κυριαρχία του απ’ την ωμή επιβολή της ωμής δύναμης.
Η αλήθεια είναι ότι ο αυταρχισμός δουλεύει. Είναι η πιο εύκολη κι πιο γρήγορη λύση για να μεγαλώσεις ένα παιδί. Αλλά και να το καταστρέψεις. Το παιδί χρειάζεται όρια και κανόνες αρχικά για να προστατευτεί και στη συνέχεια για να αναπτυχθεί. Μεγαλώνοντας θα πρέπει να πεισθεί ότι τα όρια δεν είναι παράλογα για να συνεχίζει να τα σέβεται κι όχι απλά να τα υπακούει. Αν μάθει τα όρια μόνο μέσω του φόβου, κι ανακαλύψει στη συνέχεια ότι μπορεί και να μην τα φοβάται, ότι έχει λόγους να μην τα σέβεται, κι ότι η ασέβεια σ’ αυτά δεν έχει καμία αρνητική συνέπεια, είναι πιθανό στο μέλλον να τα παραβαίνει διαρκώς. Αν απ’ την άλλη εσωτερικεύσει τους κανόνες μαθαίνοντας να τους υπακούει λόγω του τρόμου που του έχουν προκαλέσει οι τιμωρίες είναι έτοιμο στο μέλλον να υπακούει ακόμα και σε παράλογους κανόνες. Σε κάθε περίπτωση, μια ολότελα αυταρχική ανατροφή -όπως και μια ολότελα ανοριοθέτητη- ποτέ δε μεγάλωσε πραγματικά ισορροπημένο άνθρωπο. Βέβαια καθένας μας στις ατομικές του υποθέσεις έχει νιώσει να έλκεται από μια αυταρχική λύση σ’ ένα θέμα, διότι ο διάλογος κι η διαπραγμάτευση απαιτούν χρόνο, αποδοχή του άλλου, ψυχικά αποθέματα, θάρρος, σεβασμό κι ένα πλήθος άλλων ποιοτήτων. Ενώ με τον αυταρχισμό μιλά η δύναμη, η βία, κι όλα τελειώνουν πολύ γρήγορα.
Η σχέση των ανθρώπων με τα όρια είναι τεράστιας σημασίας. Είναι πολύ σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη οι γνώμες όλων, ώστε οι κανόνες να είναι το απαύγασμα, η χρυσή τομή των αντιλήψεων που υπάρχουν στην κοινωνία. Αν οι πολίτες επιλέγουν να στραφούν στον αυταρχισμό, αυτό σημαίνει ότι δε συνειδητοποιούν τη λογική των κανόνων, δεν πείθονται δηλαδή ότι οι κανόνες τους οφελούν προσωπικά κι ότι πιθανώς έχουν περισσότερα να κερδίσουν αν δεν τους εφαρμόσουν. Γι’ αυτό, όταν η μη εφαρμογή καθίσταται αναποτελεσματική θέλουν μια εξωτερική δύναμη να επιβάλει σε όλους έναν γενικευμένο αυστηρό κανόνα που ισοπεδώνει την πολλαπλότητα των ανθρώπων βάζοντάς τη σ’ ένα γύψινο καλούπι. Έτσι γεννιέται η ιδέα του ολοκληρωτισμού κι αντί να πούμε όλοι ίσοι απέναντι στους νόμους, λέμε όλοι φοβισμένοι απέναντι στο νόμο. Πόσο συνειδητοί όμως είμαστε απέναντι σ’ όλα αυτά; Γιατί πολλοί από εμάς είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τις ελευθερίες όλων στο βωμό της ανικανότητάς μας να εφαρμόσουμε δίκαιους κανόνες; Γιατί να μην οργανώσουμε εκ νέου και δημοκρατικά την κοινωνία μας ξανασυζητώντας τους κανόνες και την εφαρμογή τους;
Νομίζω ότι η κοινωνία μας που βρίσκεται σε φάση ανασύνταξης πρέπει να κάνει αυτή τη συζήτηση των ορίων και των κανόνων για να ανακαλύψει εκ νέου τα οφέλη της δημοκρατίας. Τέλος, πρέπει να δούμε όσους ρέπουν προς τον αυταρχισμό σαν φοβισμένα παιδιά που ζητούν απεγνωσμένα εφαρμοσμένους κανόνες.
Έχω την αίσθηση ότι κύριο πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και κυρίως απέναντι στη δικαιοσύνη. Έχει θρυμματιστεί αυτός ο βασικός πυλώνας της δημοκρατίας και ο καθένας νιώθει απροστάτευτος απέναντι σε ό,τι ο ίδιος ορίζει ως αδικία, καθιστώντας δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς θύματα και θύτες. Το πρόβλημα είναι δεδομένο, η λύση φαντάζει απλή: εφαρμογή των νόμων ώστε να διαρραγεί το διαφαινόμενο μέτωπο κοινωνικής αδικίας και ανισότητας.
Επίσης, πιστεύω ότι περνώντας από την πλήρη ανομία (ή την αντίληψη περί ανομίας) σε εφαρμογή των νόμων είναι «υποχρεωτικό» ένα πέρασμα από αυστηροποίηση κανόνων και χρήση της κρατικής βίας με τα μέσα που διαθέτει. Αυτός είναι και ο προβληματισμός μου, γιατί θεωρώ ότι δεν απέχει πολύ από απολυταρχία όλη αυτή η μετάβαση.
Άλλη απορία: η δημοκρατία δε συνεπάγεται απώλεια προσωπικών ελευθεριών για το κοινό συμφέρον; Αθροιστικά το όφελος είναι μεγαλύτερο από την απώλεια αλλά δεν είναι άμεσα ορατό.
Το ιδεατό θα ήταν να ξυπνούσαμε μια μέρα όλοι (ή σχεδόν όλοι) και να εφαρμόζαμε απλώς τους νόμους. Δυστυχώς θεωρώ ότι χωρίς να επιβληθεί από κάποιον/ κάποιους αυτό δεν είναι δυνατόν.
Ελπίζω να μην ξέφυγα.
Σίγουρα χρειάζεται ενεργητική στάση απέναντι στην ανομία. Το θέμα είναι που μπαίνουν τα όρια…