Είδα χθες στον ύπνο μου τον Ονορέ ΝτεΜπαλζάκ. Καθόμασταν παρέα σε μια μπρασερί κοντά στο Πάνθεον. Μου παραπονέθηκε γιατί δεν παρουσίασα το νέο μυθιστόρημά του στο GarageBOOKS. Δεν ήξερα τί να του πω. “Μου στέλνουν πολλά βιβλία”, είπα αμήχανα, “και το δικό σου θάφτηκε κάτω από μια στοίβα δοκιμίων”. “Τουλάχιστον το διάβασες;” ρώτησε. “Δεν εχω προλάβει ακόμα” δικαιολογήθηκα. “Καλά, διάβασε πρώτα τις φθηνές μπούρδες που γράφουν οι συνομίληκοί σου, κι οι Αμερικανοί, κι άσε τα δικά μου” είπε πικραμένος. Διαμαρτυρήθηκα αμέσως και του είπα ότι είχα διαβάσει πέντε βιβλία του, υπερβάλοντας κάπως. Αναθάρρησε. “Ποιό σου άρεσε περισσότερο;” ρώτησε. “Η γεροντοκόρη” του είπα. “Αυτό είναι το χειρότερό μου” είπε, “ελπίζω να μην το παρουσιάσεις στην εκπομπή”. “Όχι” του απάντησα, “θα δείξω όποιο μου ζητήσεις”. Ήπιε μια γουλιά απ’ τον 15ο καφέ της ημέρας, κοίταξε έξω απ’ το τζάμι της μπρασερί, προς τη μεριά των Κήπων του Λουξεμβούργου, και μου είπε σκεπτικός: “άραγε αυτή η ανθρώπινη κωμωδία πότε θα τελειώσει;”.
Όταν μου θύμωσε ο Μπαλζάκ

Reblogged this on Like and Mention.