Έχω γράψει ένα αρκετά εκτενές μυθιστόρημα, προϊόν δουλειάς πολλών χρόνων. Είναι ένα μάλλον δύσκολο ανάγνωσμα, που απαιτεί σίγουρα απ’ τον αναγνώστη κάποιο απόθεμα υπομονής κι επιμονής. Έχει ήδη απορριφθεί από 2μιση εκδότες αλλά δε θα το βάλω κάτω. Θέλω πολύ να εκδοθεί και να διαβαστεί, όχι μόνο γιατί έχω κοπιάσει για αυτό, αλλά και γιατί λέει αρκετά πράγματα για την χώρα μας, τους ανθρώπους της, και φυσικά για εμένα. Θέλω να το μοιραστώ με τους αναγνώστες, γι’ αυτό πρέπει να του επιφυλάξω και τις καλύτερες δυνατές συνθήκες ανάγνωσης. Έχει μεγάλη αξία και σημασία για εμένα.
Η κεντρική ιστορία του μυθιστορήματος περιστρέφεται γύρω απ’ την ανακάλυψη ενός γραπτού έργου. Στα χέρια του αφηγητή έρχεται ένα μπαούλο γεμάτο έγγραφα που ανήκουν σ’ έναν παλιό του φίλο. Μελετώντας το, ο αφηγητής έρχεται αντιμέτωπος με τη ζωή ενός ανθρώπου που εισέβαλλε στη ζωή του κι εξαφανίστηκε ξαφνικά, χωρίς καμμία προειδοποίηση.
Σ’ ένα απ’ αυτά τα κείμενα, παίζει κεντρικό ρόλο ένας δρόμος. Πρόκειται για έναν αγαπημένο μου δρόμο, που έχω χιλιοπερπατήσει κι έχω αγαπήσει όσο κανέναν άλλο δρόμο. Για την Πατησίων. Γι’ αυτό το δρόμο που σου επιτρέπει να αναπνεύσεις θαυμάζοντας στο βάθος την Ακρόπολη. Για την Πατησίων που δεν έχω τραγουδήσει επαρκώς. Για την Πατησίων που συνέδεσε τα παιδικά μου χρόνια με την εφηβεία μου και την εφηβεία μου με την εξέγερσή μου. Για την Πατησίων που φιλοξένησε άπειρες βόλτες προς τα Εξάρχεια και τα Πατήσια. Για την Πατησίων που στη συνείδησή μου δε θα γίνει ποτέ 28ης Οκτωβρίου. Για την Πατησίων του Μίλτου Πρωτογερέλλη. Για την Πατησίων των ονείρων μου.
Βρέθηκα τις προάλλες στον τελευταίο όροφο του Χόντου, η Πατησίων μαγνήτισε το βλέμμα μου, και μου κόπηκε η ανάσα.
η εικόνα της πατρίδας, ναι, σου κόβει την ανάσα