Το νόημα της λέξης «κατάρρευση»

Το μέλλον είναι εδώ #9

Στο μυθιστόρημα Σταθμός Έντεκα, της Emily St. John Mandel (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Ίκαρος, 2016) η ανθρωπότητα δεν είναι τόσο τυχερή, όσο είμαστε εμείς στην παρούσα φάση, με τον COVID-19. Μια ιδιαίτερα μεταδοτική και φονική μετάλλαξη της γρίπης των χοίρων κυριολεκτικά αποδεκατίζει τον πληθυσμό της γης και καταστρέφει τον ανθρώπινο πολιτισμό. Δεν υπάρχει πια ρεύμα, δεν υπάρχει καθαρό τρεχούμενο νερό, δεν υπάρχει ίντερνετ, βενζίνη, αεροπορικό ταξίδι, τίποτα. Μια απέραντη ερημιά. Μέσα σε μερικά μόνο εικοσιτετράωρα, οι ελάχιστοι άνθρωποι που από τύχη καταφέρνουν να σωθούν, βιώνουν το αδιανόητο, συνειδητοποιώντας πόσο ελάχιστα γνώριζαν τι σήμαινε μια λέξη που ήταν συχνά στα χείλη τους: η λέξη «κατάρρευση». Ο κόσμος νιώθει σαν να είναι παγιδευμένος σ’ ένα φρικτό όνειρο. Το πριν και το μετά δεν έχουν πια την παραμικρή ομοιότητα. Οι τυχεροί, που φέρουν ως μακρινή ανάμνηση τη ζωή όπως ήταν πριν δεν είναι τελικά και τόσο τυχεροί. «Όσα περισσότερα θυμάσαι, τόσα περισσότερα έχεις χάσει…», ομολογεί σ’ ένα διάλογο κάποιος ζηλεύοντας όσους γεννήθηκαν μετά το τέλος. 

Ένα κόμικ, μια χιονόμπαλα, μια εφημερίδα πριν το τέλος, είναι τα θραύσματα των αντικειμένων που κάποτε έπαιξαν ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, και τώρα εκτίθενται στο αυτοσχέδιο μουσείο ανθρώπινου πολιτισμού που ‘χει στηθεί στο τέρμιναλ ενός ερειπωμένου αεροδρομίου. Ο φύλακάς του προσπαθεί να περισώσει ό,τι έχει χαθεί για πάντα. Μια πιστωτική κάρτα, ψηλοτάκουνες γόβες, αντικείμενα που κάποτε δεν είχαν την παραμικρή προστιθέμενη αξία, τώρα λάμπουν υπενθυμίζοντας αυτό που χάθηκε για πάντα. Σ’ αυτό το νέο περιβάλλον, όλα είναι διαφορετικά. Κι ενώ πριν το τέλος του κόσμου, «κόλαση ήταν οι άλλοι», μετά την κατάρρευση, «κόλαση είναι η απουσία των ανθρώπων που λαχταράς». Πριν το τέλος του κόσμου, οι άνθρωποι είχαν ακόμα «την αδιανόητη πολυτέλεια να ανησυχούν για ένα βιβλίο με δημοσιευμένα γράμματα». Ήταν τότε που μπαίναμε στα αεροπλάνα με την πρώτη ευκαιρία και πετούσαμε προς άλλους τόπους, τότε που είχαμε στα χέρια μας τη γνώση όλου του κόσμου. 

Αλλά βέβαια, η νέα συνθήκη ευονεί και την εμφάνιση αιρέσεων που αναπτύσσονται ως ιοί στις κατεστραμμένες πόλεις και πιστεύουν στη Δευτέρα Παρουσία. Μέσα απ’ τα ερείπια αναδύονται και οι προφήτες. Ένας εξ αυτών μιλά για τον ιό που εξαφανίζει το 99,9% του πληθυσμού με βιβλικούς όρους. Θεωρεί ότι η πανδημία αυτή ήταν ένας άγγελος εκδικητής, που έχει σταλεί από’ τον θεό. Η γρίπη αυτή ήταν ο σύγχρονος κατακλυσμός, κηρύσσει, κι όσοι σώθηκαν ήταν το φως, οι αγνοί, οι διαλεγμένοι. Οι άπιστοι θα πληρώσουν την απείθειά τους, με τη ζωή τους.

Εδώ, ο χρόνος αρχίζει να μετρά, ως χρόνος μετά την καταστροφή. Σ’ αυτό το τρομακτικό τοπίο, της «άγριας κι απρόσμενης ομορφιάς» ένας θεατρικός θίασος, η «περιπλανώμενη συμφωνία», περιοδεύει από πόλη σε πόλη. Συναντά παντού ερημιά, ζόφο και βία. Αλλά και ανάταση. «Τι χάθηκε μετά την κατάρρευση: σχεδόν τα πάντα, σχεδόν όλοι, αλλά υπάρχει ακόμα τόση ομορφιά». Είναι παρήγορες κάποιες σκέψεις αλλά δεν αρκούν. Όπως λέει μια ηρωίδα, η Κίρστεν, η επιβίωση δεν είναι αρκετή. Ποτέ δεν ήταν. Γι’ αυτό κι ακολουθούμε ένα θίασο που επιμένει να ανεβάζει έργα του Σαίξπηρ. Τί θα ήταν η ζωή χωρίς τέχνη, χωρίς φαντασία, χωρίς ποίηση; Χωρίς αγάπη, χωρίς ελπίδα;

Εμείς οι αναγνώστες, διαβάζουμε το μετα αποκαλυπτικό μυθιστόρημα υπό τον ήχο του τραγουδιού των REM, «είναι το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε» και αναλογιζόμαστε με κομμένη την ανάσα τι κινδυνεύει να απωλεσθεί σε μια ενδεχόμενη, μεγαλύτερη πανδημία. Ένας πολιτισμός που παρήγαγε μοναδικά έργα, αλλά και άπειρα, άχρηστα σκουπίδια, βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση. Αυτός ο φαινομενικά ασφαλής κόσμος είναι μόνο ένα ιό μακριά απ’ την παράδοση στη βία και στην αναρχία. Ο πρωτογονισμός των εγκεφάλων μας περιμένει, καθώς η επιβίωση θα ορίσει απ’ την αρχή τις διαδρομές του ανθρώπου κι ο ανορθολογισμός θα γίνει και πάλι η σταθερή πυξίδα των απελπισμένων. Στο τέλος επανεκτιμούμε τα απλά και μικρά, που δεν είναι καθόλου απλά και μικρά. Η κατάρρευση διδάσκει, εμείς δεν έχουμε παρά να μπούμε στη θέση της. 

Μπορεί να μοιάζει μαζοχιστικό να διαβάζεις μια μετα-αποκαλυπτική αφήγηση εν μέσω περιορισμών και καραντίνας εξαιτίας ενός νέου ιού και να θες να αποδράσεις σε ουτοπίες. Όταν όμως η ανάγκη που σε σπρώχνει στις δυστοπίες είναι μια ανάγκη κατανόησης και στοχασμού, τότε αξίζει ο πόνος. Ίσως αυτή είναι και η ευκαιρία που μας παραδίδει η καλή λογοτεχνία. Μια αφύσικη δυνατότητα να εξερευνήσουμε πιθανότητες, να αφουγκραστούμε μικρές φωνές, να αποτρέψουμε τις στραβοτιμονιές, να ξανανιώσουμε τι είναι όλα αυτά που μας καθιστούν ανθρώπους.

Σχόλια

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.