Την ιστορία του Μανώλη Σταυρουλάκη με τις παράνομες διαφημιστικές πινακίδες μπορεί κάποιος να την παρακολουθήσει μερικώς στο ντοκιμαντέρ μου. Όταν του έκανα τη συνέντευξη είχε καταδικάσει πρωτόδικα τη διαφημιστική εταιρεία, αλλά στο εφετείο η απόφαση ανατράπηκε και η εταιρεία αθωώθηκε. Το δικαστήριο έκανε δεκτή την ένσταση του κατηγορούμενου και υιοθέτησε την άποψη ότι το πρώτο κολωνάκι στο οποίο προσέκρουσε το αυτοκίνητο του άτυχου Γιάννη Σταυρουλάκη ήταν εκείνο που του απέφερε το θάνατο. Με όλο τον ειλικρινή σεβασμό στη δικαιοσύνη, θα παραθέσω εδώ απόσπασμα της απόφασης του εφετείου, απόσπασμα απ’ το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος καθώς και 2 φωτογραφίες μετά το συμβάν. Επίσης, πρέπει να πω ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει ζητήσει αναίρεση, κάτι που σημαίνει ότι η υπόθεση είναι ακόμα ανοιχτή.
Η Λένα Κιτσοπούλου, με αφορμή την έκδοση του νέου της βιβλίου με τίτλο Μεγάλοι δρόμοι από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, μιλάει για τις αντιφάσεις, τους ευνουχισμούς, το χιούμορ, την επιτυχία και πολλά άλλα.
Στο νέο σου βιβλίο, που είναι συλλογή διηγημάτων, στήνεις το σκηνικό πολλών ιστοριών σου στην επαρχία. Φαίνεται ότι υπάρχει κάτι βιωμένο εκεί. Έχεις ζήσει σε κάποιο απ’ τα μέρη που περιγράφεις;
Δεν είναι μόνο επαρχία, τα μισά είναι επαρχία, τα μισά είναι πόλη νομίζω, όπως κι εγώ είμαι με το ένα πόδι στην επαρχία και με το άλλο στην πόλη, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι Έλληνες. Κι εγώ έχω χωριό, από τη μεριά του πατέρα μου, αλλά και ένα μικρό σπίτι στη Σαντορίνη όπου πηγαίνω τελευταία για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Έχω μεγαλώσει στην Αθήνα, αλλά έχω περάσει έντονα παιδικά και εφηβικά καλοκαίρια στο χωριό του πατέρα μου. Πάντα στις διακοπές ήθελα να κάνω παρέα με ντόπιους, όχι με Αθηναίους. Ήταν πιο προκλητικό, πιο αλήτικο, τα άτομα αυτά ήταν πιο τολμηρά και πιο αγρίμια. Η φλέβα μου πάντα χτυπούσε στην επαρχία, νιώθω κάτι οικείο μέσα στα ελληνικά λαϊκά τοπία, στα χάρτινα τραπεζομάντιλα, στα τσίπουρα και στον ήχο του μπουζουκιού, νιώθω ότι σ’ αυτά ανήκω.
Είχε πέσει η νύχτα για τα καλά, αλλά η παπαδιά δεν είχε ύπνο. Αν ήταν άντρας, θα σηκωνότανε για τσιγάρο. Αν ήτανε παιδί, θα το ’σκαγε από το παράθυρο. Αν ήτανε σκυλί, θα γάβγιζε. Αλλά ήτανε γυναίκα κι ήταν αναγκασμένη να βαριαναστενάζει.
Ένα θέμα που μοιάζει να σε απασχολεί και διατρέχει άλλοτε υπόγεια, άλλοτε πολύ φανερά, τις ιστορίες των Μεγάλων δρόμων, είναι η θέση της γυναίκας στην κοινωνική και ιδιωτική ζωή. Βλέπεις να έχει γίνει κάποια πρόοδος σ’ αυτό το θέμα ή όχι;
Σίγουρα έχει γίνει πρόοδος στην κοινωνία μας σε σχέση με την ισότητα των δύο φύλων, με τα δικαιώματα της γυναίκας κ.λπ. Το συγκεκριμένο κομμάτι αναφέρεται βέβαια σε έναν συγκεκριμένο τύπο γυναίκας, όχι γενικά στη γυναίκα. Είναι μια παπαδιά, σε μια πολύ απομονωμένη επαρχία της Ελλάδας, πριν από 25 χρόνια. Τότε που κι εγώ έκανα διακοπές στο χωριό μου, υπήρχε κόρη παπά την οποία δεν την αφήνανε να κάνει μπάνιο στη θάλασσα, ούτε να βγει μόνη της από το σπίτι. Ήταν δεκαπέντε χρονών. Καθόταν πάντα στην αυλή τους σε μια καρέκλα, ενώ εγώ στην ίδια ηλικία έκανα σούζες πάνω σε μηχανάκια. Υπάρχουν ακόμα δυστυχώς τέτοιες περιπτώσεις όπου η γυναίκα καταπιέζεται και αντιμετωπίζεται ως κατώτερο ον. Αλλά ακόμα και στις περιπτώσεις τις πιο προοδευτικές εξακολουθεί να υπάρχει μια υπόγεια κακοποίηση, ακόμα και τα μηνύματα του λάιφ στάιλ αντιμετωπίζουν τη γυναίκα υποτιμητικά με τσιτάτα του τύπου «10 τρόποι για να τον τυλίξετε» ή «τέλος στην κυτταρίτιδα» κ.λπ. Η «μοντέρνα» και «προοδευτική» αντιμετώπιση λέει ότι η γυναίκα απαγορεύεται να γεράσει. Και η σύγχρονη οικογένεια εξακολουθεί να περνάει στην κόρη το μήνυμα του να βρει έναν καλό γαμπρό, μην μείνει μόνη, γεροντοκόρη. Μπορεί δηλαδή το τσεμπέρι να έχει βγει, αλλά μόνο από το κεφάλι, στη μήτρα εξακολουθεί να υπάρχει ένα ύπουλο τσεμπέρι δεμένο καλά. Μπούργκα στις ωοθήκες. Χα χα χα. (περισσότερα…)
Γνωρίζω όπως οι περισσότεροι τον κ. Ψωμιάδη ως έναν πολιτικό που εμφανίζεται πολύ συχνά στις τηλεοπτικές οθόνες. Δε συμφωνώ μαζί του σε πλήθος θεμάτων, αλλά δεν είναι εδώ αυτό το θέμα μου. Πρόσφατα άρχισαν να με ακολουθούν στο Twitter οι «Φίλοι του Παναγιώτη Ψωμιάδη». Από εκείνο το λογαριασμό οδηγήθηκα στην ομώνυμη ιστοσελίδα http://www.psomiadisfriends.gr και δοκίμασα μια έκπληξη. Απ’ τη φωτογραφία που έχουν επιλέξει οι διαχειριστές της σελίδας, ως τη δομή και το περιεχόμενο, είδα κάτι φρέσκο, με χιούμορ και νεανική αισθητική χωρίς την ξύλινη και παρωχημένη γλώσσα που ξέρουμε. Εδώ είναι ολοφάνερο ότι γίνεται μια προσπάθεια να προσεγγιστεί ο νεαρόκοσμος του διαδικτύου, μ’ έναν τρόπο θεμιτό και αναμενόμενο (το κεντρικό βίντεο είναι απ’ την εκπομπή «ράδιο αρβύλα»). Όμως ψάχνοντας να βρω ποιοί είναι αυτοί οι φίλοι του κ. Ψωμιάδη, δε βρήκα ούτε ένα όνομα, γεγονός που με έκανε καχύποπτο. Γιατί αυτοί οι φίλοι επιλέγουν την ανωνυμία; Μήπως πρόκειται περί ενός διαφημιστικού website που απευθύνεται στους νεότερους ψηφοφόρους; Αν είναι κάτι τέτοιο, τότε πρέπει αυτό να αναφέρεται ξεκάθαρα στη σελίδα, ειδάλλως πρόκειται περί αντιδεοντολογικής πρακτικής. Αν δεν είναι, αν δηλαδή οι διαχειριστές της σελίδας δεν είναι υπάλληλοι διαφημιστικής εταιρείας ή εταιρείας δημόσιων σχέσεων ή δεν εργάζονται για τον υποψήφιο περιφερειάρχη, τότε πρέπει επίσης να το δηλώσουν. Στο διαδίκτυο δεν καταθέτουμε την ταυτότητά μας, αλλά όταν διεκδικούμε δημόσιο ή άλλο αξίωμα, οφείλουμε στην κοινωνία να είμαστε διαφανείς και καθαροί. Το να δημιουργούμε εντυπώσεις στο Διαδίκτυο είναι κάτι εύκολο, αλλά τελικά έχει το αντίθετο αποτέλεσμα όταν επιχειρούμε να εξαπατήσουμε τους χρήστες. Γι’ αυτο προτείνω στους ανθρώπους αυτούς να αναγράψουν στην σελίδα τους ποιοί είναι και τί σχέση έχουν με τον υποψήφιο. Είναι θέμα δεοντολογίας και ηθικής τάξης πολύ σοβαρό. Επαναλαμβάνω ότι στο διαδίκτυο, εμείς καθορίζουμε τα πράγματα. Πριν παγιωθούν στρεβλές κι ανοίκειες πρακτικές, καλό είναι επιτέλους να εφαρμόσουμε τη δεοντολογία.