Ενάμιση χρόνο πριν τις προεδρικές γαλλικές εκλογές του 2007, ξέσπασαν πολυήμερες συγκρούσεις στα παρισινά προάστια, εξαιτίας της δολοφονίας ενός μετανάστη δύο παιδιά μεταναστών. Ο τότε υπουργός της κυβέρνησης Σιράκ, Νικολά Σαρκοζί, βλέποντας την κατάσταση να ξεφεύγει εκτός ελέγχου επί ημέρες, αποκάλεσε τους συμμετέχοντες στην εξέγερση των προαστίων, «αποβράσματα», και μερικούς μήνες μετά βρέθηκε στο ανώτατο αξίωμα της γαλλικής δημοκρατίας.
Θυμίζω αυτό το γεγονός, διότι διαβλέπω μια κάποια αναλογία με τα γεγονότα που βιώνει τις τελευταίες 24 ώρες η ελληνική κοινωνία, εξαιτίας της δολοφονίας του 15χρονου νεαρού. Βέβαια υπάρχει και μια μεγάλη διαφορά: στη Γαλλία του 2005 ξέσπασε μια πολυπληθής και καταπιεσμένη ομάδα του πληθυσμού, οι μετανάστες, οι οποίοι αποδεδειγμένα ζουν χωρίς προοπτικές, υπό άθλιες συνθήκες, ως πολίτες δεύτερης και τρίτης κατηγορίας, ενώ στην Ελλάδα του 2008 εξεγείρεται ένα συνοθύλευμα ανθρώπων με πιο ασαφές ιδεολογικό στίγμα ή αίτημα. Εδώ, η εκτόνωση παίρνει πιο ολικές μορφές διότι δεν πετάμε μόνο τα προβλήματά μας με τους μετανάστες κάτω απ’ το χαλί. Στη Γαλλία η δολοφονία ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της φυλετικής διάκρισης, ενώ στην Ελλάδα η δολοφονία είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι μιας γενικότερης κρίσης.
Η κρίση στη χώρα είναι πολυεπίπεδη και δεν χρειάζεται αναλυτική δεινότητα για να τη συνειδητοποιήσει κάποιος. Το κράτος παρουσιάζει μια εντελώς γελοία, διεφθαρμένη και επικίνδυνη εικόνα. Οι ιδιώτες, είτε οργανωμένα είτε μεμονωμένα, δρουν υπό καθεστώς σύχγυσης, ανομίας, και αυθαιρεσίας, και τίποτα σ’ αυτή τη χώρα δε μπορεί να εγγυηθεί ένα ελπιδοφόρο και δημιουργικό μέλλον. Ζούμε στο ρευστό υβρίδιο του ελληνικού παραδείγματος. Σαν αποτέλεσμα, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε πως υπό το κυνικό πρίσμα της ελληνικής πολιτικής σκηνής, οι επόμενες εκλογές θα κριθούν εκτός των άλλων και απ’ τη ρητορική των υποψηφίων για τάξη και ασφάλεια.