Πρωτοχρονιά ’91: Στην κατάληψη

«Με όλα αυτά που γίνονται τις τελευταίες εβδομάδες ξέρεις τί σκέφτομαι; Τη δική μας κατάληψη. Αλλά όσο κι αν προσπάθησα δε μπόρεσα να θυμηθώ τί στο διάολο κάναμε κάθε μέρα εκεί μέσα ενάμιση μήνα;» μου είπε ο φίλος με την υποψία φαλάκρας στους κροτάφους που συνάντησα τυχαία χθες σ’ ένα μαγαζί, χτυπώντας με στην πλάτη, μετά από δύο τρεις αμήχανες αναγνωριστικές κουβέντες.
«Τί κάναμε;» του είπα, «στο σχολείο ήμασταν».
«Ναι, στην κατάληψή μας» μου είπε χαρούμενος.
«Ναι» του είπα κάπως δύσθυμα.
«Πρέπει εσύ κι εγώ να καθήσαμε εκεί μέσα περισσότερο από κάθε άλλον» μου είπε.
«Νομίζω κι άλλοι δυο τρείς» απάντησα.
«Ο Πέτρος, ο Στέλιος, η Στέλλα κι ο πώς τον λέγανε;» ρώτησε.
Δε θυμάμαι πλέον κανέναν τους και γι’ αυτό έκανα μια γκριμάτσα άγνοιας. Ακόμα και τα ονόματά τους, μπορώ πια με βία να τα ανακαλέσω. Άλλωστε, έχω να τους δω όλους τους σχεδόν είκοσι χρόνια. Απ’ την τελευταία τάξη του σχολείου έχω να μάθω κάτι γι’ αυτούς. Εκτός από ελάχιστα παιδιά που έτυχε να συναντήσω στο δρόμο κάποια στιγμή, δεν έχω διατηρήσει καμία σταθερή επαφή με το σχολείο. Ένα μόνο κορίτσι, το βλέπω συχνά στην τηλεόραση γιατί έγινε τραγουδίστρια.
Ο φίλος με την υποψία φαλάκρας στους κροτάφους άρχισε να θυμάται διάφορα πρόσωπα και γεγονότα απ’ την κατάληψη, αλλά εξακολουθούσε κάθε λίγο να λέει πώς δε θυμόταν πώς περνούσαμε τον καιρό μας στο κατειλλημένο σχολείο.
«Μέχρι και τα Χριστούγεννα μέσα τα είχαμε κάνει, θυμάσαι;» μου είπε.
«Και την Πρωτοχρονιά» πρόσθεσα εγώ.
«Εγώ είχα πάει για μία ώρα στην οικογένειά μου» θυμήθηκε.
«Κι εγώ το ίδιο»
«Μόνο ο Σπυρόπουλος είχε κάτσει περιφρούρηση»
«Πώς τον φωνάζαμε θυμάσαι;» τον ρώτησα.
«Ωχ… όχι δε θυμάμαι» απάντησε.
«Άκουσα πως δε ζει πια…»
«Ναι κι εγώ το έμαθα, drugs, όπως κι ο αδελφός του».
Δεν είχα καμία όρεξη να συνεχίσω τη συζήτηση, αλλά ο συνομιλητής μου έδειχνε να μη συμμερίζεται τις διαθέσεις μου.
«Θυμάσαι που πήγαμε το βράδυ της πρωτοχρονιάς σ’ ένα μπαρ; Κλείσαμε το σχολείο και φύγαμε. Αν το ήξεραν θα μας το έπαιρναν, αλλά ποιός νοιάζεται εκείνο το βράδυ ε; Θυμάσαι που θέλανε τα κομματόσκυλα να σταματήσουμε την κατάληψη για τις γιορτές και να ξαναρχίσουμε μετά; Αλλά εμείς αμετανόητοι. Θέλαμε συνέπεια. Τί θα αφήναμε τον αγώνα για να κάνουμε γιορτές όπως οι άλλοι; Όχι, μέσα, στο σχολείο και τις γιορτές. Θυμάσαι πού μάς έφερναν μελομακάρονα απ’ τα γύρω σπίτια; Θυμάσαι τους ασφαλίτες έξω απ’ το σχολείο που τους κερνούσαμε φαγητό;»

Στο μαγαζί γύρω μας υπήρχε ένα νοσηρό κλίμα ψευδοευδαιμονίας. Σ’ ένα ψηλό τραπέζι ήταν τοποθετημένη μια σαμπανιέρα και γύρω μερικά ποτήρια, και τασάκια με διάφορα μπιμπελό. Χθες ήταν παραμονές Χριστουγέννων, κι απ’ το μεσημέρι όλοι υποτίθεται ότι γιόρταζαν. Μετά από δεκαπέντε ημέρες αναταραχης στην πόλη, η κίνηση αν και δεν είχε «αποκατασταθεί» ακόμα, παρουσίαζε σημάδια «βελτίωσης». Η ατμόσφαιρα εκεί μέσα ήταν αποπνικτική απ’ τα αρώματα και τον καπνό τσιγάρου και πούρου. Το μαγαζί πουλούσε είδη δώρων για γυναίκες. Ψεύτικα κοσμήματα, ακριβά φουλάρια, καρφίτσες. Όλο στρας κι αηδίες. Οι πωλήτριες ήταν ντυμένες σαν πουτάνες και σου μιλούσαν σαν να είσαι υποψήφιος πελάτης. Πριν δω το συμμαθητή απ’ τα παλιά είχαν επιχειρήσει να με εξυπηρετήσουν διαδοχικά ένας σεκιουριτάς που πρέπει να ήταν πάνω από δύο μέτρα στο ύψος και πάνω από 150 κιλά στο βάρος, μια φανταχτερή γυναίκα δύο μέτρων της οποίας το πρόσωπο ήταν βαμμένο για τις απόκριες και στο τέλος ένας τύπος με πλαστικό πρόσωπο. Το μαγαζί ήταν στο κέντρο κι είχε γλυτώσει απ’ τους πρόσφατους εμπρησμούς.

«Σε βλέπω σκεπτικό» μου είπε ο φίλος.
Δίστασα να του απαντήσω αμέσως και να του πω όσα πραγματικά σκεφτόμουν. Μάλλον ήθελα να τελειώνουμε τη συζήτηση.
«Έχω μετανιώσει» είπα τελικά.
«Γιατί; Εγώ θα περίμενα, ότι ειδικά εσύ, που δεν ήσουν κομματικοποιημένος θα εξακολουθούσες να έχεις μια ωραία ανάμνηση απ’ την κατάληψη. Δεν ήταν μια απ’ τις λίγες φορές στη ζωή σου που έμοιαζε να γράφουμε εμείς όλοι την ιστορία;»
«Την αίσθηση αυτή την είχα μέχρι πριν λίγα χρόνια, αλλά όχι όπως θα φαντάζεσαι» του είπα.
Στο βλέμμα του διέκρινα μια μικρή δυσαρέσκεια, αλλά και μια απορία. Έπρεπε να συνεχίσω.
«Κοίτα, αν θυμάσαι καλά, την επόμενη χρονιά απ’ την κατάληψη, όλοι εσείς οι επαναστάτες κοιτάξατε πώς θα πάρετε μίζες για την πενθήμερη εκδρομή» του είπα, «και θέλατε να εμπλέξετε κι εμένα, αλλά εγώ σας έλεγα να κάνουμε κάτι άλλο, διαφορετικό, να κάνουμε κάμπινγκ κι όχι να πάμε στα κυριλέ ξενοδοχεία, και με αναγκάσατε να μην έρθω, αφού είχα πλέον περιθωριοποιηθεί».
«Ειλικρινά, δεν τα θυμάμαι αυτά» απάντησε έκπληκτος και λίγο θιγμένος.
«Δεν τα θυμάσαι γιατί είχες αποφοιτήσει, εγώ ήμουν ένα χρόνο μικρότερος, αλλά δυστυχώς έτσι έγιναν τα πράγματα».
«Λυπάμαι» μου είπε.
«Κι εγώ» του απάντησα. «Κι ευτυχώς από τότε δε σταμάτησα να διαβάζω, να ψάχνω, να ταξιδεύω, να ακούω τον κόσμο, να ζω, και να βλέπω πόσο ηλίθιο και μάταιο ήταν αυτό που κάναμε τότε».
«Τί θες να πεις; Αφού ρίξαμε τον υπουργό…»
«Σπουδαίο κατόρθωμα, και μετά ο ίδιος έγινε ξανά υπουργός με το αντίπαλο κόμμα…».
Ο συνομιλητής μου χαμογέλασε.
«Όλα μάταια δηλαδή;» με ρώτησε.
«Μερικώς» του απάντησα και άρχισα να κατευθύνομαι προς την έξοδο του μαγαζιού. Όμως ο παλιός συμμαθητής δεν θα το έβαζε εύκολα κάτω. Με ακολούθησε.

«Πέφτω απ’ τα σύννεφα ρε φίλε. Δεν περίμενα ότι ειδικά εσύ θα ήσουν τόσο απογοητευμένος, μου φαινόσουν πάντα πιο συνειδητοποιημένος απ’ τους περισσότερους. Τί να σου πώ; Εμείς οι άλλοι είχαμε άλλα κίνητρα, αλλά εσύ φαινόσουν ότι το ζούσες, απ’ την πολιτική του σκοπιά ρε παιδί μου» συνέχισε.
Είχαμε βγει έξω απ’ το μαγαζί κι είχα κάπως ανακουφιστεί, που κατάφερα να πάρω μια βαθειά ανάσα για να καθαρίσω τα ταλαιπωρημένα μου πνευμόνια απ’ τη φριχτή ατμόσφαιρα του καταστήματος.
«Ο Πέτρος δεν τα κατάφερνε σε τίποτα άλλο απ’ τις δημόσιες σχέσεις, ο Στέλιος είχε τον καταπιεστικό πατέρα, η Στέλλα δεν είχε πατέρα και τα είχε βάλει με τη μάνα της, εγώ τραβούσα γενικώς ζόρι με την φτώχεια του γέρου μου, ο Σπυρόπουλος τα ίδια σκατά. Η βασική ομάδα που μείναμε στο σχολείο όλο το διάστημα, ακόμα και στις γιορτές, πώς να το πώ; Ουσιαστικά κανείς από εμάς δεν είχε λόγο να μείνει στο σπίτι του με την οικογένεια, αλλά εσύ ρε Παπαδόπουλε, εσύ ήσουν ο πιο πολιτικοποιημένος, που έβλεπες τα πράγματα από άλλη σκοπιά, και μου λες τώρα ότι δεν κάναμε τίποτα; Εγώ όλα αυτά τα χρόνια θυμάμαι εκείνο τον ενάμιση μήνα σαν κάτι πολύτιμο… Ίσως τη μόνη εποχή που έζησα μια πραγματική επανάσταση, γιατί μετά… Μετά ήρθαν τα πραγματικά δύσκολα. Πήγα φαντάρος, έπιασα δουλειά σε μια φαρμακοβιομηχανία και από τότε με πονάει η μέση μου απ’ το σκύψιμο».
«Κοίτα δεν έχω χρόνο» του είπα, «πρέπει να πάω να πάρω την κόρη μου από την πεθερά μου».
«Εντάξει» μου απάντησε, «αλλά θέλω σε παρακαλώ να μου εξηγήσεις γιατί μετάνιωσες. Ήταν μόνο η προδοσία της επόμενης χρονιάς ή και κάτι άλλο;»
Τον κοίταξα στα μάτια, ίσως για πρώτη φορά τόσο επίμονα.

«Φίλε μου χαίρομαι που σε βλέπω, που είσαι καλά, που θυμάσαι τα νειάτα μας, το σχολείο και την κατάληψη, αλλά δυσκολεύομαι να σου τα πω όλα αυτά που σκέφτομαι, γιατί θα μου βγουν πολλά. Και δεν είναι της ώρας».
Έχω αρχίσει να προχωρώ προς το αυτοκίνητό μου, αναγκάζοντάς τον να με ακολουθήσει. Προφανέστατα για να τελειώνουμε.
«Η αλήθεια είναι ότι τα Χριστούγεννα του ’90 πήραμε, όπως λένε, το βάπτισμα του πυρός» του είπα. «Μπήκαμε στο δημόσιο χώρο άτσαλα, μέσα από μια διαδικασία, που ποτέ δεν επιλέξαμε. Έτσι δεν είναι τάχα όλες οι επαναστάσεις; Όμως η επανάσταση δεν ήρθε ποτέ. Εμείς κλειστήκαμε στο σχολείο για να παίξουν οι άλλοι τα παιχνίδια τους. Στην πλάτη μας. Με το ρίσκο μας. Με τη χαμένη ευκαιρία να απαιτήσουμε εμπνευσμένα μαθήματα, ζωντανή γνώση, πειράματα, έρευνα. Όχι φίλε μου, ανίδεοι ήμασταν. Και κατευθυνόμενοι. Γιατί δεν ξέραμε που πάνε τα τέσσερα. 16χρονοι με φλογερή καρδιά, αλλά μυαλό κουκούτσι. Αυτό ήμασταν. Όλοι να γαμήσουμε θέλαμε εκεί μέσα. Και να συγκρουστούμε. Κανένα πρόγραμμα. Καμμία ανάλυση της προκοπής… Μόνο μια διάθεση να συγκρουστούμε με την αδιόρατη καταπιεστική κοινωνία. Να εκτονωθούμε, να μπούμε και σε κανένα κόμμα και ζήτω. Και την ίδια ώρα, οι πολιτικοί, τα Μέσα, τα κόμματα, έκαναν το πραγματικό παιχνίδι. Πάνω μας. Στις αθώες, γλυκές και τρυφερές ψυχές μας. Ε, ναι, είμαι απογοητευμένος. Κι αν θες να σου πω όλη την αλήθεια, είμαι απίστευτα απογοητευμένος. Με όσους εκμεταλλεύονται την άγνοια και την οργή των νέων ανθρώπων, των νέων ανθρώπων που μεγαλώνουν χωρίς να βλέπουν προοπτική, και στην προσπάθειά τους να αυτοπροσδιοριστούν και να αλλάξουν τα πράγματα, πέφτουν θύματα των δημαγωγών, των κομμάτων και των επαϊόντων. Κι είμαι και οργισμένος γιατί στη χώρα μας αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να πολιτικοποιηθείς. Να σου πώ κάτι; Ομολογώ ότι θα προτιμούσα τα Χριστούγεννα του ’90 να τα είχα περάσει μέσα στο σχολείο με όλους, με τους καθηγητές, τους γονείς, τους πάντες, κάνοντας διάλογο για τα πάντα. Συζητώντας για την τέχνη, για την κοινωνική οργάνωση, για την τεχνολογία, για τον έρωτα, για τα πάντα. Θα προτιμούσα εκείνα τα Χριστούγεννα να μάθαινα περισσότερα και ουσιαστικότερα πράγματα απ’ το να πετάω πέτρες στους αστυνομικούς, να περιφρουρώ το σχολείο απ’ τους «φασίστες», να γράφω προκυρήξεις και να κοιμάμαι πάνω στα θρανία. Θα προτιμούσα να μάθαινα τι γινόταν στον κόσμο, στην Ευρώπη κι αλλού, για την κατάσταση σε άλλα περιβάλλοντα, και για λύσεις που προτείνονταν εκεί. Όχι να χάνω έναν μήνα απ’ τη ζωή μου για να εξυπηρετήσω τα σάπια κόμματα, τις «νεολαίες» τους και τη στρατολόγησή τους. Κανείς τους δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μορφωθούμε πραγματικά. Όλοι τους το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι προπαγάνδα. Καθένας και η ομαδούλα του που τα λέει και τα ξέρει καλύτερα άπο όλους τους άλλους. Το ’90 πολιτικοποιήθηκε μια γενιά, λένε. Σκατά στα μούτρα τους, λέω εγώ. Το ’90 όπως και το ‘95, όπως και σήμερα, τα κόμματα, οι διάφοροι ιδεολόγοι και οι διάφορες φράξιες της φράξιας στρατολογούν τους νέους και τους κάνουν συνένοχους στο βρώμικο παιχνίδι τους, τυφλώνοντάς τους, για να μην αλλάξει τίποτα τελικά. Το είδαμε το σκηνικό. Είδαμε τί άλλαξε στην παιδεία μετά τους αγώνες μας. Βλέπουμε τί γίνεται κάθε χρόνο στην παιδεία, αλλά και καθημερινά».

Ο συνομιλητής μου, που δεν ήταν πλέον συνομιλητής, αλλά ακροατής του νιχιλιστικού μου λογύδριου, με κοιτούσε σχεδόν αποσβολωμένος. Πού να ‘ξερε τί φλέβα είχε χτυπήσει; Άραγε αν ήξερε θα μου άνοιγε την κουβέντα και θα επέμενε τόσο; Ποιός ξέρει;
Είχαμε φτάσει στην πόρτα του αυτοκινήτου μου. Στο απέναντι πεζοδρόμιο ήταν ένα καμμένο αυτοκίνητο κι ακριβώς πίσω του, σ’ έναν τοίχο ήταν γραμμένο ένα σύνθημα με μαύρο σπρέι. «Οι τοίχοι έχουν αυτιά και τα αυτιά μας τοίχους».
«Να είσαι καλά» του είπα μπαίνοντας στο αμάξι, «και να προσέχεις».
«Το ίδιο και ‘συ» μου είπε σηκώνοντας διστακτικά το χέρι.
Πάτησα το διακόπτη της εκκίνησης, έστριψα το τιμόνι αριστερά, κοίταξα τον καθρέφτη και λίγο πριν ξεκινήσω για τον άδειο δρόμο, είδα τον παλιό συμμαθητή να απομακρύνεται, συνειδητοποιώντας ότι στο πίσω μέρος του κεφαλιού του η φαλάκρα είχε προχωρήσει αρκετά για να λέγεται πια μόνο υποψία.

7 Comments

  1. Καλημέρα, Χρόνια Πολλά!

    Υπάρχει δομή, η οποία θα μπορούσε να μεταφέρει τα πραγματικά αιτήματα των νέων κάθε εποχής; Τα παιδιά πολύ γρήγορα περνάνε την φάση της εφηβείας και αναγκάζονται να μπουν στην βιοπάλη όπου και ξεχνάνε (τα περισσότερα) τα αιτήματα τους. Μετά μόλις από 1-2 χρόνια, δυστυχώς, βρίσκονται έξω από το γραφείο βουλευτή (του ίδου που ήταν αντίπαλοι πιο πρίν) ζητιανεύοντας για μια «εύκολη» δουλειά. Η παθογένεια των αξιών της κοινωνίας μας, σε όλο της το μεγαλείο…
    Το αίτημα για καλύτερη, εμπνευσμένη, όπως σωστά λες παιδεία δεν μπορεί να είναι αίτημα της νεολαίας μόνο αλλά όλης της κοινωνίας. Οι νέοι μέσα από τα σχολεία μπορούν να δώσουν μόνο το έναυσμα, έχοντας μεγάλο αντίπαλο το χρόνο… Αν αυτό το έναυσμα, δεν γίνει αντιληπτό από την κοινωνία,τότε δεν θα υπάρξει κάποιο αντίκρυσμα στην όποια προσπάθεια των νέων.
    Ίσως γίνομαι λίγο απόλυτος, αλλά όπως έγινε και το 90 με τις καταλήψεις στα σχολεία, το ίδιο θα παραμένει το αποτέλεσμα κάθε φορά αν το αίτημα των νέων δεν υιοθετηθεί από το σύνολο της κοινωνίας. Και για να εξηγούμαι, όταν λέω όλης της κοινωνίας, αναφέρομαι πρώτα στους ανθρώπους του πνεύματος, στους ίδους τους εκπαιδευτικούς και σε άλλες ομάδες οι οποίες συνήθως παραμένουν απαθείς…

  2. Χρόνια πολλά! Είπες την κρίσημη λέξη: αίτημα. Δυστυχώς υπάρχει κι εκεί μεγάλη σύγχιση. Τόσο στη διατύπωσή του, όσο και στα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για τη διεκδίκησή του.

  3. Αγαπητέ Κε Παπαδόπουλε,

    Το κείμενό σας, ένα λυπημένα λυπημένο κείμενο, μου δίνει την εντύπωση ότι στην ηλικία των 16, την εποχή των καταλήψεων θα ήσασταν ένα λυπημένα λυπημένο παιδί. Τι κρίμα!…

    Και τι κρίμα που δεν θυμάστε πιά τους παλιούς σας συμμαθητές, τον Πέτρο, τον Στέλιο, την Στέλλα και τον πώς τον λέγανε…

    Σας εύχομαι την καινούργια χρονιά να τους ξαναβρείτε. Μάλιστα, θα έλεγα, να σπεύσετε να τους ξαναβρείτε. Όσο κι αν δεν το φαντάζεστε, τους χρειάζεστε επειγόντως. Περισσότερο – αυτό κι αν δεν το φαντάζεστε – απ’ ό,τι σας χρειάζονται εκείνοι!

    Γιατί ξέρετε κάτι κε Παπαδόπουλε; Έχουν ακούσει κι έχουν διαβάσει χιλιάδες νιχιλιστικά λογύδρια μέχρι τώρα. Τι θα τους προσφέρει ένα παραπάνω; Ενώ εσείς, το λυπημένα λυπημένο παιδί που θα προτιμούσε τις ημέρες των καταλήψεων να συζητάει με γονείς και καθηγητές περί τέχνης και έρωτα, μου δίνετε την εντύπωση ότι ποτέ δεν συζητήσατε μ’ ανοιχτή καρδιά – αυτή ανοίγει και τ’ αυτιά – με τα χαρούμενα λυπημένα παιδιά που ήτανε – είναι – συμμαθητές σας…

    Σας χαιρετώ με ευχές για Ευτυχισμένο και Δημιουργικό 2009.

  4. Χάρηκα που επέλεξες να ξεδιπλώσεις τις σκέψεις και το συναίσθημα σου με αφορμή ’91 αλλά κυρίως χάρηκα με τον τρόπο, που πολύ σπάνια μεταχειρίζεσαι. Όμως, έχοντας ζήσει κι εγώ τις τότε καταλήψεις αν και σε μικρότερη ηλικία, νιώθω πως γίνεται μια διχοτόμηση θέσεων στην μετά 91 εποχή. Μπορεί βέβαια και να είναι επιπόλαιη ανάγνωση, αλλά δε μπορώ να διακρίνω τις πορείες μας σε μηδενιστικές, στρατολογημένες, βολεμένες και κατεστραμμένες (από drugs, προσωπικά αδιέξοδα κλπ). Νιώθω πως οι ήρωες της αφήγησης επέλεξαν έναν αυστηρά περιγεγραμμένο δρόμο που δεν είναι φυσικός σα πορεία ζωής. Ναι, μπορεί να ένιωσε κανείς την ανάσα της κομματικής γραμμής στο σβέρκο του (κάτι σαν την ανάσα του θανάτου…της ελευθερίας της σκέψης), ναι, μπορεί να λούφαξε για κάποια περίοδο από ανασφάλεια και φόβο κλπ, ναι, μπορεί ακόμα και να στράφηκε στο μεταφυσικό, στα drugs ή στην…ψυχανάλυση, ναι, μπορεί να επιδόθηκε σε λεονταρισμούς πως τάχα αποφάσισε μια νορμάλ ζωή σβήνοντας το «αγωνιστικό» παρελθόν, αλλά αν δεν έζησε εκείνα τα γεγονότα κινούμενος από μια ανάγκη (να γίνει μούρη, να βρει γκόμενα, να έρθει σε σύγκρουση με τον πατέρα του, να χάσει μάθημα κλπ), ο ήρωας του παραμυθιού μας δε μπορεί να ξεφύγει από το αίτημα/ελπίδα/προσπάθεια για έναν πιο ανθρώπινο και δίκαιο κόσμο για όλους.

    Καλή χρονιά να έχουμε.

  5. @Mathitikigrothia Καλή δύναμη! Και μια ακόμα ευχή: να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος. Καλή χρονιά!

    @Niemandsrose Εύστοχες παρατηρήσεις. Ανταποδίδω τις ευχές μου, για ένα δημιουργικό και υγιές έτος. Αυτό που κυρίως θα ήθελα να πω μέσα απ’ αυτό το κείμενο είναι ότι χρειάζεται να πάρεις τον επίπονο, κοπιαστικό και μακρύ δρόμο της αυτοπραγμάτωσης για να καταλάβεις ποιά ακριβώς πράγματα σε ενώνουν με τους άλλους και ποιά ενδεχομένως σε απομακρύνουν από αυτούς. Διστάζω έντονα πια όταν ακούω για βιαστικούς κι ανυπόμονους ιδεολόγους.

  6. H γενιά των καταλήψεων του 90-91 στο πλευρό μαθητών και φοιτητών

    Με αυτή μας την επιστολή θα θέλαμε να χαιρετίσουμε την πολύμορφη εξέγερση της νέας γενιάς, να σταθούμε αλληλέγγυοι στον αγώνα τους, και να τους πούμε ότι δεν είναι μόνοι τους. Ιδιαίτερα η πρωτοβουλία τους να πραγματοποιήσουν εκδήλωση μνήμης – συλλαλητήριο στις 9 Γενάρη, μέρα που πριν 18 χρόνια οι γνωστοί «αγανακτισμένοι πολίτες – νοικοκυραίοι» ΟΝΝΕΔίτες, δολοφόνησαν στο σχολείο του τον καθηγητή Νικο Τεμπονέρα, είναι η αφετηρία ώστε να συναντηθούν 2 αγωνιζόμενες γενιές.
    Επειδή όμως εκεί που είναι ήμασταν, και εδώ που είμαστε θα έρθουν, οφείλουμε να τους πούμε μερικές αλήθειες, που εμάς δεν μας τις είπαν τότε αυτοί που θα όφειλαν.

    Πάνε 18 χρόνια από τον δικό μας αγώνα που τόσο μοιάζει με τον δικό σας.
    18 ολόκληρα χρόνια από εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ που οι παρακρατικοί «αγανακτισμένοι» ΟΝΝΕΔίτες, εκτελώντας εντολές της Δεξιάς πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας, ξεκίνησαν να ανακαταλάβουν τα υπό κατάληψη σχολεία για να τα… νοικοκυρέψουν! Συμπλοκές, συγκρούσεις, αληθινές μάχες και πολιορκίες δόθηκαν… Παντού ηττήθηκαν και απωθήθηκαν από το οργανωμένο μαθητικό κίνημα, παντού τράπηκαν σε φυγή, παντού απέτυχαν! Στην Πάτρα είχαμε τον πρώτο νεκρό: τον καθηγητή Νίκο Τεμπονέρα, που έπεσε χτυπημένος από το λοστό του παρακρατικού Καλαμπόκα! Στην Αθήνα άλλοι 4 νεκροί πολίτες (κάηκαν ζωντανοί) στο κατάστημα «Κάπα Μαρούση» που πήρε φωτιά μετά από «εξοστρακισμό» ληγμένου δακρυγόνου μέσα στο κτίριο κατά την διάρκεια συγκρούσεων, που οδήγησαν στην παραίτηση τον τότε Υπουργού Παιδείας Βασίλη Κοντογιαννόπουλου.

    Σήμερα 18 χρόνια μετά, δυστυχώς τίποτα δεν άλλαξε. Η ίδια Δεξιά νοοτροπία δολοφονεί τα όνειρά μας, η ίδια Δεξιά λογιστική μας ξεπουλά για 700 ευρώ στο σκλαβοπάζαρο της δουλείας, η ίδια Δεξιά πνίγει τις ανάσες μας για ζωή! Και εσείς, όπως και εμείς, που μας -και σας- θεωρούσαν μια γενιά αδιάφορη εξεγερθήκατε στο τέλος της υπομονής!

    Η πλειοψηφία της Νεολαίας όταν τους μιλούν για πολιτική λένε: …είναι στημένο παιχνίδι.. είναι σικέ… έχουν δίκιο;
    ΝΑΙ γιατί Δημοκρατία δεν είναι απλά να λες τη γνώμη σου και να μην σε… στέλνουν εξορία. Αυτό είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα και η ελευθερία. Δημοκρατία είναι κανόνες για το πώς παίρνονται σοβαρές αποφάσεις για έναν λαό, πως διαφυλάττεται η διαφάνεια στην διαχείριση των πόρων του, ακόμα και το πώς και ποιοι εκλέγονται στους θώκους εξουσίας, και αν υπάρχει ισονομία. Τίποτα από αυτά δεν υπάρχει!!!!! Οι νόμοι ισχύουν και εφαρμόζονται μόνο για τους αδύνατους και ποτέ δεν κλήθηκε ο Ελληνικός λαός σε δημοψήφισμα να αποφασίσει για κάτι που τον αφορά.
    Γι’ αυτό πρέπει να απαιτήσουμε Εθνικό διάλογο για την αναβάπτιση του πολιτεύματος, με διαφανείς κανόνες διαχείρισης του δημόσιου πλούτου, θέσπιση τρόπου αποφάσεων με δημοψηφίσματα πανελλαδικού αλλά και τοπικού χαραχτήρα.
    Επανεξέταση του εκλογικού συστήματος με καθιέρωση συγκεκριμένου ορίου θητειών σε πολιτειακούς θώκους (βουλευτές, δημάρχους κ.λ.π.) όπως ισχύει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ώστε να μπει τέλος στους επαγγελματίες πολιτικούς και ό,τι αυτό συνεπάγεται.
    Ασφαλιστικό: Ένα ακόμα κοινό σημείο μαζί σας είναι ότι όλοι είμαστε οι λεγόμενοι “καμένοι” δηλαδή οι ασφαλισμένοι μετά την 01/01/1993. Αυτήν την απαράδεκτη διαχωριστική γραμμή που κάποιοι έκτισαν και κάποιοι ανεχτήκαν, και μας έχουν καταδικάσει ως ασφαλισμένους αλλά και ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Εμείς είμαστε οι πρώτοι που βιώνουμε τις συνέπειες και αν δεν ανατραπεί άμεσα πολύ σύντομα θα τις βιώσετε και εσείς. Γι αυτό ζητάμε το πάγωμα των ασφαλιστικών νομοσχεδίων Σιουφα-Ρεππα-Πετραλια και διάλογο από μηδενική βάση.
    Θέλουμε όμως να απευθυνθούμε και στη δικιά μας τη γενιά, που κάποιοι έχουν παιδιά και αγωνιούν κάνοντας 2 και 3 δουλειές για να τα ζήσουν, κάποιοι είναι σε απόγνωση και απογοήτευση για ότι συμβαίνει γύρω μας, κάποιοι νιώθουν θυμό αλλά δεν λαμβάνουν τη μεγάλη απόφαση… Σας λέμε λοιπόν:

    ΞΕΣΗΚΩΘΕΙΤΕ! με όποιον τρόπο μπορείτε και επιλέγετε
    ΞΕΣΗΚΩΘΕΙΤΕ! Στη σκέψη, στην κουβέντα με τον φίλο, με τον συνάδελφο
    πείτε δυνατά … ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΑΛΛΟ…
    ΞΕΣΗΚΩΘΕΙΤΕ! όπου και να ανήκετε πολιτικά για πραγματική Δημοκρατία
    Διαφάνεια και Ισονομία.
    ΞΕΣΗΚΩΘΕΙΤΕ! Γιατί δυστυχώς είμαστε η πρώτη γενιά που ζει χειρότερα από
    την προηγούμενη και αν δεν αντιδράσουμε θα τα υποστεί και
    η επόμενη.

    Εμείς σας καλούμε σε μαζική συμμετοχή στα συλλαλητήρια στις 9 Γενάρη ώστε να νιώσουν οι μαθητές και οι φοιτητές ότι δεν είναι μόνοι τους.
    Επίσης σας καλούμε σε αυτοοργάνωση και διαρκή δράση και εποκοινωνία μεσα απο το http://WWW.30plus-gr.blogspot.com

    Το κείμενο υπογράφουν: Παντελής Πασπαλάς Στέφανος Μυτιληναίος Μελη της Παννελαδικής Συνονιστικής Επιτροπης Καταλήψεων 1990-1991

Αφήστε απάντηση στον/στην mathitikigrothia Ακύρωση απάντησης

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.