Τις τελευταίες ημέρες διεξάγεται στη χώρα μας ένας ευρύς δημόσιος διάλογος σχετικά με το παρόν και το μέλλον του Τύπου. Πότε άτακτα και πότε πιο συγκροτημένα, πλήθος εμπλεκόμενων διαλέγεται και μονολογεί, όπως κάνω εγώ αυτή τη στιγμή, επάνω στα μείζονα και στα ελάσσονα ερωτήματα, τις προκλήσεις και τα πρόσκαιρα πιθανώς αδιέξοδα που γεννά η σταδιακή αλλαγή αυτού που γνωρίζαμε ως τώρα με τη μορφή της εφημερίδας, του περιοδικού ή ακόμα και της τηλεόρασης ή του ραδιοφώνου. Η αλλαγή αυτή επισυμβαίνει σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας μιας τεχνολογικής μετατόπισης. Το διαδίκτυο και οι ευρυζωνικές συνδέσεις τείνουν να ολοκληρώσουν και να γενικεύσουν μια καινούργια κατάσταση στο τοπίο των Μέσων, που οργανώνεται γύρω απ’ την οθόνη, τα δίκτυα, τις άυλες αξίες, και την τεχνολογική καινοτομία. Τα διακυβεύματα είναι πολλά και θα χρειαστεί αρκετός χρόνος ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Προς το παρόν μπορούμε μόνο να προσθέτουμε θραύσματα, προβληματισμούς, να εικάζουμε και να δημιουργούμε παραδείγματα. Να εκκινούμε διαλόγους. Υπό αυτό το πρίσμα, γιορτάζω κάθε αφορμή για διάλογο, κάθε απόπειρα άρθρωσης λόγου, κάθε απόπειρα έρευνας, διερωτήσεων, στοχασμού, αναλύσεων, συνθέσεων και αναμοχλεύσεων. Δε συμφωνώ καθόλου με την άποψη που αντιμετωπίζει τα πράγματα αφ’ υψηλού, στο στυλ τι νέο έχουν τώρα να μας πουν αυτοί. Κάθε νέα συζήτηση, κάθε νέα έρευνα, κάθε νέα γνώμη και τοποθέτηση, λαμβάνει θέση στον καμβά της αναζήτησης νοήματος, και γι’ αυτό κατά τη γνώμη μου πρέπει να ενθαρρύνεται. Οι απόψεις που θέλουν μόνο τους ειδικούς ή τους ειδήμονες να συζητούν, κεκλεισμένων των θυρών, εκτός από ελιτίστικες, είναι αντιδημοκρατικές και εχθρικές προς το μοίρασμα της γνώσης.
Την προηγούμενη εβδομάδα διεξήχθη ένα διεθνές συνέδριο στο Μέγαρο Μουσική Αθηνών με τίτλο Νέα Μέσα & Ενημέρωση: Συγκλίσεις και Αποκλίσεις υπό την αιγίδα του τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου. Δυστυχώς παρακολούθησα μόνο την έναρξη και τη λήξη του, αλλά σε κάθε περίπτωση αποζημιώθηκα, κι έμεινα πάρα πολύ ευχαριστημένος απ’ τη διοργάνωσή του. Την πρώτη ημέρα είχε προσκληθεί στα πλαίσια του Megaron Plus ένα πάνελ επαγγελματιών του παραδοσιακού Τύπου. Συγκεκριμένα μίλησαν οι υπεύθυνοι των διαδικτυακών εκδόσεων των εφημερίδων της ισπανικής El Pais, Lydia Aguire, της βρετανικής Guardian, Georgina Henry, και των αμερικανικών NewYork Times, Jim Roberts. Ειπώθηκαν πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά όπως συζητήσαμε μετά με ανθρώπους που εμπλέκονται κυρίως στα Νέα Μέσα, διαφάνηκε μια κάποια αμηχανία, και κυρίως ένας φόβος, για να μην πω πανικός, των ανθρώπων του παραδοσιακού Τύπου, μπροστά στην επέλαση του Διαδικτύου. Με κάποια δόση υπεροψίας μάλιστα και οι τρεις επαγγελματίες μας έδωσαν να καταλάβουμε ότι τα Μέσα έχουν περιέλθει σε κρίση εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Είναι δηλαδή κι αυτά θύματα της κρίσης… Στις ερωτήσεις όμως που δέχθηκαν δεν αμφισβήτησαν καθόλου το μοντέλο βάσει του οποίου δραστηριοποιούνται, ενώ επαναλάμβαναν με κάθε αφορμή ότι δεν έχει βρεθεί ακόμα το επιχειρηματικό μοντέλο που θα στηρίξει τον Τύπο στο διαδίκτυο.
Τα ερωτήματα που αίφνης μου γεννήθηκαν είναι τα εξής:
-Τα Μέσα άραγε δεν έχουν μερίδιο ευθύνης για αυτή την κρίση;
-Γιατί δεν αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως μέρος του προβλήματος;
-Αυτή η υπεροψία των επαγγελματιών που αντιμετωπίζουν το διαδίκτυο μόνο ως πεδίο όπου πρέπει πάση θυσία να αποικηθεί απ΄ τη μεγάλη οικονομική δύναμη των παραδοσιακών βιομηχανιών του Τύπου που είναι συγκεντρωμένες σε ελάχιστα χέρια, δε προδίδει άραγε τη χρεωκοπία του ίδιου οικονομικού, επιχειρηματικού αλλά και αξιακού μοντέλου;
Η δημοσιογραφία τις τελευταίες δεκαετίες έχει μεταβληθεί από ελεγκτή σε απολογητή του κυρίαρχου οικονομικού και πολιτικού μοντέλου. Το βασικό της καθήκον, ο έλεγχος της εξουσίας, έχει στρεβλωθεί, και τώρα τα Μέσα παίζουν το ρόλο του προπαγανδιστή και του απολογητή, είτε των εταιρειών, είτε των κυβερνήσεων. Ο πολίτης απ’ την άλλη, είναι καταδικασμένος και πάλι στη θέση του θεατή, με τη διαφορά ότι στη νέα εποχή του διαδικτύου, ή αλλιώς στη νέα, εικονική φάση της κυριαρχίας των μιντιακών αυτοκρατοριών, ο πολίτης ακολουθεί το καρότο της συμμετοχής του στην παραγωγή του περιεχομένου, μέσα απ’ το πρίσμα της εθελοντικής του συμμετοχής στην παραγωγή περιεχομένου ή οποία συμβαδίζει με μια εξίσου εθελοντική αποχή από οποιαδήποτε αξίωση αμοιβής. Σαν αποτέλεσμα, το διαδίκτυο, που λογίζεται ρομαντικά ως το πιο ελεύθερο και ελπιδοφόρο Μέσο, εμπεδώνεται σιγά σιγά ως ένας σκουπιδότοπος που αναμένει τη βιομηχανία να του βάλει μια τάξη. Εν μέρει αυτό είναι αληθές. Όταν συγκροτηθεί σαφής και οριοθετημένη οικονομική δραστηριότητα γύρω απ’ το διαδικτυακό Τύπο, τότε τα πράγματα όντως θα ξεκαθαρίσουν. Ακόμα όμως δεν έχει βρεθεί ο τρόπος της μετάβασης, όχι επίσημα τουλάχιστον. Κι έτσι οι κινήσεις των παραδοσιακών Μέσων γίνονται με αργούς ρυθμούς, με τόσο αργούς ρυθμούς ώστε εκτός των άλλων απωλειών, να μην υπάρξουν και μαζικές αντιδράσεις χρηστών που θα κατακεραυνώνουν την απώλεια των δωρεάν υπηρεσιών. Παρεμπιπτόντως, η κ. Aguire της El Pais, σε ερώτηση που της έγινε, είπε πολύ γλαφυρά και με νόημα ότι εμείς δε δίνουμε τίποτα δωρεάν, ακόμα κι αν επάνω στο προϊόν γράφει δωρεάν…
Η υπεράσπιση του παλαιού μοντέλου απ’ την πλευρά των τριών ομιλητών του πάνελ ήταν ομόφωνη. Όταν μάλιστα τους έγινε η κρισιμότερη κατά την άποψή μου ερώτηση, σχετικά με την εξάρτηση που δημιουργεί η διαφήμιση, κι αυτό το μοντέλο θα μπορούσε να παρακαμφθεί στο διαδίκτυο, οι επικεφαλής των διαδικτυακών εκδόσεων των μεγάλων ευρωπαϊκών εφημερίδων, απάντησαν πως η διαφήμιση είναι ένα βιώσιμο μοντέλο, έχουμε μάθει να ζούμε με τους διαφημιστές εδώ και δεκαετίες. Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τη διαφήμιση. Το πρόβλημα είναι ότι μας έρχεται όλο και λιγότερη διαφήμιση. Ο αμερικανός συνάδελφος, δε χρειάστηκε να προσθέσει κάτι αφού είχε καλυφθεί πλήρως…
Όταν οι δημοσιογράφοι αρνούνται να δουν ότι ένας βασικός λόγος της αναξιοπιστίας τους στο δημόσιο διάλογο είναι οι εξαρτήσεις τους, το γεγονός δηλαδή ότι συχνά τα έντυπα δέχονται να τους υπαγορεύεται η ύλη απ’ τους διαφημιζόμενους, οι οποίοι εξαγοράζουν ασυλία ελέγχου, τότε καταλαβαίνουμε ότι δε μπορούν να αντιληφθούν τους εαυτούς τους ως μέρος μιας γενικότερης παθολογίας, που δεν προσβάλλει μόνο τις τράπεζες ή τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Η απληστία, η αδιαφορία για το κοινό καλό, η απουσία ελέγχου, η διαφθορά είναι αμαρτίες που ταλαιπωρούν ΚΑΙ απ’ τις βιομηχανίες των Μέσων. Βέβαια, οι διευθυντές δε μπορούν να ομολογήσουν τέτοια παραπτώματα. Επιπλέον, η θέση της εν λόγω βιομηχανίας είναι κρίσιμη διότι προπαγανδίζει όλες τις άλλες βιομηχανίες, είναι δηλαδή η βιομηχανία των βιομηχανιών.
Αυτή τη στιγμή απειλείται η βιομηχανία των Μέσων να χάσει μεγάλο μέρος της επιροής της στην κοινωνία και να παρασύερει ενδεχομένως όλους τους χρηματοδότες της σε μια συνολική ανυποληψία. Για να μη συμβεί αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί στα Νέα Μέσα, με έναν όσο το δυνατό πιο ανώδυνο και δημοκρατικό τρόπο. Θα υποχρεωθεί λοιπόν να ακούσει τους πάντες με ενδιαφέρον κάτι που δεν έχει γίνει ως τώρα. Να ακούσει δηλαδή τους ίδιους τους δημοσιογράφους, αλλά και τους αναγνώστες, να ακούσει τους ακαδημαϊκούς αλλά και τους στοχαστές, τους ερευνητές και τους ακτιβιστές. Αν δεν το κάνει θα ξεπεραστεί απ’ την κοινωνία, η οποία θα ανζητήσει το προϊόν σε άλλα, πιο ανεξάρτητα κανάλια…
Απ’ αυτή την πρώτη ημέρα του διαδικτύου αν ήθελα να εξάγω ένα συμπέρασμα, είναι ότι τα παραδοσιακά Μέσα εξακολουθούν να φοβούνται τις αλλαγές, κάτι που είναι λογικό και ανθρώπινο. Όμως είναι υποχρεωμένα εκ των πραγμάτων να κάνουν υπερβάσεις.
Τώρα, αναφορικά με την τελευταία ημέρα του συνεδρίου να πω ότι χάρηκα πάρα πολύ με μερικές παρουσιάσεις. Δυστυχώς έχασα κάποιες που ήθελα να παρακολουθήσω, αλλά νομίζω ότι με λίγη αναζήτηση θα τις βρω κάπου δημοσιευμένες. Επισημαίνω συνοπτικά το ενδιαφέρον που μου προξένησε η παρουσίαση της κ. Sophie Boulay, για το astroturfing, έναν πάρα πολύ σημαντικό όρο που αγνοούσα, και στον οποίο θα αναφερθώ εκτενέστερα σύντομα ελπίζω. Την πολύ ενδιαφέρουσα συγκριτική έρευνα των Beatrice Damian-Gaillard, Franck Rebillard και του Νίκου Σμυρναίου σχετικά με τα παραδοσιακά Μέσα και τους καθαρούς παίκτες του διαδικτύου. Καθώς και την επίσης ενδιαφέρουσα παρουσίαση της Βάλιας Καϊμάκη για τη χρήση των διαδικτυακών εργαλείων απ’ τους έλληνες δημοιογράφους. Μακάρι να είχα χρόνο να παρακολουθούσα όλο το συνέδριο.
Όταν έκλεινε το συνέδριο, την ίδια ημέρα, ο Rupert Murdoch ανακοίνωνε ότι θα κάνει τα διαδικτυακά του Μέσα συνδρομητικά, και μάλιστα προέβλεψε ότι σε έναν χρόνο από τώρα όλα τα Μέσα στο Διαδίκτυο θα είναι επί πληρωμή! Είδηση κι αυτή! Ο ακαδημαϊκός κόσμος να συζητά συγκλίσεις και αποκλίσεις των Νέων Μέσων και της ενημέρωσης και ο λεγόμενος μεγιστάνας του Τύπου να λέει ότι από εδώ και στο εξής θα πληρώνετε τα πάντα στο διαδίκτυο…
Η αλήθεια είναι ότι πρέπει όντως όπως είπε ο Νίκος Δρανδάκης να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ δημοσιογραφίας και βιομηχανίας. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Όπως επίσης πρέπει να διακρίνουμε και τη δημοσιογραφία απ’ την ερευνητική της διάσταση, με την έννοια ότι άλλα μέσα χρειάζεται ένας ερευνητής, ένας ρεπόρτερ και άλλα μέσα ένας op-ed, ένας γραφιάς κειμένων γνώμης. Όπως επίσης πρέπει να διακρίνουμε και τη δημοσιογραφία απ’ το επάγγελμά της. Κι όλες αυτές τις διακρίσεις θα πρέπει να τις χρησιμοποιήσουμε προκείμενου να ανακαλύψουμε καινούργιες συνθήκες άσκησης τόσο του επαγγέλματος όσο και του λειτουργήματος γενικά. Τόσο στα έντυπα όσο και στο διαδίκτυο. Τόσο οι επαγγελματίες όσο και οι ερασιτέχνες.
Το σοβαρότατο θέμα που αποφεύγεται βέβαια να συζητηθεί είναι η συγκέντρωση των Μέσων σε λίγα χέρια, κάτι που επίσης ταλανίζει τα Μέσα σ’ όλο τον πλανήτη, κι είναι μέρος της ευρύτερης παθολογίας τους.
Ο κόλουμνιστ Νίκος Ξυδάκης σ’ ένα εξαιρετικό άρθρο στην Καθημερινή της Κυριακής έγραψε μερικές πολύ εύστοχες κρίσεις για το μέλλον του Τύπου, το οποίο μπορεί να είναι αβέβαιο, αλλά φέρει μαζί του και την ελπίδα για μια πιο άξια δημοσιογραφία.
Την ίδια στιγμή, στο Βήμα της Κυριακής, δημοσιεύεται ένα δισέλιδο άρθρο του κ. Βασίλη Χιώτη, που υπερασπίζεται δυναμικά την τροπολογία, η οποία τελικά δεν ψηφίστηκε απ’ τη βουλή και σχετιζόταν με το περίφημο 2%. Η συζήτηση γύρω απ’ την επίμαχη τροπολογία έχει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί σχετίζεται άμεσα με το διάλογο που αφορά στη βιομηχανία του παραδοσιακού μοντέλου των Μέσων. Ελπίζω να βρω χρόνο να τη σχολιάσω. Προς το παρόν ένα σχόλιο: η εφημερίδα υπερασπίζεται την χρήση του 2% των ακαθάριστων κερδών, έστω φορολογούμενων, με το σκεπτικό ότι οι επιχειρήσεις του Τύπου χρειάζεται να κάνουν δαπάνες για τις οποίες δε μπορούν να πάρουν αποδείξεις. Θα ζητήσει απόδειξη ένας ρεπόρτερ στη Βαγδάτη; λέει η εφημερίδα. Εδώ πρέπει να ρωτήσουμε την εφημερίδα πόσους ρεπόρτερ έχει σε τόσο ειδικές αποστολές. Όπως ειπώθηκε και στη συζήτηση του Μεγάρου, όντως η ερευνητική δημοσιογραφία είναι μια ακριβή υπόθεση. Αλλά εκτός από ακριβή είναι και μια κοινωνική λειτουργία που πρέπει να υπάγεται σε έλεγχο. Δηλαδή: ο Τύπος να ελέγχει την εξουσία, αλλά και οι πολίτες να ελέγχουν τον Τύπο. Δεν μπορεί στο όνομα της διαφάνειας, της αλήθειας και της δημοκρατίας, ο Τύπος να λειτουργεί αδιαφανώς. Τί σημαίνει «έξοδα και πληρωμές σε βοηθούς και περιστασιακούς συνεργάτες»; Πώς θα διασφαλιστεί ότι τα έξοδα αυτά και οι πληρωμές δε γίνονται σε αξιωματούχους, σε πολιτικά πρόσωπα ή σε άλλους ενδιαφερόμενους; Ποιός θα μας διαβεβαιώσει ότι αυτές οι δικαιολογημένα κρυφές δαπάνες των Μέσων δεν γίνονται όχι με σκοπό την αποκάλυψη της αλήθειας, αλλά αντίθετα με σκοπό την απόκρυψή της;
Εντωμεταξύ στους κινηματογράφους προβάλλεται η ταινία State of Play, ή ελληνιστί, Κατάσταση των πραγμάτων του Kevin Macdonald. Το φιλμ είναι ένα πολιτικό θρίλερ που τοποθετεί στην ατζέντα τα θεμελιώδη ερωτήματα περί της σχέσης δημοσιογραφίας και πολιτικής, περί διάκρισης των εξουσιών, περί ελέγχου. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας δημοσιογράφος που ακροβατεί ανάμεσα στην άσκηση του λειτουργήματός του και στη φιλική του σχέση με έναν πολιτικό. Οι πιέσεις που δέχεται απ’ τη διευθύντριά του, από συναδέλφους, από τον πολιτικό, απ’ το ίδιο το θέμα του είναι πολλές. Η συνείδηση του δημοσιογράφου παίζει τεράστιο λόγο, αλλά δεν σώζει αναγκαστικά. Συχνά ο δημοσιογράφος καλείται να ακροβατήσει σε τεντωμένο σχοινί.
Νομίζω εν κατακλείδει ότι μιλάμε για τον αποικισμό του διαδικτύου απ’ τις μεγάλες βιομηχανίες των παραδοσιακών Μέσων. Θα είναι αιματηρή ή αναίμακτη αυτή η επέμβαση; Θα λάβει υπόψη της τους ιθαγενείς και τις ιδιομορφίες, τα δομικά χαρακτηριστικά του διαδικτύου ή θα προσπαθήσει να επιβάλλει τους δικούς της κανόνες; Θα ασπαστεί καινούργιες αξίες, ή θα συνεχίζει να πορεύεται με τον ίδιο αλλαζονικό τρόπο; Οι ιθαγενείς και οι πρώτοι άτακτοι πιονέροι του διαδικτύου πώς θα αντιδράσουν; Νομίζω ότι οι αλλαγές είναι αναπόφευκτες κι ότι αξίζει όλοι οι εμπλεκόμενοι να σταθούν με ανοιχτό και συνεργατικό πνεύμα, με κρίση και κυρίως με διάθεση διαλόγου απέναντι στα τεκτενόμενα. Η ισχύς ανακατανέμεται τώρα. Επίσης, μαζί με ένα συγκεκριμένο τρόπο οικονομικής οργάνωσης καταρρέει κι ένα μοντέλο ενημέρωσης, το οποίο κάλυπτε όλη αυτή την ασυδοσία. Τα Μέσα έγιναν ασύδοτα κι αυτά. Με λίγα λόγια έγιναν μέρος του προβλήματος, κι αυτό είναι φανερό στον καθένα.
Κατά τη γνώμη μου αυτό που πρέπει να κυριαρχήσει στην ατζέντα των συζητήσεων είναι η αρχή της δημοσιογραφίας. Η πρωταρχική αξία, το καθήκον, και το ζητούμενο της δημοσιογραφίας είναι η αποκάλυψη της αλήθειας, η έκθεση της πραγματικότητας. Αυτό είναι το δέον του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και ενεργήματος. Αν είμαστε διατεθειμένοι να συνεχίζουμε να το θυσιάζουμε στο βωμό των εταιρικών κερδών, τότε είμαστε άξιοι της τύχης μας. Ένας Τύπος που καλύπτει τα όποια επιχειρηματικά, κυβερνητικά, κομματικά ή άλλα συμφέροντα, είναι ένας Τύπος καταδικασμένος στην ατέλειωτη κρίση και στην αναξιοπιστία.
Έχω κάποιες ενστάσεις σχετικά με την κανονιστική αντίληψη για την δημοσιογραφία που παραθέτεις […]Η πρωταρχική αξία, το καθήκον, και το ζητούμενο της δημοσιογραφίας είναι η αποκάλυψη της αλήθειας, η έκθεση της πραγματικότητας […]
Έχω την αίσθηση πως τα θέματα περί «αλήθειας» και «πραγματικότητας» έχουν λυθεί στο χώρο μελέτη της δημοσιογραφίας – συνιστούν απλώς ανέφικτες ουτοπίες μιας παραπλανητικής ρητορικής περί δεοντολογίας που έχει καταρρεύσει υπό το πρίσμα της ανάλυσης λόγου, αλλά και των ριζοσπαστικών προσεγγίσεων.
Υποψιάζομαι όμως πως κατά βάση υπονοείς τη λεγόμενη «στροφή στο ρεπορτάζ», οπότε αν είναι έτσι η κριτική μου εντοπίζεται κυρίως στην επιλογή των όρων – διότι δε νομίζω πως η χρησιμοποίηση τόσο αδόκιμων και φορτισμένων όρων προσφέρει κάτι σε τόσο σημαντικά, επίμαχα και ενδιαφέροντα θέματα όπως αυτά που αναδεικνύεις.
Evangelos αναφέρομαι στην ερευνητική δημοσιογραφία και δε βλέπω άλλο τρόπο να την υπερασπιστούμε απ’ το να τη δούμε έστω «κανονιστικά» όπως λες. Χωρίς θεωρητικά πλαίσια, δεοντολογίες, και καταστατικές αρχές, αυτό το είδος της δημοσιογραφίας δε μπορεί να λειτουργήσει. Τώρα, θα με ενδιέφερε να μου πεις λίγα περισσότερα σε τί αναφέρεσαι ακριβώς όταν μιλάς για «παραπλανητική ρητορική» (ποιών;), «κατάρρευση» (πότε και που;), και «ριζοσπαστικές προσεγγίσεις» (ποιών;).
Επιμένω στη χρήση αυτών των όρων, και δεν υποκύπτω στο σχετικισμό, γιατί κρίνω ότι αυτά που ερευνά κανείς και γνωρίζει είτε διαμέσου της πρωτογενούς του εποπτείας και βίωσης, είτε μέσω της μελέτης, της αναπαράστασης, των πειραμάτων και του διαλόγου, αξίζει να τα υπερασπίζεται ως πραγματικά κι αληθινά. Μπορεί να κάνει λάθος, ή να αυταπατάται αλλά σε κάθε περίπτωση βοηθά στην κατανόηση, στην απόδοση νοήματος, στη συνειδητοποίηση, στη συζήτηση, στην προώθηση της ατομικής και συλλογικής υπόθεσης. Σύμφωνοι, η εφημερίδα του ΚΚΣΕ της Σοβιετίας, Αλήθεια λεγόταν, κι ήταν όργανο του κόμματος. Αλλά γιατί μάς ενοχλεί; Τί θα άλλαζε αν λεγόταν Μόσχα Voice; Οι λέξεις και οι όροι κακοποιούνται, και μάλιστα όσο πιο πολύτιμοι είναι τόσο πιο βάναυσα.
Όπως βλέπεις άγγιξες ευαίσθητο σημείο. Καλό βράδυ.
Από τα θετικά είναι ότι ορθά κατάλαβα ότι αναφέρεσαι στην ερευνητική δημοσιογραφία. Και πράγματι οι φράσεις για τις οποίες ρωτάς θέλουν περαιτέρω διευκρίνηση. Σύντομα λοιπόν:
Η «παραπλανητική ρητορική» αφορά τους οπαδούς της λεγόμενης κανονιστικής προσέγγισης στη δημοσιογραφία διότι εστιάζοντας μονολογικά στα ζητήματα δεοντολογίας και καταστατικών αρχών, όχι μόνο δεν αναγνωρίζουν (στο βαθμό που πρέπει) τις στρεβλώσεις που προκαλούν το κράτος και η αγορά των Μέσων στη δημοσιογραφία (αυτό δηλ. που πρεσβεύουν οι ριζοσπαστικές, κριτικές προσεγγίσεις) αλλά υιοθετούν και μια ορολογία (αυτά περί αλήθειας και πραγματικότητας) που μόνο προβλήματα δημιουργεί.
Προβλήματα διότι από τη μια η έννοια της «αλήθειας» παραπέμπει σε μια μονοδιάστατη αντίληψη περί “ορθού” (τεράστιο ζήτημα), και από την άλλη η «έκθεση της πραγματικότητας», όσο και αν ενέχει αντικειμενικά χαρακτηριστικά, παραμένει μια “αφήγηση”/εκδοχή της πραγματικότητας από την πλευρά αυτού που παρουσιάζει την είδηση (εδώ μπαίνουν και τα περί «κατάρρευσης» – όρος όμως που είναι και αδόκιμος και υπερβολικός μιας και πρόκειται ουσιαστικά για αποδόμηση).
Οπότε και με αφορμή την ατυχή χρήση του όρου «κατάρρευση» από μέρους μου, ήθελα απλώς να πω ότι η αρχική μου παρατήρηση αφορούσε τις έννοιες και τους όρους που αν και ενίοτε τυχαίοι πάντα περιέχουν νοήματα. Ε και στη συγκεκριμένη περίπτωση έκανα μια παρατήρηση πάνω στην ορολογία, τον τρόπο με τον οποίο την χρησιμοποίησες και το νόημα που βγάζω από αυτή.
Νομίζω πως έγινα πιο κατανοητός με τις διευκρινήσεις – γιατί σε οποιαδήποτε περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ένα, πράγματι όπως λες, ευαίσθητο σημείο.