Είχα βγει για μια μικρή βόλτα, όταν παρατηρώντας τις καμινάδες να βγάζουν καπνούς ανάμεσα στις αθηναϊκές κεραίες, συνειδητοποιήσα ότι είχα αφήσει ανενεργό για καιρό το ιστολόγιό μου. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, στο δρόμο ο κόσμος έσερνε σακούλες πολυκαταστημάτων, και μετανάστες πωλούσαν γκι σε νέες συσκευασίες.
Μπήκα σ’ ένα κατάστημα για να αγοράσω ένα μικρό δώρο για τη γυναίκα μου, και πριν προλάβω να κάνω κάποια ερώτηση, άκουσα δέκα εκνευριστικές διαφημίσεις απ’ το ραδιόφωνο του μαγαζιού. Έκανα το καθήκον μου ψωνίζοντας ένα μάλλον χρήσιμο δώρο και βγήκα στον έξω κόσμο, όπου οι διαφημίσεις ήταν ακόμα πιο παρούσες κι ακόμα πιο εκνευριστικές. Καταλαβαίνω ότι τα Χριστούγεννα είναι μια καταναλωτική εποχή, κι ότι όλοι βάζουν τα δυνατά τους για να πουλήσουν το καθετί, αλλά τα πάντα έχουν και τα όριά τους. Σ’ αυτή, την χωρίς όρια πόλη, σ’ αυτή την χωρίς όρια χώρα, σ’ αυτή τη χωρίς όρια κοινή ζωή, τα Χριστούγεννα είναι μια χωρίς όρια καταναλωτική εποχή.
Αφού περιπλανήθηκα λίγο στους δρόμους με το δώρο στο χέρι, έκανα ένα διάλειμμα σ’ ένα καφέ, όπου ξαπόσταιναν πολλοί σύζυγοι σαν κι εμένα. Απομόνωσα τη σκέψη μου στο ιστολόγιό μου κι έβγαλα το σημειωματάριό μου για να κρατήσω σημειώσεις απ’ τα πιθανά μου θέματα. Ένεκα της εποχής σκέφτηκα να γράψω κάτι γιορτινό, αλλά η εφημερίδα στο διπλανό τραπέζι δε μου ενέπνεε τίποτα γιορτινό. Οικονομική κρίση και υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, γρίπη των χοίρων, συγκρούσεις στα πεδία μάχης, αστάθεια, αβεβαιότητα, απειλή θανάτου και φόβος παντού. Οι άνθρωποι γύρω μου βλοσυροί έπιναν τη σοκολάτα και τον καφέ τους και το σημειωματάριό μου γέμιζε προβλήματα. Μια καινούργια κυβέρνηση που θα έπρεπε γρήγορα να αντιμετωπίσει τα ζητήματα, κι ένας λαός βουτηγμένος στη συνενοχή, στη διαφθορά, στη γενικευμένη κρίση και το φόβο, δεν είναι και το πιο κατάλληλο έδαφος για να γονιμοποιηθούν αισιόδοξες σκέψεις. Αλλά πάλι, ίσως και να πρόκειται για μια μεγάλη ευκαιρία. Ευκαιρία, έγραψα διστακτικά στο σημειωματάριο. Ευκαιρία για να οικοδομήσουμε καινούργιες δομές, οι οποίες στη συνέχεια θα μας οδηγήσουν σε κανούργιες κρίσεις; Θέλοντας να ξεπεράσω τη διάχυτη δυσθυμία γύρω μου, προσπάθησα να κάνω θετικές σκέψεις αλλά πάλι κατέληξα στα προβλήματα. Μάλλον πρέπει να μειώσω λίγο την κατανάλωση ειδήσεων…
Βγήκα απ’ το καφέ βαρύς, σχεδόν έτοιμος να μαλώσω με τους μικροπωλητές που είχαν κλείσει το πεζοδρόμιο, και κατευθύνθηκα προς τον κοντινότερο σταθμό του μετρό. Σε λιγότερο από μια ώρα θα βρισκόμουν στο σπίτι, και το ιστολόγιό μου θα εξακολουθούσε να είναι κολλημένο στην προηγούμενη ανάρτηση. Μήπως εκτός απ’ τη μείωση της κατανάλωσης απόψεων και ειδήσεων, θα έπρεπε να μειώσω και την παραγωγή; Κάθισα στη θέση μου κι άρχισα να διαβάζω μια συνέντευξη ενός ζωγράφου που μιλούσε για τη χρήση της φωτογραφίας στο έργο του. Απέναντί μου κάθισε ένα ζευγάρι νέων που επέστρεφαν απ’ τη δουλειά τους. Ήταν τόσο θορυβώδεις και μιλούσαν τόσο δυνατά που χρειάστηκε διπλάσιος κόπος για να διαβάσω μια μόνο πρόταση. Ο νεαρός είχε ορθάνοιχτα τα πόδια του μπροστά μου κι η κοπέλα του είχε στριμωχτεί δίπλα στο παράθυρο, αγκαλιάζοντάς τον πότε πότε. Φαίνονταν αγαπημένοι με τον τρόπο τους, αλλά εκείνος έδειχνε ότι είχε ανάγκη να φαίνεται αρχηγός γεγονός που τον ωθούσε σε φανταχτερές συμπεριφορές όπως να δείχνει επιδεικτικά έξω απ’ το τζάμι μια κοπέλα που την έβρισκε χοντρή. Σημειωτέον βρισκόμασταν σε βαγόνι του μετρό, με δεκάδες άλλους γύρω μας. Εκείνοι όμως δεν είχαν συναίσθηση. Μιλούσαν δυνατά για κάθε ένα σταθμό, για το πότε πρωτομπήκαν σε καθέναν τους («εγώ με τη θεία-Μαρία», είπε εκείνη), για το τι τους θύμιζε το όνομα καθενός («τη μάνα μου» είπε εκείνος για το σταθμό «ευαγγελισμός»), για το πόσους σταθμούς ακόμα είχαν μπροστά τους («8-7-6-5-5 ή μήπως 6; κ.λπ), για το πόσους σταθμούς θα είχαν αν υποθετικά εργάζονταν σε άλλο σημείο κ.λπ. Η διαδρομή ήταν ένας εφιάλτης. Ο νεαρός σταμάτησε για δευτερόλεπτα μόνο να μιλάει, όταν προσπάθησε να διαβάσει τον ξενόγλωσσο τίτλο του βιβλίου μου, όταν για μια στιγμή χρειάστηκε να βρω ένα μολύβι απ’ την τσάντα μου. Οι αποστάσεις ανάμεσα στους σταθμούς έμοιαζαν ατέλειωτες. Σκέφτηκα κάποια στιγμή να αλλάξω θέση, αλλά στρέφοντας το βλέμμα μου στο διπλανό μου κάθισμα, όπου βρισκόταν ένας 70χρονος άνδρας, είπα να μη μετακινηθώ, καθώς ο άνθρωπος με κοίταξε με βλέμμα κατανόησης, σαν να έλεγε «τι τα θες; Νέοι!». Νέοι, αλλά τι νέοι; Νέοι σαν και το νεαρό απέναντί μου που αδιαφορούν για τους πάντες και κοιτούν να επιβάλλονται με τον τρόπο τους στον ένα και μοναδικό άνθρωπο που τους ανέχεται; Νέοι που φωνάζουν στο μετρό σαν να είναι μόνοι; Νέοι που «τα ξέρουν όλα» και κοιτάζουν τον κόσμο με υπεροψία και καχυποψία;
Γύρισα στο βιβλίο μου ανόρεχτα πλέον και προσπάθησα μάταια να συνεχίσω το διάβασμα. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν αλλά δεν είχα πια καμία όρεξη για γράψιμο στο ιστολόγιο. Όλα μου έμοιαζαν κοινότοπα, βαρετά, ανούσια και εξοργιστικά, όπως το ζευγάρι απέναντί μου. Τα πράγματα στο διαδίκτυο έχουν κριθεί, είπα. Όσο κι αν γράφεις, όσο κι αν φωνάζεις, ο λόγος σου θα εκλαμβάνεται ως η μοναχική γκρίνια ενός γραφικού. Μ’ έπιασε το παράπονο. Κι έπειτα, έγινα κυνικός. Το ιστολόγιο είναι ένα τίποτα, υπάρχει μόνο για να επιβεβαιώνει τη ματαιοδοξία μου, είναι σαν το ζευγάρι απέναντί μου που είσαι αναγκασμένος να το ανεχτείς για το ελάχιστο διάστημα που θα διασταυρωθείς μαζί του. Αυτά ήταν τα Χριστούγεννα που έγινα κυνικός, έστω στιγμιαία, και αφορμή ήταν το ιστολόγιό μου. Θα μπορούσα, σκέφτηκα, να γράψω άλλη μια φορά για τις παράνομες διαφημιστικές πινακίδες που σκοτώνουν κόσμο και θα μπορούσαν να σκοτώσουν αύριο τον καθένα, για τις διαφημίσεις που αλώνουν το δημόσιο λόγο και χώρο, για την έλλειψη της διαδικτυακής εκπαίδευσης, για τη διαφθορά, για τη θεοποίηση της τεχνολογίας, για την έλλειψη κουλτούρας διαλόγου και συνεργασίας, για τα ατομικά και συλλογικά μας αδιέξοδα, θα μπορούσα ακόμα να γράψω κάτι για τα βιβλία μου ή για τις άλλες εργασίες μου αλλά όχι δε θα έγραφα για τίποτα απ’ όλα αυτά. Για όλα αυτά άξιζε να γράφω όλες τις άλλες ημέρες, αλλά όχι τώρα.
Το ιστολόγιό μου τώρα άξιζε για έναν και μόνο λόγο, για τους λίγους ή πολλούς, πιστούς ή άπιστους, θερμούς ή ψυχρούς, αναγνώστες του. Για αυτούς τους ανθρώπους που κάθε λίγο το επισκέπτονται, συμφωνούν ή διαφωνούν μαζί του, το συστήνουν σε άλλους ή το βρίζουν για ιδεολογική μειοδοσία (;). Αυτά τα Χριστούγεννα η ανάρτησή μου θα αφιερωνόταν σ’ αυτούς και μόνο σ’ αυτούς, τους αόρατους, και πότε ορατούς μέσω της σχολιογραφίας τους, ανθρώπους, που κάνουν τον κόπο και κλικάρουν πάνω στην ταπεινή αυτή γωνιά του κυβερνοχώρου, πάνω στις λέξεις και στα λινκ, στις εικόνες και στα βίντεο που ανεβάζω. Σ’ αυτούς που παίρνουν τις ιδέες, τις επεξεργάζονται, τις συζητούν, τις χωνεύουν, τις απορρίπτουν και τις επιστρέφουν πίσω πιο ζωντανές και πιο πλούσιες. Σ’ αυτούς που με κάνουν να συνεχίζω, σ’ αυτούς που με τροφοδοτούν με σχόλια, παρατηρήσεις, θέματα, παρηγοριά κι ευχές. Αυτά τα Χριστούγεννα, παρολίγο να γίνω κυνικός, αλλά ευτυχώς θυμήθηκα ότι στο ιστολόγιο δε μιλώ σε τοίχο, ούτε στο συρτάρι μου. Το μεγάλο θέμα αυτών των Χριστουγέννων μου και η πηγή της αισιοδοξίας μου ήταν οι αναγνώστες του ιστολογίου. Δε γνωρίζω ποιοι είναι, αλλά τους ευχαριστώ γιατί με κάνουν να νιώθω ότι εκεί έξω δε συχνάζουν μόνο οι ματαιώσεις και τα εκνευριστικά ζευγάρια, αλλά και κάποιοι ανήσυχοι συνοδοιπόροι με τους οποίους μοιράζομαι τις αγωνίες, τους φόβους, τις αμφιβολίες και τις χαρές μου.
Τις θερμότερες ευχές μου σε όλους.
Ευχές για Χρόνια Πολλά , Μανώλη υγεία και χαρές στη ζωή σου!
Ευχαριστώ πολύ Νίκο. Εύχομαι σε ‘σενα και στην οικογένειά σου ό,τι επιθυμείτε!
Εξαιρετικό κείμενο με πίκρα μάλλον και όχι κυνισμό. Συναισθημα που το μοιραζόμαστε πολλοί, απλώς δεν το ξέρουμε καθ ότι απουσιάζει η σωστή επικοινωνία
Σου περνώ πρόσφατο κειμενο μου δήθεν εορταστικό. Αν βαρεθείς σβήστο : http://ritsmas.wordpress.com/2009/12/25/%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%AF-%CE%B5%CF%86%CE%B5%CF%8D%CF%81%CE%B5%CF%83%CE%B7-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%AD%CF%82-%CE%BF%CE%B9-%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%81%CF%84%CE%AD%CF%82/
Τίτλος : Μα τί εφεύρεση κι αυτές οι γιορτές !
Χρόνια πολλά
Χρόνια πολλά Ρίτσα!
Σ’ έναν κόσμο που η επικοινωνία έχει ταυτιστεί με τη βόνταφον, τα πράγματα είναι σίγουρα δύσκολα. Διατηρώ την αισιοδιοξία μου ωστόσο…
Πρώτα απ’ όλα Καλή Χρονιά αγαπητέ Μανώλη!
Κι επειδή είμαι ένας από τους ανθρώπους που αναφέρεις στην ανάρτησή σου «που κάθε λίγο το επισκέπτονται [το blog], συμφωνούν ή διαφωνούν μαζί του» θα κάνω μια κοινή ευχή για σένα, για μένα και για όλους τους αναγνώστες σου για τον χρόνο που μπήκε. Περισσότερη ανεκτικότητα και κατανόηση για τους υπόλοιπους, αυτούς που συναντάμε στο μετρό και σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας, τα αντιπαθητικά ζευγάρια που συναντάω όταν δεν πρέπει και με κάνουν να σφίγγω τα δόντια μου και να θέλω να ουρλιάξω που ζω σε αυτή την πόλη, σε αυτή τη χώρα και σε αυτόν τον πλανήτη. Ας πάρουμε ένα λεπτό, μια βαθιά και κυρίως γενναία ανάσα κι ας δούμε τι υπάρχει πίσω από αυτές τις συμπεριφορές και τα μεγάλα στόματα και τι υπάρχει μέσα στο δικό μας μυαλό – των σοφότερων.
Φιλικά,
Ο.
Καλή Χρονιά Ο.!
Προσυπογράφω!
Καλή χρονία Μανώλη.
Μπράβο για το πόστ.
Καλή χρονιά Νίκο! Υγεία και ζωντάνια!