Όταν ήμουν πιτσιρίκος υπήρξα κι εγώ ένας επηρμένος μαξιμαλιστής. Θέλω να πω ότι τα πρότυπά μου ήταν κυρίως μαξιμαλιστικά. Με είχαν συνεπάρει μ’ άλλα λόγια οι μεγαλόστομες αφηγήσεις της επαναστατικής μόδας που έβλεπαν παντού φοβερούς εχθρούς και πίστευα ότι μόνο ακραίες κι εντυπωσιακές λύσεις θα βοηθούσαν την ανθρωπότητα για να ξεπεράσει αυτούς τους δυσθεόρατους Λεβιάθαν. Μια επανάσταση, ένα μεγάλο και μαζικό γεγονός αφύπνισης θα ήταν η απάντηση της γης των κολασμένων. Γι’ αυτό και μου ασκούσαν έλξη οι διαπρύσιοι αρνητές του λεγόμενου συστήματος, οι καταραμένοι κι οι τρελοί εξεγερμένοι. Όσοι γκρέμιζαν το οικοδόμημα του καπιταλισμού με τις θεωρίες τους άξιζαν την προσοχή μου, ενώ όσοι επιχειρηματολογούσαν ακόμα κι υπέρ ενός ρεαλιστικού αλλά ανατρεπτικού ρεφορμιστικού προγράμματος ήταν στα μάτια μου «χρήσιμοι ηλίθιοι» και θλιβεροί απολογητές ενός τεράστιου λάθους. Οι ισοπεδωτές που τολμούσαν να οικοδομήσουν κιόλας μια ουτοπία ή έστω ένα έστω ασαφές πρόγραμμα ξεπεράσματος της σαπίλας ήταν οι πραγματικοί ήρωές μου. Συνήθως ήταν άτομα που πέθαιναν από το αλκοόλ, αυτοκτονούσαν ή δολοφονούνταν. Παράδειγμα ο Γκυ Ντεμπόρ.
Ταυτιζόμουν λοιπόν με τους απελπισμένους, τους ονειροπόλους και τους εξεγερμένους, γιατί αυτοί ήταν συναισθηματικά κοντά μου. Ήταν άνθρωποι που έπαιρναν το μέρος του αδύναμου κι όχι του δυνατού. Ήταν άνθρωποι που ονειρεύονταν πιο δίκαια συστήματα και τολμούσαν να δράσουν σ’ αυτή την κατεύθυνση. Ήταν αριστεροί, ήταν αναρχικοί, ήταν αντιεξουσιαστές, ήταν ελευθεριακοί. Ήταν τύποι που ήθελαν να πάρουν ρεβάνς, να δώσουν την εξουσία στο λαό, να καταργήσουν την εξουσία. Τους ένιωθα πολύ, αλλά ποτέ δεν κατανοούσα γιατί επέλεγαν, οι περισσότεροι απ’ αυτούς να αφήνουν ελεύθερες τις βίαιες ενορμήσεις τους. Εμένα με συγκινούσε ο ονειροπόλος κι ευαίσθητος Δον Κιχώτης κι όχι ο σκληρός ακτιβιστής Ρομπέν των Δασών. Όταν διάβαζα για επιθέσεις, φόνους, ληστείες και τρομοκρατικά χτυπήματα πάντα δυσανασχετούσα. Δε μπορώ να εμπιστευτώ έναν άνθρωπο που σκοτώνει με πρόθεση έναν άλλον άνθρωπο. Δε μπορώ καν να εμπιστευτώ έναν άνθρωπο που κοροϊδεύει έναν άλλον για να τον φέρει σε κάποιο αδιέξοδο. Μ’ αυτή την έννοια, είμαι πολύ πιο κοντά στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ παρά στον Μάλκολμ Ιξ που υποστήριζε τη θεωρία και την πράξη του by any means necessary.
Η ανθρώπινη ζωή ήταν κι είναι πάντοτε μια αδιαπραγμάτευτη αξία για ‘μένα. Δε μπορούσα ποτέ να δικαιολογήσω κανενός το φόνο ή ακόμα και τον τραυματισμό. Έχω χάσει ένα δικό μου άνθρωπο σε πολύ νεαρή ηλικία κι έχω βιώσει τον όλεθρο της ξαφνικής απώλειας. Δεν το εύχομαι σε κανέναν. Θα ευχόμουν κανένα παιδί να μη βιώσει την απώλεια του γονιού του, και κανένας γονιός να μη βιώσει την απώλεια του παιδιού του. Οι άνθρωποι σίγουρα έχουμε διαφορές, όμως το αίτημα είναι να τις υπερβούμε με τα εργαλεία που μας δίνει ο ορθός λόγος κι όχι με τα όπλα. Ανέκαθεν τα όπλα με τρόμαζαν και μ’ έκαναν να χάνω την πίστη μου στον άνθρωπο. Αν δε μπορείς να βρεις ειρηνικές λύσεις, τότε έχεις αποτύχει. Αν χρειάζεται να καταφύγεις στη βία, σημαίνει ότι κάποια στιγμή θα σε ανατρέψουν με τη βία. Ο κύκλος της βίας δεν κλείνει ποτέ. Κι αν κάποτε δείχνει να κλείνει, δε βλέπω το λόγο γιατί να ανοίξει ξανά.
Έχω πολλούς λόγους να αποκρούω τη βία, αλλά έχω και πολλούς λόγους να λυπάμαι για τα τεράστια προβλήματα που βαραίνουν την ανθρωπότητα. Τεράστιες ανισότητες, ακραία φτώχεια, έγκλημα, ναρκωτικά, περιβαλλοντική υποβάθμιση, πόλεμοι. Είναι λογικό ως νέος να γίνεις μαξιμαλιστής, διότι τα προβλήματα είναι μεγάλης κλίμακας και συνήθως δεν έχεις την αίσθηση του ιστορικού χρόνου. Ανακαλύπτονας τον κόσμο συνειδητοποιείς ότι έχεις έρθει σ’ έναν κόσμο με πολλά κι ανεπίλυτα προβλήματα. Δεν έχεις ούτε την υπομονή, ούτε τον χρόνο να πεις ότι τα προβλήματα είναι δισ-επίλυτα και περίπλοκα. Θες να τα λύσεις όσο πιο γρήγορα κι απλά γίνεται. Τα θες όλα, εδώ και τώρα. Τί γίνεται όμως με την απτή, την άμεσα αντιληπτή πραγματικότητά σου ως νέου; Πώς συμβιβάζεται μια εντελώς ανήθικη συμπεριφορά με ένα κοινωφελές όραμα; Το επιχείρημά μου ενάντια στην ανακύκλωση ήταν ότι δεν αρκεί εγώ να κάνω κάτι, όταν οι μεγάλες βιομηχανίες εξακολουθούν ανεύθυνα να ρυπαίνουν. Κι όμως είχα άδικο.
Σταδιακά συνειδητοποίησα ότι εκτός από γρήγορες και δραστικές λύσεις, έψαχνα κι εγώ για σοβαρούς καθοδηγητές που θα μου έδειχναν δρόμους, πρότυπα ικανά να μου φωτίσουν δρόμους. Το πρόβλημα ήταν ότι οι πιο προβεβλημένοι και προσιτοί ήταν εκείνοι που αμφισβητούσαν την κατάσταση των πραγμάτων, αλλά δεν έμεναν εκεί. Ένα απ’ τα πολλά βιβλία που διάβασα νεαρός ήταν τα ημερολόγια μοτοσυκλέτας, το ταξίδι του Τσε Γκεβάρα στη Λατινική Αμερική. Ο νέος Τσε γνώρισε την εξαθλίωση από κοντά ως νέος γιατρός κι έτσι πείσθηκε να γίνει ενεργός επαναστάτης. Το ταξίδι του εκείνο ήταν η απαρχή της πλούσιας σε φόνους δράσης του. Ο Τσε δεν έβλεπε άλλο τρόπο να βοηθήσει την ανθρωπότητα απ’ το να καταφύγει στον ένοπλο αγώνα. Επίσης, έμαθα για την πολιτιστική επανάσταση του Μάο, για τους Ζαπατίστας και τον σαμπκομμαντάντε Μάρκος, καθώς και για άλλα ουτοπιστικά προγράμματα που απέτυχαν πλήρως όπως εκείνο του Πολ Ποτ. Διάβασα το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, έμαθα τον Προυντόν και τον Φουριέ. Όταν είσαι νέος όλοι οι ανήσυχοι γύρω απ’ αυτά κινούνται. Οι υπόλοιποι μιλούν για τον Τσε Γκεβάρα, κι ελάχιστοι για τους εφευρέτες του κινηματογράφου, τους αδελφούς Λυμιέρ, και τον Ζωρζ Μελιές.
Η μυθολογία της νεότητας χτίζεται με τελικές λύσεις. Τα πρότυπά της είναι βίαια κι αιμοσταγή, τα σύμβολά της υπόσχονται άμεση δράση κι άμεση ικανοποίηση. Ευτυχώς, όπως σας είπα, απεχθανόμουν πάντα τη βία κι αγαπούσα παράφορα τις τέχνες, και κυρίως τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Πάντα μ’ ενδιέφερε η πολιτική, αλλά το ενδιαφέρον μου για τις τέχνες ήταν πολύ πιο ζωντανό. Στις τέχνες τα πράγματα είναι διαφορετικά: ο καλλιτέχνης αν διαλέξει να μιλήσει για τη βία, δε βάφει τις αφηγήσεις του με το αίμα των άλλων. Ο καλλιτέχνης αυτοαναφλέγεται και λειτουργεί στο συμβολικό πεδίο. Ο πολιτικός αντίθετα κινείται στην επικράτεια της κυριολεξίας. Ο καλλιτέχνης δημιουργεί παράδειγμα, ο πολιτικός συνθήκη.
Οι περισσότεροι αμφισβητίες που γνώρισα είχαν πάντα ένα καλό άλλοθι για τις απάνθρωπες ή ανεύθυνες πράξεις τους. Όσο απάνθρωπα κι αν φέρονταν είχαν τη δικαιολογία ότι μάχονταν το μεγάλο κακό. Άνθρωποι σκληροί και κυνικοί, με ασίγαστο πάθος για δράση, για σύγκρουση και αίμα, μιλούσαν στο θυμικό μας καλώντας μας να ανατρέψουμε το “σύστημα”, θυσιάζοντας ακόμα και τα νιάτα ή την ίδια τη ζωή μας. Στα 16 μου βρέθηκα να κάνω κατάληψη στο σχολείο μου. Εκεί που θα έπρεπε να διαπαιδαγωγούμαι και να εξοπλίζομαι με γνώσεις για τη ζωή μου, ξαφνικά έγινα κοινωνικός αγωνιστής.
Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι οι αξίες μου, η έμφυτη ευαισθησία μου για τους αδύναμους, η αποστροφή μου προς τους καταναγκασμούς και η απέχθειά μου για τις αδικίες και τις ανισότητες, θα μπορούσαν να βρουν λιγότερο αυτοκαταστροφική και σίγουρα πιο αποτελεσματική διέξοδο. Δυστυχώς δεν είχα κατάλληλη καθοδήγηση, αλλά τελικά ίσως και να ήταν καλύτερα έτσι. Οι κυνικοί δε μου ασκούν πλέον καμμία γοητεία, ούτε οι αμοραλιστές, ούτε βέβαια κι οι μηδενιστές. Δε μπορούν να με εξαπατήσουν εύκολα καλώντας με να “κατέβω στους δρόμους”, “να αναλάβω δράση πριν καν να σκεφτώ”, “να εξεγερθώ”. Οι διάσημοι ήρωες της αντίστασης, της ανατροπής, της επανάστασης είναι ενδιαφέροντες ως μυθιστορηματικοί ήρωες, αλλά μέχρι εκεί. Δε μπορούν να είναι αξιόπιστα πρότυπα για τη ζωή μας. Τα πιο ενδιαφέροντα πρότυπα είναι άνθρωποι που δημιούργησαν ζωτικά παραδείγματα, που ονειρεύτηκαν την ειρήνη κι όχι τον πόλεμο, που κατασκεύασαν εργαλεία με τα οποία ζουν καλύτερα οι άνθρωποι, που άνοιξαν δρόμους προς ξέφωτα.
Νομίζω ότι απ’ την αυτοκαταστροφή με έσωσε η αγάπη μου για τις τέχνες και τη δημιουργικότητα.
Μεγαλώνοντας, διαβάζοντας αχόρταγα, γνωρίζοντας εξαιρετικούς και σπάνιους ανθρώπους που δεν ήταν ποτισμένοι με μίσος, φροντίζοντας για το σώμα και την ψυχή μου, συνειδητοποίησα επίσης ότι η αλλαγή είναι μια χρονοβόρα διαδικασία επώδυνων κι ανώδυνων μετασχηματισμών. Δεν ξέρω αν είναι καλύτερα ή χειρότερα έτσι. Αυτό που ξέρω είναι ότι τα βίαια, τα απότομα, τα βεβιασμένα ξεσπάσματα έχουν μια συνέπεια που μου είναι εντελώς απεχθής. Αποκρούω με σταθερότητα, σ’ όλη μου τη ζωή τη βία. Δεν τη δικαιολογώ με τίποτα. Προτιμώ τα επιχειρήματα και τη δύναμη της διάνοιας. Προτιμώ τους μετασχηματισμούς, τις ρυθμίσεις και τις μεταρρυθμίσεις, τα βήματα, τα στάδια, τις εποχές και τις αλλαγές τους. Έχω υποστεί στο πετσί μου μια ξαφνική κι απότομη απώλεια, και σας διαβεβαιώ ότι είναι ένα τραύμα που επουλώνεται δύσκολα, πολύ δύσκολα. Ίσως και ποτέ. Γι’ αυτό και αδυνατώ να δω σαν πρότυπο κάποιον οπλαρχηγό.
Πρόοδος δεν είναι να προσχωρήσεις στο νόμο της ζούγκλας και να προκαλείς ρήξεις και πολέμους, πρόοδος είναι να δημιουργήσεις δίκαιο νόμο και κατάλληλες συνθήκες που θα προστατεύουν τον αδύναμο, θα δίνουν κίνητρο στο δυνατό να συνεισφέρει και θα επιβραβεύουν όσους προσπαθούν να συμβάλλουν θετικά στο όραμα δίκαιων κοινωνιών. Ο κοινωνικός δαρβινισμός δεν ωφελεί μια κοινωνία. Η κοινωνία ωφελείται απ’ τους ανθρώπους που σκέφτονται και δρουν δημιουργικά όχι μόνο με το ατομικό τους συμφέρον, αλλά και με τη μέριμνα για τον άλλον. Αν δεν αγαπήσεις τον άνθρωπο, όπως λέει κι η αγαπημένη μου, είναι αδύνατο να συνυπάρξεις ειρηνικά μαζί του. Κι αν τον αγαπήσεις θα δώσεις ευκαιρία στον εαυτό σου να σε αλλάξει ο άλλος, κι εσύ με τη σειρά σου να αλλάξεις τον άλλον, κι όλοι μαζί να αλλάξετε τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζείτε.
Η τέχνη παίζει ακριβώς αυτό το ρόλο: καθρεφτίζει κι ανοίγει διαρκώς ορίζοντες, δεν κάνει εκκλήσεις για φόνους. Η τέχνη δεν μας επιτρέπει μόνο να ονειρευόμαστε, αλλά και να συμφιλιωνόμαστε με την ιδέα της ειρηνικής κι ευφάνταστης συνύπαρξης.