Γνωρίστηκαν ένα καλοκαίρι π.κ., προ κρίσης. Τα σποραδικά ακραία καιρικά φαινόμενα που έπληξαν τη δεκαπεντάχρονη σχέση τους, δεν κατάφεραν να διαταράξουν ουσιαστικά τη συμβίωσή τους. Οι πολλές ώρες εργασίας, τα μικροεμπόδια, οι εντάσεις, αντισταθμίζονταν περιοδικά από ταξίδια στο εσωτερικό και το εξωτερικό, από περιστασιακές διασκεδάσεις κι από μια δυο πολυτέλειες το χρόνο. Η κοινή τους ζωή περιείχε μεν πολλή πίεση αλλά τα διάμεσα κενά ξεκούρασης κι απόλαυσης, καθιστούσαν το βίο βιώσιμο. Αν τους ζητούσες να σου περιγράψουν τη 15ετία θα σε παρέπεμπαν σ’ ένα καταιγισμό εικόνων από κάποιο φάκελο φωτογραφιών στον υπολογιστή τους. Εκείνος έπαιζε μουσική σε μαγαζιά, εκείνη δούλευε σε γραφείο. 35 εκείνος, 34 εκείνη.
Ήρθε η κρίση, κι αναγκάστηκαν να ακούσουν πολλά. Δεν ήταν με τη μεριά των τυχερών. Έχασαν αμφότεροι τις δουλειές, και μαζί τα προνόμιά τους. Κλείστηκαν, κλάφτηκαν, φαγώθηκαν, ξεσκίστηκαν, περιορίστηκαν δραστικά. Εξάντλησαν τις βοήθειες απ’ το στενό τους περιβάλλον κι έμειναν μια μέρα σ’ ένα τραπέζι να κοιτάζονται με μάτια πρησμένα απ’ το κλάμα. Στην αρχή πίστεψαν ότι για όλα έφταιγαν εκείνοι. Μετά πίστεψαν ότι δεν έφταιγαν σε τίποτα. Στο τέλος δεν μπορούσαν να πιστέψουν τίποτα. Για κάτι τέτοια είσαι πάντα απροετοίμαστος.
Ώσπου το καλοκαίρι του 2012, αποφάσισαν να επισκεφθούν το χωριό μιας φίλης που τους παραχώρησε το εξοχικό της. Χρειάζονταν απόσταση τόσο απ’ τα μέρη όσο κι απ’ την ίδια τη ζωή τους. Ξύπνησαν ένα πρωί ηλιοκαμμένοι σε μια παραλία μόνοι και μπήκαν στη θάλασσα γυμνοί για να ξεπλύνουν την απελπισία και τη ματαίωσή τους. Κολύμπησαν σιωπηλοί περιμένοντας ενδόμυχα να συναντήσουν κάποιο δελφίνι που θα τους έδινε λύσεις στα προβλήματά τους. Στη συνέχεια ανοίχτηκαν στα βαθιά αναζητώντας έναν καρχαρία που θα τους καλούσε να χορέψουν πάνω στο φτερό του. Βούτηξαν δίπλα στα βράχια ελπίζοντας να βρουν μια θαλάσσια χελώνα που θα τους έδειχνε το δρόμο προς ένα καινούργιο καβούκι. Κινήθηκαν προς τη μικρή φυσική αποβάθρα αναζητώντας το γέρο ψαρά που θα τους περιέσωζε στο ετοιμόρροπο σκαρί του. Και ξαναβγήκαν στα ανοιχτά αναζητώντας το Μόμπι Ντικ που θα έδινε νόημα στη ζωή τους.
Έπειτα, βγήκαν εξαντλημένοι για ηλιοθεραπεία. Μια οσμή κατεύθυνε το βλέμμα τους προς την άκρη της παραλίας. Εκεί που στένευε ο χώρος το έδαφος ήταν κατάφυτο από έναν γνώριμο θάμνο. Η όσφρηση το επιβεβαίωνε. Σχεδόν πάνω στα βότσαλα, οι πυκνοί θάμνοι με τα κρίταμα κυριαρχούσαν στο λιτό τοπίο. Μερικές ελιές συμπλήρωναν το κάδρο. Το ζευγάρι έσκυψε κι έκοψε με απληστία τα πράσινα φύλλα. Τρελλαίνονταν για κρίταμα.
Γέμισαν την πετσέτα τους με το πράσινο στολίδι, στέγνωσαν κι ανηφόρισαν για το σπίτι. Στο δρόμο συνάντησαν κρίταμα, θυμάρια, ρίγανη. Κοιτάχτηκαν και τα ζωηρά τους βλέμματα έβγαλαν φωτιές. Φωτιές που θα άναβαν τους θάμνους, τα δέντρα κι όλο το βουνό. Φωτιές που θα τα έκαναν όλα στάχτη. Μπήκαν στο σπίτι, άδειασαν τα κρίταμα απ’ την πετσέτα μέσα σε μια λεκάνη με νερό, έβρασαν νερό και πέταξαν τα πράσινα φύλλα στην κατσαρόλα για να τα βράσουν, κι αφού τα έβρασαν για 2 λεπτά, περίμεναν να κρυώσουν για να τα σερβίρουν σ’ ένα βαθύ πιάτο με λάδι λεμόνι κι αλάτι.
Έφαγαν χωρίς βιασύνη, χωρίς λόγια, χωρίς πια λύπη. Ήταν μια απόλαυση που ερχόταν κατευθείαν απ’ το βυθό, κι ανέβαινε επί αιώνες στη γη, σκαρφαλώνοντας πάνω σε βράχια και βότσαλα, αγκαλιάζοντας σκληρές ρίζες για να δέσουν πάνω στα λιγοστά χώματα.
Μετακόμισαν στο χωριό μόλις ένα μήνα μετά. Ξεκίνησαν αμέσως να μαζεύουν κρίταμα. Να τα κάνουν τουρσί, να τα συσκευάζουν, να τα εμπορεύονται, να τα διακινούν με δυναμισμό. Έγιναν οικιακοί επιχειρηματίες. Ο φάκελος στον υπολογιστή γέμισε διαγράμματα, πληροφορίες εκθέσεων, επαφές, φωτογραφίες συσκευασιών. Στη γκάμα τους πρόσθεσαν κι άλλα βότανα. Διανύουν ήδη το δεύτερο χρόνο. Ομολογούν ότι είναι ευτυχισμένοι. Δε βλέπουν ούτε λεπτό τηλεόραση, δεν ακούν τί λένε οι πολιτικοί. Η δουλειά τους γεμίζει και τους κάνει να ξυπνούν με όρεξη. Η κάθε μέρα είναι γιορτή. Θέλουν να κάνουν παιδιά. Κάνουν όνειρα, κι επιβραβεύονται. Γνωρίστηκαν ένα καλοκαίρι, π.κ. προ κρίταμου. Αυτό το καλοκαίρι, ζουν μ.κ., μετά κρίσης, εμπορευόμενοι κρίταμα.
Ένα αρκετά αισιόδοξο κείμενο για τους καιρούς που διανύουμε.
Πραγματικά έχουμε ανάγκη από μία μικρή δόση αισιοδοξίας.