(Σημείωση του γράφοντος προς τον αναγνώστη: σε παρακαλώ ξεκίνησε την ανάγνωση απ’ το πρώτο κεφάλαιο).
3.
Αναμονές
Την πρώτη φορά που επιχείρησε να φύγει απ’ το χωριό, δεν το είχε καλοσκεφτεί. Ξαφνικά, χωρίς να το πει σε κανέναν, χωρίς ούτε καν να το συζητήσει με την δεκαοχτούρα που σύχναζε έξω απ’ το παράθυρο της κουζίνας, πήγε στο δωμάτιο που φύλαγε ο πατέρας του μερικά παλιόρουχα, έβαλε όπως όπως σε μια πλαστική τσάντα μερικά σώβρακα, και σηκώθηκε να φύγει. Ήταν δεκατριών χρονών, αλλά τον πρόλαβε και τον σταμάτησε ο πατέρας του.
Από τότε πέρασαν πέντε χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ο Νικόλας καθάριζε το κοτέτσι, άρμεγε τη γίδα, φρόντιζε το χτήμα, έπλενε και τάιζε τη μικρή του αδελφή, και σκούπιζε το σπίτι, ενώ μερικές φορές μαγείρευε κιόλας. Ήταν τόσο πολυάσχολη η ζωή του, που όταν ερχόταν το βράδυ, δεν μπορούσε με καμία δύναμη να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Δεν χρειαζόταν καν να του πει ο πατέρας του να πάει για ύπνο. Συνήθως κοιμόταν σ’ ένα ράντζο, από εκείνα που είχαν στο στρατό, αλλά μερικές φορές δεν προλάβαινε ούτε εκεί να φτάσει και τον έπαιρνε ο ύπνος σε μια παλιοκαρέκλα απ’ την εποχή του πολέμου. Ξύπναγε κάθε μέρα με το πρώτο λάλημα του πετεινού. Αλλά μέχρι να γίνει δεκαεφτά χρονών, την πόλη δεν την ξανασκέφτηκε ποτέ, προτιμούσε όλο ν’ ακούει γι’ αυτήν. Στο σχολείο επίσης δεν πάτησε το πόδι του ούτε μια φορά. Ο πατέρας του, όταν κάποια φορά τον ρώτησε γιατί δεν πήγαινε σχολείο όπως τ’ άλλα τα παιδιά, του είπε ότι δεν είχε θέση για εκείνον τη συγκεκριμένη χρονιά. Τα ίδια και την επόμενη χρόνια, και την μεθεπόμενη… Έτσι δεν έκανε ποτέ κάποιο καλό φίλο, εκτός απ’ τη δεκαοχτούρα, η οποία έζησε τρία χρόνια και μετά εξαφανίστηκε κι αυτή. Αντικοινωνικός όμως, όπως είπανε μια φορά, δεν ήταν. Επειδή τα χέρια του έπιαναν πολύ, βοηθούσε πάντα όποιον είχε ανάγκη, όσο μπορούσε βέβαια. Μερικές φορές μάλιστα, και περισσότερο. Αλλά τ’ αγόρια και τα κορίτσια της ηλικίας του, ποτέ δεν τον πλησίασαν με πραγματικό ενδιαφέρον.
«Καλό παιδί, αλλά άτυχο», αυτό έλεγαν όλοι στο χωριό, αν ήθελαν να πουν κάτι για το Νικόλα. Ο πατέρας του βέβαια δεν είχε την καλύτερη φήμη, αλλά ποιος έχει καλή φήμη στο χωριό; Ακόμα και για τον παπα-Στάθη λένε ότι «αν δεν κατεβάσει δυο κιλά κρασί δεν λειτουργάει». Ή για τον Τάσο, τον αστυνόμο, λένε ότι τον τσάκωσαν κάποτε να κάνει «μπανιστήρι στην κόρη της Μαρίας του Σούλη». Καθένας όμως είχε το δικό του λόγο να βρίσκει καλό το Νικόλα. Ο Γιάννης ο Οφίτσιος γιατί κάθε Πάσχα τον έβαζε να του σουβλίζει το αρνί, η Ματίνα του Μαστόπουλου τον έπαιρνε να της καθαρίζει τον κήπο από τα χορτάρια, η Σούλα η χήρα το ίδιο, ο γιος της ο Παντελής τον έπαιρνε μαζί του στις ελιές, ο Στουπής στη σταφίδα, ο Λιάς τον έβαζε να του κουβαλάει μπιντόνια με κρασί, ακόμα κι ο παπα-Στάθης, όταν ξέμενε από το αίμα του Χριστού έστελνε το Νικόλα να του αγοράσει λίγο ακόμα. Μην μνημονευτούν τέλος οι εργασίες που του έδινε ο Πρόεδρος, γιατί θα χρειάζονταν κατάλογοι ολόκληροι για να τις απαριθμήσουν. Αυτές κι άλλες πολλές ήταν οι δουλειές του, μερικές απ’ τις οποίες δεν θα μάθεί ποτέ ο πολύς ο κόσμος, γιατί τις κρατούσε μυστικές, όπως για παράδειγμα το ότι η θειά-Νίτσα του ζητούσε πού και πού να της τρίψει την πλάτη, ή ότι ο Νίκος ο Λάγιος τον έβαζε να κρατάει τσίλιες για κάτι μυστικό, που έκανε μέσα σ’ ένα δωμάτιο στο σπίτι του Βρασίδα. Σημειωτέον δεν έπαιρνε ποτέ φράγκο, όλα τα έκανε ο Νικόλας δωρεάν. Αν του ‘λεγε ο πατέρας του πάρε κάνα φράγκο, του έδινε πάντα την ίδια απάντηση, ότι ντρεπόταν. Ο πατέρας του όμως, που δεν ντρεπόταν κι είχε μεγάλη ανάγκη, γιατί ούτε χτήματα είχε, αλλά ούτε και σταθερή δουλειά, κρατούσε αναλυτικό λογαριασμό για τις –φανερές- δουλειές του γιου του, και πήγαινε μετά το τέλος των εργασιών και εισέπραττε τα κρυφώς συμφωνηθέντα. Πότε ήταν ένα λίτρο λάδι, πότε λίγο τυρί, ένα κιλό ντομάτα, ένα κιλό πατάτα, τέτοια πράγματα.
Ο Νικόλας δεν νοιαζόταν για τίποτα άλλο, πέρα απ’ το να κάνει καλά τις δουλειές που του ανέθεταν. Ήθελε σε όλα να είναι συνεπής, ο καλύτερος. Να βγαίνει έξω στην αγορά και να τον χαιρετάνε όλοι. Αν τύχαινε και δυσαρεστούσε κανέναν από κάποια μικρή του επιπολαιότητα ή απροσεξία, ζητούσε χίλια συγνώμη, κι όταν τέλειωνε τη δουλειά πήγαινε πίσω απ’ το σπίτι του, για λίγο, δεν είχε χρόνο για χάσιμο, κι έκλαιγε απ’ τα νεύρα του τρίβοντας τις παλάμες στα γόνατά του. Αυτός ήταν ο Νικόλας όμως. Προκειμένου να μένουν οι άλλοι ευχαριστημένοι δεν λογάριαζε ούτε κούραση, ούτε τίποτα˙ μόνο και μόνο για να εισπράξει στο τέλος ένα ευχαριστώ, που μερικές φορές κι αυτό το ξεχνούσαν να του το πουν.
Στα δεκαοχτώ του χρόνια, θυμήθηκε ότι κάποτε ήθελε να πάει στην πόλη. Για δεύτερη φορά γέμισε μια πλαστική σακούλα με μερικά σώβρακα, και ξεκίνησε να φύγει. Αυτή την φορά ο πατέρας του ήταν στο καφενείο κι έτσι δεν τον κατάλαβε. Ήταν του Αγίου Χαραλάμπους, ημέρα γιορτινή για το χωριό καθώς το βράδυ είχε πανηγύρι.
Ο Νικόλας είχε πολλές δουλειές να κάνει, αλλά ξύπνησε αποφασισμένος να τις αναβάλει. Έπρεπε επειγόντως να πάει στην πόλη. Επειδή ξύπνησε πιο νωρίς απ’ ότι συνήθως, είπε να μην χαιρετήσει κανέναν. Κι έφυγε πράγματι χωρίς να πει ούτε ένα γεια. Ο δρόμος του ήταν μακρύς, και χρήματα δεν είχε καθόλου, αλλά τουλάχιστον ήξερε ότι στην πόλη υπήρχε ο θείος του, που σίγουρα θα του έδινε ένα πιάτο φαΐ κι ίσως κάποια αξιοπρεπή δουλειά. Δεν είχε κάνει μισή ώρα περπάτημα, όταν τον φώναξε κάποιος από πίσω. Ο Δημητράκης, ο παραγιός του Γιώργη του χασάπη, έτρεχε ασθμαίνοντας να τον προλάβει, να του πει.
«Έλα Νικόλα πίσω, ο κόσμος έχει μαζευτεί και λένε ότι αν δεν έρθεις δεν θα γιορτάσουμε φέτος», του είπε λαχανιασμένος.
«Άσε με ήσυχο» απάντησε ο Νικόλας.
«Δεν με λυπάσαι;» του είπε ο Δημητράκης.
«Γιατί να σε λυπηθώ;»
«Που έτρεξα ως ‘δω σακάτου για να σε βρω»
«Άκου Δημητράκη: πρέπει να πάω στην πόλη. Να βγάλω λεφτά, να βοηθήσω τον πατέρα και την αδελφή μου» απάντησε ο Νικόλας.
Αλλά ο Δημητράκης επέμεινε.
«Έλα τώρα, να φτιάξουμε τη γιορτή και μετά φεύγεις»
«Δεν προλαβαίνω σου λέω, έχω πολύ δρόμο μπροστά μου»
«Θα το κάνουμε μικρό το πανηγύρι, έλα σου λέω»
«Αποκλείεται»
«Έλα τουλάχιστον να σε δουν και κάνε μετά ό,τι θες»
«Μα δεν καταλαβαίνεις τίποτα, ρε γαμώτο;»
«Ω, ρε… εσύ σκας γάιδαρο»
«Δημητράκη, τα πράματα είναι σοβαρά»
«Το ξέρω, το ξέρω, σε παρακαλώ όμως, έλα και φεύγεις μετά»
«Καλά, καλά» είπε ο Νικόλας, καθώς παραδινόταν στις ικεσίες, «θα έρθω, αλλά να κάνουμε γρήγορα, έτσι;».
Ο Δημητράκης πήρε την σακούλα στο δικό του χέρι, άπλωσε και τ’ άλλο για να κρατήσει τον Νικόλα κι επέστρεψαν πίσω στο χωριό. Οι ετοιμασίες για το πανηγύρι είχαν ήδη αρχίσει. Έξω απ’ την εκκλησία, οι συγχωριανοί σταμάτησαν το πήγαινε έλα, και καλωσόρισαν τον Νικόλα, όσο πιο θερμά μπορούσαν. Τρεις νεαροί όμως, ο Γιάννης, ο Πίνουλας, κι ο Βαλάντης, άρχισαν να τον ρωτούν πώς ήταν στην πόλη, γεγονός που τον εξέπληξε, αφού κι ένας ηλίθιος θα μπορούσε να καταλάβει ότι σε τόσο λίγο χρόνο αποκλείεται κανείς να έφτανε στην πόλη. Αφού επέμεναν όμως, τους έκανε το χατίρι κι άρχισε να τους λέει τι είδε και τι έκανε το προηγούμενο βράδυ που υποτίθεται ότι ήταν εκεί. Πριν τελειώσει τη διήγησή του τον σταμάτησαν και πήγαν όλοι να πιάσουν δουλειά, μαζί βέβαια κι εκείνος.
Το βράδυ στο πανηγύρι μια ολόκληρη παρέα, σχεδόν όλοι οι νέοι του χωριού δηλαδή, μαζεύτηκαν γύρω απ’ τον Νικόλα, θέλοντας να μάθουν περισσότερα για την πόλη. Ο Νικόλας στην αρχή δίστασε λίγο, αλλά επειδή δεν ήθελε να χαλάσει το γιορτινό κλίμα, συνέχισε.
«Καλά ήτανε μωρέ, αλλά να, είχε πολύ καπνό» είπε κι έκανε μια γκριμάτσα.
«Είχε πιάσει καμιά φωτιά;» τον ρωτήσανε με ενδιαφέρον.
«Όχι, όχι, ρώτησα και μου είπαν ότι είναι ρύπανση, φταίνε τα αυτοκίνητα, τα εργοστάσια και κάτι άλλο που δεν θυμάμαι».
«Τι ρε;»
«Ξέρω ‘γω; Αφού σας λέω δεν θυμάμαι, εσείς δεν ξέρετε;»
«Όχι, περιμένουμε εσύ να μας πεις;»
«Σιγά μη σας πω»
«Ε τώρα, κάνεις σαν μικρό παιδί»
«Θα μου πείτε εσείς που είσαστε γραμματιζούμενοι»
«Σου λέμε δεν ξέρουμε. Θα μας πεις;»
«Όταν θα ‘ρθει η ώρα» είπε κλείνοντάς τους το μάτι πονηρά.
«Τέλος πάντων, τι άλλο είδες εκεί πέρα, ρε Νικόλα;»
«Πολλά πράγματα, παιδιά, πολλά. Ήτανε εκεί κάτι γυναίκες με πόδια αδύνατα που καπνίζανε στο πεζοδρόμιο. Και οι αστυνομικοί, μιλιούνια, με στολές σαν αστροναύτη, να σπρώχνουνε τον κόσμο. Τι να σας λέω. Ένα βράδυ βρέθηκα εκεί κι από μπροστά μου πέρασε όλη η πόλη. Αυτοκίνητα να δείτε. Αεροπλάνα, ελικόπτερα… Κάτι δέντρα από ασήμι μέσα στη μέση των δρόμου, και κάτι σπίτια καμπυλωτά, ψηλά σαν τον Μαγκλαβά, που λαμπύριζαν σαν το φύλλο της ελιάς. Δεν θα το πιστέψετε αλλά είδα και ζώα που έμοιαζαν με τετράποδα πουλιά, κι οι άνθρωποι τα έκαναν βόλτες καθισμένοι πάνω τους σε κάτι καθίσματα τεράστια σαν κεραμίδια. Ένας που μου είπε μάλιστα να τον φωνάζω φιλόζωο, μου εμπιστεύτηκε για λίγο το ζώο του, και το κράτησα μέχρι να πάει ο άνθρωπος να κατουρήσει, και πιάσαμε κουβέντα με το ζώο. Δεν κατάλαβα γρι απ’ αυτά που μου έλεγε, αλλά κουνούσα το κεφάλι μου, γιατί δεν ήθελα να το προσβάλω. Για να με ευχαριστήσει ο κύριός του, μου έδωσε ένα κουτάκι που μπορούσε να εξαργυρώσει ένας μόνο άνθρωπος. Μου έδωσε μια διεύθυνση και με τα χίλια ζόρια κατάφερα να πάω. Εκεί ρε παιδιά, συνάντησα τον πιο παράξενο τύπο που έχω δει στη ζωή μου. Τον έλεγαν Μπαλτάσαρ ή κάτι τέτοιο, κι είχε ένα μαγαζί που πούλαγε βιβλία, πίνακες και διάφορα αντικείμενα».
Οι νέοι του χωριού τον άκουγαν με ανοιχτό το στόμα. Κάποιοι γέλασαν, του γέμισαν το ποτήρι με μπρούσκο και μέσα στο κλίμα ευθυμίας που επικρατούσε, τον ρώτησαν χαμηλώνοντας την φωνή τους αν είδε όμορφες γυναίκες. Τότε ήταν που κυριολεκτικά φωτίστηκε το πρόσωπό του. Ξαφνικά, δύο πελώριες λάμψεις σήμαναν την αρχή των χορών στον περίβολο της εκκλησίας.
«Παιδιά, τέτοιο θηλυκό, τι να πω, ούτε στα όνειρά σας» τους είπε. «Το δέρμα της λευκό σαν φρέσκο χιόνι, τα μαλλιά της ξανθά σαν το χρυσάφι στα δόντια του παπα-Στάθη, και οι καμπύλες της καλύτερες κι απ’ της φοράδας του Στουπή».
Τα γέλια τους δεν τον πτόησαν, καθώς τους έβλεπε να διασκεδάζουν με την καρδιά τους. Το είδε κι αυτό σαν μια καινούργια δουλειά. Αλλά εκείνοι επέμεναν όλο και περισσότερο, ήθελαν λεπτομέρειες και γεγονότα, σε περιγραφές που θα ήταν αδύνατο να αμφισβητηθούν. Ο Νικόλας δεν είχε άλλη λύση απ’ το να διαμαρτυρηθεί, κι αργά την νύχτα, όταν πια είχαν μείνει ελάχιστοι στο πανηγύρι, είπε ψύχραιμα ότι δεν πρόλαβε να φτάσει στην πόλη.
«Και γιατί μας τα είπες όλα αυτά» τον ρώτησαν σοβαροί οι άλλοι, «μήπως μας κορόιδεψες;»
«Δεν ήθελα να σας εξαπατήσω» απάντησε γεμάτος ενοχές ο Νικόλας. «Ένα αστείο ήτανε, μαζί το ξεκινήσαμε, μαζί θα το τελειώσουμε».
«Δεν σε πιστεύουμε» έκαναν οι νέοι. «Μάλλον τώρα μας κοροϊδεύεις».
Ο Νικόλας προσπάθησε για λίγο να κερδίσει χρόνο κοιτάζοντας γύρω και λέγοντας κάτι για το καμπαναριό και το ρολόι, που ήταν χρόνια χαλασμένο κι έδειχνε πάντα την ίδια ώρα, αλλά οι άλλοι του ‘παν να μην αλλάζει θέμα. Τα πράγματα είχαν σοβαρέψει. Σταδιακά, από εκεί που δεν το περίμενε, είχε βρεθεί όχι μόνο να έχει πάει στην πόλη, αλλά να είναι κι εκείνος που ήξερε τα περισσότερα απ’ όλους για το τι συνέβαινε εκεί. Του Νικόλα το ψέμα ποτέ δεν του άρεσε. Και η αλήθεια είναι ότι πάντα αισθανόταν μειονεκτικά, παρ’ όλο που ο πατέρας του προσπαθούσε καμιά φορά να τον κάνει να αισθάνεται ίσος με τους άλλους. Στα λόγια ποτέ δεν ήταν καλός, και στις παρέες ήταν απίθανο να ακούσεις την φωνή του. Ακόμα και για τις δουλειές που τον έβαζαν να κάνει, δεν έλεγε κουβέντα. Ο Νικόλας όλο άκουγε. Όσο κουρασμένος κι αν ήταν, το ένα του αφτί, έτσι στραβό που το ‘χε, ήταν πάντα τεντωμένο. Κι είχε ευαίσθητο αφτί.
Όταν ερχόταν ο μπάρμπας του απ’ την πόλη, αν και κατάκοπος απ’ τις δουλειές, καθόταν δίπλα κι άκουγε τι συζητούσαν με τον πατέρα του. Όπου κι αν βρισκόταν, ό,τι κι αν έπαιρνε τ’ αφτί του για την πόλη, το ρουφούσε αχόρταγα. Με τα χρόνια έγινε άθελά του ένας άνθρωπος που ήξερε τα πάντα για την πόλη.
Την ημέρα που ακολούθησε το πανηγύρι, όπως συνηθιζόταν, το χωριό αργούσε να ξυπνήσει. Ο Νικόλας αντίθετα, έτρεξε στον περίβολο της εκκλησίας νωρίς νωρίς, να προλάβει να σκουπίσει πριν αρχίσει τις υπόλοιπες δουλειές. Καθώς προχωρούσε την τακτοποίηση κάποιων τραπεζιών όμως, ήρθαν οι νεαροί που την προηγούμενη ημέρα τον ρωτούσαν για την πόλη, και τον παρότρυναν ν’ αφήσει τις δουλειές και να τους ακολουθήσει. Για να τον δελεάσουν μάλιστα του είπαν ότι υπήρχε μια επείγουσα δουλειά που τους είχε αναθέσει ο παπα-Στάθης. Περπάτησαν αρκετά έξω απ’ το χωριό, σ’ ένα δρόμο μέσα στους ελαιώνες, εντελώς άγνωστο στον Νικόλα. Στην αρχή νόμισε ότι πηγαίνουν προς το νεκροταφείο, αλλά κάποια στιγμή έστριψαν δυτικά προς τα καλαμπόκια του Βρασίδα. Όταν τελικά έφτασαν, στους τρεις νέους προστέθηκε κι ένας τέταρτος, ο Στέλιος ο Φαφούτης, ο μπακάλης. Έσκασαν μεταξύ τους μερικά πνιχτά γέλια, και μετά άναψαν ένα τσιγάρο. Ο Νικόλας, χωρίς χρονοτριβή, ρώτησε τι σόι ήταν τα δέντρα που ξεφύτρωναν ανάμεσα στην κούκλα.
«Φάρμακο» του απάντησαν γελώντας αυτοί.
«Κι εγώ που νόμιζα ότι μόνο το ούζο σας έκανε καλά», είπε με καλή διάθεση.
«Να μιλάς μόνο όταν ξέρεις. Τώρα δες και άκου», του είπε αγριεμένος ο Στέλιος αρχίζοντας το πότισμα.
Εκείνη τη μέρα ξεκίνησε μια καινούργια φάση στη ζωή του Νικόλα. Την πρώτη φορά τον έστειλε για πότισμα ο Σούλης, ο ταβερνιάρης. Τη δεύτερη ο Γιάννης ο Τσιμούχας, την τρίτη ο Στουπής, την τέταρτη ο Πάρης και μετά ακολούθησαν οι υπολοιποι, ώσπου στο τέλος τον έστειλε κι ο Παπα-Στάθης. Άλλος είχε ξεριζώσει τις ελιές του, άλλος είχε ξεκάνει τα αμπέλια, μέσα σε τρεις μήνες είχανε βάλει όλοι κούκλα. Ακόμα κι ο πατέρας του Νικόλα, ικέτευε τη γειτόνισσά τους να του δώσει ένα στρέμμα που το άφηνε ακαλλιέργητο να το φυτέψει κούκλα. Μάταια όμως. Η Θανάσω προτιμούσε να έχει ένα χωράφι γεμάτο παράσιτα, απ’ το να βγάζει κάποιος άλλος λεφτά.
Τώρα ο Νικόλας ήταν απαλλαγμένος απ’ τις υπόλοιπες δουλειές. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να ποτίζει και να επιθεωρεί τα χωράφια με τις κούκλες. Πάνω κάτω, όργωνε τους αγρούς, μην κι εμφανιστεί κανένας ανεπιθύμητος. Έτσι του είχαν πει, αυτό έκανε. Στις ατέλειωτες ώρες της εργασίας του, ο Νικόλας κάπνιζε ένα πακέτο τσιγάρα, που ήταν και η μόνη αμοιβή που έπαιρνε απ’ τον εκάστοτε εργοδότη του. Πότε πότε τον επισκεπτόταν κανένας συγχωριανός ρωτώντας πως πάει η δουλειά, κι έπιαναν κουβέντα. Για να κρατήσει τον συνομιλητή του λίγο ακόμη, και να κερδίσει έτσι λίγο χρόνο χωρίς τη μοναξιά και την ανία, ο Νικόλας, άρχισε να υπερβάλλει τις ιστορίες του, στην αρχή συνειδητά και στη συνέχεια χωρίς να το καταλαβαίνει. Ήταν κι αυτή η μυρωδιά που ανέδυαν κάτι φυτά ανάμεσα στις κούκλες, που δεν τον άφηνε ούτε στιγμή σε ησυχία. Άρχιζε μια ιστορία για το προσφιλές του θέμα, την πόλη, και κατέληγε στο πόσο υπέροχο όργανο είναι το συκώτι.
Ο πατέρας του δεν τον ρωτούσε ποτέ πώς περνάει, κι αν ποτέ ζητούσε να μάθει κάτι για τη δουλειά, έδειχνε ευχαριστημένος που ο γιος του άντεχε τόσες ώρες μέσα στο λιοπύρι ή στη βροχή. Το να έχεις δουλειά ήταν μεγάλη υπόθεση, έλεγε ανάβοντας ακόμη ένα τσιγάρο. Κάποτε ο Νικόλας του είπε ότι είχε πονοκέφαλο, κι εκείνος γύρισε και τον κοίταξε απορημένος.
«Είναι δυνατόν εσύ; Δεν έχεις τίποτα, εσύ αντέχεις πιο πολύ κι από τον Κόπανο».
Παρεμπιπτόντως ο Κόπανος, ο γιος της Θανάσως, ήτανε ο πιο δυνατός άντρας του χωριού, αλλά τελείως ηλίθιος. Ηταν εκείνος που λες και το μυαλό του είχε κολλήσει στα δέκα του χρόνια, έκανε πάντα τις πιο άκαιρες και άστοχες ερωτήσεις. Η δύναμή του όμως ήταν πανθομολογούμενη. Μια φορά είπανε πως έβγαλε μόνος του ένα ολόκληρο φορτηγό από μια γράνα που είχε πέσει. Παρότι πιο μικρός απ’ τον Κόπανο, ο Νικόλας είχε κι εκείνος την φήμη του δυνατού.
«Εσένα σε σέβονται όλοι και σε φοβούνται, είναι δυνατόν να έχεις πονοκέφαλο; Μήπως καπνίζεις κι εσύ απ’ αυτό το διάολο;»
«Όχι πατέρα. Είμαι μια χαρά»
«Βλέπεις τι έχω πάθει εγώ απ΄ το κρασί, πρόσεξε καημένε μην πάθεις κι εσύ τα ίδια απ΄ το χασίσι» του είπε δίνοντάς του μια συμβουλή μετά από πολλά χρόνια.
«Πάω τώρα στη δουλειά» τον διέκοψε απότομα ο Νικόλας κι έφυγε για τα χωράφια.
Μια άλλη φορά ο Νικόλας παραπονέθηκε για την καρδιά του. Τον πονούσε, έλεγε, το στήθος του μέσα βαθιά, κι ένιωθε ένα σφίξιμο, σαν κάποια δυνατή παλάμη να του σφίγγει την καρδιά.
Είχε μόλις γυρίσει απ’ το χωράφι του Λιά, με μια σακούλα γεμάτη κούκλα, ήταν η εποχή της συγκομιδής. Γύρισε λίγο νωρίτερα γιατί δεν αισθανόταν καλά, αλλά δεν ήθελε κιόλας να πει τίποτε στον πατέρα του. Του μίλησε όταν πια ήταν σχεδόν έτοιμος να λιποθυμήσει απ’ τον πόνο. Έχασε το χρώμα του απ’ τον φόβο, πράγμα που είδε ο πατέρας του κι έτρεξε γρήγορα να πάρει τηλέφωνο στο γιατρό του χωριού, ο οποίος όμως έλειπε απ’ το ιατρείο. Αφού έκανε τρία τηλεφωνήματα σε συγχωριανούς του για να μάθει πού ήταν ο γιατρός, κατάφερε να τον βρει στην ταβέρνα του διπλανού χωριού. Σε δεκαπέντε λεπτά κατέφθασε τρεκλίζοντας απ’ το ποτό, και στάθηκε πάνω απ’ το κεφάλι του Νικόλα, τον ρώτησε τι αισθανόταν κι αφού κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, συνέστησε την άμεση μεταφορά του στο νοσοκομείο.
Έτσι λοιπόν, η πρώτη φορά που ο Νικόλας κατάφερε να φτάσει στην πόλη ήτανε για λόγους καθαρά ιατρικούς.
«Που λέτε παιδιά» έλεγε ο Νικόλας όταν επέστρεψε στο χωριό, «αυτή η πόλη δεν έχει όμοια της στον κόσμο όλο. Με το που μπήκαμε απ’ την πρώτη της πύλη, να σου ο ίδιος ο δήμαρχος να μας υποδεχτεί. Άνοιξε το παραθυράκι του ασθενοφόρου και με χαιρέτησε ο ίδιος προσωπικά… Αλλά καθώς εγώ πονούσα, του λέω «γεια σου δήμαρχε αλλά βιάζομαι τώρα, πονάω, θα τα πούμε σε δυο τρεις ημέρες» και φώναξα στον οδηγό να πατήσει το γκάζι δυνατά. Στενοχωρήθηκα που δεν μπόρεσα να τα δω όλα. Έξω ο κόσμος -απ’ ό,τι μου είπε ο πατέρας μου- έτρεχε από ‘δω κι από ‘κει σαν μανιασμένος, μέχρι και μια μπάντα έπαιζε μουσικά εμβατήρια, να φανταστείτε. Το νοσοκομείο πιο μεγάλο κι απ’ το κτίριο της κοινότητάς μας, ήταν ένα χρώμα πώς να το πω, ούτε κόκκινο, ούτε ροζ, ανάκτορο πραγματικό. Μπαίνουμε μέσα, και με πιάνει ζαλάδα απ’ την πολυτέλεια. «Τι επιθυμεί ο κύριος Νικόλαος;» και παρόμοια, συνέχεια… αφού τους λέω αφήστε με στην ησυχία μου, άρρωστος είμαι, όχι τουρίστας. Τέλος πάντων, από ‘κει και μετά θυμάμαι λίγα, μου έκαναν και μια ένεση και ξέρετε ότι το μόνο πράγμα που δεν μπορώ είναι η ένεση. Μόλις τους βλέπω να ‘ρχονται καταπάνω μου με την ένεση σηκώνομαι κι αρχίζω να τρέχω. Όπου φύγει φύγει ο Νικόλας. Αλλά πού; Με μπαγλαρώνουν τέσσερα γομάρια ίσα με ’κει πάνω και με ρίχνουν στο κρεβάτι. Παλιοπούστηδες, τους λέω σιγανά, αν δεν με αφήσετε θα σας ξεκάνω μέχρι να πείτε κύμινο. Και τότε μάγκες, βγάζουν τέσσερα σιδερικά, από ‘κεινα που και μόνο να τα βλέπεις σε πιάνει ίλιγγος. Κάτσε κάτω φίλε, μη βρούμε όλοι το μπελά μας, μου λένε. Γιατί, ρε παιδιά; Τους ρωτάω, τι σας έκανα; Εγώ ήρθα με κάτι μικροπονάκια εδώ, κι εσείς θα με σακατέψετε επειδή δεν θέλω τη βελόνα; Τότε μου σκάνε μια σφαλιάρα και μου λένε «εμείς διαταγές εκτελούμε».
Η ομήγυρη είχε μαζευτεί γύρω από το γνωστό τραπέζι στην ταβέρνα του Απάτσι. Κάτω απ’ την ταπετσαρία με τους κοκκοφοίνικες και την εξωτική παραλία, ο Στέλιος, ο Μπούκουρας, ο Λιάς, ο Γιαννάκης, ο Θανάσης κι ο Γιώργης της Βασίλως, είχαν περικυκλώσει τον Νικόλα, και νά σου τα ουίσκια και τα φιστίκια απ’ τον Απάτσι. Όμως εκείνο το βράδυ ο Νικόλας είχε κέφια κι έτσι αρχάριος που ήταν με το αλκοόλ ήθελε όσο τίποτα άλλο να μιλήσει για την επίσκεψή του στην πόλη. Ή ίσως και να μην ήθελε τόσο, αλλά με το λέγε λέγε, οι συχωριανοί του τον έπεισαν. Αφού παρέλειψε να πει τι έγινε τις τρεις ημέρες που τον κράτησαν στο νοσοκομείο, άρχισε να περιγράφει με μελανά χρώματα το εστιατόριο που τον πήγε ο πατέρας του. Τα γκαρσόνια δεν τον άφηναν να φάει με την ησυχία του γιατί τριγύριζαν συνέχεια πάνω απ’ το κεφάλι του, ο διάκοσμος ήτανε αυτό που λέμε βλάχικος, με κάτι γκλίτσες και φλασκιά στους τοίχους, η μουσική ήταν ξένη, ακαταλαβίστικη, και το χειρότερο απ’ όλα δεν υπήρχε τραπέζι στην αίθουσα των καπνιστών!
«Τέτοια βλακεία δεν την έχω ξανασυναντήσει. Να έχουν δίπλα δίπλα τραπέζια, στο ένα να επιτρέπεται το τσιγάρο και στ’ άλλο να απαγορεύεται», έλεγε πίνοντας το δεύτερο ουίσκι του.
Ακολούθησε μια μικρή στιγμή σιωπής, που έσπευσε να σπάσει ο Απάτσι βάζοντας στο κασετόφωνο ένα ποτ πουρί παλιών λαϊκών.
Τα προβλήματα, είπε ο Νικόλας στο κοινό του, ξεκίνησαν όταν δεν συμμορφώθηκε με την υπόδειξη κάποιου που ονόμαζε τον εαυτό του υπεύθυνο και τελειώνοντας ένα άνοστο κι άψητο κομμάτι κρέας άναψε ένα τσιγάρο για να φτιάξει πάλι τη γεύση του. Ο υπεύθυνος, ένας κανονικός «χάλιακας απ’ του Σχοινόλακα», πήγε απειλητικά πλάγια απ’ τον Νικόλα και του είπε κάτι στ’ αφτί, το οποίο δεν το πολυκατάλαβε, αλλά του έμοιαζε σαν «σου γαμώ τη μάνα».
Ποιος είδε το διάολο και δεν τον φοβήθηκε.
«Σηκώθηκα πάνω –βλέπω ότι του ‘ρίχνω τουλάχιστον ένα κεφάλι-, και τον αρχίζω στις κατακεφαλιές, μια δύο τρεις, παρ’ τον κάτω τον μάγκα. Αμέσως μετά έρχονται οι σερβιτόροι και τους λέω πίσω αλάνια και σας έφαγα, μαζεύτε τα γιατί θα πάθετε χειρότερα απ’ αυτόν. Κάτι μου είπε ένας απ’ αυτούς που βγήκε απ’ την κουζίνα και του λέω σκάσε ρε αντράκι μη λερώσεις την ποδιά σου, κι ο τυπάκος έβαλε τα κλάματα, μά την παναγία ρε παιδιά, τον λυπήθηκε η ψυχή μου. Ένας άλλος που κίνησε κατά πάνω μου γιατί φαίνεται με είχε άχτι που τον αγριοκοίταζα όταν προσπαθούσα να φάω, έφαγε μια κλωτσιά στ’ αρχίδια, που δίπλωσε στα δύο σφαδάζοντας. Όπως καταλαβαίνετε μέχρι να μετρήσω ως το τρία, οι υπόλοιποι το είχαν βάλει στα πόδια».
«Έλα ρε μάγκα» του λέει ο Γιώργης, «και πώς έφυγες από ‘κει μέσα;»
«Είμαι τώρα, μιλάμε, μέσα στο στόμα του λύκου. Πριν έρθουν οι μπάτσοι, σκάνε μύτη κάτι φουσκωτοί, μ’ αρχίζουν στις φάπες και με βγάζουν έξω σηκωτό. Σταθείτε ρε, τους λέω, τι κάνετε, εγώ ένα τσιγάρο ήθελα να κάνω, αλλά πού αυτοί, μ’ αρχίζουν στο κλωτσίδι. Να φωνάζει ο πατέρας μου, να ρίχνει από ‘δω κι από ‘κει μερικές ψιλές, ο κόσμος γύρω να ωρύεται, κι εγώ στη μέση να με χτυπάνε αλύπητα. Τελικά αντί για περιπολικό ήρθε ένα ασθενοφόρο, και να ‘μαι ξανά στο νοσοκομείο».
«Τι γκαντεμιά αυτή, ρε γαμώτο» κάνει ο Απάτσι, ξαναγεμίζοντας το ποτήρι του Νικόλα.
«Άσε, και το καλύτερο δε σ’ το ‘πα» γυρίζει εκείνος και του απευθύνεται σχεδόν εμπιστευτικά, «ο διευθυντής του νοσοκομείου ήταν αδερφή».
Οι άλλοι, έκαναν ότι δεν άκουσαν και τον άφησαν να συνεχίσει όπως εκείνος ήθελε. «Και μετά τι έγινε ρε;»
«Τι να γίνει; Παρ’ τον άλλες τρεις μέρες στο νοσοκομείο»
«Τόσο πολύ έλειπες ρε;»
«Μόνο τόσο; Και λίγο έκατσα. Εδώ παρά λίγο να τα κακαρώσω και μου λες ότι ήτανε πολύ;» αγρίεψε ο Νικόλας.
«Καλά, δεν είπαμε τίποτα» απάντησε ο Γιώργης για να τον καθησυχάσει, «απλά ανησυχούσαμε κι εμείς».
«Ρε μάγκες, με συγκινήσατε, είναι ωραίο πράγμα να έχεις καλούς φίλους, γιατί τι άλλο θέλει ένας άνθρωπος; το χωριό του, την οικογένειά του, και τους φίλους του»
Όμως το λογύδριό του κόπηκε απότομα απ’ τους άλλους που θέλανε κι άλλα νέα απ’ την πόλη.
«Οι μπάτσοι, που λέτε» άρχισε και πάλι κατεβάζοντας το τρίτο ουίσκι, «αν και καθυστερημένοι, ήρθαν στο νοσοκομείο και δεν με άφησαν σε χλωρό κλαρί. Όλο ερωτήσεις, απειλές, κι ειρωνείες ήταν οι άτιμοι. Ούτε τον πατέρα μου δεν μ’ αφήνανε να δω. Εικοσιτετράωρη παρακολούθηση κι ο πόνος εκεί, να μην μπορώ να βγάλω λέξη, να τους πω σταματήστε τον πόλεμο νεύρων, ρε μάγκες, δε βλέπετε ότι ο άνθρωπος δεν είναι καλά; Αλλά αυτοί θέλανε λέει να με προφυλάξουνε απ’ τον μαγαζάτορα που έμαθε ότι εγώ του έκανα λίμπα το μαγαζί και με ήθελε ζωντανό ή νεκρό. Τι να πω, ρε Λιά, ξέρω και ‘γω τι μου ρίχνανε στο νερό οι μαλάκες; Αφού μια στιγμή που ήμουνα λίγο καλύτερα είπα στον αρχιμπάτσο εκεί –όλοι εντωμεταξύ φορούσανε άσπρες μπλούζες για να μοιάζουνε γιατροί- τι είναι αυτά που μου δίνετε ρε παιδιά, αφήστε να κάνω ένα τηλέφωνο στο χωριό να μας φέρουνε πρώτο πράγμα, να περάσετε ωραία»
Με την τελευταία πρόταση άρχισαν όλοι να στριφογυρίζουν, γεγονός που έκανε τον Νικόλα να αισθανθεί αμήχανα και να πει «για πλάκα το είπα», αλλά ο Λούλης δεν κρατήθηκε και θύμωσε. Οι φωνές του έκαναν τον Απάτσι να του μιλήσει άσχημα, αλλά τότε, πήρε το μέρος του ο Λιάς, ο οποίος είπε στο Νικόλα να μην ξαναπατήσει στο χωράφι του, γιατί είναι επικίνδυνος.
«Εσύ ρε, μπορεί και να μίλησες ‘σαπέρα στην πόλη στους μπάτσους» του είπε κόκκινος απ΄ το θυμό –και το αλκοόλ.
«Τι λέτε ρε παιδιά» προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα ο Θανάσης, «ο Νικόλας μας αγαπάει, δεν θα μας έδινε ποτέ, έτσι δεν είναι Νικόλα;»
«Έτσι είναι παιδιά, έτσι» είπε σαν μικρό παιδί ο Νικόλας.
«Αποκλείεται» συνέχισε φουντωμένος ο Λούλης, «στο δικό μου χωράφι δεν ξαναμπαίνεις, παλιοπούστη, τ’ άκουσες;»
«’Ντάξει ρε Λούλη, ό,τι πεις» του απάντησε αμέσως.
«Αι στο διάολο, θα βρούμε το μπελά μας με τον τρελό να πούμε… Κι εσείς, μαλάκες, κάθεστε και γελάτε ‘δω χάμου με την αφεντιά του… Να δούμε μετά, ποιος θα γελάει… Αυτουνού η γλώσσα ρε δε δένεται με τίποτα, θα μπούμε όλοι φυλακή, κι αυτός θα ‘ναι έξω και θα λέει ιστορίες, ο μαλάκας…»
Δεν μιλούσε κανένας, ο Απάτσι πήγε και χαμήλωσε την ένταση της μουσικής. Ο Λούλης εκνευρισμένος όσο δεν πήγαινε άλλο, σηκώθηκε και βγήκε απ΄ το μαγαζί.
«Τον παπάρα» αναφώνησε ο Νικόλας λίγο μετά, «ας έρθει άλλη φορά να μου ζητήσει να πω στη γυναίκα του ότι άργησε γιατί μας έπιασε λάστιχο στο δρόμο, και θα δει».
Την επόμενη μέρα τον έπιασε ο Λιάς και του είπε να μην ξαναπατήσει το πόδι του στα χωράφια με τις κούκλες. Ο Νικόλας έκπληκτος, ρώτησε γιατί, αλλά πειστική απάντηση δεν πήρε.
«Γιατί έτσι» του ‘πε ξεμακραίνοντας ο Λιάς.
«Όχι ρε Λιά, αφού ξέρεις ότι δεν μιλάω εγώ» είπε ο Νικόλας.
Έτοιμος να βάλει τα κλάματα απ’ την στενοχώρια και την οργή του, κίνησε προς το σπίτι του κλωτσώντας ό,τι συναντούσε το πόδι του στο δρόμο.
Τι τα ‘θελε τα παραμύθια, τώρα ή θα τους έπειθε ότι δεν είχε πάει στην Αθήνα ή θα έμενε μια για πάντα χωρίς δουλειά. Μπαίνοντας όμως μες στην αυλή του σπιτιού του με το κεφάλι γεμάτο σκέψεις και ενοχές, είδε παρκαρισμένη μια κατακόκκινη Πόρτσε. Ο μπάρμπας του, ο αδελφός της μάνας του, είχε έρθει επίσκεψη.
Κάτι μήνες είχαν να τον δουν, και δες πώς είχε αλλάξει. Το κοστούμι του, παρότι δεν ήταν το ακριβότερο που μπορούσε κανείς να αγοράσει, ανέδυε ένα άρωμα πραγματικά ακριβό, κάτι από Γαλλία, ή καλύτερα Ιταλία.
Ο Νικόλας δεν ήθελε με καμία Παναγία να πιστέψει τις βλακείες των συγχωριανών του. Ούτε μαφιόζος ήτανε ο θείος του, ούτε κανένας εγκληματίας. Στην Αθήνα έκανε δουλειές με εμπόριο. Τι εμπορευόταν τώρα, αυτό μόνο ελάχιστοι το γνώριζαν. Ό,τι κι αν έκανε, σημασία είχε ότι ήταν πετυχημένος. Αν ήθελε σε κάποιον να μοιάσει ο Νικόλας, αυτός ήταν με βεβαιότητα ο θείος του, ο Μαύρος, ή Μπλακ, ή Παντρόνε, ή Πητ, ή απλά ο Πάπας.
Οι ιστορίες γύρω απ’ το όνομα του αδελφού της μάνας του, τον κυνηγούσαν απ’ τις πρώτες κιόλας ημέρες που άρχισε να συναναστρέφεται ανθρώπους εκτός του πατέρα και της Σουλίτσας. Κάποιοι τον φώναζαν Μαύρο, γιατί ήταν ο πιο μελαψός άνθρωπος που είχε ποτέ εμφανιστεί στο χωριό, με μεγάλη διαφορά απ’ τους άλλους. Βέβαια δεν ήταν πάντα έτσι. Για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, μετά από είκοσι και πλέον χρόνια απουσίας απ’ το χωριό, γύρισε σχεδόν σαν να ήταν κάποιος άλλος. Τρόμαξαν να τον αναγνωρίσουν οι χωριανοί όταν πρωτοεμφανίστηκε στην ταβέρνα. Δεν ήταν μόνο τα ρούχα και το δέρμα του όμως. Η μύτη του είχε κάπως μικρύνει, τα αυτιά του είχαν κρυφτεί και το σπουδαιότερο είχε αλλάξει ακόμα και το χρώμα των μαλλιών του. Αναμφισβήτητα, ήταν πολύ όμορφος, όλοι είχαν να το λένε. Και πολύ νεότερος… Όσοι τον έλεγαν Μαύρο όμως, μάλλον δεν ήξεραν τίποτα για τις φήμες που τον ήθελαν να παίζει σε πορνοταινίες στο εξωτερικό, κάπου στη Βενεζουέλα, με το ψευδώνυμο Μπλακ.
«Τα παλιά χρόνια», έλεγαν στον Νικόλα μερικοί καλοθελητές φίλοι του, «ο Μπλακ είχε πάει στην πόλη για κάποιες νομικές του υποθέσεις, και ξαφνικά τον έπιασε κατούρημα στο κεντρικότερο σημείο της Αθήνας. Το θάρρος όμως και το θράσος του ήταν τέτοιο που δεν δίστασε να βγάλει το πουλί του μες στη μέση της κεντρικότερης πλατείας της πόλης, και να κατουρήσει μπροστά στα απορημένα, κι εν πολλοίς προσβεβλημένα μάτια των περαστικών».
Τέτοιος ήταν ο Μαύρος, ή Πάπας σύμφωνα μ’ εκείνους που δεν συμμερίζονταν το σενάριο του πρωταγωνιστή σε πορνοταινίες, αλλά γνώριζαν κάποιες πληροφορίες «αρκετά εμπιστευτικές». Σύμφωνα με αυτές λοιπόν ο μπάρμπας του Νικόλα ήταν μαφιόζος. Αλλά επειδή δεν άξιζε δεκάρα, τα χρόνια του τα είχε φάει στην φυλακή.
«Όλα αυτά τα τατουάζ στα χέρια του πού νόμισες ότι τα ‘χει κάνει, ρε Νικόλα; Στο πανεπιστήμιο;»
Ο Νικόλας θιγόταν όταν του λέγανε τέτοιες ιστορίες, αλλά είχε πάντα τρόπο να τις αποκρούει, αφού ο πατέρας του τον διαβεβαίωνε ότι ο θείος του ήταν παρεξηγημένη προσωπικότητα. Ο ίδιος δεν φαινόταν πολύ περήφανος για το αίμα της γυναίκας του, αλλά έβλεπε τον Νικόλα τόσο διψασμένο να μάθει για τον μπάρμπα του, που προσπαθούσε με οποιοδήποτε τρόπο να εξιδανικεύσει τον σιχαμερό αδερφό της αγαπημένης του γυναίκας.
«Δεν κάνουν μόνο οι φυλακόβιοι τατουάζ, ρε ηλίθιοι, ο μπάρμπας μου ήταν χρόνια ναυτικός, και σ’ όποια χώρα πήγαινε έκανε για σουβενίρ κι από ένα» απαντούσε στους χωριανούς, όποτε τον κορόιδευαν για τον μπάρμπα του.
Η αλήθεια είναι ότι το γέλιο τους κοβόταν αμέσως, αν τύχαινε κι εμφανιζόταν μπροστά τους ο Παντρόνε. Όλοι τον φοβόντουσαν, εκτός απ’ τον Νικόλα. Λέγανε μάλιστα ότι είχε σκοτώσει ανθρώπους, ότι κυκλοφορούσε χρόνια με το όνομα Πητ Λέκας, κι ότι ήταν πολλές φορές καταζητούμενος απ’ την αστυνομία, μέχρι και η Ιντερπόλ τον έψαχνε μια φορά για κάτι δουλειές του στο Περού. Ο Λευτέρης είπε κάποτε στο Νικόλα ότι το επίσημο επάγγελμα του θείου ήταν προαγωγός. Ο Νικόλας δεν ήξερε όμως τι σημαίνει η λέξη και πήγε και ρώτησε τον πατέρα του, ο οποίος του είπε ότι πάνω κάτω σημαίνει επιχειρηματίας, κάτι σαν ιδιοκτήτης μαγαζιού. Μια άλλη φορά ,ο γιος του Γιάννη του Οφίτσιου, του είπε ότι εκτός από κάποιο μάγκα στη Βενεζουέλα, είχε σκοτώσει και κάτι γριούλες για να τους αποσπάσει τις οικονομίες τους. Αυτό, ο Νικόλας το κατάλαβε. Και νευρίασε πολύ, τόσο πολύ που χρειάστηκε να βγει ο Γιώργης απ’ το μπακάλικο για να τον χωρίσει απ’ τον γιο του Οφίτσιου, ο οποίος εκλιπαρούσε να τον αφήσει ελεύθερο.
Ο Νικόλας απεχθανόταν τη βία, αλλά για την ηλικία του, ήταν μάλλον πολύ δυνατός, με αποτέλεσμα να μην ελέγχει απόλυτα τα χέρια του.
Αν και δεν ήθελε να κάνει κακό στο γιο του Οφίτσιου, του έσπασε κατά λάθος τη μύτη. Είχαν γεμίσει και οι δύο αίματα, ενώ γύρω τους οι συγχωριανοί γελούσαν με τα χάλια τους. Ο Οφίτσιος ειδοποιήθηκε αμέσως, κι έφτασε πιο γρήγορα απ’ όλους, ζητώντας επίμονα να μάθει τι συμβαίνει. Μόλις κατάλαβε ότι ο γιος του είχε μιλήσει έτσι για τον θείο του Νικόλα, του έκανε μια μικρή επίπληξη και τον πήρε προς το σπίτι. Στον Νικόλα είπε «σου θίξαμε το μπάρμπα, σιγά τα λάχανα», χωρίς καν να γυρίσει να τον κοιτάξει. Αντίθετα ο δικός του πατέρας του έσκασε μια γερή σφαλιάρα και μια κλωτσιά, που με κάθε ευκαιρία του την υπενθύμιζε. Το ξύλο όμως που έτρωγε, σε σχεδόν καθημερινή βάση, για ασήμαντες αφορμές, δεν του το καταλόγιζε ποτέ. Ξύλο, όχι αστεία.
Ο μπάρμπας καθόταν στην κουζίνα, φορώντας το σακάκι του, καπνίζοντας ένα τσιγάρο που βρωμούσε. Πρέπει να ήταν πάνω από πενήντα, αλλά έμοιαζε σαν να είχε μόλις αποφοιτήσει απ’ το πανεπιστήμιο.
«Πώς πάνε οι δουλειές;» ρώτησε τον κουνιάδο του, μόλις έκατσε κι ο Νικόλας δίπλα του.
«Καλά» του απάντησε εκείνος βαριεστημένα.
«Η γυναίκα σου;» συνέχισε δήθεν με ενδιαφέρον ο πατέρας του Νικόλα.
«Καλά, όλοι καλά, και τα παιδιά και οι γείτονες όλοι καλά. Εσείς;» άρχισε σταδιακά να ηρεμεί.
«Όπως τα ήξερες»
«Κάτι μου είπανε για τον Νικόλα, είναι αλήθεια;»
«Για το νοσοκομείο εννοείς… Ναι αλήθεια είναι» είπε κοιτάζοντας τον με νόημα, σαν να του λέει «μέχρι εδώ».
«Εσύ Νικόλα τι κάνεις;» γύρισε προς τον μικρό.
«Καλά είμαι, θείε, θα με πάρεις στην πόλη;» απάντησε εκείνος, χωρίς να χάνει χρόνο.
«Θα σε πάρω, ρε μπαγάσα, θα σε πάρω» του απάντησε ο θείος δίνοντάς του ένα σκαμπίλι στο μάγουλο.
«Πονάς καθόλου;»
«Μερικές φορές, να εδώ» του είπε δείχνοντας την καρδιά του, «απ’ το τσιγάρο μου είπαν ότι είναι».
«Καλά, ρε Νικόλα, εσύ νέο παιδί, δεν έχεις τίποτα άλλο να κάνεις απ’ το να καπνίζεις;»
«Τι να κάνω εδώ, θείε;»
«Τα άλλα παιδιά τι κάνουν;»
«Καπνίζουνε»
«Όλη τη μέρα αυτό κάνουνε;»
«Ναι. Πίνουνε κιόλας»
«Κι εσύ τα ίδια;»
«Εγώ δουλεύω κιόλας»
«Και τι κάνεις;» είπε ο μπάρμπας του κοιτάζοντας τον άντρα της αδελφής του.
«Τα πάντα»
«Αλήθεια;» είπε ο Μαύρος, και σαν κάτι να έλαμψε μέσα του ξαφνικά.
«Αμέ, και φαγητό καλό ξέρω να φτιάχνω, και παιδιά να ξεσκατίζω, και έπιπλα να φτιάχνω, και τσίλιες να κρατάω, τα πάντα σου λέω»
«Ει Νικόλα, κόψε κάτι» είπε ο πατέρας του χαμογελώντας -αλλά κάπως τρομοκρατημένος.
«Εντάξει, υπάρχουν και μερικά πράγματα που δεν ξέρω να κάνω, αλλά μαθαίνω γρήγορα» επέμεινε εκείνος.
«Γιατί τον ρωτάς;» θέλησε να μάθει ο πατέρας του.
«Γιατί έχουμε ανάγκη από υπαλλήλους»
«Σε ποια απ’ όλες τις δουλειές σου;»
«Εισπρακτικές υπηρεσίες» απάντησε αμέσως ο Μαύρος.
«Δηλαδή;»
«Εισπράττουμε χρήματα που χρωστούν ιδιώτες σε εταιρείες ή σε άλλους ιδιώτες»
«Και πώς το κάνετε αυτό;»
«Πάντα με νόμιμα μέσα»
«Μάλιστα… Και πως ξέρεις ότι μπορεί να το κάνει αυτό ο Νικόλας;» είπε εκνευρισμένος ο πατέρας του Νικόλα.
«Είμαι σίγουρος 100%»
«Και ‘γω σου λέω ότι είμαι σίγουρος 1000% ότι αν κάτσεις έστω και ένα λεπτό παραπάνω εδώ, κάτι κακό θα σου συμβεί»
«Ό,τι πεις, αγαπητέ μου» είπε και σηκώθηκε, λέγοντας στο Νικόλα «εσύ ξέρεις πού θα με βρεις: Χιτώνος 15».
«Γεια σου» του είπε ο πατέρας του.
«Γεια σου και ‘σένα, εις το επανειδείν αγαπητοί μου» είπε με το θεατρικό του ύφος ο θείος και βγήκε, αφήνοντας τους δυο τους να κάθονται αντικριστά στο τραπέζι σαν είχε έρθει επίσκεψη ο ένας στον άλλον στην φυλακή ή το ψυχιατρείο. Η μηχανή της Πόρτσε έβγαλε ένα στριγκό ήχο, η μίζα γύρισε λίγο βαριεστημένα στην αρχή, και μετά από ένα μικρό σκάσιμο της εξάτμισης, εξαφανίστηκε.
Είχε αρχίσει να βραδιάζει, ο Μάης μόλις είχε τελειώσει και η γη οργίαζε μες στα χώματά της. Ο Νικόλας δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Τον αγαπούσε τον μπάρμπα του γιατί ήταν ο μοναδικός συγγενής που γνώριζε. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες του είχαν πεθάνει, ενώ ο πατέρας του δεν είχε ούτε ένα αδέλφι. Μέσα σ’ αυτή την συγγενική ξεραΐλα ο θείος, αν και λίγο παράξενος, ήταν κάτι. Μια παρουσία μέσα σε τόσες απουσίες, είναι κάτι. Αλλά υπήρχε κι ένας ακόμη λόγος που έσπρωχνε τον Νικόλα να θαυμάζει και να συμπαθεί τον μπάρμπα του, τον μοναδικό συγγενή του εκτός απ’ τον πατέρα και την Σουλίτσα. Η μάνα του. Η γλυκιά και μονάκριβή του μάνα. Η μανούλα του. Το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, κι αυτό που του έλειπε πιο πολύ.
Αν την είχε ζήσει περισσότερο, έστω έναν χρόνο παραπάνω, πόσο καλύτερα θα ήταν. Πόσο… πόσο πιο ήρεμος θα ήταν, πόσο πιο σίγουρος ότι της είχε πει τα σ’ αγαπώ όλου του κόσμου, τα σ ‘ευχαριστώ που μ’ έφερες εσύ σ’ αυτόν τον κόσμο. Ή έστω έξι μήνες πιο πολύ, για να προλάβαινε να κουρνιάξει πάνω στην κοιλιά της, στα στήθη της, να της γέμιζε τα χέρια με λουλούδια, και να της ψιθύριζε την τρυφερότερη αφοσίωση. Μια ημέρα έστω, να της ζωγράφιζε τη ζωή με τα πιο ζωντανά χρώματα, να την κρατούσε απ’ το χέρι και να την πήγαινε στο λόφο του προφήτη Ηλία, να κοιτάζουν τα σύννεφα να περνούν, κι έπειτα να την γαργαλούσε στο λαιμό, για να τη δει να γελάει όπως όταν ήταν κορίτσι. Αλλά δεν την είχε αυτή την ευκαιρία, και πέντε χρόνια δεν ήταν αρκετά. Πέντε χρόνια δεν θα μπορούσαν να ήταν αρκετά. Πως θα μπορούσαν να ήταν αρκετά, πέντε χρόνια; Τι είναι πέντε χρόνια; Πέντε χρόνια είχαν ήδη περάσει από τότε που κανονικά θα τελείωνε εκείνο το αναθεματισμένο το σχολείο. Και τι έγινε; Τι είναι πέντε χρόνια για ένα μικρό παιδί; Τίποτα. Και σε τελική ανάλυση τι είναι δέκα χρόνια. Και δεκαπέντε. Και μια αιωνιότητα με τη μητέρα του, για ένα παιδί ποτέ δεν είναι αρκετή. Θέλει πάντα να ξέρει ότι υπάρχει το μικρό του καταφύγιο απ’ τον κόσμο, η ζεστή του μήτρα. Πέντε χρόνια. Τίποτα δεν ήταν αυτά. Μια μικρή γεύση του τι μπορεί να κάνει μια μάνα για το παιδί της, ένα φευγαλέο χάδι, και πάει έφυγε.
Για τον Νικόλα, η μάνα του ήταν μερικές αμυδρές αισθήσεις και μια μικρή εικόνα στο προσκεφάλι του. Για την Σουλίτσα δε, δεν ήταν τίποτα, αφού η μάνα της πέθανε σχεδόν μετά τη γέννα. Πολλοί απέδωσαν το πρόβλημα της μικρής σε αυτόν ακριβώς το λόγο. Έλεγαν ότι το σοκ της ήταν τόσο ισχυρό, που απλά ανέκοψε την ανάπτυξή της. Η Σουλίτσα όντως δεν μεγάλωνε με τίποτα. Αλλά ο πατέρας της δεν το κατάλαβε ποτέ. Αντίθετα με τον Νικόλα, ο οποίος άρχισε να το παίρνει πρέφα απ’ τα δεκαπέντε της. Παρ’ όλο που το μυαλό της ήταν ξουράφι και του ‘δινε τις καλύτερες συμβουλές, το κουσούρι της παρέμενε αναλλοίωτο, πράγμα που στην αρχή τον έκανε να ντρέπεται, αλλά μετά, όταν το συνήθισε ήταν ό,τι πιο φυσιολογικό μπορούσε να τους τύχει. Η μικρή είχε κολλήσει στο ύψος του νάνου. Πώς να την κυκλοφορούσε όμως στο χωριό, όταν θα την περιλάβαιναν οι φαρμακόγλωσσες και θα την έκαναν να μην θέλει να ξαναβγεί; Καλύτερα συνέχεια στο σπίτι κι αγαπημένοι, σκεφτόταν ο Νικόλας, παρά δυστυχισμένοι για μια βόλτα την εβδομάδα.
Η μόνη τους διασκέδαση ήταν ένα μικρό τρανζίστορ, απ’ το οποίο άκουγαν εκπομπές με ξένα τραγούδια. Μπορεί να μην καταλάβαιναν τίποτα, αλλά τους συνάρπαζε τόσο η ξένη γλώσσα που θα ‘λεγε κανείς ότι κατάφερναν να την αποκωδικοποιούν με έναν δικό τους, αυστηρά προσωπικό, τρόπο. Καμιά φορά σηκώνονταν και χόρευαν γιορτάζοντας κάποια ανύπαρκτη γιορτή. Πάντα ήσυχα όμως. Μην τους πάρει είδηση η Γωγώ η φαρμακόγλωσσα από απέναντι, κι αρχίσει τις αναμεταδόσεις. Χαίρονταν τόσο πολύ όταν έμεναν οι δυο τους. Μπορούσαν να κάθονται ώρες με τους ώμους τους κολλητά, να κοιτάζουν έξω απ’ το παράθυρο τη θάλασσα στο βάθος, ή να συζητούν για τις δουλειές του Νικόλα, και το όνειρό του να πάει στην πόλη. Τις Κυριακές συνήθιζαν να τρώνε μαζί με τον πατέρα τους, τον οποίον κατάφερναν πάντα να εξοργίζουν με τα γέλια και τα συνωμοτικά τους βλέμματα.
Η Σουλίτσα δεν είχε πατήσει ποτέ της το πόδι στο νεκροταφείο για τη μάνα τους. Έκοβε ένα γαρύφαλλο απ’ τον κήπο τους, το έδινε στον Νικόλα κι εκείνος πήγαινε και το έβαζε στον τάφο της μάνας τους λέγοντάς της κάθε φορά «αυτό μάνα είναι απ΄ τη Σουλίτσα μας». Έλεγε κι άλλα πράγματα στη μάνα του, όταν πήγαινε στο νεκροταφείο, πράγματα που δεν μπορούσε να πει ούτε στην αδελφή του, αλλά τον βάραιναν. Το γεγονός όμως ότι η Σουλίτσα δεν πήγε ποτέ στον τάφο της μάνας της πυροδότησε για ένα μεγάλο διάστημα μεγάλες συζητήσεις στην κοινότητα. Από τότε απέκτησε η μικρή το παρατσούκλι «πορσελάνη». Έτσι την ονόμασαν κάποιες γυναίκες του χωριού, οι οποίες ήθελαν το κορίτσι να μην είναι εύθραυστο, να ‘χει δηλαδή τα κότσια να κάνει διάφορα πράγματα –απ’ το να σφάζει ζώα, ως το να ντύνει τους πεθαμένους, και πάνω απ’ όλα να βγαίνει έξω στις γιορτές, μπας και βρει επιτέλους κανένα γαμπρό.
Η Σούλα όμως δεν ήταν κανονικό παιδί. Σάμπως ήταν κι ο Νικόλας; Τουλάχιστον εκείνος είχε κανονική ανάπτυξη, ίσως και υπερβολικά κανονική θα μπορούσε κάποιος να πει. Μπορεί η υγεία του να μην ήταν πολύ καλή, αλλά ήταν ικανός να δουλεύει για να θρέφει ακόμα και τον πατέρα τους. Η μικρή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο από μισό πράγμα την ημέρα. Αν έκανε ένα, αρρώσταινε. Γι’ αυτή ήταν άθλος και μόνο το να ξυπνήσει. Όταν τα κατάφερνε να σταθεί όρθια, ζητούσε απ’ το Νικόλα να την βάλει μπροστά στο παράθυρο να καθίσει. Στην φαντασία του Νικόλα της έκαναν μια ένεση και μέρα με τη μέρα γινόταν κατά πέντε πόντους ψηλότερη, ώσπου μετά από λίγες ημέρες ήταν κι αυτή κανονική. Δεν θυμόταν πια πού το είχε ακούσει, ίσως σε κάποια εκπομπή στο ραδιόφωνο, ή ποιος ξέρει τώρα; Το θέμα ήταν ότι το ‘ξερε. Αφού είχαν γίνει κι άλλα κορίτσια καλά, γιατί να μην γινόταν κι εκείνη;
Ένα βράδυ της το εκμυστηρεύτηκε.
«Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησε.
«Ε, δεν είμαι και 100%, αλλά το πιστεύω –νομίζω ότι αξίζει να δοκιμάσουμε» συνέχισε.
«Στον πατέρα το έχεις πει;»
«Όχι, τι νόημα έχει; Ο μπαμπάς έκανε ότι μπορούσε τόσα χρόνια, τώρα που ενηλικιώθηκα είναι η σειρά μου να προσπαθήσω»
«Σ’ ευχαριστώ, γλυκέ μου αδελφέ, είσαι τόσο καλός, πόσο σ’ αγαπώ….»
Απ’ το επόμενο πρωί, ο Νικόλας μπήκε γερά στη μάχη της επιβίωσης. Έπρεπε να βγάλει λεφτά. Τώρα, για να πάει στην Αθήνα, θα έκανε ό,τι κι αν του ζητούσαν, αλλά με το αζημίωτο. Πήγε στον Λιά, κι έβαλε μπροστά το σχέδιο «Εκφοβισμός».
«Λιά, αν δεν πάω σήμερα στις κούκλες σου, θα γίνει μεγάλο κακό»
«Τι λες ρε Νικόλα, και τι θα γίνει;» ρώτησε ο Λιάς δήθεν μ’ ενδιαφέρον.
«Θα ‘ρθει ο μπάρμπας μου με κάτι φίλους του» του είπε ο Νικόλας, κλείνοντάς του το μάτι, «και θα κάψουν τα φυτά».
Τα ίδια είπε και σ’ όλους τους άλλους, οι οποίοι συνεννοήθηκαν μεταξύ τους κι αποφάσισαν να ξαναπάρουν τον Νικόλα στη δουλειά.
Ο πατέρας του έμεινε έκπληκτος απ’ αυτή την ξαφνική αλλαγή, αλλά προτίμησε να μην πει τίποτα, έτσι κι αλλιώς ό,τι λεφτά έβγαζε απ’ τις δουλειές του Νικόλα τα έριχνε στο σπίτι. Στα χαρτιά δεν έπαιζε παρά ελάχιστα. Αφού συνήθως έχανε, γιατί να έπαιζε περισσότερα; Για να του τα τρώει ο Πίνουλας; Εν πάση περιπτώσει, ενημέρωσε τον Νικόλα για τα έξοδα του σπιτιού και εγκαταλείφθηκε στο αργό κατρακύλισμα απ’ το ετοιμόρροπο σπίτι του ως το καφενείο και πάλι πίσω. Η σταθερή πτώση του πατέρα, ήταν κάτι αρκετά δυσάρεστο για όλη την οικογένεια, μα τα παιδιά πες απ’ το φόβο ενός βίαιου ξεσπάσματος, πες απ’ το φορτίο των δικών τους προβλημάτων, δεν έλεγαν τίποτα. Σιγά σιγά ο Νικόλας άφηνε στο κομοδίνο του πατέρα του ένα μικρό ποσό, για τα προσωπικά του έξοδα, για το ούζο του στην ταβέρνα δηλαδή. Μερικές ημέρες η Σουλίτσα τον έβλεπε να φεύγει για το καφενείο έχοντας ξεχάσει να ξυριστεί, ή φορώντας τις παντόφλες του. Άλλες πάλι έτρεχε με το Νικόλα, να προλάβουν να κλείσουν τα παράθυρα καθώς ο πατέρας τους ούρλιαζε απ’ τον θυμό του –πάντα με κάποια ασήμαντη αφορμή.
Όσο περνούσε όμως ο καιρός ο άντρας γινόταν όλο και πιο αδιάφορος.
Οι συγχωριανοί αρχικά παραξενεύτηκαν βλέποντας τη διαχείριση του σπιτιού ν’ αλλάζει χέρια, αλλά δεν έδωσαν μεγάλη σημασία.
«Τι να σου κάνει ο έρμος; Κουράστηκε» λέγανε για τον πατέρα του, και συνέχιζαν, «καιρός είναι να αναλάβει ο μικρός».
Μόνο που ο μικρός είχε κι άλλα σχέδια. Αλλά χρειαζόταν περισσότερο χρόνο και χρήμα απ’ ότι αρχικά υπολόγιζε. Για να πάει στην πόλη, δεν ήθελε πάρα πολλά, όμως οι ενέσεις μπορεί και να του στοίχιζαν μια περιουσία. Κι έτσι άρχισε κατά κάποιο τρόπο να πουλάει τις ιστορίες του.
Όσο κουρασμένος κι αν ήταν το βράδυ, πήγαινε πάντοτε στην ταβέρνα. Ανελλιπώς. Επτά ημέρες την εβδομάδα. Τριάντα μέρες το μήνα, βρέξει χιονίσει, ο Νικόλας εκεί. Ήταν πολύ τυχερός όμως. Έπεσε σ’ εποχή μεγάλης παρακμής. Γιατί καλή και η τηλεόραση, καλό και το βίντεο, αλλά πλέον το είχε βαρεθεί η αντροπαρέα. Ήθελαν κάτι καινούργιο, τις ταινίες τις είχαν μάθει απ’ έξω, άσε που όλες ήτανε μια απ’ τα ίδια.
Παρότι το ρεπερτόριο ήταν περιορισμένο, μόνο γουέστερν και κανένα αστυνομικό, η παραγωγή δεν τους άφηνε ποτέ δυσαρεστημένους. Υπήρχε πάντα κάποια ταινία με γερό πιστολίδι που δεν είχε παιχτεί ακόμα στο χωριό. Αλλά μετά από τόσους και τόσους χειμώνες, κάθε μέρα πιστολίδι, κι αργά τη νύχτα πορνό, οι χωριάτες μπούχτισαν. Μετά κάτι έγινε κι ήρθε η καινούργια τηλεόραση, που υποτίθεται ότι έπαιρνε σήμα κατευθείαν από τους δορυφόρους ˙ το νέο το έμαθε ο Οφίτσιος, ως ενημερωμένος γραφειοκράτης, κι αμέσως ο Σούλης ο ταβερνιάρης ανταποκρίθηκε παραγγέλνοντάς το απ’ την Αγγλία. Για να πάρει το πακέτο, και να του τοποθετήσουν το πιάτο που θα κοίταζε στο δορυφόρο, έβαλε ενέχυρο ένα χωραφάκι που είχε πάρει προίκα απ΄ τη γυναίκα του. Με την ευκαιρία αυτή αγόρασε και μια καινούργια οθόνη, τεραστίων διαστάσεων, «για να βλέπουμε κανέναν αγώνα της προκοπής», όπως είπε χαρακτηριστικά στη γυναίκα του, όταν του εξέφρασε μια χαμηλόφωνη αντίρρηση. Αλλά το ρημάδι δεν δούλεψε ποτέ, γιατί η Ελλάδα δεν είχε ακόμα τις υποδομές, έτσι του είπε κάποιος μηχανικός που ήρθε απ’ την Αθήνα. Έτσι για τους επόμενους δυο χειμώνες τα τζάμια της ταβέρνας συνέχιζαν να αχνίζουν απ΄ τα χνώτα των αντρών που παρακολουθούσαν ταινίες απ’ το βίντεο. Αλλά τον τρίτο χειμώνα βαρέθηκαν. Κι εκεί, για να αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον του ανδρικού πληθυσμού του χωριού, εμφανίστηκε ο Νικόλας.
Μπήκε σίγουρος ότι θα τα καταφέρει, αν και μέσα του έτρεμε μήπως πει καμιά κουταμάρα, και τον αρχίσουν στο δούλεμα. Όμως αυτή τη φορά, ιδιαίτερα αυτή τη φορά έπρεπε να πετύχει. Μετά θα μπορούσε να χαλαρώσει, αφήνοντας τα πράγματα να κυλήσουν και λίγο μόνα τους. Στην τηλεόραση έπαιζε ένα δραματικό έργο, που το παρακολουθούσαν μόνο μια παρέα τριών ξένων. Κανένας άλλος δεν ασχολιόταν με το κουτί, ούτε καν ο Παντελής, ο πιο φανατικός και παράξενος απ’ όλους, που όταν έβλεπε μια ταινία, ήθελε η ταβέρνα να ‘ναι εκκλησία. Πέντε παρέες διάσπαρτες εδώ και ‘κει, νέοι και μεγαλύτεροι μαζί, μιλούσαν πότε για το ένα θέμα και πότε για το άλλο, χωρίς κανένα πραγματικό ενδιαφέρον, αλλά έτσι κάτι να λέγεται, να περνάει η ώρα, να πάμε μετά στα σπίτια μας, και πάλι απ’ την αρχή.
Χρόνια είχε να δει το χωριό τόσο απαθή τον αντρικό του κόσμο. Δέκα και είκοσι χρόνια πριν, κάνανε φασαρίες κάθε μέρα, βριζόντουσαν και τσακώνονταν συνέχεια με το παραμικρό. Πού τώρα; Μόνο οι μετανάστες, οι ξένοι μάλωναν μεταξύ τους. Οι ντόπιοι δεν χαμπαριάζανε με τίποτα. Λες και κάτι τους έκανε η οικονομική ανάκαμψη…
Πράγματι ο κατήφορος των αντρών του χωριού συνέπεσε με την εποχή που άρχισαν να βγάζουν τα πολλά λεφτά. Είχανε πια αποκτήσει μεγάλα αυτοκίνητα που μοιάζανε με Πόρτσε. Είχανε παχυλούς λογαριασμούς στην τράπεζα και παχυλά στομάχια. Είχανε οικογένειες, χρυσά δόντια, κι αν θέλανε και κάτι άλλο το κάνανε παραγγελία στην Αθήνα και το αγοράζανε, τόσο απλά. Αλλά το πρόβλημα ήταν ότι είχανε κολλήσει στο χωριό, δεν μπορούσαν να φύγουν. Σαν τα συμβατικά αυτοκίνητα που έρχονται και βουλιάζουνε οι ρόδες τους στη λάσπη, έτσι κι αυτοί, όλοι τους είχανε παγιδευτεί σ’ αυτό που ένιωθαν σαν έναν βούρκο, δηλαδή στο ίδιο τους το χωριό. Ο κύριος λόγος ήταν η φύση της δουλειάς τους. Αφού ήταν όλοι τους στο κόλπο, έπρεπε να φυλάγονται απ’ τους έξω. Κλείστηκαν στο χωριό σαν συνωμότες, και στους επισκέπτες έκαναν τάχα τους κουρασμένους. Αν κι είχανε γίνει τεμπέληδες για τα καλά, δεν ήταν πάντοτε έτσι. Μέχρι την μέρα που ανακάλυψαν το εύκολο και γρήγορο χρήμα, δούλευαν νυχθημερόν. Και τα χωράφια τους, αν τα έβλεπε κανείς, θα έλεγε ότι ήτανε σαλόνια.
Αλλά ήρθε εκείνη του διαόλου η μέρα, όπως έλεγε η γυναίκα του Λια, κι ανέτρεψε τα πάντα. Πρώτος ο Σούλης, πάντα πρωτοπόρος, κι έπειτα οι άλλοι, ο Πρόεδρος, ο Στουπής, ο παπα-Στάθης. Ένα ολόκληρο χωριό, αντί να σκέφτεται πως θα αντιμετωπίσει τα μύρια του προβλήματα, έσπερνε κούκλες και χασίσι. Μια ολόκληρη στρατιά ανθρώπων, που θα μπορούσε να κάνει θαύματα με το μυαλό και με τα χέρια του, επιδόθηκε στην παράνομη δραστηριότητα με τον πιο αξιοσημείωτο ζήλο που επέδειξε ποτέ για κάποια συλλογική εργασία.
Ο Νικόλας κάθισε στην παρέα του Στουπή. Μιλούσαν για μια γυναίκα που είχε επισκεφθεί ο Κλίβανος πριν από καμιά δεκαετία. Αλλά τώρα, όσο κι αν της τηλεφωνούσε, δεν την έβρισκε με καμία Παναγία.
«Πήρα σ’ όλα τα μπουρδέλα της Αθήνας, άφαντη η γκόμενα» είπε απογοητευμένος.
«Στο Μεταξουργείο πήρες;» ρώτησε ο Λούλης, ως γνώστης του θέματος.
«Όταν σας λέω παντού, εννοώ παντού. Η τύπισσα γύρισε στη χώρα της»
«Από πού είπες ότι ήταν;»
«Απ’ τη Ρουμανία»
«Τ’ όνομά της το ξέρεις;» μπήκε ο Νικόλας στη συζήτηση.
«Τάνια»
«Τ’ άλλο;»
«Δεν θυμάμαι, Γκριγκόριεβνα, Σπαντόφιεσκα, Σκατόϊοσκα, ‘ξέρω και ‘γω πως στο διάλο τη λένε;»
«Καλά ρε, μη σκας» τον χτύπησε στον ώμο ο Στουπής, «πιες λίγο ακόμα και θα το θυμηθείς».
Οι άλλοι γέλασαν, αλλά ο Νικόλας μόλις είχε μια ιδέα.
«Να πας και να τη βρεις ρε. Και να την φέρεις εδώ κάτου, να τρίβουνε ούλοι τα μάτια τους. Αυτό να κάνεις»
«Λέτε ρε;» είπε εκείνος με αγωνία.
Τον κοίταξαν για λίγο καχύποπτα, σαν να έλεγαν μεταξύ τους «λες;», αλλά κάνανε σχεδόν όλοι μαζί μια γκριμάτσα, πολύ οικεία σ’ όλους που σήμαινε «πού να τρέχεις τώρα…» και ξαναγέμισαν τα ποτήρια τους.
«Εγώ, μάγκες, είμαι πιο τυχερός» είπε ο Νικόλας.
«Γιατί ρε, σου έπεσε το λαχείο;» τον ειρωνεύτηκε με τις γνωστές του εξυπνάδες ο Στουπής που καθόταν δυο τραπέζια μακριά.
«Όχι ρε, με γουστάρει η γυναίκα σου» του απάντησε σβέλτα ο Νικόλας.
Μέχρι να αντιδράσει ο Στουπής, οι υπόλοιποι είχαν τσιμπήσει το δόλωμα που τους είχε πετάξει ο Νικόλας, και ζητούσαν απ’ τον Σούλη να τους φέρει επιτέλους κανένα σοβαρό ποτό, κι όχι συνέχεια ούζο και ούζο, κρασί και κρασί, αμάν πια -«βάλε κανένα ουίσκι.
Κάθε βράδυ το ίδιο. Στην αρχή φτιαχνόντουσαν με τα φτηνά προϊόντα και στη συνέχεια άρπαζαν το ουίσκι. Αν τύχαινε και η βραδιά αποκτούσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, είχε κερδίσει φερ’ ειπείν η ομάδα κάποιων απ’ αυτούς, τότε το ρίχνανε και στις σφήνες με διάφορα ποτά. Προς το παρόν, ο Σούλης απόθεσε ένα μπουκάλι στο τραπέζι που καθότανε ο Πρόεδρος, άφησε δίπλα του και μια σακούλα με φιστίκια, και μετά πήγε να χαμηλώσει τη ρημάδα μουσική. Την τηλεόραση την είχε ξεχάσει σχεδόν χωρίς καθόλου φωνή. Αλλά τους ξένους δεν τους ένοιαζε. Έτσι κι αλλιώς καταλάβαιναν λίγα.
«Κι εσύ γιατί είσαι τυχερός, ρε Νικόλα;» ρώτησε ο Λιάς, τάχαμου αθώα.
«Θα σε ξεσκίσω κωλόπαιδο αν ξαναμιλήσεις για τη γυναίκα μου» είπε ξαφνικά ο Στουπής σαν να ξύπνησε από λήθαργο, κάνοντας να σηκωθεί να του δώσει χαστούκι, αλλά στα δύο τρία βήματα που έκανε παραπάτησε κι έπεσε πάνω στον Πίνουλα, ο οποίος αρκούνταν πάντα στην εξ αποστάσεως παρακολούθηση των τεκταινομένων. Τα γέλια των συγχωριανών του, δεν τον σταμάτησαν. Μια ανάσα όμως πριν σκάσει την χούφτα του στο πρόσωπο του Νικόλα, τον σταμάτησε το χέρι του Προέδρου. Πολλές φορές μια γκριμάτσα του τελευταίου, ήταν αρκετή για να λυθεί ένα ζήτημα. Αυτόν έπρεπε να λένε Απάτσι. Ήταν κάτι σαν ο σοφός γκουρού, ο αδέκαστος δικαστής κι ο μαζικός ψυχαναλυτής του χωριού. Είχε εξασκηθεί για χρόνια στην τέχνη της ακοής και της επίλυσης δισεπίλυτων ζητημάτων, οπότε ήξερε πότε ακριβώς έπρεπε να μιλήσει και τι να πει. Δεν ήταν τυχαία Πρόεδρος για δώδεκα χρόνια και βάλε. Αν σου χαμογελούσε ψεύτικα, ήξερες ότι την έχεις βάψει. Αν σε προειδοποιούσε μια φορά σήμαινε ότι την επόμενη φορά το καλύτερο που θα είχες να κάνεις θα ήταν να τρέξεις να κρυφτείς, αφού θα είχε βάλει τον αγροφύλακα ή τον αστυνόμο να σε κυνηγήσουν. Κι αν επιχειρούσες να τον κοροϊδέψεις, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε. Όσο περνούσαν τα χρόνια, και πλησίαζε το τέλος της σχεδόν αιώνιας θητείας του, ο Πρόεδρος προτιμούσε όλο και περισσότερο, να ασκεί την εξουσία του με νεύματα. Μπορεί να το είχε δει σε κάποιο γουέστερν, και να ‘χε μαγευτεί απ’ τους Ινδιάνους, ποιος ξέρει; Η ουσία είναι ότι η τεχνική του απέδιδε.
«Αντε ρε Νικόλα, θα μας πεις πού τη βρήκες την τύχη, να πάμε κι εμείς;» είπε ο Λιάς, πιάνοντας το νήμα απ’ εκεί που το είχε αφήσει προηγουμένως.
«Δεν είναι για σας» απάντησε ο Νικόλας.
«Εντάξει, θα μας πεις;»
«Θα σας πω, ρε μάγκες, μην αγχώνεστε»
Ο Σούλης χαμήλωσε κι άλλο τη μουσική.
«Εκεί πάνου στην πόλη που είχα πάει τις προάλλες, όλοι μου λέγανε Νικόλα πρόσεχε μη σε ξελογιάσει καμιά, και σε κρατήσει σ’ απάνου, γιατί είναι πονηρές αυτές, σε τυλίγουν στο άψε σβήσε, και δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Ήμουνα ψυλλιασμένος λοιπόν, και δεν άφηνα πολλά πολλά με τις σουρλουλούδες που μου κουνιόντουσαν. Εγώ ήμουνα προσηλωμένος στον σκοπό μου: να βγω από τη μπουζού που με είχανε βάλει το συντομότερο δυνατό και να γυρίσω πίσω στο χωριό, ώσπου ένα πρωί με το που ανοίγω τα μάτια μου τη βλέπω. Για το ύψος της ρε παιδιά δεν μπορώ να σας πω πολλά, γιατί δεν στάθηκα ποτέ δίπλα της όρθιος, αλλά τι να σας πω, ήτανε σίγουρα δυο μέτρα. Τα πόδια της μόνο πρέπει να ήτανε ίσα με ενάμιση μέτρο. Κάτι γάμπες άλλο πράγμα. Για γοφούς επίσης μη με ρωτήσετε, γιατί φορούσε φούστα. Αλλά εγώ ο μάγκας, όταν γύρισε να ετοιμάσει κάτι, είδα να διαγράφεται το βρακάκι της από πίσω, και ωπ… άστα να πάνε, τι κάνουμε; Της λέω ευγενικά «δεσποινίς, μπορείτε να περάσετε όξω να κάνω μια δουλίτσα, και να επιστρέψετε μετά;» Αλλά εκείνη ήτανε αποφασισμένη να μου την βαρέσει τη βελόνα, κι αρχίζει να με πιάνει κρύος ιδρώτας. Απ’ τη μια έχω μπροστά μου το Θεό τον ίδιο, συγχώρα με Άγιε-Χαράλαμπε, κι απ’ την άλλη ένα κοντάρι να, που θέλει να μου το χώσει στον κώλο. Με πλησιάζει που λέτε κι ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο. «Τι θα γίνει γλύκα» μου λέει, «θα παίξουμε ποτέ σαν μεγάλοι;», και τότε κομπλάρω εντελώς, αλλά τα καταφέρνω και ψελλίζω μερικές λέξεις και της λέω «μωρό μου, εσένα περίμενα μια ζωή», και νιώθω ένα άουτς! στον κώλο. Την επόμενη μέρα, πάλι τα ίδια, μπαίνει κουνιστή με τ’ αρώματά της και το λευκό της καπέλο και μου λέει «καλημέρα, όμορφε», νά σου και με παίρνουν πάλι τα ζουμιά… «Τι θα γίνει» μου ξαναλέει «θα κάνουμε παιχνίδι ή να φύγω;». Να φύγει; Και πού να πάει; Εδώ θα κάτσεις, μωρό μου, μέχρι τη Δευτέρα παρουσία. «Έλα ‘δω» της λέω, κι έρχεται, σκύβει πάλι από πάνου μου και μου δίνει μάγκες ένα φιλί στο στόμα σβουριχτό, που είδα τον ουρανό σφοντύλι…»
«Τι, αυτό ήτανε;» είπε ο Νίκος ο Λάγιος μετά από μια μικρή στιγμή αμηχανίας.
«Γιατί, δεν σας άρεσε;» απάντησε γρήγορα ο Νικόλας.
«Άσε ρε Νικόλα, με τις φαντασίες σου…» του κάνει ο Λούλης.
«Ποιες φαντασίες, ρε μαλάκες, που σας έχουν πεταχτεί τα μάτια όξω, και μ’ ακούτε με τεντωμένα αυτιά, παπάρες, ε παπάρες» αντεπιτέθηκε ο Νικόλας, «έχει και συνέχεια, ρε, αλλά δε σας τη λέω, θα σας κρατήσω σε αγωνία, μέχρι να σκάσετε, βόδια, ε βόδια».
«Πες τα σ’ εμάς, ρε Νίκο» είπε ο Κλίβανος, «αλλά μάλλον άσ’ το, εσύ μας λες όλο για τα νόμιμα, ενώ ξέρεις ότι εμείς γουστάρουμε τ’ αλανιάρικα».
«Θα έρθουμε και σ’ αυτά, μη βιάζεστε» απάντησε ο Νικόλας, δείχνοντας το άδειο του ποτήρι στον Σούλη, ο οποίος του έδειξε με μια αγριεμένη έκφραση ότι αυτό ήταν το τελευταίο ουίσκι.
«Κερνάω εγώ» είπε ο Πίνουλας.
«Ευχαριστώ ρε μαγκίτη» έγνεψε με το ποτήρι του ο Νικόλας.
«Και τώρα θ’ ακούσετε τη συνέχεια της ιστορίας μας, αγαπητοί κυρίες και κύριοι» συνέχισε ο Νικόλας, αλλάζοντας την φωνή του, και μιμούμενος έναν παρουσιαστή της τηλεόρασης.
«Το βράδυ λοιπόν, εκεί πέρα, κλείνανε όλα τα φώτα και γινότανε σιωπή. Πότε πότε άκουγες κανένα ουρλιαχτό πόνου που σου ‘σκιζε τα σωθικά, αλλά μετά πάλι ηρεμούσαν τα πράγματα. Ο ύπνος σε έπαιρνε πολύ ξαφνικά, γιατί με το βραδινό, σου δίνανε και κάτι χαπάκια, που ήταν σίγουρα υπνωτικά. Εκείνο το βράδυ εγώ δεν τα ήπια. Τα έκρυψα κάτω απ’ τη γλώσσα μου, και ήπια σκέτο νερό. Μετά, έκλεισα και τα μάτια μου για να νομίσουν ότι αποκοιμήθηκα και περίμενα, περίμενα, ώσπου σταμάτησαν τα πέρα δώθε των φυλάκων κι ακουγόταν μόνο ένας βόμβος από τις μηχανές στα υπόγεια. Μ’ ένα μαχαιράκι που είχα κρύψει απ’ το φαγητό μιας προηγούμενης μέρας, άρχισα να λιμάρω τα κάγκελα, προσέχοντας να μην κάνω ούτε τον παραμικρό θόρυβο. Είχα απλώσει κάτω και την κουβέρτα μου, για να μην κάνω σκουπίδια, γιατί κάθε μισή ώρα πέρναγε ένας, μισός από εμένα, που έκανε περιπολία με έναν τεράστιο φακό στα χέρια.
Πρέπει να έκανα αυτή τη δουλειά ίσαμε τέσσερις ώρες. Τα χέρια μου τρέμανε, αλλά ήθελα τόσο πολύ να φύγω απ’ κει μέσα, που δεν καταλάβαινα τίποτα. Έπρεπε οπωσδήποτε να φύγω. Για να μην με πάρουν χαμπάρι, είχα κάνει μπόγο τα ρούχα και τα σεντόνια και φαινόταν ότι στο κρεβάτι ήμουν εγώ. Κάποια στιγμή εκεί που τελείωνα ακούω ένα «πσστ… έι» και μάγκες μου κόβεται η ψυχή. Σταματάου, επί τόπου και περιμένω. Μετράω από μέσα μου ένα δύο τρία τέσσερα και να σου ξανά «πσστ…», όπα λέω μας πιάσανε, παναγίτσα μου βόηθα να τη γλιτώσουμε τώρα και θα σου ανάψω λαμπάδα, αλλά πριν σκεφτώ οτιδήποτε άλλο, προσγειώνεται στο κεφάλι μου ένα κουτί σπίρτα, «εγώ είμαι ρε μαλάκα» μου λέει απ’ το απέναντι κελί ο φιλαράκος μου ο Τζόνης.
«Με κοψοχόλιασες ρε» του λέω.
«Τι κάνεις;» μου απαντάει.
«Φεύγω» του λέω.
«Πάρε με και μένα σε παρακαλώ. Δεν αντέχω άλλο, θ’ αυτοκτονήσω».
Και τι να κάνω ρε παιδιά, να τον αφήσω κοτζάμ μαντράχαλο να με παρακαλάει, ή να τον πάρω μαζί μου; Πώς στο διάλο όμως να τον πάρω, αφού ούτε κλειδιά είχα, ούτε χρόνο για να κόψω και τα δικά του κάγκελα;
«Δεν μπορώ» του λέω και συνεχίζω το λιμάρισμα για να τελειώνω.
«Καλά» μου λέει, «τουλάχιστον κάνε μου τη χάρη να δώσεις αυτό στη διεύθυνση που θα σου γράψω»
«Αυτό μάλιστα» του λέω, «μπορώ να το κάνω ευχαρίστως».
Αφού πέρασε άλλη μια περίπολος, είχα τελειώσει. Σύρθηκα κάτω απ’ το κάγκελο που είχα κόψει, αλλά σφήνωσα και δεν μπορούσα να πάω ούτε μπρος ούτε πίσω. Εκεί σε θέλω μάγκα μου. Λάθος υπολογισμός. Ευτυχώς όμως μου έκοψε κι έβγαλα τα ρούχα μου, ούλα, μέχρι και το σώβρακο, κι έτσι πέρασα. Σκίστηκα βέβαια λίγο, στο στήθος, να εδώ» είπε δείχνοντας μερικά σημάδια στο θώρακά του, «αλλά εκείνη την ώρα ήμουν τόσο ξαναμμένος που και χέρι να μου κόβανε δεν θα έβγαζα κιχ. Πήγα γρήγορα απέναντι στον Τζόνη, πήρα ό,τι είχε να μου δώσει: ένα μικρό κουτάκι και την ευχή του, και μην τον είδατε».
Οι περισσότεροι ακροατές του έδειχναν να τον ακούνε με ενδιαφέρον, μερικοί όμως, οι πιο δύσπιστοι, προσπαθούσαν μετά βίας να κρατήσουν τα γέλια τους. Τουλάχιστον διασκέδαζαν, σκεφτόταν βλέποντάς τους ο Νικόλας. Μόνο ένας όμως, ο Παντελής, έδειχνε ξεκάθαρα την αντίθεσή του σε όσα εκτυλίσσονταν στην ταβέρνα εκείνο το βράδυ.
Ωστόσο ο Νικόλας ήταν αποφασισμένος πάση θυσία να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Έβλεπε ότι μόνο έτσι μπορούσε να έχει την αποδοχή των συγχωριανών του, πράγμα που σήμαινε δουλειά, δηλαδή λεφτά, Αθήνα, ενέσεις για τη Σουλίτσα και κυρίως ευκαιρίες. Γιατί να σταματήσει λοιπόν;
«Μέχρι να ξημερώσει γύριζα από ‘δω κι από ‘κει, εντελώς χαμένος και ψόφιος απ’ την κούραση. Μου βγήκε η γλώσσα ώσπου να συναντήσω ένα μαντρί, και να ρίξω μια κουρελού επάνου μου, γιατί ήμουνα ακόμα τσίτσιδος. Ξάπλωσα λίγο στο μαντρί και μετά έφυγα γρήγορα, γιατί είχα πεθάνει απ’ την πείνα. Περπάτημα να δείτε, μέσα στο λιοπύρι, και σπίτι να μη βλέπω. Καλά, έλεγα, που στο διάλο με είχανε, μακριά κι απ’ το Θεό; Με τα πολλά, περνάνε και κάτι ελικόπτερα από πάνω, κι ευτυχώς προλαβαίνω να κρυφτώ σε κάτι σχοίνα. Σαν γρήγορα δεν ξαμολυθήκανε να με μαζέψουν; Άιντε πάλι τρέξιμο. Μια ολόκληρη μέρα στο πόδι, ούτε νερό δεν προλάβαινα να πιω ο αθεόφοβος. Κι εκεί που είχε νυχτώσει πια για τα καλά, να τα πρώτα φωτάκια. Χαρές εγώ, πού να φανταστώ ότι για να φτάσω ήθελα άλλες τρεις ώρες; Ήμουνα τόσο εξαντλημένος που πραγματικά δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Το πρωί ήμουν πάλι στο κελί μου.
Ή έτσι νόμιζα;
Τι να πω, ρε παιδιά; Μια γυναίκα, ο ίδιος άγγελος μ’ εκείνον που ερχότανε στο κελί, ήταν και πάλι μπροστά στα πόδια μου. Μόνο που αυτή την φορά ήταν μελαχρινή. Αφού νομίζω ότι μόλις άνοιξα τα μάτια μου λιποθύμησα απ’ την τρομάρα μου.
Όταν ξύπνησα όμως για τα καλά, θυμάμαι ότι ζήτησα κάτι να φάω.
«Μη σε νοιάζει τίποτα» μου είπε η γυναικάρα, «θα σε φροντίσω εγώ. Που πονάς;» μου είπε εκείνη.
«Δεν πονάω, πεινάω» είπα.
«Αφού ήσουν γεμάτος αίματα» μου είπε.
Κοιτάζω εδώ, και τι να δω; Επιδέσμους, ορούς, τα πάντα. Δίνω μία στο μηχάνημα δίπλα μου, μία στα καλώδια και στα μπουκαλάκια, και τα πετάω χάμου.
«Τι είναι όλα αυτά;» της λέω οργισμένος και σηκώνομαι να φύγω.
«Μην φοβάσαι, είμαι ο φύλακάς σου» μου λέει αυτή.
«Βρε δε πα να είσαι κι ο Άγιος Πέτρος αυτοπροσώπως» της λέω, «θα μου πεις τι συμβαίνει;»
Όταν σταμάτησε για να πιει μια γουλιά απ’ το ουίσκι του, ο Λιάς πρόλαβε να τον διακόψει απότομα.
«Τι μαλακίες είναι αυτές που μας λες ρε Νικόλα; Εγώ φεύγω, πάω να κοιμηθώ»
«Καληνύχτα σου» του είπαν σκωπτικά ο Σούλης κι ένας δυο άλλοι.
«Αφήστε τον ρε, έχει δουλειά αύριο, και θέλει να πέσει νωρίς ο κύριος» συμπλήρωσε ο Οφίτσιος, ο μόνος, μαζί με τον Νικόλα, που είχαν όντως την επόμενη ημέρα μερικές σοβαρές κι επείγουσες δουλειές. Όλοι οι άλλοι, θα ξυπνούσαν όπως κάθε μέρα, θα έπιναν τον καφέ που τους έφτιαξε η γυναίκα ή η μάνα ή η πεθερά ή η κόρη ή η αδελφή τους, θα κάπνιζαν τέσσερα πέντε τσιγάρα, μετά θα πήγαιναν στο καφενείο, όπου θα την έβγαζαν μέχρι το μεσημέρι, άλλοι παίζοντας χαρτιά και τάβλι, άλλοι βρίζοντας κανέναν ξένο που είχε έρθει στο χωριό να δώσει ραπόρτο για τα χτήματά τους, άλλοι μιλώντας στο κινητό τους τηλέφωνο με μεσάζοντες, κι άλλοι ξεφυλλίζοντας κάποιο περιοδικό για αυτοκίνητα Πόρτσε, έπειτα θα έπιναν καμιά μπύρα ή κανένα κρασί ανάλογα με τον καιρό και τα κέφια, μερικοί θα κάπνιζαν και κανένα χασίσι, ώσπου να πάει τρεις η ώρα να γυρίσουν στα σπίτια τους και να φάνε το φαγητό που τους έφτιαξε η μάνα ή η γυναίκα ή η πεθερά ή κόρη ή η αδελφή τους και να πέσουν για μια έως δυο ώρες στο κρεβάτι. Έπειτα κατά τις πέντε με πεντέμισι, θα έπιναν έναν ακόμα καφέ από τα χέρια της αδελφής, ή της πεθεράς ή της κόρης, ή της μάνας ή της γυναίκας, θα έσερναν την καρέκλα τους και θα πήγαιναν πάλι στο καφενείο, όπου θα έπιναν μερικοί τον τελευταίο κι άλλοι τον προτελευταίο καφέ της ημέρας. Μεταξύ επτά κι οκτώ θα ξαναγύριζαν στα σπίτια τους, όπου θα τους περίμενε ένα ζεστό πιάτο φαΐ απ’ τα χέρια μιας εκ των γυναικών που είχαν στο σπίτι τους, θα έβλεπαν λίγη τηλεόραση μαζί με την οικογένεια κι ύστερα, γύρω στις εννιάμισι με δέκα θα μαζεύονταν πάλι όλοι στην ταβέρνα.
Ο πρώτος που έφευγε, αντιμετώπιζε πάντα την ίδια ειρωνική διάθεση των υπολοίπων. Ο συνήθης ύποπτος ήταν πάντα ο Οφίτσιος, γιατί κατά κανόνα ήταν εκείνος που έφευγε νωρίτερα απ’ τους άλλους, αφού ήταν κι ο μόνος που έπρεπε να ξυπνήσει στις έξι το πρωί. Ακόμα κι ο Λούλης, κι ο Παπάγος, δούλευαν ο ένας την ταβέρνα κι ο άλλος το καφενείο στο ρελαντί. Απ’ τα βασικά δεν ξέμεναν ποτέ, αλλά μερικές φορές μπορεί και να άνοιγαν τα μαγαζιά τους δυο και τρεις ώρες αργότερα.
«Έτσι είναι η ζωή στο χωριό» λέγανε σε κανέναν πρωτευουσιάνο, αν τύχαινε και παραξενευόταν απ’ τον τρόπο ζωής τους.
Δώδεκα η ώρα ο Οφίτσιος σηκωνόταν νυσταγμένος απ’ την καρέκλα του, έχοντας δει κάποια αδιάφορη συνήθως ταινία, και όδευε προς την κλίνη του. Κάθε μέρα το ίδιο. Ακολουθούσε μια ώρα αργότερα ο Μπούκουρας, ο παπα-Στάθης, αν στεκόταν στα πόδια του καλά, μετά ο Γιώργης κι έπειτα ο Στουπής, ανάλογα με το πόσο είχε πιεί, ο Γόνης, ο Γιάννης, ο Παντελής, ο Πρόεδρος, ο Πίνουλας, ο αστυνόμος, ο γιατρός και οι λοιποί. Όσοι άντεχαν μέχρι τις τρεις και τις τέσσερις το πρωί καθόντουσαν για να δουν την καθιερωμένη πορνοταινία, και μετά για να πούνε κανένα κουτσομπολιό ή για να διοργανώσουν κάποια μικροαπάτη. Επικεφαλής των τελευταίων ήταν ο Δανός, κι είχε πάντα δίπλα του, πρωτοπαλίκαρο, τον Στέλιο ή όπως τον έλεγαν κοροϊδευτικά τον συνταγματάρχη ή φαφούτη ή μπακάλη. Τα παρατσούκλια τους τα όφειλαν ο ένας στο ότι ήταν ξανθός, κι ο άλλος στο ότι δεν είχε υπηρετήσει στο στρατό.
Εκείνο το βράδυ, κάτι το αλκοόλ που κατέβαινε πιο εύκολα, κάτι η ρέντα του Νικόλα, κανείς δεν έλεγε να σηκωθεί απ’ την καρέκλα του. Οι ξένοι, ζήτησαν απ’ τον Σούλη να τους αλλάξει κανάλι, να δούνε κανένα άλλο πρόγραμμα απ’ τον δορυφόρο, κι εκείνος τους έδωσε το «κοντρόλο», όπως το ‘λεγε, να κάνουν ότι θέλουν, μόνο «ήσυχα ε;»
Ο Νικόλας, άρχισε να νιώθει τη μέθη λίγο πιο έντονα, αλλά είχε μπει κι αυτός τόσο πολύ μέσα στην ιστορία που έλεγε, που του ήταν αδύνατο να σταματήσει. Του γέμισαν το ποτήρι, και συνέχισε.
«Η γκόμενα μου λέει ότι βρίσκομαι σε ασφαλές μέρος, να μην φοβάμαι και τα σχετικά. Αλλά εγώ κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα. Πονάει και το στήθος μου, χέσε μέσα. Της λέω θέλω να πάου στην τουαλέτα».
«Μετά χαράς» μου λέει και με οδηγάει σε μια σούπερ λουξ τουαλέτα, με χρυσά στα πόμολα και τα λοιπά.
«Ρίχνω λίγο νερό στη μάπα μου, βρέχω τα μαλλιά μου, και τιράω τα χάλια μου. Τα ρούχα που μου έχει φορέσει η γκόμενα δείχνουν αρκετά ακριβά, ένα λευκό πουκάμισο κι ένα παντελόνι μαύρο, λες και ήμουνα σε δεξίωση. Κάνω έτσι στις τσέπες, άδειες.
Και τότε θυμάμαι ρε παιδιά το κουτάκι που μου είχε δώσει ο απέναντι, ο φιλαράκος ντε, τον θυμάστε;»
«Ναι ρε!» είπε ο Πίνουλας, «για πες παρακάτω».
«Ο Τζον;» ρώτησε ο Πρόεδρος.
«Ο Τζόνης ντε!» απάντησε ο Παντελής μειδιώντας.
«Καλά ρε» έκανε ο Γόνης, «δεν είπαμε και τίποτα»
«Απλά νομίζω ότι αυτό που γίνεται τώρα πρέπει να σταματήσει» είπε ο Παντελής κάνοντας μια ύστατη, απεγνωσμένη προσπάθεια να δοθεί τέλος στο θέατρο.
«Θα με αφήσετε να τελειώσω την ιστορία, ή θα λέτε μαλακίες μεταξύ σας;» είπε προς όλες τις κατευθύνσεις ο Νικόλας.
«Ρε Νικόλα» γύρισε ο Παντελής προς το μέρος του, «τι νομίζεις ότι θα κερδίσεις απ’ αυτό που κάνεις τώρα;»
Ο Νικόλας τον κοιτούσε απορημένος –σαν να του ‘λεγε «τι μας λες ρε Παντελή;»
Αλλά εκείνος επέμεινε.
«Σε κοροϊδεύουνε, διασκεδάζουνε μαζί σου, πώς να στο πω αλλιώς ρε;»
Ο Νικόλας ατάραχος.
«Κι εσείς, ρε σκατάδες, τι κάνετε; Γελάτε μ’ έναν συχωριανό σας; Τί βρίσκετε αστείο; Ντροπή σας ρε!»
Μην μπορώντας να κάνει τίποτε άλλο, ξαναγύρισε στον Νικόλα, και τον παρακάλεσε να έρθει μαζί του, να φύγουν από ‘κει μέσα, αλλά εκείνος ήθελε να κάτσει. Ο Παντελής του είπε ότι ήτανε μεθυσμένος, κι ότι την επόμενη ημέρα θα το μετάνιωνε, αλλά ο Νικόλας ήταν αμετακίνητος, ήθελε να κάτσει και να πει την ιστορία του.
«Καλά» του είπε τότε ο Παντελής, καθώς σηκωνόταν απ’ την καρέκλα του, «μια μέρα θα μου πεις πόσο δίκιο είχα και γιατί δεν επέμενα άλλο».
«Ναι περίμενε…» του φώναξε ο Νικόλας βλέποντάς τον να κλείνει πίσω του τη σιδερένια πόρτα του μαγαζιού.
Ο Σούλης έβαλε άλλον έναν γύρο «κερασμένα απ’ τον Κλίβανο».
«Είχες κοιτάξει τι είχε το κουτί;» ρώτησε ο Πίνουλας.
«Όχι, ρε πούστη μου, δεν είχα δει… Αλλά γιατί να δω; Ο Τζόνης μου το εμπιστεύτηκε να το πάω σε μια διεύθυνση. Τι δουλειά είχα να δω τι είχε μέσα;»
«Τη διεύθυνση την είχες;»
«Όχι ρε, τι σας λέω; Ήμουνα στο κακό μου το χάλι, χωρίς φράγκο, χωρίς χαρτιά, χωρίς τίποτα. Κάτι βρωμάει εδώ, σκέφτηκα. Προσπάθησα να θυμηθώ τι είχε συμβεί αφού έφυγα απ’ το κελί. Τίποτα, μαύρο σκοτάδι. Έκανα να κουνήσω το χέρι μου, και πάλι τίποτα. Το δεξί τα ίδια. Το αριστερό πόδι, τίποτα, ακίνητο. Το δεξί, μια απ’ τα ίδια. Το κεφάλι, κι αυτό. Βάζω μια φωνή, «τι γίνεται εδώ ρεεεειιι;». Με είχανε δέσει σαν άγριο ζώο. Η γυναικάρα μόλις άκουσε την φωνή ήρθε να δει τι κάνω.
«Τι είναι όλα αυτά;» της λέου.
«Προληπτικά μέτρα» μου απαντάει
«Προληπτικά μέτρα» επαναλαμβάνω, «εναντίον ποιού, και γιατί;»
«Κατ’ αρχήν ηρέμησε», μου λέει, «αν μου υποσχεθείς ότι δεν θα κάνεις καμιά κουταμάρα, θα σε λύσω, αν κι έχω διαταγές να μην το κάνω».
Πάει, μπλέξαμε είπα από μέσα μου.
«Εντάξει» της λέω, «θα είμαι καλό παιδί».
Μου έλυσε τα χέρια, κι έκανα ίσαμε μισή ώρα για να συνέλθω. Έτριβα κι έτριβα τα χέρια και τα πόδια μου, αλλά που; Είχα μουδιάσει ολόκληρος. Άλλο να σας το λέου κι άλλο να το βλέπετε, μάγκες.
«Είσαι πολύ τυχερός» μου λέει.
Α, δεν πάμε καλά, σκέφτομαι εγώ. Τι τυχερός και μαλακίες; Εδώ μ’ έχει δεμένο, μου έχει βουτήξει ότι είχα και δεν είχα και μου λέει από πάνω ότι είμαι και τυχερός. Θα το πάω αλλιώς το πράγμα.
«Το ονοματάκι σου;» της λέου.
«Κλαούντια» μου λέει.
«Ωραίο όνομα. Απ’ την Ιταλία είσαι;»
«Όχι απ’ τη Γερμανία»
Αμάν! Τι ήταν αυτό τώρα; Γερμανίδα; Είμαι στα χέρια μιας γερμανίδας, αιχμάλωτος; «Α ρε παππούλη», είπα, «ό,τι δεν έπαθες εσύ απ’ τους Γερμανούς θα το πάθει ο εγγονός σου;»
«Τι είπες;» μου λέει αυστηρά.
«Τίποτα, κάτι δικά μου»
Από τότε και μετά το μυαλό μου ήταν στο πώς θα φύγω από ‘κει μέσα. Αυτή είχε επάνου της τα κλειδιά, παράθυρο δεν υπήρχε, κι άμα έκανα να την πλησιάσω έβαζε ανάμεσά μας ένα όπλο που πέταγε μια σπίθα που γινότανε μπλε.
«Για να δούμε τ’ αντέχω;» είπα και πήγα προς την πόρτα. Δεν έκανα τρία βήματα και πάρ’ τον κάτω. Αυτός ο σατανάς βαράει όμοια με ηλεκτρικό. Άιντε πάλι δεμένος ο Νικόλας πισθάγκωνα.
Ας το διασκεδάσουμε τουλάχιστον, λέω.
«Θέλεις τίποτε;» με ρώτησε η γερμαναρού στάζοντας μέλι.
«Ένα φιλάκι, πώς θα σου φαινόταν;» της λέου.
«Ευχαρίστως» λέει κι έρχεται δίπλα μου. Και μου σκάει τότε παιδιά ένα φιλί στο στόμα…
«Με γλώσσα;» θέλησε να μάθει ο Πρόεδρος.
«Τι; Μόνο; Αυτή, μάγκες, ήτανε εκεί για να με ξακάνει η αχόρταγη. Μ’ έβαλε κάτου, μ’ έδεσε και χειροπόδαρα, και με ρούφηξε. Δεν έμεινε σταγόνα! Κι έτσι, κι αλλιώς, και πάνω, και κάτω, κι από ‘δω, κι από ‘κει, τι να σας λέου! Η γκόμενα είχε βαλθεί να με αποτελειώσει ρε. Τέτοιο πράγμα, ούτε το ’χα ξαναδεί, ούτε το ‘χα ξανακούσει! Βράδιασε, ξημέρωσε, ξαναβράδιασε κι αυτή εκεί, στα βασανιστήριά της. Όπως καταλαβαίνετε εγώ ενώ ήμουνα κουρέλι, προσπαθούσα να μας βγάλω ασπροπρόσωπους, αλλά πού να τα βάλεις μαζί της. Τι να σας λέου! Ασταμάτητη, κι ακούραστη η άτιμη. Δεν μπορεί, έλεγα από μέσα μου, τώρα θα είναι η τελευταία φορά, αλλά μόλις τελείωνε τη δουλειά της στεκότανε λίγο, άναβε ένα τσιγάρο και πριν καλά καλά το καπνίσει όλο, άρχιζε ξανά. Και δώσ’ του!
Οπότε μια στιγμή, θα ‘μουνα εκεί μέσα δυο μέρες και κάτι, της είπα παραδίνομαι.
«Ωραία, έτσι σε θέλω» μου λέει, και με λύνει.
«Άκουσε να δεις τι πρέπει να κάνεις τώρα. Αλλά πριν, μπορείς να μου κάνεις μια ερώτηση, ό,τι θέλεις»
«Ποια είσαι;» της είπα με μια φωνή που πεθαμένος να ‘μουν θα ‘ταν πιο δυνατή.
«Είμαι μια φίλη του Τζο και με λένε Κλαούντια Λεόντιους. Σε παρακολούθησα» μου λέει, «απ’ τη στιγμή που βγήκες απ’ την φυλακή, μέχρι την επίθεση που σου έκαναν οι μπάτσοι, και σε έσωσα μέσα απ’ το στόμα του λύκου. Αυτό που σου έδωσε ο Τζο ήταν πολύτιμο για ‘μενα και σ΄ ευχαριστώ πολύ για ό,τι έκανες».
«Καλά τότε γιατί με είχες δεμένο» τη ρώτησα.
«Φοβόμουν μήπως είσαι πράκτορας»
«Σε τρελή πέσαμε», λέου.
«Πώς;»
«Τίποτα, τίποτα, λέου, γιατί δεν μ’ αφήνεις τώρα ήσυχο, να φύγω και να δω τι θα κάνω μόνος μου;»
«Αν βγεις από ‘δω, στα τρία χιλιόμετρα σ’ έχουνε φάει. Εγώ όμως δεν θέλω να πάθεις τίποτα, γι’ αυτό σου ‘χω έτοιμο ένα σχέδιο. Για αντάλλαγμα θα μεταφέρεις αυτό εδώ» λέει και μου δίνει ένα κουτί παρόμοιο μ’ εκείνο που μου ‘χε δώσει ο Τζόνης, ή μάλλον ο Τζο.
«Θα το πας σ’ ένα μαγαζί, σ’ αυτή τη διεύθυνση και μετά είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θέλεις»
«Παιδιά, άλλη επιλογή δεν είχα. Για να μην σας τα πολυλογώ, ακολούθησα τις οδηγίες της, πράγματι βγήκα καθαρός από δεκάδες παγίδες –θα σας πω και γι’ αυτές μια άλλη φορά- και μπήκα στην πόλη αργά το βράδυ, Σάββατο ήτανε αν θυμάμαι καλά. Αν και τα υπόλοιπα μαγαζιά γύρω ήτανε κλειστά, αυτό μέσα είχε φώτα. Χτύπησα και μου άνοιξε η Κλαούντια, ή κάποια που της έμοιαζε πολύ, ίσως η δίδυμη αδελφή της.
«Πέρασε» μου λέει, «στο βάθος…»
Το μαγαζί ήταν κάτι σαν παλιατζίδικο. Βιβλία, πίνακες, χαρτούρα, αντικείμενα, τα πάντα πεταμένα από ’δω κι από ‘κει , μέσα στη σκόνη, και στην υγρασία. Πολύ μαυρίλα. Τέλος πάντων, στο βάθος, καθότανε ο ιδιοκτήτης.
«Ο κύριος Μπαλτάζαρ» έκανε η Κλαούντια.
«Χαίρω πολύ» λέω εγώ, «Νικόλας».
«Γειά σου παιδί μου» μου λέει αυτός.
«Σας έφερα κάτι απ΄ την Καλούντια» του λέου και του δίνω το κουτάκι.
Το χαϊδεύει.
«Μμμ, μάλιστα, πολύ ωραία… Και τι θέλεις τώρα από ‘μενα;»
«Τίποτα, κύριε Μπαλτάζαρ, τίποτα, μόνο να φύγω»
«Να πας πού;»
Ω, ρε γαμώτο μου, λέου, τι θα γίνει τώρα; Θα ησυχάσω ποτέ, ή θα με τρέχουνε μια ζωή πάνω κάτω;
«Ξέρω ‘γω, κύριε;» του είπα, «κάπου, οπουδήποτε»
«Αν δουλέψεις για ‘μένα, θα έχεις μεγάλα οφέλη, κι επιπλέον» λέει «θα έχεις και μόνιμο κατάλυμα»
«Μόνιμο τι;» ρώτησε ο Σούλης.
«Κατάλυμα ρε, σπίτι, πώς το λένε;» του ‘κανε ο Πίνουλας.
«Εγώ» του εξήγησα αργά αργά και με ύφος σοβαρό, «θέλω την ελευθερία μου».
«Μόνο αυτό;» με ρώτησε ο πονηρός.
«Ε, κι άλλα»του λέου, «αλλά βασικά θέλω να ‘μαι ελεύθερος».
«Ωραία, την έχεις την ελευθερία σου. Παρ’ την. Τι άλλο θέλεις;»
«Να βρω μια δουλειά να βγάζω λεφτά»
«Την έχεις κι αυτή»
«Σπίτι»
«Το ‘χεις»
«Γυναίκα»
«Την έχεις»
«Μια Πόρτσε»
«Επίσης»
«Αυτά» λέω.
«Μόνο;» με ρωτάει, κλείνοντάς μου το μάτι.
«Ναι» του λέου εγώ.
«Ωραία» επαναλαμβάνει, «από σήμερα δουλεύεις για ‘μενα»
Με το που τελειώνει την πρότασή του, η παρέα, πάγωσε ξαφνικά. Ο Σούλης σχεδόν αυτόματα πήγε και δυνάμωσε τη μουσική, ενώ συζητήσεις από πηγαδάκια των δυο και τριών σχηματίστηκαν μέχρι να πεις φυτίλι.
«Τι έγινε μάγκες, δεν σας αρέσει η ιστορία μου;» είπε ο Νικόλας στους δυο που είχε απέναντί του. Καμία σημασία. Έπειτα στράφηκε στον διπλανό του, τον Κλίβανο, τα ίδια, άκουγε τον Πρόεδρο που άρχισε να λέει κάτι για το αποχετευτικό. Για να μην δείξει ότι πειράχτηκε όμως, έπρεπε να πάρει ένα δήθεν αδιάφορο ύφος, να ανάψει άλλο ένα τσιγάρο και να πιει λίγο απ’ το ουίσκι του, για να αφήσει να ξεχαστεί η ξαφνική τους αλλαγή. Στο κάτω κάτω θα τους πλήρωνε με το ίδιο νόμισμα. Τι να τους λέει; Αφού οι άνθρωποι είναι βλαμμένοι. Όλο σεξ και βία θέλουν, αν δεν τους δώσεις αίμα και σπέρμα, δεν σε παρακολουθούν. Ακόμα και τα πολιτικά, μόνο αν έχουν κάποιο σεξουαλικό ή βίαιο υπονοούμενο τα βλέπουνε και τα συζητούν. Αυτά σκεφτόταν ο Νικόλας, εκπλήσσοντας τον εαυτό του, που κατάφερνε να κάνει τέτοιους συλλογισμούς, βρισκόμενος σε κατάσταση προχωρημένης μέθης. Ίσως να ήταν το αλκοόλ, αλλά αισθανόταν το μυαλό του να παίρνει στροφές. Αν κατόρθωνε να μιλήσει λίγο ακόμα, να τελειώσει δηλαδή την ιστορία του, το επίτευγμα θα ήταν μεγάλο. Ποτέ άλλοτε δεν είχε μπορέσει να αποσπάσει το ενδιαφέρον των συγχωριανών του για περισσότερο από δυο και τρία λεπτά. Τώρα όμως, ως κι ο παπα-Στάθης κι ο Πρόεδρος, τον άκουγαν προσηλωμένοι, σαν να κρέμονταν απ’ τα χείλη του για περισσότερο από είκοσι λεπτά, ίσως και περισσότερο, τι βλακεία να μην έχει ένα ρολογάκι να κοιτάζει την ώρα. Την επόμενη φορά, θα πρέπει πάση θυσία να προμηθευτώ ένα, σκέφτηκε, κατεβάζοντας μια ακόμα γουλιά.
Πραγματικά, το επίτευγμα δεν ήταν καθόλου μικρό. Αν συμμεριστεί κάποιος, ότι πρώτον, οι νέοι κάτω των τριανταπέντε δεν είχαν κανένα δικαίωμα λόγου στο χωριό, και δεύτερον, ότι ανεξάρτητα απ’ τη σοβαρότητα όσων έλεγε κανείς, γενικά δεν είχε καμία πιθανότητα να ολοκληρώσει τη σκέψη του, αν δεν ήταν ο παπα-Στάθης ή ο Πρόεδρος, το γεγονός της ομιλίας του Νικόλα ήταν μέγιστο για εκείνο τουλάχιστον το βράδυ. Ένας ακόμα λόγος που στέφθηκε με επιτυχία η προσπάθειά του ήταν φυσικά και το ότι δεν είχε καμία άλλη πιθανότητα να το πετύχει με άλλο τρόπο. Ή θα έλεγε μια ιστορία ή τίποτα, μούγκα που λένε. Αφού δεν μπορούσε να πει παραπάνω από μια πρόταση για ποδόσφαιρο, αλλά ούτε και για ζητήματα της κοινότητας μπορούσε να μιλήσει, τα περιθώριά του ήταν στενά. Οι σεξουαλικές του εμπειρίες ήταν περιορισμένες, για να μην πει κανείς ανύπαρκτες, οπότε δεν μπορούσε ούτε καν για αυτές να περηφανευτεί και να πει δυο λόγια παραπάνω. Διαβασμένος δεν ήταν, τι να έκανε; Απ’ τη στιγμή που ουσιαστικά το μόνο εφόδιό του στη ζωή ήτανε οι ταινίες που είχαν προβληθεί στην τηλεόραση της ταβέρνας, καθώς και οι ιστορίες που είχε ακούσει αποσπασματικά απ’ τον μπάρμπα και τους συγχωριανούς του, αυτό θα αξιοποιούσε όσο καλύτερα μπορούσε. Αν και δεν μπορούσε να το αρθρώσει καθαρά, να το πει ή να το γράψει τέλος πάντων, καταλάβαινε ότι μερικά απ’ αυτά που έλεγε ήταν αληθοφανή και πειστικά. Οι εικόνες ήταν μπροστά στα μάτια του, με λεπτομέρειες ακριβέστατες. Το ότι κάθισαν όλοι και τον άκουσαν μ’ ενδιαφέρον για τόση ώρα, δεν μπορούσε παρά να το αποδώσει στη ζωντάνια των περιγραφών του. Τα ήξερε όλα τόσο καλά, που ήταν σαν να τα θυμόταν. Και μπορούσε να μιλάει γι’ αυτά ώρες, να μεταφέρει τις μυρωδιές που τρυπούσαν τα ρουθούνια του, τους ήχους που γήτευαν τ’ αυτιά του, τα πάντα. Εντάξει, μπορεί και να υπερέβαλλε λίγο στις μεταφορές και τις παρομοιώσεις του, αλλά αυτό το έκανε συνειδητά, για να έχουν οι ιστορίες λίγο αλατοπίπερο, και να μην είναι στεγνές σαν συκώτι.