Όταν ξεκινούσα να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα δε γνώριζα καν ότι έγραφα το πρώτο μου μυθιστόρημα. Δεν ήμουν ούτε 20 χρονών, κι έγραφα μανιωδώς, όπως διάβαζα μανιωδώς, όπως έπαιζα μανιωδώς, όπως δοκίμαζα να μεγαλώσω μανιωδώς.

Το πρώτο μου μυθιστόρημα ξεκίνησε να γράφεται στην εφηβεία μου κι ολοκληρώθηκε όταν πλησίασα τα 40 μου χρόνια. Τί έμαθα απ’ αυτή την πολύχρονη διαδικασία; Ότι η αγάπη για την αυτοέκφραση, για την τέχνη, για την αφήγηση είναι δυνατότερη από κάθε εμπόδιο.

Όλα αυτά τα χρόνια της συγγραφής, της αναμονής, των διορθώσεων, των αλλεπάλληλων προσπαθειών, αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες. Δεν είναι απλό να επινοήσεις απ’ το τίποτα μια ιστορία. Έχεις να αναμετρηθείς με φαντάσματα, με εσωτερικούς κριτές, με αναπάντεχα προβλήματα.

Υπομονή κι επιμονή, λοιπόν.

Ικανότητα να απομακρύνεσαι απ’ το υλικό σου.

Αγάπη για την αφήγηση.

Τώρα κυριαρχεί ο ενθουσιασμός κι η χαρά της κυκλοφορίας του βιβλίου. Με θυμάμαι να γράφω στο μικρό μου εφηβικό δωμάτιο και να ονειρεύομαι τους χαρακτήρες μου, και δακρύζω. Ήταν μια εκπληκτική διαδικασία όλο αυτό.

Τώρα που παίρνω το βάφτισμα του μυθιστοριογράφου, συγκινούμαι γιατί είναι ένα τεράστιο βήμα. Μπορεί να έχω δημοσιεύσει 5 βιβλία, δοκιμιακού περιεχομένου, και 2 πιο αφηγηματικά, αλλά το πρώτο μου μυθιστόρημα είναι ένας μεγάλος σταθμός.

Δε θα πω περισσότερα σήμερα. Τις επόμενες ημέρες θα κάνω μερικές αναρτήσεις που τις οφείλω στην προσπάθεια, σε όσους με βοήθησαν, σε όσους ενδιαφέρονται, στο βιβλίο. Πλησιάζει η ώρα να σας προσκαλέσω να διαβάσετε τη “μεγάλη εικόνα”.

Το πρώτο μου μυθιστόρημα τιτλοφορείται “Η μεγάλη εικόνα” και κυκλοφορεί στις 12 Νοεμβρίου απ’ τις Εκδόσεις Διόπτρα.big_pic_002

 

11.

anamones sxediakiΜπαίνοντας στο σπίτι, o Νικόλας βρήκε τη Σουλίτσα απέναντι από μια παλιά εφημερίδα, την οποία άφησε στην καρέκλα που καθόταν για να του βάλει να φάει ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά. Τον ρώτησε πως πήγε η ημέρα και της είπε καλά. Του έδειξε ένα μικρό κομμάτι ύφασμα που είχε κεντήσει κι εκείνος της είπε μπράβο, κι έπειτα του είπε να το κοιτάξει πιο καλά, κι εκείνος βλέποντάς το πιο προσεκτικά, έβαλε τα γέλια. Ήταν ένα μαντήλι, στο οποίο είχε ράψει τα αρχικά του.

«Σ’ ευχαριστώ» της είπε.

«Δεν κάνει τίποτα» του απάντησε αυτή.

«Πώς σου ήρθε;» τη ρώτησε.

«Ε, μερικές φορές σου τρέχουν μύξες και δεν το καταλαβαίνεις. Αν το έχεις αυτό πάντα στην τσέπη σου όμως, θα το θυμάσαι και θα σταματήσεις να σκουπίζεσαι στα μανίκια σου»

Γελάσανε με την καρδιά τους ώσπου ο Νικόλας έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα νόμισμα

«Δικό σου» είπε δίνοντάς το στο χέρι της.

«Τι είναι;»

«Αρχαίο, το βρήκα σήμερα περπατώντας στο Τρυζάκι»

«Σ’ ευχαριστώ πολύ»

«Τίπ’τα» της είπε κάνοντάς τους πάλι να λυθούν στα γέλια. (περισσότερα…)

10.

Επιστρέφοντας στο σπίτι κατάλαβα ότι θα μου ήταν αδύνατο να κουβαλήσω μόνος το μπαούλο ως το διαμέρισμα. Η γυναίκα μου έλειπε. Κι εκείνη την ώρα δε μπορούσα να σκεφτώ κάποια λύση. Η τύχη όμως το ήθελε. Ένας γείτονάς μου προσφέρθηκε να βοηθήσει. Βάλαμε το μπαούλο στο κέντρο του γραφείου μου και τον αποχαιρέτησα βιαστικά. Έφτιαξα κάτι πρόχειρο να φάω, είδα τις βραδυνές ειδήσεις, και πήγα στο γραφείο να ανοίξω το μπαούλο. Νομίζω ότι ήταν ένα αντικείμενο που βρισκόταν στο σπίτι της μητέρας του από παλιά. Το θυμάμαι αμυδρά στο σαλόνι τους να συγκεντρώνει συχνά τα πικρόχολα σχόλια του Γιώργου. Γενικά, έτρεφε μεγάλη αγάπη για το χωριό της μάνας του κι ό,τι ερχόταν από εκεί, αλλά εκείνο το μπαούλο έδειχνε να μην το έχει καθόλου σε εκτίμηση. Πάντως στο χωριό είχε στήσει το σκηνικό του πρώτου διηγήματος που είχε δημοσιεύσει. Αλλά κάτι τον μπέρδευε, κάτι τον δυσκόλευε σε σχέση με τη μεταφορά του χωριού στην Αθήνα. Το χωριάτικο μπαούλο στο σπίτι της Αθήνας του φαινόταν μάλλον παράταιρο. Όπως δεν του άρεσε όταν οι άθρωποι της πόλης μετέφεραν τις συνήθειές τους στο χωριό. Βέβαια, η θυμηδία του σε σχέση με το μπαούλο μπορεί να οφειλόταν και στο περιεχόμενό του, το οποίο ποτέ δεν μου αποκαλύφθηκε. Πιθανολογώ ότι θα πρέπει να άρχισε να το χρησιμοποιεί ως αποθηκευτικό χώρο αρκετά αργότερα απ’ όταν κάναμε παρέα. Το άνοιξα βιαστικά, περιμένοντας να διαβάσω γρήγορα κάτι ενδιαφέρον. Στην επιφάνεια επέπλεαν τα δεκάδες μικροαντικείμενα, από γόμες και μολύβια, μέχρι μια αποσυναρμολογημένη φωτογραφική μηχανή. Δε μπορώ να πω ότι εντός του μπαούλου κυριαρχούσε τάξη. Ανασκαλεύοντας έφτασα σ’ ένα μεγάλο όγκο φακέλλων. Εκεί θα βρίσκονταν τα κείμενά του υπέθεσα. Στον πρώτο φάκελο που άνοιξα βρήκα τον τόμο με το δημοσιευμένο διήγημά του. Στον επόμενο φάκελο, όπως και σε μερικούς ακόμα, έβρισκα μόνο αποκόμματα απ’ τον Τύπο. Έβγαλα το βιβλίο με το διήγημα. Ήταν ένας συλλογικός τόμος που περιείχε τα είκοσι καλύτερα διηγήματα του διαγωνισμού που είχε προκυρήξει ένα γυναικείο περιοδικό.

xwma_1

(περισσότερα…)