10.
Επιστρέφοντας στο σπίτι κατάλαβα ότι θα μου ήταν αδύνατο να κουβαλήσω μόνος το μπαούλο ως το διαμέρισμα. Η γυναίκα μου έλειπε. Κι εκείνη την ώρα δε μπορούσα να σκεφτώ κάποια λύση. Η τύχη όμως το ήθελε. Ένας γείτονάς μου προσφέρθηκε να βοηθήσει. Βάλαμε το μπαούλο στο κέντρο του γραφείου μου και τον αποχαιρέτησα βιαστικά. Έφτιαξα κάτι πρόχειρο να φάω, είδα τις βραδυνές ειδήσεις, και πήγα στο γραφείο να ανοίξω το μπαούλο. Νομίζω ότι ήταν ένα αντικείμενο που βρισκόταν στο σπίτι της μητέρας του από παλιά. Το θυμάμαι αμυδρά στο σαλόνι τους να συγκεντρώνει συχνά τα πικρόχολα σχόλια του Γιώργου. Γενικά, έτρεφε μεγάλη αγάπη για το χωριό της μάνας του κι ό,τι ερχόταν από εκεί, αλλά εκείνο το μπαούλο έδειχνε να μην το έχει καθόλου σε εκτίμηση. Πάντως στο χωριό είχε στήσει το σκηνικό του πρώτου διηγήματος που είχε δημοσιεύσει. Αλλά κάτι τον μπέρδευε, κάτι τον δυσκόλευε σε σχέση με τη μεταφορά του χωριού στην Αθήνα. Το χωριάτικο μπαούλο στο σπίτι της Αθήνας του φαινόταν μάλλον παράταιρο. Όπως δεν του άρεσε όταν οι άθρωποι της πόλης μετέφεραν τις συνήθειές τους στο χωριό. Βέβαια, η θυμηδία του σε σχέση με το μπαούλο μπορεί να οφειλόταν και στο περιεχόμενό του, το οποίο ποτέ δεν μου αποκαλύφθηκε. Πιθανολογώ ότι θα πρέπει να άρχισε να το χρησιμοποιεί ως αποθηκευτικό χώρο αρκετά αργότερα απ’ όταν κάναμε παρέα. Το άνοιξα βιαστικά, περιμένοντας να διαβάσω γρήγορα κάτι ενδιαφέρον. Στην επιφάνεια επέπλεαν τα δεκάδες μικροαντικείμενα, από γόμες και μολύβια, μέχρι μια αποσυναρμολογημένη φωτογραφική μηχανή. Δε μπορώ να πω ότι εντός του μπαούλου κυριαρχούσε τάξη. Ανασκαλεύοντας έφτασα σ’ ένα μεγάλο όγκο φακέλλων. Εκεί θα βρίσκονταν τα κείμενά του υπέθεσα. Στον πρώτο φάκελο που άνοιξα βρήκα τον τόμο με το δημοσιευμένο διήγημά του. Στον επόμενο φάκελο, όπως και σε μερικούς ακόμα, έβρισκα μόνο αποκόμματα απ’ τον Τύπο. Έβγαλα το βιβλίο με το διήγημα. Ήταν ένας συλλογικός τόμος που περιείχε τα είκοσι καλύτερα διηγήματα του διαγωνισμού που είχε προκυρήξει ένα γυναικείο περιοδικό.
Το βιβλίο ήταν πολυδιαβασμένο και φθαρμένο, ιδιώς στις επτά σελίδες που βρισκόταν το δικό του διήγημα. Ξεκίνησα να το διαβάζω. Το είχα διαβάσει πριν από δεκαπέντε χρόνια όταν είχε εκδοθεί και δε μπορώ να πω ότι είχα ενθουσιαστεί. Μου άρεσε ο τίτλος του και πολλές απ’ τις ιδέες και τα ευρήματα, αλλά σε γενικές γραμμές δε το θεωρούσα αριστούργημα. Θυμήθηκα όταν είχε εκδοθεί. 1995. Τότε, ο Γιώργος δούλευε σ’ έναν εκδοτικό με τη βέσπα του. Το ίδιο κι εγώ. Ήταν πολύ χαρούμενος. Μου είχε δωρίσει ένα αντίτυπο με την αφιέρωση «Στο φίλο μου Μανώλη με αγάπη». Έψαξα στη βιβλιοθήκη μου να το βρω. Το πήρα στα χέρια μου, και τώρα είχα δύο αντίτυπα πάνω στο γραφείο. Το δικό του και το δικό μου. «Το χώμα, ή αν είχε φτερά, θα δίσταζε». Θα πρέπει να ήταν πολύ λυτρωτικό το γράψιμο εκείνου του διηγήματος. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση που διάλεξε να τοποθετήσει την ιστορία του στο χωριό, αφού ποτέ δεν είχε ζήσει εκεί, εκτός απ’ τα καλοκαίρια που πήγαινε εκεί ανελλειπώς. Κι επιπλέον, ήταν εντυπωσιακό το γεγονός ότι είχε διαλέξει να πει μια ιστορία για το παρελθόν, για κάποιο πόλεμο, για δύο αδέλφια. Αναφερόταν όπως μου είπε στην οικογένεια της μητέρας του, σ’ ένα υπαρκτό πρόσωπο, αδελφό της γιαγιάς του, ο οποίος ήταν αντάρτης στα χρόνια του εμφυλίου. Τον θυμάμαι να μου μιλάει με πάθος για αυτή την ιστορία. Άραγε ζούσε ακόμα ο Λάκης, ο ήρωας της ιστορίας και θείος του Γιώργου, όταν εκείνος έγραφε την ιστορία; Θα έπρεπε να ρωτήσω τη μητέρα, τη γυναίκα ή την αδελφή του. Διάβασα το διήγημα τρεις φορές μέχρι να αρχίσω να καταλαβαίνω το βαθύτερό νόημά του. Αλλά βέβαια μερικά ζητήματα μου έμεναν αναπάντητα. Γιατί στο διήγημα απέφυγε να πει για ποιόν πόλεμο μιλούσε; Γιατί απέφυγε να πει το όνομα του χωριού; Γιατί έκλεισε την ιστορία τόσο απότομα;
Αν θες να διαβάσεις το προηγούμενο κεφάλαιο πήγαινε εδώ.