Το ενδέκατο κεφάλαιο του 42

11.

anamones sxediakiΜπαίνοντας στο σπίτι, o Νικόλας βρήκε τη Σουλίτσα απέναντι από μια παλιά εφημερίδα, την οποία άφησε στην καρέκλα που καθόταν για να του βάλει να φάει ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά. Τον ρώτησε πως πήγε η ημέρα και της είπε καλά. Του έδειξε ένα μικρό κομμάτι ύφασμα που είχε κεντήσει κι εκείνος της είπε μπράβο, κι έπειτα του είπε να το κοιτάξει πιο καλά, κι εκείνος βλέποντάς το πιο προσεκτικά, έβαλε τα γέλια. Ήταν ένα μαντήλι, στο οποίο είχε ράψει τα αρχικά του.

«Σ’ ευχαριστώ» της είπε.

«Δεν κάνει τίποτα» του απάντησε αυτή.

«Πώς σου ήρθε;» τη ρώτησε.

«Ε, μερικές φορές σου τρέχουν μύξες και δεν το καταλαβαίνεις. Αν το έχεις αυτό πάντα στην τσέπη σου όμως, θα το θυμάσαι και θα σταματήσεις να σκουπίζεσαι στα μανίκια σου»

Γελάσανε με την καρδιά τους ώσπου ο Νικόλας έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα νόμισμα

«Δικό σου» είπε δίνοντάς το στο χέρι της.

«Τι είναι;»

«Αρχαίο, το βρήκα σήμερα περπατώντας στο Τρυζάκι»

«Σ’ ευχαριστώ πολύ»

«Τίπ’τα» της είπε κάνοντάς τους πάλι να λυθούν στα γέλια.

Τα δυο αδέλφια κατάφεραν σε μικρό διάστημα να ξεπεράσουν το θάνατο του πατέρα τους, καθώς γνώριζαν ήδη πώς είναι να σου λείπει κάποιος, αλλά ταυτόχρονα να είσαι υποχρεωμένος να ζεις. Η απώλειά του τους στοίχισε πολύ, αλλά ήταν σκληραγωγημένοι. Για τον Νικόλα αυτό ήταν κάτι γνωστό, ενώ για τη Σουλίτσα κάτι εντελώς νέο. Βέβαια, η κατάστασή της παρέμενε ρευστή, καθώς η ασθενική της φύση καιροφυλακτούσε. Ο Νικόλας ήθελε να την πάρει μαζί του στην Αθήνα, αλλά μέχρι τότε δεν της είχε πει τίποτα.

Η ώρα είχε φτάσει.

«Σουλίτσα, τι θα ‘λεγες αν αύριο φεύγαμε για την Αθήνα;» τη ρώτησε.

«Είσαι τρελός» του είπε εκείνη.

«Θα πάμε να σου κάνουν ενέσεις, να ψηλώσεις, να δυναμώσεις και να γίνεις σαν τα ψηλά βουνά» είπε ο Νικόλας εύθυμα.

«Νικόλα, ξέρεις πόσο είμαι;»

«Στο ύψος;»

«Στην ηλικία βλάκα»

«Πέντε χρόνια μικρότερή μου»

«Είμαι πολύ μεγάλη για να μεγαλώσω τώρα πια»

«Και πού το ξέρεις;»

«Το έχω διαβάσει, αν περίμενα από ‘σενα…» του είπε περιπαικτικά.

«Α, μη μου λες τέτοια» απάντησε εκείνος θιγμένος, «εγώ το έχω βάλει σκοπό της ζωής μου να γίνεις μεγάλη, και μου λες…»

«Σε πειράζω βλάκα»

«Θα πάμε;»

«Δεν έχει νόημα να έρθω κι εγώ. Αν θέλεις να πας μην το σκέφτεσαι καθόλου, τρέξε. Εγώ θα προσεύχομαι για ‘σενα»

«Πώς να σ’ αφήσω μόνη σου, ρε γαμώτο;»

«Μην ανησυχείς Νικόλα, είμαι μεγάλη γυναίκα πια»

Ο Νικόλας ποτέ δεν την είδε σαν μια ενήλικη γυναίκα, για εκείνον η Σουλίτσα ήταν πάντα μια μικρή κουκλίτσα, που έπρεπε να πάει στην Αθήνα να της κάνουν ενέσεις για να μεγαλώσει. Αλλά φαίνεται ότι ερήμην του εκείνη μεγάλωνε κι ήταν τώρα ικανή να φροντίζει τόσο τον εαυτό της όσο και τους άλλους. Με τις πολλές του έγνοιες δεν είχε προσέξει καν ότι, απ’ το θάνατο του πατέρα τους κι έπειτα, το σπίτι το είχε αναλάβει εκείνη.

«Σουλίτα μου σ’ αγαπώ» της είπε νιώθοντας ένα βάρος να φεύγει από πάνω του.

«Κι εγώ» είπε εκείνη αγκαλιάζοντάς τον, «δεν θέλω όμως να πας στον θείο»

«Ό,τι πεις» της είπε δακρυσμένος.

Λίγο αργότερα ο Νικόλας έδινε το καθιερωμένο του παρόν στην ταβέρνα κι επειδή άργησε λίγο, πήγε και κάθισε αναγκαστικά δίπλα στον Κλίβανο, αφού μόνο στο τραπέζι του υπήρχε άδεια καρέκλα. Ο Σούλης τον υποδέχτηκε λέγοντάς του ότι λίγο ακόμα και θα ξεκινούσαν για το σπίτι του. Ο Νικόλας του παρήγγειλε ένα αναψυκτικό, και κράτησε την αναπνοή του, για να ακούσει την απάντηση του Κλίβανου στο ερώτημα που του έθεσε.

«Κανένα νέο;»

«Μπαα» απάντησε εκείνος.

Με τον Κλίβανο μιλούσαν οι πραγματικά γενναίοι άντρες του χωριού, καθώς το στόμα του βρωμούσε σαν ψοφίμι. Ο Νικόλας δεν επέμεινε στην ερώτησή του, έτσι κι αλλιώς την είχε κάνει για λόγους εθιμοτυπικούς.

Ο Γόνης, απ’ το διπλανό τραπέζι, τον ρώτησε αν η αιτία της καθυστέρησής του ήταν «πάλι κάποια γυναίκα» κι ο Νικόλας του απάντησε «με ποια; με τη γυναίκα σου;», κάνοντάς τον να ξεροκαταπιεί.

«Αυτά παθαίνει όποιος προσπαθεί να κάνει πλάκα στον Νικόλα», είπε ο δάσκαλος από λίγο πιο ‘κει.

«Τι έγινε ρε, βρήκες τον βουλευτή;» ρώτησε κι αυτός με τη σειρά του.

«Ναι ρε, όταν τον ξαναδώ θες να του πω κάτι;» απάντησε ο Νικόλας.

«Πες του ότι μου χρωστάει ένα κατσίκι, ξέρει αυτός», σφύριξε κάποιος απ’ το βάθος.

«Αν στο δώσει θα το φέρεις να το φάμε;»

«Το μισό δικό μας» είπε ο Πίνουλας λέγοντας ταυτόχρονα κάτι στο αφτί του Σούλη.

Ο Λιας εντωμεταξύ έκανε νόημα στον Νικόλα να έρθει κοντά του, γιατί άδειασε μια θέση στο τραπέζι του. Με το που έκατσε στη νέα καρέκλα ο Σούλης ακούμπησε μπροστά του ένα ποτήρι ουίσκι.

«Κερασμένο απ’ το Λια» του είπε.

«Ρε γαμώτη μου, δεν μ’ αφήνετε ν’ αγιάσω εδώ μέσα. Έλα ρε Λιά, στην υγεία σου!» έκανε τσουγκρίζοντας το ποτήρι του.

Το βράδυ εκείνο, ήταν λες και το μαγαζί βρισκόταν σε αφασία. Κανείς δεν μιλούσε έντονα, κανείς δεν μάλωνε με κανέναν, τα πάντα ήταν σαν να βρίσκονταν σε λήθαργο. Μόνο ένα τραπέζι μ’ έξι ξένους ήταν κάπως ζωηρό, φαίνεται τους άρεσε η ταινία που έβλεπαν στην τηλεόραση. Οι χωριανοί την είχαν δει ίσαμε τριάντα φορές κι όπως ήταν αναμενόμενο, την είχαν σιχαθεί. Η μουσική ήταν σβηστή, αλλά ο καπνός απ’ τα τσιγάρα σταθερά παρών.

Μετά τα γεγονότα στο μαγαζί του Λούλη, οι χωριανοί είχαν αναδιπλωθεί. Εκτός του ρεζιλέματος απ’ τα κανάλια και τις εφημερίδες που κάλυψαν το συμβάν, είχαν υποστεί και τις προσβολές των γυναικών τους, οι οποίες δεν τους χαρίστηκαν καθόλου. Μπορεί να κάθονταν όλη μέρα στο σπίτι, αλλά όταν κάτι δεν τους άρεσε ήταν ικανές να φτάσουν μέχρι και στο φόνο. Όπως η θειά Βασίλαινα, θεός σχωρέσ’την, η οποία μαχαίρωσε τον άντρα της, γιατί υποπτεύθηκε ότι κάτι έκανε με την κόρη της Λάμπραινας. Ή όπως η Γωγώ, που όταν έμαθε ότι ο άντρας της ξέδινε πού και πού με τον Βασίλη, πήγε και του έμπηξε ένα μαχαίρι στην καρδιά. Ή ακόμα η Παυλίτσα, που καμιά εικοσαριά χρόνια πριν, στραγγάλισε τον Μήτσο τον παλικαράκο, γιατί της φώναξε μια φορά στην αγορά. Οι γυναίκες στο χωριό αν και καλόβολες κι αθόρυβες γενικά, δεν συγχωρούσαν εύκολα Αν νιώθανε ότι τις είχε θίξει κάποιος, τότε βουή του μαύρη.

Από την μαύρη εκείνη μέρα και μετά, οι άντρες ήξεραν ότι έπρεπε να περιμένουν καμπόσο, μέχρι να καταλαγιάσει κάπως η οργή των γυναικών τους. Από «περίμενε», βέβαια, ήξεραν καλά. Γι’ αυτό προσπαθούσαν εναγωνίως να μην δίνουν νέες αφορμές. Ο Σούλης είχε προτείνει να μην παίζει μουσική για μερικές μέρες στην ταβέρνα του, ενώ ο ίδιος ο πρόεδρος είχε συστήσει ψυχραιμία κι αυτοσυγκράτηση στο αλκοόλ. Μερικοί όμως σαν τον αστυνόμο, το γιατρό και κάποιους άλλους νεότερους σαν τον Νικόλα και τον Λευτέρη, που ήταν ανύπαντροι, τον Πίνουλα που ήταν χήρος, τον παπα-Στάθη που ήταν μονίμως μεθυσμένος και τον Στουπή που ήταν γεροντοπαλίκαρο, χάλασαν το εμπάργκο και ήπιαν τον άμπακο απ’ το πρώτο κιόλας βράδυ της άτυπης ποτοαπαγόρευσης. Ο Νικόλας πάντως ζητούσε αναψυκτικό, άλλο τι του έφερναν. Αλλά μ’ αυτά και μ’ αυτά είχε χαλάσει κι η διάθεσή τους. Η μεγάλη ευκαιρία είχε χαθεί. Πέρασαν μια φορά απ’ το χωριό τόσα όμορφα κορίτσια μαζί και πάνε! Τι γκαντεμιά κι αυτή με τον βουλευτή, λέγανε. Τι ήθελε να εξαφανιστεί ο άτιμος τώρα! Δεν περίμενε να χορτάσει λίγο το ματάκι και το στοματάκι μας λίγο φρέσκο ψαχνό! Μέσα σε μια νύχτα και μια ημέρα, οι χωριανοί ένιωσαν πως πήγαν απ’ τον παράδεισο στην κόλαση. Τόσο μεγάλη ήταν η απογοήτευσή που προκάλεσε το λουκέτο στο μαγαζί του Λούλη.

Ο Νικόλας δεν νοιαζόταν καθόλου γι’ αυτά. Είχε πάρει την απόφασή του, και ήξερε πια ότι εκείνο ήταν το τελευταίο του βράδυ στο χωριό. Μπορεί να γύριζε πίσω μετά από τρεις μήνες, ή μετά από ένα, δύο, ή ακόμα και δέκα χρόνια, το σίγουρο ήταν ότι θα έκανε καιρό να ξαναδεί τους συγχωριανούς του και την ταβέρνα. Το καφενείο δεν θα του έλειπε πολύ, αφού ήταν πάντα συνδυασμένο με τη χαρτοπαιξία, κι ο Νικόλας τα μισούσε τα χαρτιά. Αλλά μόλις θα θυμόταν λίγο το δρόμο της αγοράς κι έπειτα την πόρτα της ταβέρνας, ήταν βέβαιος πως θα τη νοσταλγούσε, καθώς εκεί βρισκόταν όλη του η ζωή.

Ο Πίνουλας ζήτησε να τους πει ένα τραγούδι.

«Ποιο θέλετε;» ρώτησε ο Νικόλας.

«Το η ζωή μου όλη» απάντησε ο Λιας.

«Το έχετε» τους είπε ξεκινώντας.

Οι ακροατές σιγομουρμούριζαν και χτυπούσαν παλαμάκια. Ακόμα και οι ξένοι έπαιρναν κάθε λίγο το βλέμμα τους απ’ την τηλεόραση και κοίταζαν απορημένοι τον τραγουδιστή. Ο Σούλης έφερε ποτά και το σκηνικό άλλαξε˙ οι άντρες τα ξέχασαν όλα και ζήτησαν άλλο ένα.

Το γλέντι είχε αρχίσει για τα καλά, όταν ο Λάγιος σηκώθηκε να χορέψει. Ο Νικόλας συνέχισε το τραγούδι. Τα αίματα ανάβουν. Πιάτα σπάνε στα πόδια του Νικόλα. Ο παπα-Στάθης σηκώνει το ράσο και χορεύει κι αυτός. Ο πρόεδρος χτυπάει το πιρούνι του στο πιάτο. Ο Νικόλας ενθουσιάζεται κι απ’ το λαρύγγι του αισθάνεται να βγαίνουν νότες αληθινές.

«Τέρμα» τους λέει ξαφνικά, αφού έχει πιει και το δεύτερο ουίσκι «αύριο πάλι».

«Τι αύριο ρε;» επιμένει ο γιατρός, «αύριο ποιος ζει ποιος πεθαίνει»

«Τώρα, τώρα» κάνανε εν χωρώ οι υπόλοιποι.

«Έλα, πες μας ένα δικό σου» είπε παρακλητικά ο Σούλης.

Μην μπορώντας να κάνει αλλιώς ξεκίνησε έναν αυτοσχεδιασμό. Πάνω σ’ ένα γνωστό σκοπό έβαλε δικά του λόγια, διάνθισε τη μουσική και με μια νέα μελωδία από κάποιο άλλο τραγούδι, και το είπε σαν να το είχε τραγουδήσει εκατοντάδες φορές. Μιλούσε για το πόσο κοπιαστικό είναι να περιμένεις, να ελπίζεις αλλά να μην κάνεις τίποτα, να κάθεσαι παθητικά να περιμένεις κάτι να σου συμβεί και μια ημέρα να φεύγεις ακολουθώντας μια γυναίκα που δεν μπορείς να πιάσεις ούτε στα όνειρά σου, που ξέρεις όμως ότι μένει μακριά απ’ το σπίτι σου. Οι θαμώνες του μαγαζιού ξέσπασαν σε παρατεταμένα χειροκροτήματα.

Εκείνος σηκώθηκε, έκανε μια υπόκλιση και βγήκε απ’ το μαγαζί, αφού προηγουμένως απέφυγε τα χέρια μερικών συγχωριανών του που προσπαθούσαν να τον κρατήσουν μέσα. Προχώρησε λίγα μέτρα, και σχεδόν έξω απ’ το κοινοτικό μέγαρο έβαλε τα κλάματα.

Κάθισε στα σκαλιά κι έπιασε το κεφάλι του. Δεν είχε πιει πολύ αλλά ένιωθε ότι είχε μεθύσει.

Συνέχιζε να κλαίει, χωρίς όμως να καταλαβαίνει γιατί. Τον είχε συγκινήσει το τραγούδι και τα χειροκροτήματα, ή το γεγονός ότι ήταν η τελευταία του βραδιά στο χωριό;

Μόλις ηρέμησε σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να χολοσκάει, στο κάτω κάτω κάποια στιγμή -ίσως και πολύ σύντομα- θα ξαναρχόταν πίσω, όσο για τα τραγούδια εντάξει, μπορούσε να το παραδεχτεί, ήταν το αδύνατο σημείο του. Καταλάβαινε όμως ότι η ευσυγκινησία του οφειλόταν και σ’ έναν άλλο λόγο: ο Νικόλας τον πατέρα του δεν τον έκλαψε. Έπρεπε να περάσει ένας μήνας, να μαζευτεί μέσα του δάκρυ πολύ, και με μια φαινομενικά ασήμαντη αφορμή να ξεχυθεί σαν καταρράκτης. Ίσως ήθελε να δείξει στην Σουλίτσα ότι ήτανε δυνατός, ότι μπορούσε να βασίζεται επάνω του, ή ίσως ακούσια προσπάθησε μάταια να φανεί ατρόμητος, τόσο στα μάτια των συγχωριανών, όσο και στα δικά του.

Θυμήθηκε το πρόσωπο της μάνας του, και ξανάρχισε το κλάμα. Από δίπλα εμφανίστηκε κι ο πατέρας, αγκαλιάστηκαν και φώναξαν τη Σουλίτσα. Εκείνη μπουσουλώντας τους έφτασε και σκαρφάλωσε στα πόδια τους. Ο Νικόλας στάθηκε ανάμεσά τους, και βγάλανε την μοναδική τους φωτογραφία, την οποία έβλεπε κάθε ημέρα μόλις έμπαινε σπίτι, στα δεξιά του, ακριβώς δίπλα απ’ τον παμπάλαιο καλόγερο που τους είχε χαρίσει ο μπάρμπας του ο Μπλακ, αμοιβή του ένας Θεός ξέρει από ποια κομπίνα ή πλιάτσικο.

Δεν φοβόταν καθόλου μήπως τον δει κανείς, γιατί το κοινοτικό μέγαρο δεν φωτιζόταν. Ήταν το πιο άσχημο κτίριο του χωριού, και δεν ήθελαν να τονίζουν την ακαλαισθησία του ακόμα και τη νύχτα. Ο πρόεδρος είχε κάνει ότι μπορούσε στα δώδεκα χρόνια που ήταν επικεφαλής της κοινότητας˙ το είχε βάψει στην αρχή ολόλευκο, αλλά μετά από ένα χρόνο έγινε γκρι. Έπειτα, για τα επόμενα χρόνια πειραματίστηκε με διάφορους χρωματισμούς, μέχρι που στο τέλος το έβαψε κεραμιδί, όπως και τα κεραμίδια, τις πόρτες και τα παράθυρα του μεγάρου. Οι χωριανοί, από κοινότητα ονόμασαν το κτίριο μέγαρο. Έβλεπαν τον πρόεδρό τους, να ξοδεύει τα λεφτά των επιχορηγήσεων του κράτους, προσπαθώντας να φτιάξει ένα κτίριο που μόνο με βόμβα θα σωζόταν. Δε του έφταναν όμως τα εξωτερικά χάλια, κάποια στιγμή αγόρασε για τα γραφεία κάτι επίσημα ψευτο-φωτιστικά και κάτι απαίσιους, σύμφωνα με τους χωριανούς, πολυελαίους, οι οποίοι ούτε σε στάβλο δεν θα ταιριάζανε. Για πεντακόσιους κατοίκους, το μέγαρο ήταν πράγματι μεγαλοπρεπές. Τη νύχτα όμως το έτρωγε το σκοτάδι, καθώς όποτε έφερνε ο πρόεδρος καινούργιες λάμπες απ’ την πόλη, το ίδιο βράδυ, κάποιοι πήγαιναν και τις έσπαγαν. Στο τέλος απηύδησε ο άνθρωπος και είπε «αφού δεν σας αρέσει η ομορφιά, καθίστε στην τύφλα σας».

Εκεί στα σκοτεινά, ο Νικόλας σκούπισε τα δάκρυά του, και σκέφτηκε να γυρίσει πίσω να χαιρετήσει τους συγχωριανούς του. Φοβήθηκε όμως μην συμβεί κάτι καινούργιο και χρειαζόταν να αναβάλει την φυγή του απ’ το χωριό, οπότε πήρε τα πόδια του και τράβηξε γρήγορα για το σπίτι του, αποφεύγοντας το παράθυρο της φαρμακόγλωσσας και την πόρτα της Θανάσως, της μουρλής.

Η νύχτα κυλούσε ήσυχα. Το φεγγάρι κόντευε να γεμίσει, αλλά ο Νικόλας δεν μπορούσε με τίποτα να κοιμηθεί. Προσπαθούσε να μαντέψει τι θα συναντήσει στην Αθήνα, κι ήταν σαν να έβλεπε ένα όνειρο με τα μάτια ανοιχτά. Είχε πάει στου μπάρμπα του, ο οποίος τον υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες, του ετοίμασε φαγητό και του γνώρισε την οικογένειά του. Πόσο παράξενο, τόσα χρόνια να μην έχει γνωρίσει την οικογένεια του θείου του. Θα έβλεπε επιτέλους από κοντά τα ξαδέρφια του, και την πανέμορφη ξανθιά θειά του. Αναρωτιόταν αν θα τους αναγνώριζε αφού τους είχε δει πριν καιρό σε μια ξεθωριασμένη φωτογραφία. Θα κάθονταν όλοι σ’ ένα μακρύ τραπέζι και θα έτρωγαν. Πρώτα το απεριτίφ, μετά το ορεκτικό, το κυρίως, η σαλάτα, το επιδόρπιο και τέλος ο καφές. Τα ξαδέρφια του ως πιο μικρά θα πήγαιναν για ύπνο, η θειά θα αποσυρόταν κι αυτή για να τους αφήσει να καπνίσουν ένα τσιγάρο, ή ένα πούρο καλύτερα, να πιουν το ουίσκι τους και να τα πουν σαν άντρες. Στο σαλόνι, όπως και σε όλο το σπίτι θα υπήρχε μια γαλήνια ατμόσφαιρα, ένας αέρας πλούτου, που θα οφειλόταν βέβαια στην καταγωγή της γυναίκας του μπάρμπα. Κι αν τελικά είχε κυριαρχήσει ο μπάρμπας στη δημιουργία του κλίματος; Ο Νικόλας απέκρουσε σβέλτα αυτή την προοπτική. Αυτό θα σήμαινε καταστροφή, σκέφτηκε, τη στιγμή που μπροστά απ’ το μυαλό του περνούσε, με αστραπιαία ταχύτητα, ένα αχούρι.

Τα πράγματα επανήλθαν στην επιθυμητή κατάσταση. Ο μπάρμπας θα του πρότεινε κάποια δουλειά για την οποία ο Νικόλας θα απαντούσε σε δυο ημέρες, στη διάρκεια των οποίων θα γύριζε στην πόλη μαθαίνοντας τα κατατόπια, και ρίχνοντάς το λίγο έξω. Θα πήγαινε ξανά στην πλατεία Συντάγματος, θα έμπαινε για πρώτη φορά στη ζωή του στο Μετρό, θα περπατούσε την Πανεπιστημίου, θα καθόταν σε κάποιο καφενείο στην Ομόνοια, θα ανέβαινε στον Λυκαβηττό, στην Ακρόπολη, στου Φιλοπάππου, θα έκανε βόλτες στην Πλάκα, στην Κυψέλη, στο Θησείο, θα έλιωνε τις σόλες των παπουτσιών του περπατώντας στην πόλη, θα έμπαινε σε όσα περισσότερα μαγαζιά μπορούσε, θα μιλούσε με όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσε, δεν θα κοιμόταν καθόλου, και μέρα νύχτα έξω θα ήταν για να πάρει το άρωμα της πόλης, των ανθρώπων, των κτιρίων, και της νυχτερινής ζωής.

Ξαπλωμένος με τα πόδια να προεξέχουν απ’ το κρεβάτι που είχε απ’ όταν ήταν ακόμα παιδί, φανταζόταν τις δυο εκείνες ημέρες πριν πιάσει δουλειά, σαν τις ωραιότερες ημέρες της ζωής του. Ο μπάρμπας όμως θα ήθελε την απάντησή του, η οποία θα ήταν φυσικά «ναι». Ό,τι δουλειά κι αν ήταν ο Νικόλας δεν θα κώλωνε. Οικοδομή; Μανάβικο; Υδραυλικά; Εισπράξεις; Ό,τι κι αν του ‘λεγε ο μπάρμπας, ο Νικόλας, θα ζητούσε απλά οδηγίες πώς να πάει. Τίποτα άλλο. Τη δουλειά δεν την φοβόταν. Μόνο να ‘ξερε ότι μπορεί να κάνει κι άλλη, για να έχει πλεόνασμα. Πιθανώς ο μπάρμπας να φρόντιζε και γι’ αυτό. Το βέβαιο είναι ότι θα του έδινε ένα δωματιάκι στη σοφίτα, και θα του πρόσφερε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για διάφορες εργασίες του σπιτιού του. Για τον πρώτο καιρό τουλάχιστον. Μετά θα έπιανε ένα σπίτι και θα έλεγε και στην Σουλίτσα να ‘ρθει μαζί του.

Η καρδιά του χτύπαγε σαν τρελή.

Έκλεισε να μάτια του για να κοιμηθεί, γνωρίζοντας ότι του απέμεναν μόλις δυο ώρες, ώσπου να ξυπνήσει και να φύγει απ’ το χωριό.

Πριν καν λαλήσει ο πρώτος πετεινός, ο Νικόλας ήταν όρθιος. Ντύθηκε γρήγορα, ήπιε ένα ποτήρι νερό, έπλυνε το πρόσωπό του και μπήκε στο δωμάτιο που κοιμόταν η Σουλίτσα. Απ’ όταν πέθανε ο πατέρας του, μετέφερε το κρεβάτι του στο άλλο δωμάτιο, συνειδητοποιώντας ότι σ’ όλη του τη ζωή κοιμόταν στον ίδιο χώρο με την αδελφή του, μ’ εξαίρεση μερικές νύχτες που τις έβγαζε στο παλιό κατώι μόνος του. Έσκυψε και την φίλησε στο μέτωπο, της έδωσε κι ένα μικρό χάδι και βγήκε έξω κλείνοντας την πόρτα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε.

Είχε φροντίσει απ’ το προηγούμενο βράδυ να της αφήσει λεφτά πάνω στο κομοδίνο του. Μαζί, είχε ακουμπήσει κι ένα χαρτί που έγραφε «Σ’ αγαπώ. Να προσέχεις». Στη βιασύνη του πάνω όμως, ξέχασε να της αφήσει το σταυρουδάκι που φορούσε ο πατέρας του και το είχε απ’ τη μέρα του θανάτου του σε κάποια τσέπη. Δεν πειράζει, σκέφτηκε όταν ήταν ήδη αρκετά μακριά, η Σουλίτσα έχει το πολυτιμότερο πράγμα και των δυο γονιών μας, τις βέρες και τα στεφάνια τους, τα οποία βρίσκονταν μέσα σε μια μικρή βιτρίνα, πάνω απ’ το κρεβάτι όπου κοιμόντουσαν μαζί με μια εικόνα του αγίου Χαράλαμπου και του αγίου Γεωργίου. Μέσα, ένα φωτάκι έμενε συνεχώς αναμμένο, ενώ ένα καντήλι βρισκόταν εκεί για να ανάψει τις ημέρες γιορτής ή μνήμης. Η Σουλίτσα είχε τοποθετήσει τις βέρες στη βιτρίνα, σ’ ένα μικρό συρτάρι και πρόσεχε πάντα να είναι τακτοποιημένες και βεβαίως καθαρές. Η βιτρίνα είχε μέσα και τα στέφανα της γιαγιάς και του παππού τους. Ήταν, το δίχως άλλο, το ιερότερο έπιπλο του σπιτιού. Γι’ αυτό και το φύλαγαν σαν τα μάτια τους.

Καθώς βγήκε απ’ το σπίτι ο Νικόλας αποδείχτηκε πολύ λιγότερο προνοητικός, απ’ όσο τουλάχιστον νόμιζε ότι ήταν. Η φαρμακόγλωσσα είχε ξυπνήσει και στεκόταν στο κατώφλι του σπιτιού της χτενίζοντας τα μαλλιά της, που όταν τα έλυνε έφταναν μέχρι τα γόνατά της. Μην έχοντας άλλη επιλογή την καλημέρισε. Εκείνη, τον κοίταξε κάνοντας ότι δεν κατάλαβε ποιος ήταν, και συνέχισε το χτένισμα σαν να μην τον είχε δει καν. Ανακουφισμένος αυτός, προχώρησε επιταχύνοντας, πέρασε από μπροστά της και πάνω που θα έβαζε τρεχάλα, τον σταμάτησε η άγρια φωνή της.

«Που πας;» τον ρώτησε.

«Σε δουλειά» της απάντησε ο Νικόλας.

«Τι δουλειά;» επέμεινε εκείνη κι έβγαλε ένα τσιμπιδάκι απ’ το στόμα της.

«Στην κούκλα του Λια»

«Χμ» έκανε εκείνη περνώντας το τσιμπιδάκι στα μαλλιά της.

«Τίποτα άλλο;» είπε δήθεν αδιάφορος, κάνοντας να φύγει.

«Ψέματα λες. Ο Λιας δεν σε θέλει στα χωράφια του»

«Λάθος στα είπανε Κατζοελένη! Με το Λια είμαστε φίλοι τώρα, αλλά να σου πω κάτι; Δεν πάω στου Λια, πάω στα δικά σου χωράφια να βάλω φωτιά στα κλαδιά»

«Ουστ ρε! Κωλόπαιδο! Που θα μου πεις εμένα…»

Ο Νικόλας είχε κρύψει μια μικρή τσάντα κάτω απ’ τη μπλούζα του για να μην κινήσει υποψίες, αλλά την ώρα που μιλούσε με την φαρμακόγλωσσα του έπεσε σχεδόν μπροστά στα πόδια της. Την μάζεψε όμως σαν κύριος κι έφυγε, με τις κατάρες της να τον συνοδεύουν στο ταξίδι του.

Δίπλα απ’ το περιβόλι του Λαζανά, ο Νικόλας είχε κρύψει μια άγκρια που είχε βρει πεταμένη στο Λεζάκι πριν από κάμποσα χρόνια. Η άγκρια ήταν για δεκαετίες το όχημα που χρησιμοποιούσαν οι χωριανοί για να πηγαίνουν στα χωράφια τους. Μερικοί δεν την εγκατέλειψαν ποτέ, αλλά οι περισσότεροι έσπευσαν να πάρουν τρακτέρ κι αγροτικά, τα οποία ήταν και πιο αξιόπιστα εφ’ όσον ήταν νέας τεχνολογίας και πιο πρακτικά. Αλλά η άγκρια ήταν ένα όχημα που προσέφερε άλλου είδους χαρές. Το καλοκαίρι ανέβαινε όλη η οικογένεια στην καρότσα και πήγαιναν στην θάλασσα. Τα πέντε χιλιόμετρα την ώρα που ήταν η ανώτατη ταχύτητά της, έκανε ακόμα και μια μικρή απόσταση να φαίνεται σαν ένα μεγάλο ταξίδι. Τι τραγούδια, τι χοροί πάνω στο κατάστρωμα της καρότσας, τι φαγητά και πιοτά, τα πάντα χωρούσαν εκεί πάνω. Ως και τον μεσημεριανό τους ύπνο έπαιρναν πάνω στην άγκρια οι αγρότες. Ενώ το αγροτικό, με την ταχύτητά του, τα έκανε όλα αυτά περιττά. Έπρεπε να τρέξει απ’ το ένα σημείο στο άλλο για να ξεχρεωθεί, κι επιπλέον η καμπίνα δεν επικοινωνούσε πια με την καρότσα, πράγμα που απέκοπτε τον οδηγό απ’ τους υπόλοιπους επιβάτες. Το τρακτέρ, αν και πιο αργό, είχε κάτι το επιβλητικό κι απόμακρο, που φόβισε τόσο τα παιδιά όσο και τα ζώα. Αντίθετα, ο εκκωφαντικός θόρυβος της άγκριας λες και σαγήνευε τον κόσμο όλο.

Τη δική του άγκρια ο Νικόλας την είχε ονομάσει Μαρί Λουίζ, από ένα γαλλικό φιλμ που είχε δει στο βίντεο της ταβέρνας. Η Μαρί Λουίζ, ήταν το άπιαστο όνειρο ενός καουμπόη, μια πανέμορφη πόρνη που συνέχεια του αρνιόταν την καρδιά της. Εκείνος έκανε συνέχεια ανδραγαθήματα για να τη σώσει αλλά εκείνη δεν ήθελε ούτε να τον δει. Στο τέλος, … ο Σούλης έβαλε τηλεόραση, γιατί κάποιος του σφύριξε ότι ο υπουργός οικονομίας έκανε υποτίμηση της δραχμής.

Έβγαλε το λιόπανο με το οποίο την είχε σκεπάσει, έκανε μια βόλτα γύρω της να δει αν όλα πάνε καλά και σήκωσε το κάθισμα για να πάρει το σκοινί που χρησίμευε σαν μανιβέλα. Ο Νικόλας στην αρχή δεν ήξερε τίποτα από οχήματα, με τον καιρό όμως βλέποντας τον Γόνη να τις επιδιορθώνει πέντε σπίτια πιο πέρα, έμαθε τα βασικά, έπειτα άρχισε να βάζει κι αυτός το χεράκι του και τελικά, όταν πολύ σπάνια ο Γόνης είχε καμιά άγκρια να φτιάξει, την άφηνε στον Νικόλα. Μερικά εξαρτήματα και ανταλλακτικά που χρειάστηκε για να συμμαζέψει τη δική του άγκρια, τα πήρε με την έγκριση του Γόνη από μια τεράστια υπαίθρια αποθήκη στην οποία φύλαγε κυρίως άχρηστα υλικά από άγκριες, αγροτικά, τρακτέρ, αυτοκίνητα και λεωφορεία. Μέχρι κι έλικα ελικοπτέρου είχε στην αποθήκη του ο Γόνης. Σκουριασμένη βέβαια κι αυτή. Μια ημέρα ο Γόνης ρώτησε τι τα ήθελε όλα αυτά που έπαιρνε κατά καιρούς, κι ο Νικόλας του είπε ότι κάνει πειράματα, πράγμα που δεν ήταν ολωσδιόλου ψέμα, καθώς η τελική μορφή της άγκριάς του ήταν ένα υβρίδιο, τουλάχιστον από μηχανικής απόψεως. Πάντως εξωτερικά ήταν κανονικότατη, με τέσσερις ρόδες και προπολεμική πινακίδα, ενώ στις επιπλέον ανέσεις της συγκαταλεγόταν κι ένα σκέπαστρο που θα έσωζε τον οδηγό από την βροχή και τον ήλιο.

Ο Νικόλας θα ‘θελε να μπορούσε να ξέρει τι ώρα ήταν. Φεύγοντας απ΄ το σπίτι δεν κοίταξε, και το καταραμένο το ρολόι της εκκλησίας δεν έκανε κανένα θαύμα να χτυπήσει, καθότι ο παπα-Στάθης το είχε αφήσει έτσι χαλασμένο τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Όχι ότι το είχαν χαρεί και πολύ οι χωριανοί. Ένα μήνα αφού το εγκατέστησαν χάλασε, κι έκτοτε ο παπα-Στάθης όλο έλεγε ότι θα φώναζε μηχανικό απ΄ την Αθήνα, κι όλο εκείνος ερχόταν…

Κοίταξε το φως του ουρανού, και συμπέρανε ότι ο ήλιος ήθελε ακόμη μια ώρα για να ανατείλει. Χωρίς χρονοτριβή τύλιξε το σχοινί στον κύλινδρο μπροστά απ’ τη μηχανή, έβαλε το πόδι του για αντίσταση και τράβηξε βάζοντας όλη τη δύναμή του. Η μηχανή πήρε μερικές στροφές και μετά σταμάτησε. Ο Νικόλας πήρε μια ανάσα και ξαναπροσπάθησε. Τίποτα και πάλι. Η ώρα περνούσε, και η άτιμη η άγκρια δεν έλεγε να ξεκινήσει. Προσπάθησε μια τελευταία φορά, δίνοντάς της και μια γερή κλωτσιά. Η μηχανή άρχισε τότε, για καλή του τύχη, να βρυχάται και να φτύνει λάδια και καπνούς. Μπουκωμένη θα ‘ταν, σκέφτηκε ο Νικόλας. Αμέσως ανέβηκε πάνω, αφού ξαναέβαλε το σχοινί κάτω απ’ τη σέλα, και τράβηξε το χειρόφρενο για να φύγει. Είναι βέβαιο ότι το μισό χωριό τον άκουγε να φεύγει, αλλά ως εκείνη τη στιγμή κανείς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον ήχο της συγκεκριμένης μηχανής, αφού είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που είχε δουλέψει. Στο χωριό υπήρχαν τουλάχιστον πενήντα άγκριες, απ’ τις οποίες τώρα πια κυκλοφορούσαν αραιά μόνο οι τρεις, αλλά όλοι εξακολουθούσαν να αναγνωρίζουν τον ήχο της καθεμιάς χωριστά. Η άγκρια του Νικόλα, ανήκε μάλλον στον μπαρμπα-Τάκη τον επονομαζόμενο και Χαν, ο οποίος είχε πεθάνει πριν από μια δεκαετία. Για να είναι εντάξει με τους συγχωριανούς του, και κυρίως για να μην γυρίσουν μια μέρα να πουν ότι έφυγε με κλεμμένη άγκρια, πήγε στην χήρα του Τάκη του Υποτακτικού, τη θειά-Τασία και της ζήτησε ν’ αγοράσει τη μηχανή. Εκείνη όμως, η άγια γυναίκα, ούτε που θυμόταν ότι ο μπαρμπα-Τάκης είχε άγκρια, κι έτσι του τη χάρισε δίνοντάς του και συμβουλή να μην τρέχει.

Ο Νικόλας την είχε φτιάξει τη μηχανή να πετάει. Με το γκάζι στο τέρμα του, η άγκρια θα πρέπει να έπιανε τουλάχιστον τα σαράντα χιλιόμετρα. Οι πρόχειροι υπολογισμοί του έλεγαν ότι αν πήγαινε με την ανώτερη ταχύτητα σταθερή θα του έπαιρνε οχτώ και πλέον ώρες για να διανύσει τα περίπου 350 χιλιόμετρα της διαδρομής. Συνυπολογίζοντας όμως ότι ο δρόμος ήταν γεμάτος αναβάσεις και καταβάσεις μέσα σε βουνά, με εκατοντάδες στροφές και στενώματα, καθώς κι ότι θα έκανε απαραίτητα πέντε στάσεις για την ξεκούραση των χεριών του, ανεφοδιασμό της άγκριας, κι έλεγχο των λαδιών της, είχε καταλήξει στο καθόλου ανακουφιστικό συμπέρασμα ότι το ταξίδι του θα διαρκούσε πάνω κάτω δεκαπέντε με δεκαέξι ώρες. Τίποτα ωστόσο δεν μπορούσε να τον αποθαρρύνει. Όπως και να ’χε, αυτή την φορά θα τα κατάφερνε. Έκανε τον σταυρό του και ξεκίνησε.

Οι πρώτες δυο ώρες πάνω στην άγκρια κύλησαν ομαλά. Παρ’ όλο που προμηνυόταν μια αρκετά ζεστή ημέρα, το σκέπαστρο έστεκε στην θέση του γερά. Η άγκρια έκανε περίφημα τη δουλειά της. Μούγκριζε πότε πότε στις ανηφόρες, αλλά γενικά κρατούσε μια σταθερή ταχύτητα και πήγαινε λες και την είχε προγραμματίσει κάποιος στον αυτόματο πιλότο.

Προσπερνούσε τα χωράφια και τους κάμπους, έβλεπε τα ζώα να βελάζουν και να τρέφονται με το υγρό χορτάρι, και πλημμύριζε η καρδιά του με πρωτόγνωρα αισιόδοξα αισθήματα. Στο πρόσωπό του έλαμπε ένα αδιόρατο χαμόγελο, το οποίο κρυβόταν από τη μόνιμα θλιμμένη του διάθεση. Όλα έτρεχαν προς τα πίσω και μόνο αυτός, με την άγκριά του προχωρούσε προς τα μπρος. Ήταν μια θαυμάσια ημέρα. Οι αγρότες που τον έβλεπαν να περνά σήκωναν τα χέρια τους σαν να τον γνώριζαν χρόνια. Μερικά παιδιά που έβγαιναν νωρίς έξω, τον χαιρετούσαν φωνάζοντας ακατάληπτες φράσεις και ζητωκραυγές. Ένα ελαφρό αεράκι έσπρωχνε την άγκρια από πίσω, και μια παράξενη δύναμη σκλήραινε το σώμα του Νικόλα για να μην κουράζεται. Σε κάθε εκκλησία που προσπερνούσε έκανε αμέσως τον σταυρό του. Σταδιακά, άρχισε να παρατηρεί ότι στην άκρη του δρόμου ξεφύτρωναν όλο και πιο συχνά, κάτι κατασκευές που έμοιαζαν με μικρογραφίες εκκλησίας.

Μετά από κάμποση ώρα πορείας, έκανε το σταυρό του, κι έψαξε ξύλο να χτυπήσει, όταν σκέφτηκε ότι αν πάθαινε κάτι η άγκρια, δεν θα μπορούσε να βρει ούτε ένα μικρό ανταλλακτικό. Ξύλο όμως δεν βρήκε και γύρω στις 11 το πρωί, έπαθε λάστιχο. Να όμως, που το μόνο πράγμα που είχε ήταν μια ρεζέρβα αυτοκινήτου. Αλλά γρύλο για να σηκώσει την μηχανή δεν είχε. Για καλή του τύχη σταμάτησε κοντά σ’ ένα πλάτωμα. Μάζεψε μερικές πέτρες, του βγήκε η μέση για να τις βάλει κάτω απ’ την άγκρια, κι άρχισε να ξεβιδώνει τη ρόδα. Ένα φορτηγό σταμάτησε δίπλα του και δίχως να κατέβει ο οδηγός του, τον ρώτησε μήπως ήθελε βοήθεια, αλλά ο Νικόλας αρνήθηκε ευγενικά. Σε λίγα λεπτά ή καινούργια ρόδα ήταν έτοιμη. Όμως για να βάλει μπρος ξανά, χρειάστηκε να τσουλήσει την άγκρια στην κατηφόρα. Όταν ξεκίνησε, ξαναέκανε το σταυρό του.

Ο δρόμος του ήταν μακρύς. Και η κούραση άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Το σκέπαστρο εμπόδιζε τον ήλιο, αλλά η ζέστη όσο περνούσε η ώρα γινόταν αφόρητη. Επιπλέον η άγκρια πήγαινε τόσο αργά που κάθε τόσο ο Νικόλας ξεχνιόταν και κινδύνευε να πέσει σε καμιά γράνα, όπως είχαν πέσει τ’ αδέλφια στο χωριό, ο Θανάσης κι ο Σπύρος, κι ο ένας σκοτώθηκε επί τόπου. Μέχρι το μεσημέρι η οδήγηση στο λιοπύρι ήταν υποφερτή. Από ’κει κι έπειτα όμως, κι όσο δυσκόλευε ο δρόμος, ο Νικόλας όλο και κατέφευγε στο παλιοπάγουρο που είχε πάρει μαζί του για να πιει λίγο νερό. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι φοβόταν να σταματήσει την μηχανή, αν δεν ξανάπαιρνε μπροστά θα ήταν αδύνατο να κάνει κάτι.

Κάποια στιγμή δεν άντεξε και σταμάτησε, με την άγκρια πάντα αναμμένη, για να κατουρήσει και ν’ ανάψει το καντηλάκι σε μια από εκείνες τις μικρογραφίες εκκλησίας που ήταν πλέον μόνιμο θέαμα στην άκρη του δρόμου. Ανοίγοντας το πορτάκι είδε την φωτογραφία ενός νεαρού, που τον έλεγαν Νίκο. Μάλιστα δίπλα υπήρχε κι ένα σημείωμα που έγραφε κατά λέξη «Να γύριζε πίσω ο χρόνος και να ‘σβηνε την στιγμή εκείνη που άφησες την πνοή σου σ’ αυτήν την άσφαλτο εδώ. Οι γονείς σου γιε μου προσεύχονται για ‘σενα».

Ήξερε ότι έπρεπε να κάνει μια μεγαλύτερη στάση, κοντά σε κάποια βενζίνα για να γεμίσει τα μπιτόνια του με πετρέλαιο και βέβαια για να ξεκουράσει το κορμί του. Άλλωστε δεν είχε οδηγήσει ποτέ ξανά στη ζωή του τόσο πολύ, ούτε φυσικά είχε ξαναβγεί στον εθνικό δρόμο.

Αποφάσισε να κάνει υπομονή μέχρι να συναντήσει μια βενζίνα σε κατηφορικό μέρος. Η τύχη ήταν με το μέρος του, γιατί ύστερα από μερικά λεπτά, η πρώτη βενζίνα που συνάντησε ήταν πάνω σε μια μεγάλη κατηφόρα. Ο άνθρωπος της βενζίνας, ελάχιστα ευγενικός, για δυο επιπλέον μπιτόνια του ζήτησε τα διπλάσια από όσα υπολόγιζε. Τα ελάχιστα χρήματα που είχε μαζί του είχαν αρχίσει να εξανεμίζονται επικίνδυνα, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Γέμισε το ρεζερβουάρ, και παρ’ όλο που το μέρος δεν του φαινόταν και πολύ φιλόξενο, αποφάσισε να καθίσει λίγο για να ξαποστάσει. Στο άθλιο παράπηγμα δίπλα απ’ τις αντλίες καθόταν ένας φορτηγατζής με γυάλινο μάτι, μια γυναίκα ακαθόριστης ηλικίας κι ένας νεαρός στην ηλικία του Νικόλα, που φορούσε κουστούμι κι ακριβό ρολόι. Στο βάθος στεκόταν όρθιος ένας γέρος. Τόσο η γυναίκα, όσο κι ο φορτηγατζής δεν έβγαζαν άχνα. Ο βενζινοπώλης, ξάπλωσε σ’ ένα κρεβάτι, λίγα μέτρα πιο ‘κει, κάτω από μια καρυδιά κι έκλεισε αμέσως τα μάτια του.

Ο νεαρός με το κουστούμι έδειξε στον Νικόλα μια καρέκλα κοντά του.

«Για Αθήνα και ‘συ;» τον ρώτησε.

«Ναι» απάντησε ο Νικόλας παραγγέλνοντας ταυτόχρονα έναν κρύο καφέ από τον γέρο που καθόταν δίπλα σ’ ένα παμπάλαιο ψυγείο.

«Δεν ακούει» είπε ο νεαρός.

«Και τι να κάνω;» ρώτησε ο Νικόλας.

«Άστο, θα συνεννοηθώ εγώ» είπε κι έκανε κάτι περίεργα νοήματα με τα χέρια του.

Ο γέρος τότε κρύφτηκε πίσω από ένα πανί που χρησίμευε σαν κουζίνα, για να εμφανιστεί ξανά μετά από λίγο μ’ έναν κρύο καφέ στο χέρι.

«Ευχαριστώ» είπε έκπληκτος ο Νικόλας μια στον νεαρό και μια στο γέρο.

«Δεν έχεις ξαναδεί κωφάλαλο;» ρώτησε ο νέος.

«Πώς δεν έχω; Στο χωριό έχουμε τον Βάκη, αλλά δεν μπορεί κανένας να μιλήσει μαζί του»

«Από ποιο χωριό είσαι;»

«Απ’ τις Αναμονές»

«Ξέρεις τον Στέλιο;»

«Τον μπακάλη;»

«Ναι»

«Πως δεν τον ξέρω; Φίλος μου είναι»

«Εμένα μού είναι δεύτερος ξάδερφος» είπε ο νεαρός, «η μάνα του κι ο πατέρας μου είναι πρώτα ξαδέρφια»

«Εσύ που πας;» ρώτησε ο Νικόλας.

«Και ‘γω πάνω πάω» είπε κοιτάζοντας το ακριβό του ρολόι.

Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής κι έπειτα ο νεαρός γύρισε και κοίταξε στα μάτια τον Νικόλα.

«Κοίταξε να δεις» του είπε χωρίς περιστροφές, «επειδή σε συμπάθησα, κι επειδή είσαι κι απ’ τις Αναμονές, κι επειδή μ’ αυτό το εργαλείο δεν βλέπω να φτάνεις στην Αθήνα ούτε σε δέκα μέρες, αν φτάσεις ποτέ, και δεν σε βρει η τροχαία κανένα μήνα μετά σε καμιά γράνα ή κανένα χαντάκι, λέω μια και έχω μια κενή θέση σήμερα, να ‘ρθεις μαζί μου, και μη φοβάσαι θα σου χρεώσω τα μισά. Σε τρεις ώρες θα είμαστε Αθήνα», έκανε μια κίνηση και του έδειξε έξω απ΄ τη βρώμικη τζαμαρία το γκρι αυτοκίνητο, «και σ’ αφήνω όπου κάνεις κέφι, έξω απ’ την πόρτα σου. Γουστάρεις;»

Ο Νικόλας τον ρώτησε αν ήταν ταξιτζής, κι εκείνος του απάντησε καταφατικά. Όταν πήγαινε πελάτες στην Αθήνα όμως, το σήμα πάνω απ’ τον ουρανό του αυτοκινήτου το έβγαζε κι αν τον σταματούσαν σε κάποιο μπλόκο, είχε ορμηνέψει τους επιβάτες κι εκείνοι έλεγαν ότι είναι συγγενείς του, φίλοι, και τα λοιπά, και πάνε στην Αθήνα όλοι για προσωπικούς λόγους, χωρίς βεβαίως να πληρώσουν ούτε δεκάρα τσακιστή.

«Πάω να προσπαθήσω να βάλω μπρος την άγκρια, αν δεν τα καταφέρω θα ‘ρθω μαζί σου» του απάντησε πίνοντας την πρώτη γουλιά απ’ τον καφέ του, ο οποίος αντί για ζάχαρη είχε αλάτι. Τον έφτυσε στη χούφτα του βρίζοντας.

«Μη δίνεις σημασία όλο το ίδιο λάθος κάνει… είναι που εκτός απ’ τα άλλα, τώρα πια δεν βλέπει κιόλας»

«Πάω», είπε αφήνοντας πίσω του τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνει η πλαστική καρέκλα όταν την σέρνουν στο τσιμέντο.

«Με την ησυχία σου» έκανε ο κουστουμαρισμένος ταξιτζής.

Βγαίνοντας απ’ το παλιομάγαζο ο Νικόλας έριξε μια κλεφτή ματιά στο ταξί, και είδε μέσα τρία άτομα να κοιμούνται στο πίσω κάθισμα. Προχώρησε προς την άγκρια, και πριν χρειαστεί να βγάλει την τριχιά απ’ το κάθισμα πρόσεξε ότι και τα δυο μπροστινά του λάστιχα ήταν τρύπια. Έδωσε μια κλωτσιά στη μηχανή, έκανε μεταβολή και ξαναγύρισε πίσω στο παράπηγμα. Ο ταξιτζής τον υποδέχτηκε χαμογελαστός, επαινώντας τον που πήρε τόσο γρήγορα την απόφασή του.

«Ξαναέπαθα λάστιχο νωρίτερα» είπε ο Νικόλας, «τώρα τρύπησαν και τα δυο μπροστινά και ρεζέρβα δεν έχω. Μήπως ξέρεις αν έχει ο βενζινάς; Δεν θέλω να τον ξυπνήσω»

«Θα ρωτήσω τον πατέρα του» είπε και πλησίασε τον γέρο. Ο Νικόλας τους είδε να κάνουν έντονα νοήματα ο ένας στον άλλον, ενώ στο τέλος ήταν σίγουρος ότι βρίζονταν.

«Δεν έχει τίποτα λέει» είπε ο ταξιτζής.

«Καλά» είπε ο Νικόλας, «θα κάτσω να το φτιάξω μόνος μου».

«Δεν γίνεται» απάντησε ο ταξιτζής.

«Γιατί;»

«Είπε να τα μαζέψεις και να φύγεις αυτή τη στιγμή».

«Μοιάζεις λέει με κάποιον που ψάχνει η αστυνομία, κι αν δεν φύγεις αυτή τη στιγμή, θα φωνάξει τους μπάτσους».

«Ας τους φέρει, δεν με ψάχνει κανένας εμένα»

«Σίγουρα;»

«Αφού το είπες κι εσύ ότι δεν βλέπει καλά»

«Ναι αλλά… Εγώ φεύγω, έχω και πελάτες στο ταξί που με περιμένουν. Αποφάσισε τι θα κάνεις και πες μου τώρα σε παρακαλώ»

«Εντάξει έρχομαι μαζί σου. Την άγκρια τι θα την κάνω, θα τους την αφήσω εδώ;»

«Θα τους πω να μην την πειράξουν γιατί θα γυρίσεις να την πάρεις, εντάξει;»

Ο Νικόλας κούνησε το κεφάλι του. Ο ταξιτζής μίλησε πάλι με νοήματα με τον γέρο σε πιο ήρεμο τόνο αυτή την φορά, και κατευθύνθηκε προς το ταξί. Ο Νικόλας έσπρωξε δύο μέτρα την άγκρια, της έβαλε το λιόπανο για να προστατεύεται από το νερό και τον ήλιο, κι έκανε από μέσα του μια μικρή προσευχή να την βρει στην κατάσταση που την άφησε. Ο ταξιτζής άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και μετά μπήκε για να καθίσει στην θέση του. Έπειτα μπήκε κι ο Νικόλας και ξεκίνησαν.

Η πρώτη κίνησή του ήταν να ανάψει το κασετόφωνο. Ο Νικόλας κοίταξε πίσω τους συνεπιβάτες οι οποίοι ακούγοντας τη δυνατή μουσική άνοιξαν σχεδόν ταυτόχρονα τα μάτια τους, κοίταξαν σαν χαμένοι μπροστά κι έπειτα βυθίστηκαν ξανά στον ύπνο τους.

«Ασ’ τους αυτούς, είναι εντάξει» είπε ο ταξιτζής, «δεν μου είπες, πως σε λένε;»

«Νικόλα, εσένα;»

«Μιχάλη»

«Χαίρω πολύ»

«Παρομοίως» έκανε ο ταξιτζής δίνοντάς του το χέρι.

«Τι έπαθε ο μπάρμπας στη βενζίνα;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Νικόλας.

«Είναι παράξενος μωρέ, μη δίνεις σημασία. Εγώ τον ξέρω πολλά χρόνια, και σε βεβαιώνω ότι είναι καλό ανθρωπάκι. Αυτός που είδες, κάποτε είχε δεκαοχτώ βυτιοφόρα και τρία βενζινάδικα. Τα έπαιξε όλα στα χαρτιά που λες φίλε μου, και νά που κατάντησε. Τη γυναίκα του την είδες;»

«Ποια;»

«Αυτή που καθόταν απέναντί μας»

«Με τον φορτηγατζή;»

«Ναι αυτή» έκανε μια παύση κι άναψε τσιγάρο, «αυτή που λες, ήταν η χαριστική βολή. Δεν του έφτανε η γυναίκα του που τον άφησε για έναν δέκα χρόνια μικρότερό του, ή ο ανεπρόκοπος ο γιος του, που δουλεύει μισή ώρα και κοιμάται δεκαοχτώ, δεν του έφτανε η εγχείρηση στην καρδιά και τα τραβήγματα με τους τοκογλύφους, ήρθε αυτή και τον αποτέλειωσε. Μη την βλέπεις τώρα, που έχει γίνει πατσαβούρα, αυτή πριν από δέκα χρόνια ήτανε η πιο γκόμενα γυναίκα της Πελοποννήσου, μιλάμε για μουνί ε; Κι αυτός στα εξήντα του, αντί να δει πως θ’ αράξει και να φυλαχτεί από την κακοτυχία, πήγε κι έσκισε τις τελευταίες οικονομίες του στα πόδια της. Τί να πεις;»

Το αυτοκίνητο έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα στην εθνική, κι ήταν σαν να μην είχε οδηγό, τόσο καλά το οδηγούσε ο ταξιτζής. Ο Νικόλας προσπαθούσε εναγωνίως να δει το κοντέρ χωρίς να τον αντιληφθεί ο οδηγός, αλλά απ’ τη θέση του δεν ήταν καθόλου εύκολο.

«Ήταν πάντα κουφός;»

«Και μουγκός…;» πρόσθεσε ο ταξιτζής.

«Ναι» είπε ο Νικόλας.

«Όχι, σου λέω ότι ο άνθρωπος ήταν μια χαρά. Μόλις αρχίσανε τα τραβήγματα με τα χρέη, τα χαρτιά κι αυτή την παλιογυναίκα, αυτός μπήκε στο νοσοκομείο κι έκανε μια δύσκολη εγχείρηση στην καρδιά. Σε λιγότερο από έξι μήνες παθαίνει κι ένα τροχαίο, και… είναι τρομερό αυτό που θα σου πω, αλλά φίλε το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, απ’ την μια μέρα στην άλλη ε; όχι παραπάνω, ασπρίζουνε τα μαλλιά του, χάνει την λαλιά και χάνει και την ακοή του. Μεγάλη καταστροφή ο άνθρωπος. Αυτή που λες, έβριζε τους γιατρούς ότι κάνανε ιατρικό λάθος και κάτι τέτοια, αλλά ποιος να την πιστέψει την πουτάνα, κι εδώ που τα λέμε τι ιατρικό λάθος, ο τύπος βγήκε απ’ το νοσοκομείο μια χαρά. Αυτή τον ξέκανε. Τον φορτηγατζή τον είδες;»

Ο Νικόλας συγκατένευσε σιωπηλά.

«Αυτός έχει ένα ψυγείο, παγωτατζίδικο που λέμε, κι όλο το χειμώνα κάθεται. Εκεί που τον είδες, αν περάσεις κι αύριο εκεί θα τον δεις. Ο μάγκας έχει γυναίκα και παιδιά, αλλά είναι θαυμαστής της, έτσι λέει, από τότε που εκείνη τραγουδούσε σ’ ένα μαγαζί στην Λάρισα. Τρίχες δηλαδή. Απλά, της τα ακουμπάει και κάνει τον ψόφιο κοριό. Τους έχω πιάσει μέρα μεσημέρι πίσω απ’ τη βενζίνα με κατεβασμένα παντελόνια. Αλλά τι να πεις; Ο άντρας της δεν χαμπαριάζει πια. Εγώ είμαι σίγουρος ότι και το γιο του εκείνη τον περιποιείται, οπότε μπορεί να λέει άστα να πάνε στο διάολο, εδώ που φτάσαμε ένα κακό παραπάνω ένα παρακάτω τι έγινε; Θα χαλάσει ο κόσμος;»

Ο ήλιος πλησίαζε στη δύση του. Στον αυτοκινητόδρομο θα ‘λεγε κανείς ότι κινιόταν μόνο η γκρι Μερσεντές. Σαν να είχε βγάλει φτερά γλίστραγε πάνω απ’ την άσφαλτο κι αφηνόταν στη μανιασμένη δύναμη του αέρα. Είχε βέβαια και τον πιλότο της, που κατέβαζε τον κρύο μαύρο καφέ του απ’ το καλαμάκι με τα μάτια κλειστά λες κι έπινε το ελιξίριο της αθανασίας. Και παρότι μπροστά από τη θέση του συνοδηγού είχε ένα σήμα που απαγόρευε το κάπνισμα, εκείνος άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Πότε πότε μάλιστα θυμόταν να κεράσει κι ένα τον Νικόλα, τα μάτια του οποίου ρουφούσαν ό,τι εμφανιζόταν στο παρμπρίζ και το παράθυρο του αυτοκινήτου. Δεν είχε ποτέ άλλοτε την ευκαιρία να παρατηρήσει τη διαδρομή. Νά τι χάνεις, σκέφτηκε, όταν σ’ έχουν σε ασθενοφόρο.

Στο πίσω κάθισμα ήταν μια οικογένεια τσιγγάνων, η χήρα με τα δυο ορφανά, όπως είπε αστειευόμενος ο ταξιτζής στον Νικόλα. Κάποια στιγμή όταν σε κάποια λακούβα αυξήθηκε και πάλι απότομα η ένταση της μουσικής τα παιδιά, ένα υπέρβαρο αγοράκι και μια λιπόσαρκη κι ωχρή κοπέλα, ξύπνησαν ταυτόχρονα και κοίταξαν με φόβο το Νικόλα που είχε στρέψει πίσω το κεφάλι του για να τα καθησυχάσει.

«Πού είμαστε;» ρώτησε ο μικρός.

Ο Νικόλας κοίταξε τον ταξιτζή.

«Στον Ισθμό» απάντησε σβέλτα εκείνος.

Ήταν η πρώτη φορά που ο Νικόλας συνειδητοποιούσε ότι πέρναγε τον Ισθμό, αλλά μόλις κοίταξε απ’ το παράθυρό του, το κανάλι είχε μείνει πίσω. Ο Ισθμός, ή αλλιώς το αυλάκι, ήταν για τους συγχωριανούς του, αλλά και για τον ίδιο, ένα τεράστιο όριο, ένα σύνορο που χώριζε τους πάνω απ’ τους κάτω. Λίγοι ήταν στο χωριό εκείνοι που παραδέχονταν ότι δεν το είχαν περάσει, και δυστυχώς ο Νικόλας ήταν ένας από αυτούς. Φυσικά, δεν είπε τίποτα στον ταξιτζή. Προτίμησε όμως να μάθει πράγματα για το επάγγελμά του, μιας και του φάνηκε πολύ ενδιαφέρον. Στο χωριό δεν είχανε ακόμη κανέναν που να κάνει διαδρομές ως την Αθήνα, μόνο κανένα έκτακτο δρομολόγιο μπορεί να έκανε ο Λάκης ο ταρίφας μια φορά στις τόσες, αλλά χρέωνε τόσα πολλά, που ήταν προτιμότερο να πας στην πλησιέστρη πόλη και να πάρεις αεροπλάνο, πιο φτηνά θα σου ερχόταν.

Ο ταξιτζής του είπε ότι κάνει τη διαδρομή μια φορά την ημέρα. Μια προς τα πάνω, μια προς τα κάτω. Πλέον την ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά: κάθε λακκούβα, κάθε πονηρή στροφή ή κλίση του δρόμου, τα πάντα. Έβγαζε καλά λεφτά, ίσως περισσότερα κι απ’ τον πρόεδρο του χωριού του, της Συκιάς, αλλά δεν του φτουράγανε. Γιατί;

«Τι να κάνεις στο χωριό ρε φίλε; Όλο τα ίδια και τα ίδια. Κάθε βράδυ με τους ίδιους. Ταβέρνα και πάλι ταβέρνα. Άιντε καμιά Πάτρα. Και καμιά Αθήνα. Τι σου λέω, δεν τα ξέρεις;»

«Εγώ…» πήγε να πει ο Νικόλας.

«Ενώ έτσι» τον πρόλαβε ο ταξιτζής, «αλλάζουν τα πράγματα. Όταν υπάρχει παραδάκι, λες, άι στο διάολο, που θα κάτσω να με φάει η μιζέρια και η αγαμία του χωριού. Γιατί δεν ξέρω τι γίνεται στις Αναμονές, αν κι ο Στέλιος τα ίδια μου λέει, αλλά στη Συκιά έχουμε τέσσερις γυναίκες για παντρειά. Η μια είναι η αδερφή μου, και τις άλλες τρεις άμα τις δεις θα πεις πάω καλύτερα σε μοναστήρι. Οπότε τι κάνουμε; Δουλεύουμε, μας φεύγει ο κώλος στο τιμόνι, βγάζουμε παρά και πάμε και τον τρώμε στην Αθήνα… Όχι ότι δεν το βαριέσαι κι αυτό, αλλά όπως και να το κάνουμε, ξεδίνεις. Γιατί στην Αθήνα, αν έχεις ρευστό σε περνάνε για καμπόσο, ενώ στο χωριό, σου λένε και τι έγινε; Τι θα τα κάνεις; Αλλά πας μέσα… και τρελαίνεσαι, δεν ξέρω πόσες φορές έχεις πάει, αλλά κάθε φορά έχει και κάτι καινούργιο, μια γυναίκα σ’ ένα μαγαζί, ένα καλό σκυλάδικο, ένα περίεργο ξενυχτάδικο, μια ιστορία.

Θα τα δεις κι εσύ με τον καιρό. Δεν ξεκολλάς εύκολα. Άμα έχεις μεγαλώσει στο χωριό, θες όλο να φεύγεις, κι εκεί στην Αθήνα δεν μπορείς, αλλά πάντα ξαναγυρνάς, γιατί δεν μπορείς να μένεις και στο χωριό, οπότε έχεις συνέχεια αυτό το πάνω κάτω. Με ρωτάνε πελάτες, γιατί δεν κάθεσαι επάνω; Και τους λέω τόσα λεφτά επάνω δεν πρόκειται να βγάλω που να χτυπιέμαι. Έτσι έχω και τα καλά του χωριού, και τα καλά της Αθήνας. Έχω και μια μικρή απ’ την Κυπαρισσία, που θέλει ο πατέρας της να μου τη δώσει, κι έχουμε λογοδοθεί, αλλά δεν γουστάρει την Αθήνα. Εγώ της λέω ότι η Αθήνα είναι το οξυγόνο μου. Την πήρα και δυο τρεις φορές μαζί μου κι όλο χασμουριότανε…. μετά με κοροϊδεύανε οι συνάδελφοι. Τι να πεις;»

«Δεν ξέρω, εμένα είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνω μόνος» είπε ο Νικόλας.

«Η πρώτη φορά;» ούρλιαξε ο ταξιτζής κάνοντας μια στραβοτιμονιά.

«Ναι, έχω ξαναανέβει άλλη μια αλλά δεν πιάνεται»

«Η πρώτη φορά…» επανέλαβε πιο ήρεμα τώρα, «σαν να λέμε το ξεπαρθένιασμά σου ε;»

Ο Νικόλας έκανε μια γκριμάτσα που έδειχνε απορία κι αμηχανία μαζί.

«Κάτσε, να πάρω ένα τηλέφωνο να δω αν μπορώ να ξεφορτωθώ δυο πελάτες που θέλουν να τους κατεβάσω κάτω, και μετά, θα σου κάνω ξενάγηση στην Αθήνα», είπε αρπάζοντας το τεράστιο τηλέφωνο που βρισκόταν δίπλα απ’ το τιμόνι.

Για τον Νικόλα δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τέτοιο τηλέφωνο, στο χωριό, είχε δει κάτι ανάλογο μια στα χέρια του γιατρού και μια στου αγρονόμου. Εντάξει ο γιατρός είχε σοβαρό λόγο να διαθέτει κάτι τόσο ακριβό, ήταν χρήσιμο στη δουλειά του αλλά και σ’ όλον τον κόσμο που τον είχε ανάγκη, αλλά ο αγρονόμος; Εκείνος πού τον έχανες πού τον έβρισκες όλη την ημέρα στο καφενείο ήταν να παίζει πρέφα και τάβλι, τι το ήθελε το φορητό τηλέφωνο; Ένα βράδυ στην ταβέρνα, μερικοί πονηροί αληταράδες σαν τον Γιάννη, τον Λάγιο και τον Κουντεπιέ, πήραν το τηλέφωνο απ’ τον αγρονόμο και το εμφάνισαν στους θαμώνες σαν το νέο θαύμα που ήρθε στο χωριό. Παίρνανε τηλέφωνο τις γυναίκες τους, το καφενείο, την κοινότητα και γελούσαν. Κάποια στιγμή δώσανε το τηλέφωνο και στον Νικόλα, προτρέποντάς τον να πάρει τηλέφωνο στου παπα-Στάθη το σπίτι. Ο Νικόλας έβαλε το ακουστικό στο αφτί του αλλά δεν άκουγε τίποτα. Τους το είπε και του απάντησαν να ακούσει πιο προσεκτικά. Ο Νικόλας ήταν ανένδοτος, «δεν δουλεύει σας λέου» τους είπε, αλλά εκείνοι τον χαβά τους, «πως γίνεται εμείς ν’ ακούμε κι εσύ όχι ρε;» Αφού κουράστηκε να επιμένει, κάποια φορά τους λέει «σιωπή!».

«Ναι; Παπαδιά εσύ; Έλα ο Νικόλας του Λοϊζου είμαι. Καλά, καλά είμαι. Είναι εκεί ο παπα-Στάθης; Κοιμάται; Ξύπνα τον θειά, ακούς; Είναι μεγάλη ανάγκη»

Έκανε ότι περιμένει, χαμογελώντας στους υπόλοιπους οι οποίοι κρέμονταν απ’ τα χείλη του σαν να περίμεναν δήθεν να συμβεί κάτι τρομερό.

«Ο κύριος παπα-Στάθης;» είπε αλλάζοντας την φωνή του, «καλησπέρα σας, εδώ πρόεδρος του οινοπαραγωγικού συνεταιρισμού Αρκαδίας, Μαρκουλόπουλος. Συγνώμη για την ενόχλησιν, μα ήτο μέγιστος ανάγκη να συνομιλήσομεν σεβασμιότατέ μου. Θέλω εμπιστευτικώς να σας εκμυστηρευτώ ότι πριν μια ώρα άγνωστοι έκλεψαν τας αποθήκας και τας δεξαμενάς μας. Η καταστροφή μας είναι πλήρης»

«Τι;» φώναξε ο παπα-Στάθης, κι επανέλαβε ψιθυριστά ο Νικόλας.

«Δεν μας έμεινε ούτε μια σταγόνα κρασί εκλαμπρότατε»

Ο Νικόλας αναπαριστούσε όσα δήθεν άκουγε απ’ το τηλέφωνο, παρουσιάζοντας τον παπα-Στάθη έξαλλο, εκτός εαυτού, να βρίζει θεούς και δαίμονες, και μετά να περνά σε απόγνωση, να βάζει τα κλάματα και να λέει ότι τα βαρέλια που έχει στη δική του αποθήκη δεν φτάνουν ούτε για έναν μήνα ακόμη. Έπειτα, έκλεισε το τηλέφωνο ξαφνικά, καθώς τάχαμου δεν έπιανε σήμα.

Ο κόσμος στην ταβέρνα ξέσπασε σε εκκωφαντικά γέλια, κι ο Νικόλας καμάρωνε, όπως λέγανε στο χωριό, σα γύφτικο σκεπάρνι.

Ο ταξιτζής άρχισε τα τηλεφωνήματα και δεν έλεγε να τελειώσει. Στην πέμπτη κιόλας συνομιλία του, ο Νικόλας είχε αποσυρθεί. Έτσι καθώς δεν είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ, μόλις έκλεισε τα μάτια του, βυθίστηκε σ’ έναν βαρύ και κάπως δύσθυμο ύπνο. Στο σύντομο όνειρό του είδε ότι η οικογένεια του πίσω καθίσματος είχε κατέβει κι εκείνοι συνέχιζαν την πορεία τους προς το κέντρο της Αθήνας. Αλλά ο ταξιτζής δεν ήξερε καθόλου τους δρόμους κι έτσι χάθηκαν. Βρήκαν στην αρχή έναν μαυριδερό τύπο, κάτι σαν τον Κλίβανο αλλά πιο σκούρο, και τον ρώτησαν που είναι η Ομόνοια, αλλά εκείνος δεν κατάλαβε. Ο Νικόλας είπε στον ταξιτζή να του κάνει νοήματα, σαν εκείνα που έκανε στον γέρο, αλλά μόλις γύρισε το κεφάλι του ο μαυριδερός είχε κάνει φτερά, με το πορτοφόλι του ταρίφα. Έπειτα τράβηξαν προς την αντίθετη κατεύθυνση και ρώτησαν ένα μεσήλικα που κρατούσε μια μπλε πλαστική σακούλα στα χέρια. Εκείνος άρχισε να τρέχει σαν τρελός πριν καν τον πλησιάσει αρκετά το αυτοκίνητο. Κάποια στιγμή του έπεσε η σακούλα απ’ τα χέρια και χύθηκαν στο δρόμο εκατοντάδες χαρτονομίσματα. Γύρω δημιουργήθηκε πανδαιμόνιο. Ο Νικόλας κι ο ταξιτζής κατέβηκαν απ’ το αυτοκίνητο για να ρωτήσουν το πλήθος αλλά κανείς δεν τους έδινε σημασία αφού όλοι ήταν απασχολημένοι με το πιάσιμο των χαρτονομισμάτων. Ένα νεαρό κορίτσι, γύρω στα δεκαεφτά, τους πλησίασε και τους ζήτησε χρήματα.

«Καλά δεν βλέπεις τι γίνεται εδώ» της απάντησαν, «όπου κι αν κοιτάξεις βλέπεις ανθρώπους και χρήμα»

«Για νέο μας το λέτε;» τους είπε εκείνη.

«Ναι αλλά εδώ το χρήμα πετάει…κοίτα το»

«Παντού το βλέπω» επανέλαβε, «εξάλλου είναι ψεύτικο»

Τότε ο ταξιτζής την κοίταξε με μεγαλύτερη σοβαρότητα.

«Ξέρεις πώς θα πάμε στην Ομόνοια;» τη ρώτησε.

«Με τι;»

«Μ’ αυτό» της έδειξε το ταξί ο ταρίφας.

«Πάμε» τους προέτρεψε εκείνη τρέχοντας προς το αυτοκίνητο, «δώσ’ μου τα κλειδιά».

Το κορίτσι γύρισε το κλειδί, έβαλε την όπισθεν, πάτησε γκάζι και ανάμεσα σε αλλόφρονες ανθρώπους, χρήματα στον αέρα κι οχήματα, οδήγησε το αυτοκίνητο με εκρηκτική επιτάχυνση έξω απ’ τον χαμό. Κάποια στιγμή σταμάτησε, είπε ότι τη λένε Μαρί-Λουίζ, ζήτησε τσιγάρο απ’ τον ταρίφα κι επιδόθηκε σε μια ξέφρενη κούρσα αρκετών χιλιομέτρων, μέχρι που πάρκαρε σ’ ένα στενό. Τους είπε να κατέβουν, γιατί φτάσανε. Ο Ταξιτζής της πήρε τα κλειδιά, κλείδωσε το αμάξι, κι έκρυψε κάτι στην τσέπη του. Την ακολούθησαν στην ταράτσα μιας ερειπωμένης πολυκατοικίας, όπου βρίσκονταν τρία άτομα, σε κατάσταση νιρβάνας. Οι δυο άντρες ήταν ξαπλωμένοι σε κάτι σαν καρότσα άγκριας και είχαν τα μάτια τους μισάνοιχτα, ενώ η τρίτη της παρέας, ένα λιπόσαρκο κορίτσι γύρω στα εικοσιπέντε, έκανε τα πάντα σε αργή κίνηση. Άκουγαν μουσική από ένα τεράστιο ηχείο.

Η κοπέλα συστήθηκε με μια αργή υπόκλιση. Το όνομά της ήταν Σλόου ή κάτι τέτοιο. Ο Νικόλας δεν πίστευε στα μάτια του. Ο ρυθμός της μουσικής κι ο ήλιος εκεί πάνω τον υπνώτιζαν, αλλά δεν ήθελε με τίποτα να χάσει τα τεκταινόμενα. Η Σλόου έδωσε στον ταρίφα ένα χαρτάκι και του είπε να ρουφήξει τη σκόνη με τη μύτη του. Όλα αυτά αργά, εκνευριστικά αργά. Η Μαρί-Λουίζ άρπαξε το άλλο χαρτάκι απ’ το χέρι της Σλόου και το έδωσε στον Νικόλα, «πάρε και ‘συ» του είπε, αλλά ο ένας απ’ τους τύπους που μισοκοιμόντουσαν πιο πέρα χίμηξε με μια βουτιά και της το άρπαξε. Ο Νικόλας άναυδος τους παρατηρούσε να κυνηγιούνται, να παλεύουν και στη συνέχεια να χορεύουν ο καθένας με τον δικό του ιδιόρρυθμο τρόπο. Ο ταρίφας, ζαλισμένος όπως φαινόταν, χόρευε κι αυτός σαν να χορεύει καλαματιανό.

«Είδες που σου έλεγα» φώναζε στον Νικόλα, «στην Αθήνα όλα γίνονται ωραία». Μετά η Μαρί-Λουίζ πλησίασε τον Νικόλα και του ζήτησε λεφτά˙ του είπε ότι ο ταρίφας δεν είχε μια κι αν ήθελε να φύγουν σώοι, έπρεπε να της δώσει το αντίτιμο όσων κατανάλωσαν.

«Μα εγώ ήπια μόνο μια μπύρα» διαμαρτυρήθηκε ο Νικόλας, όταν του είπε πόσα ζητούσε.

«Στη ζωή τίποτα δεν είναι τσάμπα» του είπε η Μαρί-Λουίζ, κουνώντας μισο-απειλητικά μισο-χορευτικά την παλάμη της στο πρόσωπό του.

Ο Νικόλας της έδωσε τα τελευταία του λεφτά, και σφύριξε στον ταρίφα να φύγουν, αλλά εκείνος δεν έλεγε να ξεκολλήσει με τίποτα, οπότε του έριξε μια μπουνιά, λίγο πιο δυνατή απ’ ό,τι έπρεπε.

«Έμαθες πώς θα πάμε στην Ομόνοια;» τον ρώτησε αφού είχαν μπει στο ταξί.

«Όχι, αλλά καλά θα κάνουμε να γυρίσουμε πίσω το συντομότερο δυνατό» είπε ο ταρίφας σαν να ξύπνησε μόλις από κάποιο κακό όνειρο.

«Γιατί;»

«Γιατί οι τύποι ήταν μπάτσοι»

«Τι;»

«Αυτό που άκουσες» είπε και γκάζωσε.

«Άσε με ‘μένα εδώ»

«Αποκλείεται, θα σε πάω στο χωριό σου και μετά κάνε ό,τι θες»

Ο Νικόλας άρπαξε το τιμόνι βίαια θέλοντας να το γυρίσει προς την αντίθετη κατεύθυνση, ο ταρίφας προέβαλε αντίσταση και το αυτοκίνητο βγήκε απ’ την πορεία του και πήγε να συγκρουστεί μετωπικά με μια νταλίκα που ερχόταν από το απέναντι ρεύμα. Τελευταία στιγμή ίσιωσε το τιμόνι κι ο κίνδυνος αποσοβήθηκε, αλλά δευτερόλεπτα μετά, μπροστά τους εμφανίστηκε το χείλος ενός γκρεμού. Ο Νικόλας έβγαλε μια τρομερή κραυγή.

Και μετά ξύπνησε, λες και ήταν ήρωας ταινίας.

«Τι έγινε;» ρώτησε τον ταρίφα, «ζεις;»

«Ναι ρε, γιατί;» είπε εκείνος χτυπώντας πρώτα το ταμπλό του αμαξιού και μετά το ξύλινο σταυρουδάκι που κρεμόταν απ’ τον καθρέφτη.

Ο Νικόλας έτριψε τα μάτια του, κοίταξε γύρω του και κατάλαβε ότι μόλις είχε δει εφιάλτη.

Το πίσω κάθισμα ήταν άδειο.

«Που πήγε η οικογένεια;» ρώτησε με ενδιαφέρον.

«Τους αφήσαμε στον Ευαγγελισμό»

«Εκεί είχανε πάει και ‘μένα»

«Γιατί;»

«Δεν μου είπανε ποτέ γιατί. Αλλά εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να πιστεύω ότι έχω καρκίνο»

«Έλα ρε, σιγά μην έχεις και σύφιλη»

«Τι ‘ναι αυτό;»

«Δεν έχει κανένας στο χωριό σου;»

«Όχι»

«Καλά»

«Και γιατί τους πήγες εκεί;»

«Η μικρή κάνει εμετούς και τέτοια»

«Ε καμιά ίωση θα έχει, δεν χρειαζότανε και νοσοκομείο»

«Τι ίωση ρε; Αυτή είναι γκαστρωμένη του κερατά. Η γριά της δεν θέλει να το πιστέψει, γιατί αν είναι όντως, την έχουνε βάψει. Ο ύποπτος πατέρας είναι ο πρώτος της ξάδερφος, με τον οποίο έχει πάρε δώσε και η μάνα. Κατάλαβες τι γίνεται;»

«Έλα ρε» είπε ο Νικόλας, «πού τα ξέρεις όλα αυτά;»

«Κοντά στου Χατζή υπάρχει ένας καταυλισμός, που δεν έχει καθόλου άντρες. Ο ένας μετά τον άλλο πεθαίνουν, από κάποια παλιαρρώστια που δεν έχουν βρει ακόμα. Δεν τους αρέσουν και οι γιατροί, ξέρεις…», έκανε μια παύση πίνοντας μια γουλιά απ’ τον καφέ του.

«Εκεί που λες, είναι σαν να έχει πέσει περονόσπορος, όλοι κι όλοι έχουνε μείνει αυτός ο χοντρούλης που ‘δες πίσω, ο ξάδερφός του κι ένας τρίτος, ξάδερφος κι αυτός. Φαίνεται είναι από γερή πάστα αυτοί. Τέλος πάντων, καταλαβαίνεις ότι οι δυο που είναι ενήλικοι έχουν αυξημένες υποχρεώσεις. Οι γυναίκες έχουν τις ανάγκες τους κι αυτές, τί να πεις; Κάθε λίγο και λιγάκι ανεβάζω κάποια του λόγου τους, είτε ν’ αγκομαχάει με την κοιλιά μέχρι ‘κει πάνω ή να ξερνάει σ’ όλη τη διαδρομή. Μια ξεγέννησε εκεί που κάθεσαι. Αυτή που ανεβάσαμε πριν, φαίνεται την είχε χαπακώσει η μάνα της, γι’ αυτό δεν την ακούσαμε. Το μάθανε τώρα, γιατί την τελευταία φορά που μου κάνανε το ταξί καινούργιο απ’ τα ξερατά, τις απείλησα ότι δεν θα ξαναανέβαζα καμιά τους στην Αθήνα. Αλλά βλέπεις πληρώνουνε καλά, κι όσο κι αν δεν το πιστεύεις, εγώ τους θεωρώ καλούς ανθρώπους. Εντάξει, είναι ο πολιτισμός τους πολύ πίσω σε σχέση με μας, αλλά έχουνε και κάτι πολύ ανθρώπινο, που εμείς το ‘χουμε χάσει. Άσε, όσο τους βλέπω να αποδεκατίζονται από εκείνη την αρρώστια τρελαίνομαι. Δεν ξέρω ρε γαμώτο, μάλλον φταίει εκείνο το ποτάμι, εκεί μέσα πλένονται, εκεί καθαρίζουν τα πιάτα, τα ρούχα τους, εκεί δίπλα χέζουν και κατουράνε. Μήπως όλες αυτές οι βρωμιές που φεύγουνε απ’ το εργοστάσιο εκεί πέρα, περνάνε από δαύτους και τους μολύνουνε; Τί να πεις;»

«Δεν θα ‘πρεπε να ‘χουμε φτάσει;» ρώτησε ο Νικόλας.

«Όχι ακόμα, κάτσε να σου συνεχίσω» απάντησε ο ταξιτζής

«Την προηγούμενη βδομάδα, ανέβασα την αδελφή του ξαδέρφου μαζί με τον ξάδερφο, κι άλλες δυο γυναίκες. Τον πήγαιναν στο στρατόπεδο για να πάρει αναβολή για λόγους υγείας. Εκεί να δεις γέλιο. Του είχανε φορέσει μια μπλούζα γεμάτη αίματα, σκισμένη και πανβρώμικη, η μούρη του και τα χέρια του ήταν γεμάτα ξεραμένα αίματα κι ακαθαρσίες. Εγώ, τους λέω, αυτόν δεν τον βάζω στο ταξί ούτε με σφαίρες. Ρε καλέ μου ρε χρυσέ μου, τίποτα εγώ. Αφού είδανε ότι το εννοώ, βγάλανε από ένα πουγκί που φύλαγε μια στον κόρφο της και μου έδωσαν ένα μάτσο χαρτονομίσματα, μου ρίξανε και μια βρισιά μέσα απ’ τα δόντια τους και μπήκανε στο ταξί με τον προκομμένο αγκαζέ. Δεν θα το πιστέψεις, αλλά απ’ την πρώτη στιγμή που ξεκινήσαμε μέχρι το στρατόπεδο και μετά μέχρι το στρατιωτικό νοσοκομείο που τον στείλανε το στόμα τους δεν σταμάτησε. Γι’ αυτό σου είπα ότι η οικογένεια που ανεβάσαμε ήτανε χαπακωμένη, δεν εξηγείται διαφορετικά. Το τι είπανε είναι αδύνατο να στο περιγράψω. Περιττό να σου πω ότι έμαθα τα πάντα. Ο μάγκας αυτός, που ήταν κι ομορφόπαιδο όπως λέγανε, είχε πάρει σβάρνα τις γυναίκες πολύ πριν ενηλικιωθεί. Αυτές λοιπόν πιστεύουν ότι η αρρώστια εξαπλώθηκε εξαιτίας του, αλλά επειδή αυτός είναι γερό σκαρί, δεν πέφτει στο κρεβάτι. Είναι σίγουρες ότι για το θάνατο των αντρών είναι υπεύθυνος αυτός, αλλά τι να κάνουν που τον έχουν ανάγκη; Απ’ ό,τι κατάλαβα ο άλλος επιζώντας είναι μουρόχαβλος, δεν καταλαβαίνει από αυτά. Όλη την ημέρα προσπαθεί να πιάσει κανένα ψάρι απ’ το ποτάμι. Δεν του λέει κανένας ότι πέρα από πλαστικές σακούλες, παπούτσια, μπιτόνια και βρωμιές, είναι αδύνατο να βγάλει κάτι άλλο απ’ το ποτάμι. Τι να πεις; Σου ‘πα, από πλευράς πολιτισμού είναι πολύ πίσω. Τέλος πάντων, ο γαμίκουλας, τις γκάστρωσε σχεδόν όλες, και σε λίγο τα τσαντίρια θα ‘ναι γεμάτα απ’ τα παιδιά του. Όποτε περνάω απ’ τον καταυλισμό, τον βλέπω να κάθεται στην ίδια καρέκλα και τη μια να μπαλώνει τη σαμπρέλα ενός ποδηλάτου, την άλλη να ρίχνει σφυριές σε κάποιο τακούνι, ξέρεις τέτοια πράγματα».

«Έτσι ζούνε;»

«Τα λεφτά τα βγάζουνε οι γυναίκες. Ράβουν, εκείνα τα πως τα λένε, και τα πουλάνε δέκα φορές πάνω απ’ την αξία τους. Δεν έρχονται στο χωριό σου;»

Ο Νικόλας συγκατάνευσε με το κεφάλι.

«Ε, κάνουνε κι άλλες δουλειές. Ζητιανεύουνε, λένε τη μοίρα, ψιλοκλέβουνε, και μη νομίζεις όλα στο μασούρι τους καταλήγουν, δεν χαλάνε τίποτα. Έχεις δει πού μένουνε;»

«Έχω περάσει»

«Πού να κάτσεις κιόλας. Οι άνθρωποι είναι εκατό πενήντα χρόνια πίσω σου λέω»

«Πού είμαστε;» τον διέκοψε απότομα και κάπως αυστηρά ο Νικόλας.

«Φτάνουμε σε λίγο»

«Συγνώμη που θα στο πω, όχι ότι ξέρω κιόλας, αλλά νομίζω ότι την έχουμε περάσει την Αθήνα».

«Μπαγάσα, πουλιά στον αέρα πιάνεις. Αφού δεν έχεις ξαναπάει στην Αθήνα…»

«Ε κάτι ξέρω κι εγώ» είπε κομπάζοντας ο Νικόλας.

«Θα δεις»

Πέρασαν δέκα λεπτά, στη διάρκεια των οποίων ο ταξιτζής έβαλε σε τάξη τις κασέτες του, αποτελείωσε τον καφέ του, μίλησε στο τηλέφωνο με τη μάνα και την αρραβωνιαστικιά του και τέλος καθάρισε με το δάχτυλο τη μύτη του. Πληροφόρησε τον Νικόλα ότι κατευθύνονταν προς Χαλκίδα.

Μόλις έφτασαν κοντά στη γέφυρα, ο Νικόλας έτριβε τα μάτια του.

«Ρε τι μεγαλείο είναι αυτό;» έλεγε ξανά και ξανά εντυπωσιασμένος.

Γύρω στα μισά της το ταξί σταμάτησε. Ο ταρίφας έκανε νόημα στον Νικόλα να κατέβει κι αυτός. Περπάτησαν μέχρι απέναντι και συνάντησαν καμιά δεκαριά ανθρώπους μαζεμένους γύρω από έναν νεαρό που είχε δεμένα κάτι σχοινιά στα πόδια του. Οι δυο τους στάθηκαν πέντε μέτρα πιο πέρα.

«Μην μου πεις ότι…» είπε στον ταρίφα ο Νικόλας.

«Αυτό που νομίζεις»

«Αποκλείεται» είπε κοιτάζοντας κάτω.

«Θα πηδήξει;»

«Εσύ τι λες;»

Ο Νικόλας δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί ότι υπήρχε τέτοιο πράγμα. Γι’ αυτό και παρακολουθούσε τη διαδικασία με εντονότατο ενδιαφέρον. Αυτός που βάσταζε απ’ το μπράτσο τον δεμένο, άρχισε να μετράει αντίστροφα.

«5,4,3,2…»

«Όχι, όχι» είπε ο νεαρός.

«Ηρέμησε» του πρότεινε ο άνδρας, «μην κοιτάς κάτω, κοίτα όπως είπαμε, πέρα την πόλη και σκέψου τη βουτιά, τίποτα άλλο»

«Δεν μπορώ»

«Τι λες για μια τελευταία προσπάθεια;»

Ο νεαρός κοίταξε κάτω, μετά ακολούθησε τη συμβουλή του άντρα, προσπάθησε να αυτοσυγκεντρωθεί, κοίταξε τη Χαλκίδα, έκλεισε τα μάτια, έκανε κι ένα μικρό βήμα προς τα εμπρός κι είπε «όχι».

«Σίγουρα;» τον ρώτησε ο άλλος.

«Ναι» είπε ανακουφισμένος ο νεαρός.

Διάφοροι πέσανε επάνω του να του λύσουν τα σχοινιά, να του χτυπήσουν δήθεν παρηγορητικά την πλάτη, ενώ στο βλέμμα τους υπήρχε ξεκάθαρα μια αλλόκοτη περιφρόνηση. Ήταν σαν η δειλία του νεαρού, να έδινε εκ νέου δύναμη στην ομάδα που εκμεταλλευόταν το όλο πράγμα, να προσπαθήσουν πιο γερά.

«Θα το κάνεις;» ρώτησε ο ταρίφας.

«Μπα» απάντησε ο Νικόλας.

«Έλα ρε, να τους δείξουμε τι κάνουν οι άντρες κάτω απ’ τ’ αυλάκι!» προσπάθησε να τον ενθαρρύνει.

«Μωρέ, δεν έχω μία» είπε κοιτάζοντας ένα χαρτόνι που ανέγραφε το αντίτιμο της πτώσης.

«Θα τα βάλω εγώ» απάντησε εκστασιασμένος ο ταξιτζής.

«Μπα» επέμεινε ο Νικόλας, «γιατί δεν πηδάς εσύ;»

«Αυτό θα κάνω, αφού εσύ είσαι κότα» του πέταξε την προσβολή.

Ο Νικόλας δεν νοιάστηκε. Από μέσα του σκέφτηκε ότι αν είναι έτσι να αποδείξεις την ανδρεία σου, χέσ’ τα Χαράλαμπε. Το θάρρος πρέπει να ξέρεις να το χρησιμοποιείς, να μην το πετάς από ‘δω κι από ‘κει άσκοπα, γιατί ποτέ δεν ξέρεις. Αυτό το πήδημα του φαινότανε τελείως μάταιο.

Ο ταρίφας έβλεπε τη δυσπιστία στα μάτια του Νικόλα, και θέλησε να του δείξει ότι δεν ήταν και κάτι τόσο σοβαρό πια.

Τον ανέβασαν στην μικρή εξέδρα, αφού τον έδεσαν και έλεγξαν προσεκτικά τα σχοινιά. Εκείνος στάθηκε για λίγο αμίλητος, κι άκουγε τις συμβουλές του άντρα που τον κρατούσε. Προχώρησαν κάνοντας μαζί μερικά κοφτά βηματάκια ως την άκρη της εξέδρας, και περίμεναν. Ο ταρίφας είπε ότι δεν ήθελε αντίστροφη μέτρηση. Θα το αποφάσιζε μόνος του.

Ξαφνικά, έκανε το σταυρό του τρεις φορές και έδωσε ένα μεγάλο σάλτο, βγάζοντας μια απίθανη κραυγή. Μέχρι τη στιγμή που τον περισυνέλεξαν από κάτω δεν σταμάτησε να φωνάζει, να κλαίει και να γελάει από τον ενθουσιασμό του. Ο Νικόλας δεν κρατήθηκε και τον χειροκρότησε. Τα ελαστικά σχοινιά, ταλαντώθηκαν ανεβοκατεβάζοντάς τον σαν εκείνο το παιχνίδι, το γιο-γιο.

Συναντήθηκαν έξω απ’ το ταξί.

«Πως σου φάνηκε;» ρώτησε ο ταρίφας.

«Αυτό ήθελα να σε ρωτήσω κι εγώ» απάντησε ο Νικόλας.

«Όποτε νιώθω πιεσμένος, αγχωμένος ή εκνευρισμένος, έρχομαι εδώ. Όπως καταλαβαίνεις δεν είναι η πρώτη μου φορά. Αλλά κάθε φορά είναι σαν την πρώτη»

«Φοβήθηκες;»

«Να σου πω όχι, ψέμα θα ‘ναι» είπε μπαίνοντας στο ταξί.

«Και γιατί σ’ αρέσει να φοβάσαι;»

«Αν δεν το ‘χεις κάνει δεν μπορώ να στο περιγράψω»

«Συγνώμη που θα στο πω, αλλά νομίζω ότι είναι μαλακία»

«Άποψή σου» είπε ο ταρίφας κι έβαλε μπροστά, «εγώ είπα να σε φέρω εδώ, να δεις κάτι διαφορετικό»

«Σ’ ευχαριστώ, αλλά εγώ θέλω να πάω στην Αθήνα»

«Ό,τι πει ο πελάτης» έκανε ο ταρίφας χαιρετώντας στρατιωτικά.

Όταν μπήκαν στο κέντρο της Αθήνας είχε νυχτώσει.

Ο Νικόλας του ζήτησε να τον αφήσει κάπου κοντά στην Ομόνοια. Τον πλήρωσε, πήρε και την επαγγελματική του κάρτα που έδειχνε ένα ταξί με φτερά, και χαιρετίστηκαν σαν να είχαν ιδωθεί μόλις πριν από πέντε λεπτά.

Βρισκόταν έξω από ένα ξενοδοχείο με μια ετοιμόρροπη νέον επιγραφή που αναβόσβηνε, και μετρούσε τα λεφτά του, όταν τον πλησίασε ένας άντρας με γκρι κοστούμι, γύρω στα πενήντα, καραφλός και μετρίου αναστήματος.

«Φιλαράκο έχω αυτό που ψάχνεις» είπε χωρίς περιστροφές.

«Τι ψάχνω;» τον ρώτησε ο Νικόλας.

«Ένα ήσυχο μέρος για να βγάλεις το βράδυ, σωστά;» είπε θέλοντας να πάρει πίσω την επιβεβαίωση του Νικόλα.

«Σωστά» απάντησε.

«Εδώ πιο κάτω, έχω ένα μικρό δωμάτιο με όλα τα κομφόρ που θα σου στοιχίσει τα μισά από εδώ» έδειξε το ξενοδοχείο, «και προσφέρει και γυναίκα».

Ο Νικόλας έβαλε τα λιγοστά λεφτά του στην τσέπη και του είπε ότι δεν ενδιαφερόταν.

«Αν είναι οικονομικό το θέμα, μην ανησυχείς, θα τα βρούμε» του είπε χαμογελώντας.

«Για ένα βράδυ μόνο, αύριο θα πάω στον μπάρμπα μου»

«Κανένα πρόβλημα» απάντησε με το ίδιο άνετο ύφος.

Ο Νικόλας τον ακολούθησε σε μια γρήγορη πορεία βάδην ανάμεσα σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα, αδέσποτα ζώα, σκουπίδια κι ανθρώπους που για τον ένα ή τον άλλο λόγο τρέκλιζαν.

«Έχουμε γεμίσει από δαύτους» είπε με το χαμόγελό του ο άντρας, «ξέχασα να σου πω, με λένε Γρηγόρη»

«Νικόλας, χαίρω πολύ»

«Έχουμε πήξει στο σκουπίδι» επανέλαβε ο Γρηγόρης, «παντού σκουπίδια».

Το δωμάτιο βρισκόταν σε ένα διώροφο σπίτι, ελαφρώς εγκαταλειμμένο εξωτερικά. Μέσα είχε τα κακά του τα χάλια, αλλά ο άντρας έσπευσε να τον καθησυχάσει.

«Εμείς πάμε επάνω» είπε.

Πράγματι στην ταράτσα βρισκόταν ένα δωμάτιο, με πόρτα, παράθυρο και τοίχους όρθιους.

«Αυτό είναι» είπε ο Γρηγόρης ξεκλειδώνοντας την πόρτα, «σε λίγο θα έρθει και η Σούλα»

«Ωραία» είπε ο Νικόλας σαν να μην είχε ακούσει καλά, βγάζοντας ταυτόχρονα απ’ την τσέπη του το τελευταίο χαρτονόμισμά του, «αυτά είναι εντάξει;» ρώτησε.

«Μια χαρά, μην ανησυχείς» απάντησε ο Γρηγόρης χώνοντας βιαστικά το χαρτονόμισμα στην τσέπη του σακακιού του.

«Γυναίκα όμως δεν θέλω»

«Θα με προσβάλεις» είπε αυστηρά ο Γρηγόρης, «αυτό είναι προσφορά του καταστήματος».

«Μα» έκανε ο Νικόλας.

«Τίποτα, κοίταξε να περάσεις καλά και μετά να έχεις έναν ωραίο ύπνο… Καληνύχτα, και εις το επανιδείν».

Έκλεισε πίσω του την πόρτα κι έφυγε αφήνοντας μέσα στο δωμάτιο ένα σύννεφο καπνού από ένα πούρο που είχε μόλις ανάψει. Ο Νικόλας ξάπλωσε στο κρεβάτι που ήταν στρωμένο με μια λεπτή λευκή κουβέρτα από εκείνες που βάζανε στα νυφικά κρεβάτια. Κοίταξε ένα γύρω το δωμάτιο, είδε ότι υπήρχε ένας νιπτήρας μ’ ένα μικρό καθρεφτάκι από πάνω. Το παράθυρο δεν είχε κουρτίνα, ενώ το φως αντί για λευκή είχε μια κίτρινη λάμπα. Στη γωνία δίπλα από μια στενή ντουλάπα βρισκόταν μια κουρτίνα που έπεφτε στο πάτωμα σαν παραβάν όπου ήταν, όπως υπέθετε ο Νικόλας, το αποχωρητήριο. Ήταν αρκετά θολωμένος, αλλά δεν ανησυχούσε.

Βρισκόταν στην Αθήνα, τα είχε καταφέρει δηλαδή. Έστω και κατά το ήμισυ, άφραγκος κι ουσιαστικά ανέστιος, είχε φτάσει τελικά στην Αθήνα. Για πρώτη φορά έμενε στο κέντρο της Αθήνας, μόνος και ζωντανός. Το όνειρό του είχε γίνει πραγματικότητα, αλλά τα βλέφαρά του δεν συμμερίζονταν τον ενθουσιασμό του κι όλο έκλειναν τ’ αναθεματισμένα.

Ώσπου εμφανίστηκε η Σούλα, χωρίς καν να χτυπήσει την πόρτα. Μπήκε φουριόζα, πέταξε την τσάντα της στη μοναδική καρέκλα του δωματίου και κατευθύνθηκε στο καθρεφτάκι. Έριξε μια βρισιά , γιατί θεώρησε ότι ο καθρέφτης παραμόρφωνε τα χαρακτηριστικά της και πλησίασε τον έκπληκτο Νικόλα.

«Έχω τίποτα εδώ;» τον ρώτησε.

«Ό-όχι» απάντησε εκείνος, «να ίσως λίγο…».

«Πες μου ρε παιδί μου» συνέχισε εκείνη νευρικά «έχω ή δεν έχω;»

«Έχεις, λίγο» επανέλαβε ο Νικόλας.

Αμέσως έβαλε σάλιο στο δάχτυλό της και του το έτεινε να το πιάσει. Μετά τον άφησε να το τρίψει πάνω στο πρόσωπό της εκεί που ήταν λερωμένη.

«Εντάξει;» τον ρώτησε.

«Ναι» της είπε.

Του είπε ότι τη λένε Σούλα, ότι είχε έρθει να του κάνει παρέα κι ότι αν ήθελε κάτι παραπάνω θα έπρεπε βεβαίως να πληρώσει. Ο Νικόλας την ευχαρίστησε, αφού τη διαβεβαίωσε ότι ήταν αφ’ ενός κατάκοπος κι αφ’ ετέρου άφραγκος. Ωστόσο η ευκαιρία ήταν μεγάλη. Στο μυαλό του στροβιλίστηκαν γρήγορα μια άλλη εκδοχή, ενόσω εκείνη έψαχνε στην τσάντα της κάποιο άλλο σύνεργο. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να την κοροϊδέψει, λέγοντάς της ότι αύριο θα τα είχε τα λεφτά, αλλά χωρίς να ξέρει γιατί, είχε προλάβει κιόλας να την συμπαθήσει∙ άσε δε που την έλεγαν και Σούλα.

«Την αδελφή μου λένε έτσι» της είπε, περιμένοντας μάταια να του δώσει κάποια σημασία.

Το περιεχόμενο της τσάντας είχε αδειαστεί άρον άρον πάνω στο κρεβάτι. Με μια απότομη κίνηση η τσαντισμένη Σούλα, τα έριξε όλα χάμω. Για ένα λεπτό έμεινε ακίνητη στη θέση της έτοιμη να βάλει τα κλάματα, κι έπειτα στράφηκε στον Νικόλα, ο οποίος όλη αυτή την ώρα την παρατηρούσε αδυνατώντας, αν και το ήθελε πολύ, να πει κάτι για να την ανακουφίσει. Τον κοίταξε μ’ ένα δυσανάγνωστο βλέμμα κι εκείνος απέφυγε να κάνει κάτι που ίσως μπέρδευε τα πράγματα. Αυτή όμως, έδειχνε να έχει πολύ συγκεκριμένα πράγματα στο κεφάλι της. Τον πλησίασε και το χέρι της χάιδεψε τα μαλλιά του. Εκείνος χαμογέλασε συγκρατημένα. Το χέρι πήγε στο πρόσωπο κι ύστερα στο λαιμό. Κάποιο γλυκόλογο βγήκε απ’ το στόμα της, μάλλον αυθόρμητα, κι έπειτα ένας μικρός αναστεναγμός. Σήκωσε ελαφρά τη φούστα της, αφήνοντας να διαφανεί ένα μικρό κομμάτι απ’ τα ζουμερά μπούτια της. Με μια κοφτή κίνηση του κεφαλιού προς τα πίσω τίναξε τα κατσαρά μαλλιά της, κι ο Νικόλας κόντεψε να πάθει συγκοπή. Ήταν ολοφάνερο ότι η Σούλα του την έπεφτε, αλλά κλείνοντας τα μάτια για να απολαύσει την πρώτη σεξουαλική του εμπειρία με κάποιον που δεν ήταν ο εαυτός του, εκείνος έβλεπε τους συγχωριανούς του να τον ενθαρρύνουν όπως κάνανε στις ταινίες οι θαμώνες του ιππόδρομου. Η κούρασή του ήταν απερίγραπτη. Δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι ο καψερός. Από ‘κεί και μετά όλα έσβησαν. Το πρωί που ξύπνησε, η Σούλα έλειπε. Το ίδιο και οι τελευταίες πενταροδεκάρες του.

Τώρα τα πράγματα δεν είναι και πολύ χειρότερα, σκεφτόταν, άσε που μπορεί και να πήδηξα χθες το βράδυ.

Το ότι δεν είχε λεφτά ούτε για δείγμα, ήταν μικρής σημασίας, το χειρότερο ήταν ότι δεν θυμόταν πλέον ούτε τη διεύθυνση του μπάρμπα του.

Αφού δεν έλεγε να εμφανιστεί ο Γρηγόρης, έστρωσε το κρεβάτι κι έφυγε σαν τον κλέφτη. Η περιοχή που βρισκόταν ήταν λίγο κάτω απ’ την Ομόνοια. Ακριβώς κάτω απ’ το σπίτι άραζαν πρεζάκια, μαστρωποί και πόρνες, ακόμα κι ο Νικόλας που δεν είχε καμία παρόμοια εμπειρία, το κατάλαβε αμέσως. Η αμηχανία του μπροστά σ’ αυτό το θέαμα τον έκανε να τρέξει προς την πλατεία, όπου τα πράγματα ήταν φαινομενικά πιο ήσυχα. Πέρασε απέναντι, και στάθηκε στο κέντρο της πλατείας, θαυμάζοντας το θάρρος του μπάρμπα του που ο θρύλος τον ήθελε να έχει κατουρήσει μια μέρα στα παλιά, ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο. Περπάτησε χωρίς πρόγραμμα, κατεβαίνοντας την Αγίου Κωνσταντίνου κι ως εκ θαύματος έπεσε πάνω στο καφενείο «Η ωραία Άνοιξη». Επιτέλους η τύχη τού χαμογελούσε. Παρότι ήξερε πολλά για εκείνο το καφενείο -μιας και κάθε κάτοικος που πήγαινε στην Αθήνα απ’ την ευρύτερη περιοχή του χωριού του, περνούσε κάποια στιγμή από εκεί- δεν είχε σκεφτεί ούτε στιγμή να ρωτήσει που ήταν, πόσο μάλλον να προβλέψει ότι αυτή θα ήταν και η λύση των προβλημάτων του στην Αθήνα.

Με το που μπήκε, φάτσα στην πόρτα καθόταν μόνος του ο Μόσχος, ο πεθερός του Λιά ο οποίος έπινε τον τούρκικό του φορώντας μαύρα γυαλιά. Ο Νικόλας προχώρησε προς τα μέσα, αφού κανείς δεν έδειχνε να τον αναγνωρίζει, και κάθισε σ’ ένα τραπέζι ανάμεσα σ’ ένα που παίζανε χαρτιά και σ’ ένα άλλο που παίζανε τάβλι. Το πρώτο τραπέζι είχε τρεις παίκτες και επτά θεατές, ενώ το δεύτερο είχε δυο παίκτες κι έναν θεατή. Πριν έρθει ο σερβιτόρος, που απ’ ό,τι πρόλαβε να δει ήταν ο ίδιος ο μαγαζάτορας, ο Νικόλας μίλησε στο θεατή του δεύτερου τραπεζιού. Τον θυμόταν πολύ καλά, γιατί είχε έρθει και στο σπίτι τους. Ήταν ο Κοντοβουνίσιος απ’ τα Κρεμμύδια, ο οποίος τύχαινε να είναι και παλιός φίλος του πατέρα του απ’ το στρατό. Αλλά τρόμαξε ο άτιμος να τον καταλάβει. Εν πάση περιπτώσει, τον θυμήθηκε και αφήνοντας την παρτίδα που παρακολουθούσε, γύρισε προς το τραπέζι του Νικόλα. Ο μαγαζάτορας ήρθε να πάρει παραγγελία, κέρναγε ο Κοντοβουνίσιος. Στα γρήγορα ο Νικόλας διηγήθηκε το ταξίδι του και τελειώνοντας θέλησε να μάθει αν υπήρχε κάποιος εκεί μέσα που να γνωρίζει τη διεύθυνση του μπάρμπα του. Τους περισσότερους στο καφενείο τούς γνώριζε έστω και φυσιογνωμικά, αλλά κανένας δεν έδειχνε να τον θυμάται, εκτός απ’ τον Μόσχο που κάποια στιγμή πηγαίνοντας στην τουαλέτα, του τσίμπησε το μάγουλο και του είπε «αλήτη, τι κάνεις εσύ εδώ;» Ο Νικόλας άρχισε να αισθάνεται άνετα, όταν γυρίζοντας απ’ τα αποχωρητήρια ήρθε και κάθισε δίπλα του ο Μόσχος.

Σ’ εκείνο το καφενείο ήταν σαν τα χωριά γύρω απ’ το δικό του να είχαν συνασπιστεί προκειμένου να φτιάξουν μια νησίδα στο κέντρο της Αθήνας, μια Πελοποννησιακή όαση στη μέση της πολύβουης πόλης. Το χωριό είχε μεταφερθεί αυτούσιο εκεί μέσα. Χαρτί, τάβλι, καφές, τσιγάρο και χριστοπαναγίες, μαγκιά, κρασί, μεζές, κομπολόι, και νοσταλγία. Όλα ίδια. Όπως κάθε καλοκαίρι στις διακοπές τους οι Αθηναίοι μετέφεραν την πόλη στο χωριό, έτσι κι εκείνοι είχαν εγκαταστήσει το χωριό στο κέντρο της Αθήνας. Ίδιες οι συνήθειες, ίδια και τα χούγια. Πού να ξεχάσουν οι Αθηναίοι το άγχος τους και την τρεχάλα; Πώς ν’ αλλάξουν από στιγμή σε στιγμή οι χωριανοί; Τη μισή και βάλε ημέρα τους την περνούσαν στο καφενείο, ακριβώς όπως και στο χωριό.

Δεν ήταν όλοι για τον ίδιο λόγο επάνω, άλλος γιατί γέννησε μια κόρη του, άλλος για να κάνει κάποια επέμβαση, άλλος για κάτι πιο έκτακτο, ή για κάτι πιο μυστικό, το κοινό όλων ήταν ότι δεν έβλεπαν την ώρα να κατέβουν κάτω. Και για να κάνουν την, αναγκαστική συνήθως, παραμονή τους πιο υποφερτή ξόδευαν ευχάριστα τις ώρες τους σε μια προσομοίωση του χωριού, που ήταν στην ουσία το καφενείο. Αν ποτέ έκλεινε αυτό το ανάχωμα ζωής, οι χωριανοί δεν θα άντεχαν στην Αθήνα ούτε μια μέρα.

Ο Μόσχος ωστόσο ήταν διαφορετική περίπτωση. Διένυε ήδη τον έκτο χρόνο στην πρωτεύουσα και το μέλλον του εξακολουθούσε να είναι άδηλο. Όλα άρχισαν όταν, πριν δέκα χρόνια, έμεινε χήρος. Η γυναίκα του αρρώστησε βαριά και μέσα σε τρεις μήνες χάθηκε. Την είχε χτυπήσει η “παλιαρρώστια”. Ο Μόσχος ήτανε ικανός άνθρωπος, είχε μια σχετικά μεγάλη περιουσία, την οποία φρόντιζε ο ίδιος, με τη βοήθεια μιας χούφτας αλλοδαπών. Την μονάκριβή του κόρη την είχε παντρέψει με τον Λιά, κι είχε πλέον και δυο εγγόνια, οπότε άλλες εκκρεμότητες στη ζωή δεν είχε. Βοηθούσε όσο μπορούσε την οικογένεια της κόρης του, ενώ πότε πότε έδινε και μερικά στην εκκλησία. Ήταν καλός και χαρωπός άνθρωπος, τουλάχιστον μέχρι ν’ αρχίσει να πίνει. Βαθμιαία, λένε οι γλώσσες στο χωριό, έγινε άλλος άνθρωπος. Μέχρι που μια μέρα, ξαφνικά, έφυγε για την Αθήνα. Άλλοι λένε ότι τον είχε ξελογιάσει μια Βουλγάρα, σε κάποιο παλιό ταξίδι του, κι άλλοι ότι ήρθε και την αγόρασε από κάποιο δουλέμπορο στην Αθήνα, και δεν ήταν Βουλγάρα, αλλά Ουκρανή, μα η αλήθεια ήταν ότι ο άνθρωπος απλά δεν άντεξε άλλο την πίεση απ’ το συγγενικό του περιβάλλον, που τον πίεζε να βάλει μια υπογραφή για κάτι κληρονομικά. Είχε έναν αδελφό απατεώνα που αφού δεν κατάφερε πάρει καμία κληρονομιά, όπως κάποιοι οι περισσότεροι στο χωριό, το έριξε στο χαρτί και τις κλοπές γηραιών κυριών. Η γυναίκα του είχε πάρει δυο-τρεις καλές κληρονομιές, αλλά δε συγκρινόταν με την επιδεξιότητα άλλων κατοίκων του χωριού, που είχαν κάνει την κληρονομοφαγία επιστήμη. Για ένα διάστημα μάλιστα, στο χωριό είχε στηθεί βιομηχανία περίθαλψης ανήμπορων ηλικιωμένων από συγκεκριμένα πρόσωπα που οι κακές γλώσσες λέγανε ότι βρέθηκαν σύντομα με διαμερίσματα στο εξωτερικό.

Τα ίδια βέβαια, ακούγονταν και για το σόι της μητέρας του Νικόλα, αλλά και για πολλούς άλλους στο χωριό. Η κληρονομοφαγία, πράγμα συχνό στο χωριό όσο κι η προικοθηρία, ήταν ψηλά στις προτιμήσεις αρκετών κατοίκων του. Ως και πλαστές διαθήκες εμφανίζονταν στις δύσκολες στιγμές που κάποιος άλλος συγγενής ερχόταν αιφνίδια να διεκδικήσει το νόμιμο μερίδιό του. Οι κληρονομιές στο χωριό ήταν ανέκαθεν ο ευκολότερος, ταχύτερος κι αποδοτικότερος τρόπος για να ευημερήσει τόσο μια καλή όσο και μια κακή οικογένεια. Στο κάτω κάτω όλες οι οικογένειες καλές ήτανε. «Προίκα θα πάρεις μια άντε δυό, αλλά κληρονομιές μπορείς να πάρεις όσες θες» λέγανε οι βετεράνοι.

Ο Μόσχος όμως ήταν φιλήσυχος άνθρωπος και δεν άντεχε ούτε ν’ ακούει τη λέξη δικαστήρια. Με το λέγε λέγε οι συγγενείς του, τον ανάγκασαν δυο φορές να υποχωρήσει και να κάνει πράγματα παρά τη θέλησή του. Τη μια, όταν ζήτησαν να βγάλουν με τ’ όνομά του έναν γιο τους, έπαθε ένα μικρό εγκεφαλικό, και τη δεύτερη, όταν του φάγανε ένα χωραφάκι, έπαθε έμφραγμα. Αποφάσισε μετά από αυτά να μην αφήσει το πράγμα να τριτώσει. Την υπογραφή του, ότι κι αν γινόταν δεν θα την έβαζε επ’ ουδενί. Για να μην υπάρχει μάλιστα ούτε μια στο εκατομμύριο να τον τουμπάρουν ή να τον εκβιάσουν, έκανε τη μεγάλη κίνηση και πήγε στην Αθήνα. Παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο μια Αλβανή, η οποία στην αρχή του καθάριζε το δωμάτιο και του έπλενε τα ρούχα, αλλά στη συνέχεια έγινε ο άνθρωπός του. Ο Μόσχος ήταν σίγουρος ότι προσωρινά με αυτό τον τρόπο το γλίτωνε το νεκροκρέβατο. Το χωριό όμως του έλειπε όσο τίποτα άλλο. Είχε και μια κόρη, εγγόνια και γαμπρό εκεί πέρα που δεν ήθελε να τους γίνεται βάρος. Αλλά οι συγγενείς του, σαν σωστά κοράκια που ήταν εποφθαλμιούσαν και περίμεναν τη στιγμή. Στον τρίτο χρόνο επάνω, ανέβηκαν στην Αθήνα και απείλησαν ότι θα του κάνουν μεγάλο κακό. Ο Μόσχος, εβδομηντάρης και πια, τους έστειλε στο διάολο, κι έφυγε για τη Γερμανία όπου είχε έναν μακρινό ξάδερφο, μετανάστη από παλιά. Έκατσε δυο χρόνια με την καινούργια γυναίκα εκεί, αλλά κουράστηκε και γύρισε πίσω. Την ώρα που τον βρήκε στο καφενείο ο Νικόλας, ήταν απελπισμένος.

«Τα ‘μαθα για τον πατέρα σου» του είπε, «τι να σου πω αγόρι μου, κουράγιο…»

«Να ‘σαι καλά μπάρμπα Μόσχο» απάντησε ο Νικόλας.

«Ήθελε πολύ να έρθω, αλλά ξέρεις παλικάρι μου τι τραβάω. Θέλουν να με πεθάνουν οι άτιμοι»

«Ξέρω» είπε κουνώντας το κεφάλι.

«Πες μου τι κάνει η κόρη μου, τα εγγόνια μου, είναι καλά; Έχω τέσσερις μήνες να τα δω, μου τα είχανε στείλει εδώ τα χριστούγεννα, και είχαμε περάσει πολύ ωραία»

«Μια χαρά είναι μπάρμπα όλοι, σου στέλνουν χαιρετίσματα»

«Αλήθεια;»

«Ναι σου λέω»

«Εσύ τι κάνεις; Η αδελφή σου η …»

«Η Σούλα, η Σουλίτσα μου, καλά είναι»

«Μπράβο, το ξέρω μωρέ, έχει καλά παιδιά ο Μαραγκός. Τι να ‘κανε ο άνθρωπος όμως που έχασε τη γυναίκα του; Αχ» αναστέναξε, «αυτό το χωριό πληγή ανοιχτή είναι. Να πεθαίνει η γυναίκα σου και να μην μπορείς να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου, γιατί κοιτάνε όλοι πώς θα στα πάρουνε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, δεν τα πέρασα εγώ; Τι να σου λέω αγόρι μου. Δώδεκα χρόνια με τυραννάνε, όχι οι ξένοι, αυτοί ξένοι ήταν ξένοι θα μείνουν, έτσι είναι, μπορούν να λένε ότι θέλουνε, όχι αυτοί παιδί μου, αυτοί σε τελική ανάλυση κακό ποτέ δε μου κάνανε, αλλά οι συγγενείς, αυτοί είναι τα πραγματικά όρνεα, αυτοί κοιτάνε πώς θα σου ρουφήξουν το αίμα, μην σε δουν να σκοντάψεις, ή να πέφτεις, θα σου δώσουν με την αδιαφορία ή με τον φθόνο τους το τελειωτικό χτύπημα και μετά θ’ αρχίσουν το τσιμπολόγημα, κι αν δεν έχεις τίποτα θα κοιτάξουν πώς θα τα καταφέρουν ώστε να μην μπορέσεις να έχεις ποτέ, κι αν ακόμα είσαι ικανός ή τυχερός και παρά την κακία και το μίσος τους, κατορθώσεις να κάνεις κάτι θα έρθουν να σου ζητήσουν μερίδιο, ακόμα και γονατιστοί. Αυτοί οι άνθρωποι αγόρι μου, είναι ο διάολος προσωποποιημένος. Οι συγγενείς. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα, μπροστά στο χρήμα, τίποτα. Μόνο η ζήλια, ο φθόνος και η φιλαργυρία τους τρέφει, τίποτα άλλο. Τι θες λοιπόν εσύ εδώ;»

Ο Νικόλας του εξήγησε ότι είχε έρθει για να αναζητήσει την τύχη του, και μόνο που δεν έβαλε τα γέλια, τόσο ο Μόσχος όσο κι ο Κοντοβουνίσιος από δίπλα.

«Τι τύχη;» είπε ο Κοντοβουνίσιος, «δεν βλέπεις εμάς; Όλη μέρα εδώ τη βγάζουμε, αν ήμασταν τουλάχιστον στο χωριό θα είχαμε και καθαρό αέρα»

«Εγώ θα βρω μια δουλειά και θα προσπαθήσω» είπε ο Νικόλας.

«Κάνε ό,τι γουστάρεις, νέος είσαι» του απάντησε ο Μόσχος, «τώρα τι κάνεις;»

«Είχα επεισοδιακό ταξίδι κι έμεινα άφραγκος, γι’ αυτό πρέπει να φτάσω στον μπάρμπα μου, να μου δανείσει και να με κοιμίσει για λίγο καιρό στο σπίτι του»

Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Αν όχι στο σπίτι του, κάπου τέλος πάντων»

«Κοίταξε παιδί μου» ανέλαβε ο Μόσχος ως γηραιότερος, «δεν θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά ο θείος σου βρίσκεται στη στενή»

«Μα πώς;» ρώτησε ο Νικόλας, «αφού τον είδα πριν από λίγο καιρό στο χωριό»

«Κοίταξε να δεις, ο θείος σου είναι έξυπνος τύπος, επειδή όμως το έξυπνο πουλί απ’ τη μύτη πιάνεται, την πάτησε, τέλος πάντων, σύμφωνα με τα τελευταία νέα εξασφαλίζει, και ‘γω δεν ξέρω με τι αντάλλαγμα, κάποιες πολύ τακτικές εξόδους. Αν είσαι τυχερός λοιπόν, μπορεί να τον πετύχεις σήμερα έξω. Το τηλέφωνό του το έχει εκείνος εκεί, τον ξέρεις;»

«Όχι» απάντησε ο Νικόλας.

«Είναι ο Περικλής, μεγάλο μούτρο κι αυτός» είπε και σφύριξε για να τον ακούσει ο άλλος που καθόταν στο βάθος της αίθουσας.

«Τον έχω ακουστά» είπε ο Νικόλας, βλέποντάς τον να έρχεται κατά πάνω τους.

Ο Περικλής, με τα γεμάτα τατουάζ χέρια του, στάθηκε ένα βήμα πιο πέρα κι έβγαλε ένα μουρμουρητό που μέσες άκρες έλεγε «τι θες και φωνάζεις ρε Μόσχο, μαλάκας είσαι;»

Ο Μόσχος του είπε «ναι ρε έχεις κανένα πρόβλημα» κι ο Περικλής μουρμούρισε πάλι κάτι σαν «πες μου τι θες». Το τηλέφωνο το είχε γραμμένο σε μια ατζέντα της κακιάς ώρας, και του πήρε πέντε λεπτά να αποκρυπτογραφήσει τα κολλυβογράμματα και τους αριθμούς του. Το είπε στον Μόσχο, ο οποίος το έγραψε σε μια χαρτοπετσέτα και το έδωσε στο Νικόλα. Στο τέλος τον ευχαρίστησαν και πήγε στο τραπέζι που παρακολουθούσε μια μάλλον βαρετή παρτίδα πρέφας.

«Τώρα θες και ‘κανα φράγκο για να κινηθείς, έτσι δεν είναι;»

Ο Νικόλας συγκατένευσε με ντροπή.

«Ξηλώσου» είπε ο Μόσχος στον Κοντοβουνίσιο, βγάζοντας κι ο ίδιος το πορτοφολάκι του. Του δώσανε μερικά χρήματα, και του είπαν να τα βάλει αμέσως στην τσέπη του. Το όλο γεγονός τον έκανε να κοκκινίσει. Δεν είχε ξαναπάρει λεφτά χωρίς να τα έχει δουλέψει. Κοίτα να δεις, σκέφτηκε, να με συγκινήσουνε οι συγχωριανοί μου. Αν και ήθελε να κάνει κάτι πιο εγκάρδιο φοβήθηκε ότι θα τον παρεξηγήσουν και περιορίστηκε σ’ ένα ευχαριστώ με μια δυνατή χειραψία. Ο Κοντοβουνίσιος είχε μια έκφραση που έλεγε «εντάξει, εγώ έκανα το καθήκον μου», ενώ ο Μόσχος ως γηραιότερος, απλά χαμογελούσε συγκρατημένα. Στην πίσω μεριά της χαρτοπετσέτας του γράψανε τα τηλέφωνά τους σε περίπτωση που κάποια στιγμή ξέμενε μόνος κι έρημος στην Αθήνα.

«Σας ευχαριστώ» επανέλαβε ο Νικόλας, «δεν θα το ξεχάσω ποτέ»

«Την ευχή μας να ‘χεις» είπε ο Μόσχος, χαιρετώντας τον.

Ο Κοντοβουνίσιος γύρισε αδιάφορα προς το τάβλι που είχε αφήσει, κι ο Νικόλας βγήκε χωρίς καν να έχει αγγίξει το ποτήρι με τη μπύρα του.

Περιπλανήθηκε στους δρόμους γύρω απ’ την Ομόνοια, όπως είχε ακούσει ότι είχαν κάνει κάποτε όλοι οι συγχωριανοί.

Κατέβηκε στον υπόγειο, όπου υπήρχε πολύ κόσμος μαζεμένος. Το τρένο δεν ερχόταν γιατί είχε γίνει ατύχημα στη Βικτώρια. Ο Νικόλας θέλησε να μάθει τι είχε γίνει ρωτώντας έναν μεσήλικα που εξαιτίας της στολής που φορούσε τον περνούσαν για φύλακα, ενώ απλά ήταν εργάτης σε κάποιο εργοτάξιο, κι εκείνος του απάντησε με αδιάφορο ύφος «αυτοκτονία». Για δέκα λεπτά, στριφογύριζε μέσα στο σταθμό, ρωτώντας κι άλλους ανθρώπους. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν αλλά ούτε νοιάζονταν να ρωτήσουν, ενώ όσοι ήξεραν απαντούσαν με το ίδιο αδιάφορο ύφος. Ιδίως οι άνθρωποι του σταθμού, γεγονός που έκανε τον Νικόλα να ρωτήσει έναν απ’ αυτούς γιατί δεν δείχνουν ούτε στο ελάχιστο προβληματισμένοι. «Είναι συνηθισμένος τρόπος να βάζουν τέρμα στη ζωή τους» του απάντησε εκείνος. Στον Νικόλα έκανε εντύπωση το ότι μιλώντας του για τον σκοτωμένο, χρησιμοποίησε τρίτο πρόσωπο σαν να κατέτασσε τους αυτόχειρες σε μια ειδική κατηγορία, διάφορη των υπόλοιπων ανθρώπων. Σαν να ήταν ξένοι, και σαν να μην μας αφορούσε η ύπαρξή τους ή οι λόγοι που τους ώθησαν μέχρι την αποτρόπαιη πράξη.

Μετά μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο, αρκετά ακριβό όπως φαινόταν, αφού στην είσοδο δεν του μίλησε κανείς, πήγε με αυτοπεποίθηση ως το ασανσέρ και μπήκε μαζί με δυο χοντρούς τύπους με κοστούμια. Κατέβηκε στον τελευταίο όροφο. Προχώρησε ως το τέρμα του διαδρόμου και βγήκε έξω στην ταράτσα. Στην Ακρόπολη δεν είχε ανέβει ποτέ, ούτε στο Λυκαβηττό ή σε κάποιο άλλο ψηλό σημείο της Αθήνας, οπότε αυτή εκεί η κορυφή του ξενοδοχείου του έδινε την πρωτόγνωρη εμπειρία να κοιτά την πόλη από ψηλά. Ο Νικόλας άφησε το βλέμμα του ελεύθερο να πετάξει πάνω απ’ τα κτίρια, να χαθεί μέσα στις χαράδρες που στο βάθος τους είχανε δρόμους, και να καταλήγει στα βουνά που περικλείουν το λεκανοπέδιο, την Πάρνηθα, την Πεντέλη, τον Υμηττό. Εντυπωσιασμένος από την έκταση και την πυκνότητα της πόλης, άρχισε να τραγουδά. Έτσι, αυθόρμητα. Στα ρουθούνια του έμπαινε ένα συνονθύλευμα καυσαερίων και σκόνης, εμπλουτισμένο με λίγη θαλασσινή αύρα που ερχόταν κατευθείαν απ’ τον Πειραϊκό κόλπο στο βάθος. Τα εκατομμύρια κεραίες στις ταράτσες τού έδιναν την εντύπωση μιας καλής σποράς, η οποία απέδωσε αυτό το άφυλλο δεντράκι, με τα λεπτά κλαριά. Και το βουητό που έφτανε στα αυτιά του ήταν σαν μια αδιάκοπη εκπνοή με κλειστό το στόμα να κατέβαινε απ’ τον αυχένα και να τον χτύπαγε στην πλάτη σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Το τραγούδι του ήταν κάπως συγκεχυμένο, καθώς η μελωδία ήταν γνώριμη, αλλά τα λόγια δικά του, της στιγμής. Το ‘ριξε στο σφύριγμα. Κι εδώ λίγα είναι τα κεραμίδια, παρατηρούσε ο Νικόλας. Όλο ταράτσες, μπουγάδες, κεραίες και δώματα. Ελάχιστες οι κεραμοσκεπές. Κάτω απ’ την Ακρόπολη, η Πλάκα θα ‘ναι μάλλον σκέφτηκε, εκεί κάτι γίνεται. Τριγύρω όμως, τα θηρία λύσσαγαν. Σπίτια είναι αυτά; Αναρωτιόταν αφελώς ο Νικόλας. Ή μελίσσια; Το χωριό, μπορεί να ήταν μικρότερο, να ήταν μακριά απ’ τις εξελίξεις και τα γεγονότα, αλλά είχε πρασινάδα τουλάχιστον. Εδώ όλα τα ψάχνεις με το μικροσκόπιο. Και όρεξη να ‘χεις να μετράς ορόφους. Όχι σαν τις Αναμονές, με τις ταράτσες και τ’ ανάποδα τσιγκέλια τους. Στην Αθήνα τίποτα δεν μένει στη μέση. Όταν το αρχίζει ο άλλος το κτίριο, το τελειώνει, δεν αφήνει εκκρεμότητες εδώ κι εκεί. Άρεσε πολύ στον Νικόλα να τα αναλογίζεται όλα αυτά. Η πόλη από εκείνο το σημείο του έδειχνε το χαμόγελό της, το σαρδώνιο χαμόγελό της που τον είχε κάνει τόσα χρόνια να το αναζητάει. Κοίταζε δυτικά, λείπανε δόντια, κοίταζε πιο πέρα, σάπια, γύριζε προς τα πίσω γυαλιστερά. Πουθενά η άσχημη ομοιομορφία του χωριού του, αντίθετα, παντού κυριαρχούσε μια ολοκαίνουργια για τα μάτια του Νικόλα ασχήμια, η συγκινητική ασχήμια της ματαιότητας. Από ‘κεί πάνω δεν αναγνώριζε τίποτα. Θυμόταν μόνο την ιστορία που του έλεγε ο πατέρας του για την Ακρόπολη, την οποία είχε επισκεφτεί μικρός μαζί μ’ έναν μπάρμπα του, ο οποίος του είχε πει ότι ο Παρθενώνας χτίστηκε από Σπαρτιάτες. Θυμόταν επίσης την ιστορία με τη μάνα του, η οποία χάθηκε στα μαγαζιά του κέντρου, και την έψαχνε ώρες ο πατέρας του. Ο Νικόλας έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να θυμηθεί κι άλλα. Έψαξε να βρει το νοσοκομείο που τον είχαν πάει, αλλά δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν. Επιχείρησε μάταια να βρει το νεκροταφείο που είχαν θάψει μια θειά του που είχε φύγει απ’ το χωριό κι είχε παντρευτεί έναν Αθηναίο, δεν έβρισκε ούτε ένα νεκροταφείο. Πάνω στο λόφο του Λυκαβηττού είδε ένα καμπαναριό κι έκανε το σταυρό του. Όσο κι αν έβαζε τα δυνατά του όμως, η πόλη έδιωχνε τη σκέψη του μακριά. Μόνο σαν αφορμή υπήρχε αυτό το μεγαθήριο στο νου του. Στη θάλασσα, για παράδειγμα, πέρα στα ναυπηγεία, φάγανε τα χρόνια τους τρεις ή τέσσερις συγχωριανοί. Στους πρόποδες του Υμηττού δουλέψανε σε κάτι εργοστάσια κάμποσοι άλλοι από δαύτους. Εννοείται πως όλοι επέστρεψαν κάποια στιγμή να συνεχίσουν τη ζωή στο χωριό, γεμάτοι λόγια, και αναμνήσεις που ξετύλιγαν αέναα στο καφενείο και την ταβέρνα.

Αυτή ήταν και η μόνη αποσκευή του Νικόλα. Ιστορίες, ιστορίες και περιστατικά που στοίχειωναν την φαντασία του και μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τις αναπλάσει ώστε να κρατηθεί ζωντανός. Αυτή η απεριόριστη μοναξιά που ένιωθε, τον έκανε στιγμιαία να βουρκώσει. Σ’ αυτή την πόλη είχε ζήσει για λίγο και η μάνα του. Σ’ αυτούς τους δρόμους εκεί κάτω, είχε περπατήσει κάποτε κι ο πατέρας του. Μήπως η Σουλίτσα δεν είχε έρθει κι αυτή όταν ο ίδιος ήταν στο νοσοκομείο; Ο Νικόλας κοίταξε κάτω κι ένιωσε ίλιγγο. Τα χέρια του ίδρωσαν, όταν αισθάνθηκε το βάθος να τον τραβά κάτω. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε τις δυνάμεις του να μην τον κρατάνε. Χωρίς να αφήσει άλλα περιθώρια έκανε μια μικρή προσπάθεια να κρατηθεί πίσω, αλλά το κεφάλι κι ύστερα ο κορμός του άρχισαν να γέρνουν προς τα μπροστά. Η ισορροπία του χάθηκε μέσα σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Κι έπεσε με τα χέρια τεντωμένα στο κενό.

Εκείνα τα δευτερόλεπτα ήταν πολύ καθοριστικά για τη μετέπειτα εξέλιξη των σκέψεών του. Η τόσο εύκολη κι αβίαστη δυνατότητα να θέσει τέρμα στη ζωή του, τον έκανε κατά κάποιο τρόπο να θέλει να πάει τα πράγματα μέχρι τις έσχατες συνέπειές τους. Το μόνο που δεν μπορούσε όμως να κάνει ήταν να πηδήξει. Στο χωριό κάποτε, βρέθηκε πάνω στον Μαγκλαβά, σε μια απότομη χαράδρα, έχοντας την ίδια αίσθηση, αλλά τότε δεν σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να είχε πηδήξει. Ο Νικόλας αναγκάστηκε τότε να αναλογιστεί όλα αυτά που ποτέ του δεν είχε τολμήσει να σκεφτεί. Είχε φτάσει τα εικοσιπέντε, ή τα είκοσι εφτά, και δεν είχε βρεθεί με γυναίκα στο ίδιο κρεβάτι. Μέχρι να πεθάνει η μάνα του κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι μαζί της, κι έπειτα όταν εκείνη τους άφησε, κοιμόταν μαζί με την Σουλίτσα. Μερικές φορές της έπιανε το χέρι και τους έπαιρνε ο ύπνος αγκαλιασμένους. Του άρεσε να κοιτάζει γυναίκες και να υποθέτει πώς θα ήταν χωρίς τα ρούχα τους, αλλά καμιά τους δεν θα μπορούσε να έχει την ομορφιά και τη λευκότητα της μανούλας του, ή το κρυμμένο χαμόγελο της Σουλίτσας. Καμιά δεν θα μύριζε όπως αυτές, καμιά δεν θα του έλεγε καληνύχτα, όπως εκείνες. Η αγάπη του προς τη μάνα και την αδελφή του, τώρα ήταν βέβαιος γι’ αυτό, τον εμπόδιζαν να στραφεί σε κάποια άλλη γυναίκα, έστω για να δοκιμάσει τη σάρκα της. Και παρ’ όλη την ξαφνική του επίγνωση ένιωθε σαν να μην ήταν ικανός για κάτι άλλο. Αισθανόταν ολοκληρωτικά ταγμένος στη Σουλίτσα. Το είχε πει άλλωστε, αν πάθαινε κάτι η Σουλίτσα θα αυτοκτονούσε. Όσο όμως εκείνη συνέχιζε να είναι καλά, αυτός θα έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του για να την κάνει καλύτερα. Έπρεπε να πάει σ’ ένα γιατρό, να μάθει περισσότερα για την ασθένειά της, να του γράψουν μια συνταγή για ενέσεις και να γυρίσει πίσω στο χωριό. Αυτός ήταν ο μόνος στόχος που μπορούσε με επιτυχία να ολοκληρώσει, όλα τα υπόλοιπα ήταν άπιαστα όνειρα.

Αν θες να διαβάσεις το προηγούμενο κεφάλαιο πήγαινε εδώ.

Posted In:

Σχόλια

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.