Ακολουθεί το δεύτερο απ’ τα 42 κεφάλαια του ανέκδοτου μυθιστορήματός μου «42». Εδώ μπορείς να διαβάσεις και το πρώτο κεφάλαιο.
2.
Στις 10 Μαίου 2010, ήμουν μόνος στο χωριό της μάνας μου, όταν έλαβα ένα μήνυμα στο Facebook.
«Εξαφανίστηκε ο παλιός σου συμμαθητής Γιώργος Μοσχονάς. Σε παρακαλώ επικοινώνησε μαζί μου το συντομότερο δυνατό. Κατερίνα»
Είχα να δω το Μοσχονά τουλάχιστον 15 χρόνια. Είμασταν αδελφικοί φίλοι στο γυμνάσιο και το λύκειο, αλλά κάποια στιγμή χώρισαν, όπως λένε, οι δρόμοι μας. Σποραδικά μάθαινα κάποια συγκεχυμένα νέα του, αλλά πέρα απ’ αυτό, τίποτα άλλο, καμία επαφή, καμία συνομιλία μαζί του.
Την επόμενη ημέρα επέστρεψα απ’ το χωριό, κι εντελώς απροειδοποίητα μού χτύπησε το κουδούνι ένας αστυνομικός με πολιτικά. Έπρεπε να μεταβώ στο αστυνομικό τμήμα το συντομότερο δυνατό. Δεύτερο «συντομότερο δυνατό» σε δύο μόνο μέρες –σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο αξιωματικός Παναγιωτόπουλος είχε αναλάβει την υπόθεση και ήθελε να μιλήσουμε κατά πρόσωπο.
Πήγα το ίδιο απόγευμα.
Ο Παναγιωτόπουλος γνώριζε πολλά για τη δουλειά μου. Είχε γκουγκλάρει το όνομά μου, είπε. Μου πρόσφερε ένα νερόπλυμα που αποκάλεσε καφέ και μπήκε κατευθείαν στην ουσία, σημειώνοντας κάτι σ’ ένα χοντρό σημειωματάριο στο οποίο έμοιαζε μάλλον να συγκεντρώνει προγνωστικά για αγώνες ποδοσφαίρου παρά να συγκεντρώνει πληροφορίες για υποθέσεις. Τον είχαν πληροφορήσει ότι γνώριζα το Γιώργο Μοσχονά, ότι ήμουν απ’ τους λίγους που θα μπορούσαν πιθανώς να έχουν κάποια πληροφορία, και γι΄ αυτό έκρινε σωστό να με καλέσει πρώτο. Η ιδιότητά μου ως δημοσιογράφου, τον έκανε να πιστεύει ότι θα ήμουν μια καλή αρχή για την έρευνά του. Του είπα ότι είχα να συναντήσω το Μοσχονά τουλάχιστον πέντε χρόνια, κι ότι μόλις την προηγούμενη ημέρα είχα μάθει από ένα συμμαθητή μας ότι είχε εξαφανιστεί. Του είπα επιπλέον ότι μού είχε κάνει μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι με βρήκαν οι συγγενείς του, αφού ουσιαστικά είχα να συνομιλήσω πάνω από 15 χρόνια με το Μοσχονά. Ο αξιωματικός έδειξε ενήμερος, αλλά συνέχισε να κρατά σημειώσεις. Δεν έμοιαζε να πείθεται απ’ όσα του έλεγα, αλλά δε μπορούσα να κάνω πολλά γι’ αυτό. Με ρώτησε αν γνώριζα κάτι που θα μπορούσε ίσως να βοηθήσει την έρευνά του. Του απάντησα ότι όσο τον γνώριζα, ο Μοσχονάς ήταν αυτό που λέμε ένας εκκολαπτόμενος καλλιτέχνης. Κι άρα ένας πολύ απρόβλεπτος τύπος. Του είπα επίσης ότι μ’ είχε αναστατώσει η εξαφάνισή του κι ότι απ’ την ώρα που έμαθα τα νέα δε μπορούσα να ησυχάσω. Με ρώτησε γιατί και του είπα ότι ίσως ένιωθα ενοχές που δεν είχα ψάξει όλα αυτά τα χρόνια να τον βρω. Κάναμε πολλή παρέα στο σχολείο. Έξι χρόνια. Στο ίδιο θρανίο. Μαζί κάναμε όνειρα, μοιραστήκαμε την εμπειρία να γίνεσαι άντρας. Και μετά χωρίσαμε. Ξαφνικά. Εξαιτίας του. Ξέκοψε απ’ όλη την παρέα χωρίς να δώσει καμία πειστική εξήγηση. Κατά καιρούς μάθαινα νέα απ’ τον ένα και τον άλλο. Ότι πήγε στρατό, ότι μετακόμισε σ’ ένα μεγάλο σπίτι, ότι έπιασε δουλειά σε μια επιχείρηση, ότι για κάποιο διάστημα έμεινε άνεργος και μετά ότι παντρεύτηκε, ότι ξαναβρήκε μια καλή δουλειά, ότι έκανε ταξίδια, ότι είχε ένα πρόβλημα υγείας, ότι ξαναέμεινε άνεργος.
«Και η καλλιτεχνία;» ρώτησε ο αξιωματικός τονίζοντας έντονα το νι, δείχνοντας μου ότι ήταν από κάπου κοντά στη Λάρισα.
Επειδή το να βρίσκομαι σε αστυνομικό τμήμα και να δίνω απαντήσεις ποτέ δε μου ήταν ευχάριστο προσπάθησα να είμαι ακόμα πιο λακωνικός.
«Η καλλιτεχνία μάλλον εγκαταλήφθηκε», του είπα, «αλλά πάλι δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω θετικά. Στα 21 του δημοσίευσε ένα διήγημα, κι έπειτα κάποιες κριτικές για κινηματογραφικές ταινίες. Αλλά μάλλον, σταμάτησε εκεί».
«Κάτι άλλο;» επέμεινε ο Παναγιωτόπουλος, «κάποια παράνομη δραστηριότητα, τίποτα μαύρα, αναρχίες κ.λπ.;»
Τί άσχετος, σκέφτηκα, μα γιατί να συναντώ διαρκώς ανθρώπους που επιβεβαιώνουν τον κανόνα;
«Κοιτάξτε», του είπα, «όταν τελειώναμε το σχολείο, πολλοί από εμάς πίναμε κανένα τσιγάρο, οι περισσότεροι πήγαμε σε διαδηλώσεις, κάποιοι πετάξαμε και μερικές πέτρες, αλλά ο Μοσχονάς δεν ήταν από εκείνους που θα συνέχιζαν, όχι δε νομίζω ότι συνέχισε τίποτα απ’ αυτά. Σας είπα, ο Μοσχονάς, όσο τον γνώριζα δηλαδή, ήταν ένας καλλιτέχνης που αναζητούσε την ταυτότητά του», είπα δείχνοντας ότι δεν είχα τίποτα άλλο να πω. Με ευχαρίστησε και μου ζήτησε να βρισκόμαστε σε επικοινωνία. Το βλέμμα του δε σταμάτησε στιγμή να είναι εξεταστικό κι αινιγματικό μαζί. Καθώς έβγαινα με ρώτησε αν γνώριζα την οικογένεια του φίλου μου. Του είπα ότι ναι γνώριζα και τη μητέρα και την αδελφή του. Έφυγα ακόμα βαρύτερος.