Πέρασαν αρκετές ημέρες και ξέχασα τη Λένι. Ώσπου σε μια βόλτα μου στο κέντρο την ξανασυνάντησα τυχαία, έξω απ’ την Εθνική Βιβλιοθήκη. Δε φορούσε πια εκείνο το μακό. Ήταν κάπως ανήσυχη, την πέτυχα στο δρόμο της προς ένα ιατρείο. Της ζήτησα ένα μέηλ για να επικοινωνούμε. Μου το έγραψε σ’ ένα χαρτί βιαστικά, κι έκανε να φύγει για το ραντεβού της. Της είπα ότι τη σκεφτόμουν και με κοίταξε με απορία. Δεν ήθελα να το παρεξηγήσει και της εξήγησα ότι με είχαν αγγίξει τα λόγια της. Έβαλε το χέρι της μέσα σε μια τσάντα που κρατούσε σαν ταχυδρόμος και μου έτεινε βιαστικά ένα χαρτί Α4 διπλωμένο στα 4. Χαιρετηθήκαμε λέγοντας ότι θα τα ξαναπούμε ηλεκτρονικά. Καθώς απομακρυνόταν παρατήρησα ότι έσερνε ελαφρώς το δεξί της πόδι. Μπορεί να ήταν και η ιδέα μου. Κοντοστάθηκα και ξεδίπλωσα το χαρτί που μου έδωσε. Τιτλοφορούνταν Η μνησικακία των Ελλήνων. Η γραμματοσειρά ήταν ίδια με το κείμενο που είχα διαβάσει πριν μερικές ημέρες στον τοίχο.
Αχ, αυτή η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος τί έχει βγάλει στη φόρα!
Μπαίνω κάθε μέρα στο Twitter και παρακολουθώ πολύ στενά τις κατ’ ευφυμισμόν συζητήσεις και τα σχόλια. Έχω φρίξει με τη μνησικακία των Ελλήνων. Και με την ειρωνεία τους -ψάχνοντας βρήκα μια ανάρτηση που το επισημαίνει. Αλλά η μνησικακία είναι πραγματικά γενικευμένη. Μια κανονικότητα, ένας κοινός τόπος. Όταν κάποιος επιτίθεται σε κάποιον άλλον, λέμε ότι τα πράγματα κυλούν όπως είναι αναμενόμενο. Είναι φοβερό όλο αυτό. Λυπάμαι ειλικρινά. Κλίκες, ομαδούλες, παρεάκια που τα ενώνει το μίσος για άλλες κλίκες, άλλες ομαδούλες κι άλλα παρεάκια. Εγωϊστές και παντογνώστες γεμάτοι φθόνο προς τους άλλους. Υπονοούμενα, άμεσες επιθέσεις, κατάρες, λόγια βίαια με σκοπό την εξόντωση του άλλου, την εκμηδένισή του. Τί άνθρωποι είναι αυτοί; Δε σε γνωρίζουν, δεν ξέρουν τί κάνεις, ποιός είσαι, τί λες, και σε απαξιώνουν έτσι απλά, με μια κουβέντα τους. Το κάνουν για να τους προσέξεις; Το κάνουν από άγνοια, από ηθική αδυναμία, από βλακεία; Είναι αδιάφορα τα κίνητρά τους. Το κάνουν για να επιβεβαιώσουν τους εαυτούς τους. Δε διστάζουν να χύσουν δηλητήριο προκειμένου να αισθάνονται, έστω για λίγο, ανώτεροι και δυνατοί.
Το ότι έχω διαφορετική γνώμη απ’ τη δική σου δε σημαίνει ότι νομιμοποιείσαι να μου ασκείς οποιουδήποτε είδους βία ή να με απαξιώνεις ή να διαδίδεις ανυπόστατα πράγματα για εμένα. Αν είμαι πιο όμορφη, πιο πλούσια, πιο μορφωμένη ή απλά πιο ικανή δε σημαίνει ότι έχεις το δικαίωμα να με βρίζεις χυδαία. Πρέπει να με σεβαστείς. Εδώ όλα ανάγονται στην πάλη των τάξεων ή σε υπερβατικές και μεταφυσικές αντιπαραθέσεις. Οι φτωχοί ενάντια στους πλούσιους, οι Έλληνες ενάντια στους ξένους, οι αριστεροί ενάντια στους δεξιούς κι αντίστροφα. Φυσικά είναι υγιές στοιχείο μιας κοινωνίας η ύπαρξη αντιπαραθέσεων, αλλά εδώ το πράγμα έχει ξεφύγει από κάθε όριο. Οι επιθέσεις εκατέρωθεν γίνονται με όλα τα δυνατά μέσα. Ένα δημόσιο κι ιδιωτικό σφαγείο, μια τεράστια αρένα. Οι θεατές ταυτίζονται με τους μονομάχους, την ίδια στιγμή που και οι ίδιοι αναπαράγουν κάποια σύγκρουση στο δικό τους πεδίο. Αντί να μας εμπνέει το φωτεινό παράδειγμα ανθρώπων που παρά τα εμπόδια κατάφεραν να δημιουργήσουν κάτι για το κοινό καλό, για τη διευκόλυνση της ζωής μας ή και για την απόλαυση της ζωής, προτιμάμε να αναλωνόμαστε σε ρηχούς κι αδιέξοδους ανταγωνισμούς.
Δεν φοβάμαι τη σύγκρουση των ιδεών, ίσα ίσα την επιδιώκω. Ξέρω ότι σε πολλά οι απόψεις μου είναι αδύναμες. Όμως θέλω να γίνω καλύτερη, να μοιάσω στους καλύτερους κι αν αυτό δεν είναι εφικτό θέλω να εμπιστευτώ ανθρώπους που εκφέρουν απόψεις οι οποίες συμβάλλουν στην ειρηνικά συμβίωσή μας. Δε βλέπω παντού εχθρούς, δεν είμαι καχύποπτη με τους άλλους. Ούτε σαν αντιπάλους τους βλέπω. Ονειρεύομαι μια δίκαιη κοινωνία. Ξέρω ότι σήμερα δεν είναι δίκαιη, αλλά δε θέλω να λυθεί αυτό το πρόβλημα με βία. Θέλω να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι η βία θα φέρει μια πρόσκαιρη αλλαγή και μετά κανείς δεν εγγυάται τί θα ακολουθήσει. Η ιστορία έχει δείξει ότι όταν οι άνθρωποι διάλεξαν να σφαχτούν μεταξύ τους, επικράτησε και πάλι κάποιο είδος εξουσίας. Ο λόγος που σφάζονται οι άνθρωποι είναι η μεταβίβαση της εξουσίας, της δύναμης, της περιουσίας. Και μετά, πάλι απ’ την αρχή. Γιατί να επαναλάβουμε την ίδια ιστορία και να μην κάνουμε κάτι πιο έξυπνο;
Τί είναι αυτό που συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα; Πώς είναι δυνατό να είναι όλοι εναντίον όλων; Δε μπορεί να φταίει μόνο η εξουσία, το σύστημα ή η πάλη των τάξεων. Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ. Κάποιος λέει ότι έχει πάρει διαστάσεις ανθρωπολογικές. Ο Έλληνας είναι ένας μνησίκακος λαός. Χαίρεται με τη δυστυχία του άλλου, και φθονεί τη χαρά του άλλου. Δε μπορεί στην ουσία να χαρεί τίποτα. Είτε κάνεις μια ωραία κοινωφελή ανακάλυψη, είτε κάνεις μια θαρραλέα ανάλυση, είτε πεις με παρρησία μια αλήθεια κι είτε απλά εκστομίσεις μια μεγαλόστομη μνησίκακη μπούρδα δημοσίως για κάποιο πρόσωπο είναι ένα κι αυτό. Καμία διάκριση. Όλοι είναι ένοχοι μέχρι αποδείξεως του ίδιου. Το μόνο που σε σώζει είναι να ανήκεις σε κάποια αγέλη. Τα μέλη της αγέλης έχουν μεταξύ τους την αλληλεγγύη του κοινού συμφέροντος. Αν δεν ανήκεις σε αγέλη σ’ έφαγαν, σε κατασπάραξαν. Η ανεξαρτησία του πνεύματος, η ηθική ακεραιότητα, η εντιμότητα, η ειλικρίνεια είναι επιβαρυντικά στοιχεία. Εδώ άξια σεβασμού είναι τα ακονισμένα δόντια, το παγερό βλέμμα, η στρατηγική του πολεμιστή. Στο Ελληνικό σχολείο διαπαιδαγωγούνται αγωνιστές δικαιωμάτων κι όχι εφευρέτες, όχι καλλιτέχνες, όχι επιστήμονες. Στο Ελληνικό σχολείο διαπαιδαγωγούνται άνθρωποι να φθονούν κι όχι να μοχθούν, άνθρωποι να ζηλεύουν κι όχι να πιστεύουν ότι μπορεί κι εκείνοι να τα καταφέρουν να είναι σημαντικοί και να ευτυχίσουν. Άνθρωποι που φοβούνται την ευτυχία και βρίσκουν καταφύγιο στο γκρέμισμα της ευτυχίας των άλλων.
Έχω πεισθεί ότι έχουμε βάλει όλοι το χεράκι μας, ότι έχουμε όλοι βολευτεί μ’ αυτή την κατάσταση. Κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να πει ότι έχουμε αρρωστήσει βαριά, όλοι μας. Δε μας ψεκάζουν, ούτε μας ποτίζουν κάτι τοξικό. Τοξικό είναι το αίσθημα μας για τους άλλους, κι έχουμε γίνει εμείς οι ίδιοι τοξικοί. Έχουμε βολευτεί με το να κακίζουμε διαρκώς τους άλλους για τα δεινά μας. Όποτε τα λέω αυτά σε ανθρώπους μου επιτίθενται ή αδιαφορούν. Μου μιλούν για τους πολιτικούς, για τους συμπατριώτες μου τους Γερμανούς, για το μνημόνιο, για τον πόλεμο, για τη μεταπολίτευση, για την αδικία. Μου λένε ότι είμαι συμβιβασμένη. Και τους απαντώ ότι δεν είμαι συμβιβασμένη, απλά πιστεύω στο να συμβιβάζω, να χτίζω γέφυρες κι όχι να τις γκρεμίζω. Στην Ελλάδα το γκρέμισμα της γέφυρας έχει γίνει κοινός τόπος. Όλοι περιχαρακώνονται πίσω απ’ τις θεωρίες τους, τις ομάδες, τα συμφέροντά τους και δεν κοιτάζουν τις ευθύνες τους. Σίγουρα πίσω απ’ όλα αυτά είναι ένας φόβος, ένας άφατος φόβος που διστάζουμε να αναγνωρίσουμε.
Όμως, είναι ντροπή αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα. Είναι ντροπή για όλους μας. Θα μπορούσαμε ως ένα ευρύ ρεύμα ανθρώπων να πράξουμε πολύ πιο επλιδοφόρα πράγματα. Θέλω ειλικρινά να σταματήσω να μπαίνω στο Twitter. Νομίζω ότι η συγκεκριμένη πλατφόρμα επιτείνει αυτά τα χαρακτηριστικά. Όταν διαβάζω έστω κι ένα μνησίκακο σχόλιο για οποιονδήποτε άνθρωπο ή για οποιοδήποτε θέμα, κάνω αμέσως unfollow. Θέλω να βάλω τα κλάμματα, με καταλαβαίνετε; Δε μπορώ να αποδεχτώ ότι έχουμε στραφεί ο ένας εναντίον του άλλου με αυτό τον τρόπο. Είμαστε όλοι αδέρφια. Νιώθω πιο Ελληνίδα απ’ όλους σας, γιατί νιώθω πως κάνετε ένα μεγάλο λάθος. Ό,τι κι αν γίνει, αύριο θα είστε αναγκασμένοι και πάλι να συμβιώνετε. Τί έχετε πάθει και δε σας αρέσει η ειρήνη; Γιατί το τραβάτε τόσο πολύ το σχοινί, σαν παιδιά που θέλετε να δοκιμάσετε ακόμα πιο σκληρές τιμωρίες; Έχω γίνει Ελληνίδα από επιλογή. Ζω εδώ γιατί μου αρέσει ο τόπος, γιατί γνώρισα υπέροχους ανθρώπους. Γιατί με διώχνετε; Θέλω να κάνω εδώ την οικογένειά μου, όπως κι εσείς. Τί σκατά σας συμβαίνει και θέλετε να τιμωρήσετε τόσο σκληρά τον τόπο σας;
Στο τέλος του κειμένου υπήρχε χειρόγραφα μια λέξη με μικροσκοπικά γράμματα. Πλησίασα τα μάτια μου για να δω το όνομά της γραμμένο με λατινικά: Leny.
Μα μήπως αυτή η μνησικακία των Ελλήνων δεν οφείλεται στην δομή και λειτουργία της Ελληνικής κοινωνίας, μια κοινωνία όχι μόνο διεφθαρμένη αλλά και μια κοινωνία που διαφθείρει.Και αυτή η παντελής έλλειψη πίστης στους άλλους είναι αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία. Η εξαπάτηση και η κλεψιά πήραν διαστάσεις που καθίστησαν την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου αδύνατη. Ετσι, η κατάρρευση της πολιτικής ζωής που βιώνουμε οδήγησε αυτόματα σε περισσότερη διαφθορά και εξαπάτηση, με μοναδικό σκοπό να σώσουμε μόνο τον εαυτό μας.
«Ακόμα περισσότερη διαφθορά», ακόμα περισσότερος ατομισμός, ακόμη περισσότερη απελπισία.
Έχετε απόλυτο δίκιο.