Είχα μπει πλέον σ’ έναν κανονικό διάλογο με τη Λένι κι ήμουν ικανοποιημένος μ’ αυτό. Καταλάβαινα ότι αυτή η γυναίκα είχε μια τεράστια δημιουργική ορμή, που τη σπαταλούσε εδώ κι εκεί χρησιμοποιώντας την σαν ένα εργαλείο που σμιλεύει αλλαγές. Στην τελευταία πρόταση του μέηλ της, απάντησα θετικά και της ζήτησα να γίνει πιο συγκεκριμένη. Περίμενα μερικές μέρες κι έλαβα την εξής απάντηση.
Αγαπητέ Μανώλη,
Κοίτα που ζούμε. Κοίτα πώς ζούμε. Η μεγάλη πλειοψηφία γύρω μας είναι άνθρωποι που δε θα αναρωτηθούν ποτέ τί θέλουν σ’ αυτό τον κόσμο. Είναι άνθρωποι που έχουν μπει σε μια ρόδα, σαν τα χάμστερ, και τρέχουν όλη την ημέρα σαν να μη μπορούν να κάνουν κάτι άλλο. Είναι άνθρωποι που έχουν μια στρεβλή και ελειμματική παιδεία. Που έχουν υποστεί ένα ψυχικό κραχ αλλά νομίζουν ότι τα προβλήματά τους είναι υλικού τύπου. Άγονται και φέρονται απ’ τον πρώτο εξυπνάκια που τους πουλάει μια βίαιη κι εκτονωτική ιδεολογία που τους αποενοχοποιεί, νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα ενώ αγνοούν ακόμα και τα βασικά, λειτουργούν με το ένστικτο και μόνο, περιφρονούν το διαφορετικό και φθονούν ό,τι ξεχωρίζει. Αυτοί είναι οι συμπολίτες μας, σε μεγάλο βαθμό. Θα ήθελα να μην ήταν έτσι, αλλά δυστυχώς εκ του αποτελέσματος καταλαβαίνουμε ότι έτσι είναι. Πρόκειται για ανθρώπους που θεώρησαν ότι η παιδεία είναι κάτι ξένο και τελειώνει μόλις φύγεις απ’ το σχολείο ή το πανεπιστήμιο. Για ανθρώπους που δεν παίρνουν τις ζωές τους στα χέρια τους. Που νομίζουν ότι επειδή διάβασαν ένα βιβλίο κατάλαβαν όλο τον κόσμο. Που αμφισβητούν τους άλλους σε σημείο μέχρι και να βιαιοπραγήσουν εναντίον τους για να επιβάλλουν τη γνώμη τους. Πρόκειται για ανθρώπους έρμαια κάποιων κουτοπόνηρων που νομίζουν ότι μπορούν να τους εκμεταλλευτούν τάζοντάς τους παραδείσους, χωρίς να τους λένε ότι για την ευτυχία και την ολοκληρωμένη ζωή δεν αρκεί να γίνεις μέλος μιας ομάδας με εχθρούς. Πρόκειται για ανθρώπους που συνηθίζουν να πολεμούν εχθρούς και να μη βλέπουν τις ευθύνες του εαυτού τους.
Δε θέλω να σε θυμώσω, αλλά σήμερα είμαι θυμωμένη μ’ αυτά που βλέπω κι ακούω. Ίσως και να αδικώ τους συμπολίτες μου, να είναι δηλαδή πιο ώριμοι απ’ όσο νομίζω. Όμως κάτι πρέπει να κάνω κι εγώ με το θυμό μου. Γι’ αυτό είπα να τον κάνω κάτι δημιουργικό. Ζωγράφισα ένα μικρό πτηνό. Ξέρεις η μητέρα μου όταν δυσκολευόταν ζωγράφιζε πουλάκια. Έχω ένα μεγάλο σημειωματάριο, δικό της, γεμάτα με πουλάκια, που στέκονται σε κλαδιά, που πετούν περήφανα στον ουρανό. Είμαι θυμωμένη και ζωγραφίζω ένα μικρό πουλάκι που στέκεται σ’ ένα κλαδί. Σκέφτομαι να φτιάξω κι άλλα τέτοια πτηνά, και να γεμίσω τους τοίχους της πόλης μ’ αυτά. Φτιάχνω άλλο ένα δίπλα που πετάει μπροστά του. Θέλω να γεμίσω τη σελίδα με πουλάκια. Αν θες θα μπορούσες να με βοηθήσεις. Είμαι θυμωμένη και βάζω αυτά τα πουλάκια να διαδηλώσουν το θυμό μου πάνω στη σελίδα. Και ξαφνικά δεν είμαι πια θυμωμένη. Θέλω να γίνω πουλί. Και γίνομαι πουλί. Μη γελάσεις.
Παρατηρώ τις συμπεριφορές των ανθρώπων, τις εξηγώ και λίγο μετά μου φαίνονται παράλογες. Ως πουλί νιώθω μικρή, αλλά όχι αδύναμη. Ξέρω ότι μπορώ να βρω τροφή κι αγάπη. Ξέρω ότι μπορώ να φτάσω μακριά, να κάνω υψηλές πτήσεις χαμηλόφωνα. Ξέρω ότι μπορώ να βρω καταφύγιο για τις βροχερές ημέρες. Ξέρω ότι μπορώ να παίξω με άλλα πουλιά. Και να σου πω κάτι; Δε φοβάμαι τα αρπακτικά. Ξέρω ότι υπάρχουν κι ότι μπορεί κάποια στιγμή να γίνω θύμα τους αν βγουν απ’ τη ρόδα μέσα στην οποία τρέχουν. Είμαι πουλί όμως και μπορώ να πετάξω. Παρέα και μ’ άλλα πουλιά. Τα φτερά μας, οι σχηματισμοί και το τιτίβισμά μας είναι η μουσική του μέλλοντός μας.
Φιλικά,
Λένι