7.
Η πόλη εξακολουθούσε να δρα μαγικά επάνω του. Την αγαπούσε και την ήθελε πολύ, κι ήξερε ότι κάποια μέρα θα κλεινόταν στην αγκαλιά της, κι εκείνη θα τον έσφιγγε μέσα της στοργικά, θα τον έτρεφε με τα καλύτερά της, και στο τέλος θα τον φίλευε αυτό πού ήθελε πιο πολύ, την θεραπεία της Σουλίτσας. Αλλά πρώτα, θα του έβρισκε μια δουλειά, όχι ό,τι κι ό,τι όμως. Ίσως, για παράδειγμα ΕΠΚ. Ναι ΕΠΚ, επίλεκτος παντός καιρού. Το πιο ολιγομελές και αποτελεσματικό σώμα όλης της πόλης, ίσως κι όλης της χώρας. Η πιο προηγμένη τεχνολογία στην υπηρεσία του ανθρώπου. Ένας υπερ-υπάλληλος του κράτους που κάνει σχεδόν τα πάντα, προς όφελος, εννοείται, του πολίτη. Σβήνει φωτιές, αναχαιτίζει ληστές και τρομοκράτες, σώζει από πλημμύρες, μεταφέρει ασθενείς, με λίγα λόγια κάνει οτιδήποτε του επιτρέπει η τεχνολογία. Κι έχει βεβαίως τον καλύτερο μισθό τουλάχιστον απ’ ό,τι λεγόταν, διότι οι πληροφορίες που αφορούσαν τους ΕΠΚ ήταν εμπιστευτικές κι απόρρητες. Φορούσαν όμως κάτι φόρμες απίθανες, και κρατούσαν κάτι φοβερά μηχανήματα στα χέρια τους, τα οποία είχαν δύναμη ικανή να τραβήξει ακόμα και ελέφαντα ή και να γκρεμίσει ολόκληρη πολυκατοικία, να ρουφήξει έναν μεγάλο άνθρωπο ή και να βομβαρδίσει ένα ολόκληρο χωριό. Είχαν συστήματα που τους επέτρεπαν να πετάνε και να ταξιδεύουν υποβρυχίως, είχαν μαζί τους όπλα, φάρμακα, και υλικά που έκαναν απίθανα πράγματα. Η στολή ενός ΕΠΚ, και μόνο, λέγεται ότι άξιζε όσο να αγοράσεις μια ολόκληρη πολιτεία. Αλλά πάλι, ίσως και όχι, να μην ήταν πολύ καλή ιδέα. Τώρα που ήξερε επακριβώς περί τίνος πρόκειται, του ήταν δύσκολο να αποφασίσει. Κι αυτό γιατί μια ημέρα ο Νικόλας είχε την σπάνια ευκαιρία να συναντήσει έναν στον υπόγειο σιδηρόδρομο.
Κι ευτυχώς ο Σούλης ήθελε να μάθει περισσότερα.
Πρέπει να περίμενε το πρώτο τρένο του πρωινού, ή το τελευταίο της νύχτας. Ο σταθμός ήταν εντελώς άδειος. Ο Νικόλας περίμενε κρατώντας με βία τα μάτια του ανοιχτά. Η ώρα περνούσε, χωρίς τίποτα να ταράζει την ησυχία, ώσπου ένας ήχος, σαν κάποιο θηρίο που βρυχάται, άρχισε να πλησιάζει απ’ τις σκάλες. Ο Νικόλας έκανε δυο βήματα στο πλάι, και κρύφτηκε πίσω από ένα μηχάνημα που πουλούσε αναψυκτικά. Έβγαλε λίγο έξω το κεφάλι του να δει, όταν πλέον ένιωθε τον ήχο να τον έχει πλησιάσει επικίνδυνα και ιδού, ένας άνθρωπος ντυμένος με ένα ολόσωμο άσπρο πράγμα και με κράνος στο κεφάλι, κοντοστέκεται απέναντί του και τον κοιτά. Στα χέρια του είχε την πηγή του τρομακτικού ήχου, ένα τεράστιο λάστιχο με μια εξίσου τεράστια χοάνη στην άκρη.
Ήταν καταπληκτικός, κι ο Νικόλας του το φώναξε, μόλις κατάλαβε ότι αποκλείεται να του κάνει κακό. Αλλά εκείνος δεν άκουγε τίποτα, γιατί ο θόρυβος της μηχανής που κρατούσε στα χέρια του ήταν εκκωφαντικός. Ο Νικόλας του έκανε νόημα, δείχνοντας το μηχάνημα, για να το σταματήσει. Κι εκείνος το έσβησε.
«Είσαι φανταστικός» του είπε, «είσαι αυτό που νομίζω;»
Αλλά η απάντηση που του έδωσε ήταν αδύνατο να ακουστεί μέσα απ’ το κράνος του. Ο Νικόλας του πρότεινε να βγάλει αυτό το πράγμα απ’ το κεφάλι, όπως κι έκανε ευθύς αμέσως.
«Λοιπόν;» τον ρώτησε ξανά.
«Είμαι ΕΠΚ» του απάντησε.
«Χαίρομαι πολύ» είπε ο Νικόλας.
«Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ;» ρώτησε ο ΕΠΚ.
«Περιμένω το τρένο»
«Μάλιστα»
«Εσύ;»
«Με ειδοποίησαν ότι κάποιος κινείται ύποπτα εδώ και ήρθα»
«Σοβαρά;»
«Ναι»
«Και; Βρήκες κάτι;»
«Ναι. Εσένα»
«Αλλά εγώ δεν κινούμαι ύποπτα, έτσι δεν είναι;»
«Σωστά»
«Και τώρα τι θα κάνεις;»
«Θα γυρίσω στη βάση μου»
Ο Νικόλας τον κοίταξε με θαυμασμό.
«Δεν θα συστηθούμε;» τον ρώτησε.
«Απαγορεύεται. Είμαι σε υπηρεσία» απάντησε.
Και πριν προλάβει να τον ρωτήσει κάτι άλλο, ο ΕΠΚ έβαλε μπρος την τουρμπίνα του κι εξαφανίστηκε προς τις γραμμές του τρένου.
Αν και ήταν άκρως απογοητευτική η συνάντησή του με τον επίλεκτο υπάλληλο της κυβέρνησης, ο Νικόλας, αποφάσισε ότι στην περίπτωση του συγκεκριμένου ανθρώπου μπορεί και να ταίριαζε η έκφραση που λέγανε στο χωριό, ότι «τα ράσα δεν κάνουνε τον παπά». Αλλά κι έτσι, τα ράσα αυτά από κοντά του φάνηκαν πολύ βαριά, σαν προβιά ήταν. Λες απλά να είχε πέσει σε βλάκα ΕΠΚ; Ποιος ξέρει;
Έτσι βυθισμένος στις σκέψεις του όπως ήταν, δεν κατάλαβε ότι ο γιος του Μπούκουρα του είχε πιάσει μ’ ένα μεταλλικό μανταλάκι το μπατζάκι στην καρέκλα. Μόλις σηκώθηκε για να πάει στην τουαλέτα να κατουρήσει, να και η καρέκλα ξοπίσω.
«Τι κάνατε εδώ ρε αλήτες;» είπε έντρομος ο Νικόλας, κάνοντας όλο το μαγαζί να ξεσπάσει στα γέλια.
«Κωλόπαιδα» φώναξε, «ποιος το ‘κανε ρε λωποδύτες;»
Του έδειξαν τον Μάνο, το γιο του Μπούκουρα.
«Τι να σου πω» του είπε απαξιωτικά ο Νικόλας, «σάμπως ο πατέρας σου είναι καλύτερος;» κι έφυγε προς την τουαλέτα.
Ενώ οι θαμώνες της ταβέρνας είχαν αρχίσει να μειώνονται, γύρω στις δυο το πρωί αυξήθηκαν κατά δυο. Με την είσοδο του γιατρού και του αστυνόμου, ολοκληρώνονταν παραδοσιακά οι αφίξεις πελατών. Οι δυο σκληρά εργαζόμενοι άντρες έμπαιναν, συνήθως ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, έχοντας πάντα ένα μειδίαμα στα χείλια, δυο πακέτα τσιγάρα στα χέρια, και μια έκφραση ότι «καλά περάσαμε κι απόψε, γιά να δούμε τώρα τι θα μας πείτε κι εσείς, αγαπητοί συγχωριανοί μας». Τις περισσότερες φορές ήταν ο γιατρός ο πιο μεθυσμένος, αλλά όταν συνέβαινε το αντίθετο τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά.
Μια φορά, γύρω στις τέσσερις το πρωί ο αστυνόμος νευρίασε με τον Λευτέρη τον Μπακόπουλο, το καλύτερο παιδί του χωριού όπως λέγανε, που εκείνη την ημέρα γιόρταζε το πέρας άλλης μιας αποτυχημένης προσπάθειας να μπει στο πανεπιστήμιο, κι έβγαλε το περίστροφό του. Το έκανε για πρώτη φορά, καθώς ποτέ άλλοτε δεν χρειάστηκε να απειλήσει κάποιον για να επιβάλει την τάξη.
Όμως εκείνη τη βραδιά κάτι δεν πήγαινε καλά με τον αστυνόμο. Μερικοί λέγανε ότι τον άφησε μια γυναίκα που γούσταρε πολύ, αλλά πάλι δεν μπόρεσε ποτέ κανείς να το εξακριβώσει, μιας και ποτέ δεν τον είχαν δει με γυναίκα. Τουλάχιστον με γυναίκα που να μη θεωρείται πόρνη. Άλλοι, πιο ρεαλιστές, υποστήριζαν ότι ο θυμός του εκείνη τη νύχτα οφειλόταν στην ανανέωση της θητείας του στο χωριό. Ως γνωστόν, ο αστυνόμος πριν αναλάβει καθήκοντα στο χωριό δεν είχε ξανακούσει ούτε καν το όνομα του νομού που βρισκόταν. Ήταν κατά βάση ένα παιδί της πόλης, το οποίο είχε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, εξαιτίας της συμπονετικής και δραστήριας μητέρας του. Ο πατέρας του ήταν αστυνόμος, και πίεσε όσο δεν γινόταν άλλο, να ακολουθήσει κι ο γιος τα ένδοξα χνάρια του. Όμως για κάποιο παράξενο λόγο, η μοίρα του έπαιξε ένα πολύ άσχημο παιχνίδι. Πάνω που ετοιμαζόταν να πάρει την πρώτη του προαγωγή και να ενταχθεί σ’ ένα επίλεκτο σώμα αξιωματικών, ερωτεύτηκε μια παλιογυναίκα. Πρώτη φορά την είδε σ’ ένα χαμαιτυπείο ενώ χόρευε τσιφτετέλι. Η ομορφιά της ήταν το κάτι άλλο. Έλαμπε η άτιμη. Ανάμεσα σ’ όλον αυτό τον σκατόκοσμο, εκείνη διατηρούσε μια αρχοντιά σπάνια. Ο νεαρός αστυνόμος συνέλαβε κόσμο και κοσμάκη εκείνο το βράδυ. Αλλά όταν οι συνάδελφοί του πήγαν να πιάσουν και την μοιραία εκείνη γυναίκα τους σταμάτησε. Την έπιασε απ’ το μπράτσο, πολύ αντρικά, και την άφησε ελεύθερη, λέγοντάς της, «εσένα γυναίκα μου σου αξίζουν άλλα». Αυτή τον κοίταξε με περιφρόνηση κι έφυγε, μα απ’ ό,τι αποδείχτηκε δεν τον είχε ξεχάσει ούτε κι εκείνη. Μετά από λίγες ημέρες, σε μια έφοδό τους οι συνάδελφοί του κι εκείνος, μπήκαν σ’ ένα μπουρδέλο. Την αναγνώρισε αμέσως, αν και είχε αλλάξει χρώμα στα μαλλιά. Την πλησίασε αγριεμένος και της είπε «ή σε συλλαμβάνω, ή με παντρεύεσαι» κι εκείνη δεν χρειάστηκε ούτε πέντε δευτερόλεπτα για να απαντήσει «κάνε με ό,τι θέλεις», συναινώντας με τον τρόπο της στην τολμηρή του πρόταση.
Η ευτυχία του αστυνόμου ωστόσο, δεν κράτησε παρά μια βδομάδα. Εκείνη πράγματι, τον είχε αγαπήσει σφόδρα, και ήταν απόλυτα αποφασισμένη να σταματήσει το αμαρτωλό της επάγγελμα για χάρη του. Υπήρχε όμως ένα μικρό πρόβλημα. Ερωτευμένος μαζί της ήταν ο Κώστας Βασιλόπουλος.
«Ποιος;» ρώτησε συγκλονισμένος ο αστυνόμος.
«Ο Βασιλόπουλος» επανέλαβε εκείνη, με τη φωνή της ίσα να βγαίνει απ’ το στόμα.
«Ο γνωστός Βασιλόπουλος;» φώναξε εκείνος.
«Ναι»
«Ο αρχηγός;»
«Ναι» είπε κατεβάζοντας νευρικά το κεφάλι.
«Ο νούμερο ένα;»
«Ναι γαμώτη μου» είπε δυνατά τότε εκείνη, «ο Βασιλόπουλος, ο αρχηγός, ο ένας, ο πως τον λένε, ο μαλάκας, τι άλλο να σου πω;»
Ο αστυνόμος ξαφνικά βυθίστηκε στη σιωπή.
«Καλά και γιατί δεν μου το είπες νωρίτερα;» είπε όταν επιτέλους βρήκε λίγο κουράγιο.
«Τι να σου πω ότι ο ανώτερός σου τρελαίνεται για την πάρτη μου;»
Στο μυαλό του ξέσπασε θύελλα. Θυμήθηκε ότι τους είχανε δει κάμποσοι συνάδελφοί του, που μπορεί και να μην μιλούσαν, αλλά ήταν βέβαιος ότι οι συναδέλφισές της θα τα είχανε πει όλα χαρτί και καλαμάρι. Απ’ τον παράδεισο, σε λίγα λεπτά ο αστυνόμος είχε βρεθεί στην κόλαση. Πάνε τα όνειρα για προαγωγή, για γάμους και οικογένειες βίους ανθόσπαρτους, πάει και η Πόρτσε, και το σπίτι και τα ταξίδια στο εξωτερικό, πάνε όλα.
Της έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στα πλευρά και την επόμενη μέρα το πρωί, του ήρθε η μετάθεση για το χωριό.
Τρία ολόκληρα χρόνια, γη και ουρανό είχε κινήσει ο πατέρας του, τίποτα. Ο γιόκας του τα είχε βάλει με τον αρχηγό, έτσι του λέγανε, κι όποιος παίζει με τον αρχηγό αυτά παθαίνει. «Είναι αμείλικτη η λογική αγαπητέ μου», αυτό του είχε πει ο Βασιλόπουλος όταν τον δέχτηκε στο γραφείο του.
«Εσύ αποφασίζεις: ή κάθεσαι εκεί που είσαι, ή σε διαγράφω απ’ το σώμα τώρα». Τρία χρόνια στο χωριό, και κανένα αισιόδοξο σήμα για ευνοϊκή ρύθμιση του ζητήματός του.
Ο Λευτέρης ο Μπακόπουλος, είχε καταφέρει το ακατόρθωτο, απέτυχε για έκτη φορά να μπει στο πανεπιστήμιο. Σαν εκείνους τους παίκτες που παίρνουνε την μπάλα απ’ τη σέντρα, αλλάζουνε μια δυο πάσες και μετά ντριμπλάρουν όλη την άμυνα του αντιπάλου, μέχρι που φτάνουνε τετ α τετ με τον τερματοφύλακα κι εκεί κολλάνε τη μπάλα στα πόδια τους, ο τερματοφύλακας πέφτει στην αντίθετη πλευρά κι εκείνοι σίγουροι για την επιτυχία τους κλωτσάνε το τόπι μπροστά στο άδειο τέρμα και το στέλνουνε άουτ.
«Δεν τον θέλει ρε παιδί μου» λέγανε οι συγχωριανοί του.
Η είσοδος του Λευτέρη στο πανεπιστήμιο ήταν κάτι σαν συλλογικό πάθος των χωριανών. Καθώς είχε απ’ τις αρχές του αιώνα να πατήσει το πόδι του εκπρόσωπος του χωριού στο πανεπιστήμιο, ήταν θέμα τιμής πια.
Όλοι περίμεναν ότι εκείνη την χρονιά ο Λευτέρης θα τα κατάφερνε. Όλη την χρονιά ζήτημα να τον είχαν δει πέντε φορές όλες κι όλες, μια στο πανηγύρι τ’ αγίου Χαραλάμπους, μια στην Ανάσταση, μια τον δεκαπενταύγουστο, μια στην γιορτή του και μια στο γάμο του Γόνη. Το ότι δεν παρέστη στην κηδεία του Λάκη, της Χρυσής, του μπαρμπα-Φώτη και του Γιώργη της Βασίλως, δεν σχολιάστηκε από κανέναν, γιατί όλοι ήξεραν ότι ο Λευτέρης εργαζόταν για το κοινό καλό, δηλαδή για την επιτυχία ενός συγχωριανού στις εξετάσεις, μετά από έναν αιώνα συνεχόμενων αποτυχιών. Την κακομοίρα την μάνα του την είχανε τρελάνει στις ερωτήσεις για τις επιδόσεις του, μέχρι και συμβουλές της δίνανε για το τι πρέπει να προσέχει, και τι να του μαγειρεύει. Ο μόνος αδιάφορος ήταν ο πατέρας του, όταν δεν κοιμόταν, απλά έπαιζε χαρτιά. Αν κάποιος τον ρωτούσε για τον γιο του, έλεγε αποστομωτικά «σιγά μην μπει στο πανεπιστήμιο, αυτός δεν ξέρει που είναι η ψωλή του… Αν δεν γαμήσει, όχι στο πανεπιστήμιο, ούτε στο νηπιαγωγείο δεν θα τον πάρουν». Την ηττοπάθεια του μπαρμπα-Σπύρου όμως τη συμμερίζονταν όλοι σιωπηλά. Μπορεί να μην το έλεγαν απ’ έξω, αλλά πια είχανε απελπιστεί. Εδώ και χρόνια, κανένα παιδί δεν αποφάσιζε να δώσει τις εξετάσεις, αφού ήταν κάπως σαν μια κατάρα που έδερνε το χωριό. Άδικος κόπος θα ήταν να διάβαζαν και να προσπαθούσαν. Οπότε αρκούνταν στην προσπάθεια του Λευτέρη. Πριν απ’ αυτόν ήταν ο Σπύρος, που έδινε δέκα χρόνια, και στο τέλος δεν κατάφερε παρά να πιάσει τη βάση. Τα παιδιά στο χωριό προσανατολίζονταν από νωρίς σε δυο πράγματα: τ’ αγόρια στις αγροτικές δουλειές και οι κοπέλες στο σπίτι. Μερικά από αυτά ονειρεύονταν να φύγουν απ’ την πόλη να γίνουν μπάτσοι ή μηχανικοί αυτοκινήτων, αλλά οι γονείς τους συνήθως έκαναν ό,τι περνούσε απ’ το χέρι, και κάποιες φορές απ’ το πόδι τους, για να τους το ξεκόψουν μεμιάς.
Ο Λευτέρης ήθελε πολύ να περάσει τις εξετάσεις, κι εκείνη την φορά είχε φτάσει πραγματικά πρόσωπο με πρόσωπο με την επιτυχία. Τι τον έπιασε όμως εκείνη την κρίσιμη στιγμή, κι αντί να τελειώσει την λύση της άσκησης που ήξερε να λύνει με κλειστά τα μάτια, άρχισε να ζωγραφίζει, μόνο αυτός το ξέρει.
«Απ’ την πολλή πίεση, το έπαθε» ανέφερε η διάγνωση των επιτροπής των ειδικών συγχωριανών του.
«Μόνο οι ιδιοφυΐες τα παθαίνουν αυτά ρεε» είπε ο Λιας.
«Του χρόνου είναι δική μας η κούπα» πρόσθεσε ο Απάτσι κι έδωσε το έναυσμα να ξεκινήσει ένα γλέντι στην ταβέρνα του Σούλη, που όμοιο του είχανε να δουν απ’ το γάμο στου Πισπίσα. Να δεις χορό ο Πίνουλας, και παλαμάκια από κάτω ημίγυμνος ο Γιώργης ο χασάπης κι ο Βαλάντης, να δεις τραγούδια και πιάτα να εκτοξεύονται στα πόδια τους, χαμός. Μέχρι και η Αγγελική είχε έρθει, η κόρη της Θανάσως, και δώς του πειράγματα στο αγοροκόριτσο. Τύφλα να ‘χουν τα πανεπιστήμια. Να πίνουν όλοι στην υγειά του Λευτέρη, κι ο τελευταίος, στουπί στο μεθύσι, να μιλάει σαν να είναι ήδη απόφοιτος πανεπιστημίου.
«Ο κοινοτικός μας ήρωας» φώναζαν οι συγχωριανοί, «ανδριάντα θα σου φτιάξουμε ρε Λέκτορα».
Και πάρε κεράσματα, και δώσε τσουγκρίσματα, μέχρι την ώρα που κάτι είπε ο Λευτέρης για τον αστυνόμο. Ευχή του έδωσε να πάει ξανά στην πόλη, ή κατάρα; Τι το ‘θελε ο άτιμος; Ποιος είδε τον αστυνόμο και δεν τον φοβήθηκε…. Σηκώθηκε και πήγε και στάθηκε ακριβώς ένα εκατοστό μπροστά από τη φάτσα του Λευτέρη. Κόκκινος απ΄ τα νεύρα του, άρχισε να του φτύνει ακατάληπτες βρισιές στο μέτωπο, τις οποίες ο Λευτέρης πήρε για αστείο. Ο αστυνόμος εξοργίστηκε κι άλλο. Ο Λευτέρης τον έσπρωξε για να πάει να κάτσει στη θέση του, και τότε η παρεξήγηση πήρε την χειρότερη δυνατή τροπή. Ο αστυνόμος έδωσε μια γροθιά στον Λευτέρη, τόσο δυνατή που τον έριξε με τη μια κάτω. Αυτός, δεν κατάλαβε τίποτα, κι από κάτω που βρισκόταν συνέχισε να χαμογελάει και να κοιτάει σαν χάνος, τόσο πολύ μεθυσμένος ήταν. Καθώς τα αντανακλαστικά των υπολοίπων γύρω, ήταν εμφανώς μειωμένα, ο αστυνόμος του έχωσε και μια δυνατή κλωτσιά στα πλευρά, αφού προηγουμένως είχε αποτύχει να τον βρει στο κεφάλι. Μετά τον κράτησαν τέσσερις. Ο Λευτέρης απομακρύνθηκε σε άλλο τραπέζι, κρατώντας μια χούφτα χαρτιά για να κρατάει τα αίματα που κυλούσαν απ’ το στόμα του. Ωστόσο συνέχισε να έχει την ίδια έκφραση, γεγονός που οδήγησε στις γνωστές συνέπειες.
Ο αστυνόμος έβγαλε απ’ την εσωτερική τσέπη του σακακιού του ένα περίστροφο και απείλησε τον Λευτέρη, ότι αν δεν σταματήσει να έχει εκείνη την έκφραση θα του έριχνε. Ο Λευτέρης απτόητος. Ο αστυνόμος όπλισε και ρίχτηκαν δυο από δίπλα για να του κρατήσουν τα χέρια. Το όπλο εκπυρσοκρότησε, και η σφαίρα έφυγε στο ταβάνι, ρίχνοντας σοβάδες στα κεφάλια τους. Και τότε, χιμάει ο Λευτέρης ουρλιάζοντας «σε ‘φαγα παλιοπούστη μπάτσε» και πηδάει πάνω απ’ όλους και δαγκώνει τη μύτη του αστυνόμου τόσο δυνατά που τη μάτωσε, ίσως δε και να της έκοψε κι ένα μικρό κομμάτι.
Αμέσως μετά, τον πήραν και τον οδήγησαν στο σπίτι του άρον άρον, ενώ ο αστυνόμος κάθισε λίγο ακόμα βρίζοντας θεούς και δαίμονες για την τύχη του να βρίσκεται ανάμεσα σε χωριάτες, κι έφυγε άσπρος απ’ τα χωρίδια του ταβανιού και κόκκινος απ’ τα αίματα, κρατώντας απ’ τη μια την πληγωμένη μύτη του κι απ’ την άλλη το υπηρεσιακό περίστροφό του.
Ο Νικόλας δεν τα θυμάται καλά αυτά τα γεγονότα, γιατί κατά τις κρίσιμες στιγμές, ήταν στην τουαλέτα. Άκουσε τις φωνές, και την πιστολιά, οπότε σου λέει, «κουτός είμαι να βγω από ‘δω μέσα;»
Βγαίνοντας τώρα και πάλι απ’ την τουαλέτα, το κλίμα δεν θύμιζε τίποτα από εκείνη τη βραδιά. Απλά στην παρέα του μαγαζιού είχε προστεθεί ο γιατρός και ο αστυνόμος, μεθυσμένοι ως συνήθως. Τίποτα εξεζητημένο. Κάποιοι πείραξαν τον Νικόλα, όπως τον πείραζαν κάθε φορά όταν γύριζε απ’ την τουαλέτα, λέγοντάς του «τι έγινε ρε πάλι κλώσαγες;», ενώ ο Νίκος ο Λάγιος του έτεινε μια καρέκλα δίπλα του. Ο Νικόλας ευχαρίστησε τον Λάγιο, είπε ένα γεια στους νεοφερμένους, αλλά ήταν πλέον αργά για να κάτσει κι άλλο, είχε πιει πολύ και ήταν αρκετά κουρασμένος. Καληνύχτισε και βγήκε στον καθαρό αέρα.
Από μικρός, που τον έπαιρνε μαζί του ο πατέρας στην ταβέρνα, το μόνο που δεν μπορούσε να συνηθίσει τόσα χρόνια ήταν η κάπνα. Τις προσβολές, τα πειράγματα, τα καψόνια, τις απειλές και το βρισίδι, τις χοντράδες και τις βιαιότητες, τις είχε συνηθίσει. Κανένα πρόβλημα μ’ αυτά. Αλλά κάτι τα τσιγάρα, κάτι η τσίκνα απ’ τα κρέατα που έψηνε η γυναίκα του Σούλη, το μαγαζί ήταν σαν να έπιανε φωτιά κάθε λίγο, και να ήταν αναγκασμένοι όλοι να κάθονται πάνω στις στάχτες που κάπνιζαν, αποτίνοντας φόρο τιμής σε κάποια αόρατη θεότητα. Γιατί από εξαερισμό, ούτε λόγος. Αν δεν ήτανε η κάπνα θα μπορούσε μέχρι και να κοιμόταν στην ταβέρνα. Αλλά στο τέλος, μετά από δυο τρεις ώρες εκεί μέσα, άναβαν τα μάτια του και τον έπιανε ένας βήχας που δεν σταματούσε με τίποτα. Αφού έγινε καμιά δεκαριά φορές, και δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, το έμαθε και μόλις καταλάβαινε ότι πάει να τον πιάσει ο βήχας, έλεγε καληνύχτα κι έφευγε. Έφταιγαν βέβαια και τα δικά του τα τσιγάρα, τα οποία αν έμπαινε στον κόπο και τα μέτραγε θα περνούσαν σίγουρα τα πενήντα ή και τα εξήντα την ημέρα. Αλλά τι να έκανε, αφού όλοι εκεί μέσα το ίδιο κάνανε; Ταβέρνα σήμαινε κατ’ αρχήν τσιγάρο και πιοτό. Η τηλεόραση και τα γλέντια έρχονταν πάντα δεύτερα. Χωρίς το τσιγάρο και το πιοτό, η ταβέρνα δεν είχε κανένα νόημα. Καλύτερα να κάθονταν στα σπίτια τους όλοι.
Παίρνοντας το δρόμο για το σπίτι σκεφτόταν ότι τη συγκεκριμένη διαδρομή θα την είχε κάνει ο πατέρας του τουλάχιστον τριάντα χιλιάδες φορές. Τώρα πια δεν ερχόταν κάθε βράδυ στην ταβέρνα, γιατί κολλούσε στο καφενείο με τα άλλα γερόντια που δεν άντεχαν τις μουσικές και την φασαρία της ταβέρνας. Αλλά τη διαδρομή από την ταβέρνα στο σπίτι θα μπορούσε να την κάνει ακόμα και με κλειστά τα μάτια. Ο Νικόλας όμως, είχε μια παραξενιά και δεν ήθελε επ’ ουδενί να πάρει το δρόμο που τον έβγαζε κατευθείαν στην εξώπορτά του. Ο λόγος ήταν ότι δεν ήθελε να περάσει μπροστά απ’ το σπίτι της Θανάσως. Το ‘χε για κακό. Προτιμούσε να περπατήσει πέντε λεπτά ακόμα, όσο κουρασμένος κι αν ήταν, προκειμένου να γλιτώσει κάποια πιθανή συνάντηση με την Θανάσω. Το πρωϊ δεν τον ένοιαζε, ας την έβλεπε και γυμνή που λέει ο λόγος. Απ’ τη δύση του ήλιου και μετά όμως, με τίποτα. Αν κάποιος που έμενε κοντά του, ο Γόνης για παράδειγμα, τύχαινε να φεύγει την ίδια ώρα μ’ εκείνον απ’ την ταβέρνα, ο Νικόλας ερχόταν σε πολύ δύσκολη θέση, προσπαθώντας να του εξηγήσει τ’ ανεξήγητα. Στο τέλος έλεγε μια κουταμάρα, ότι δήθεν ήθελε να πάει απ’ την πίσω πλευρά για να δει μήπως μπήκε καμιά αλεπού στο κοτέτσι και κατάφερνε να διαφεύγει.
Όταν έγινε γνωστή η παραξενιά του, κι άρχισαν να του λένε διάφορα, και να τον στριμώχνουν, τους έλεγε «σιγά τα λάχανα ρε, έχω και ‘γω μια παραξενιά, και το κάνετε ολόκληρο θέμα. Άιντε μην ανοίξω το στόμα μου», πράγμα εν μέρει σωστό γιατί ναι μεν στο χωριό δεν υπήρχε άνθρωπος χωρίς παραξενιά, αλλά και του Νικόλα αυτή δεν ήταν η μόνη. Αυτό που δεν άντεχε να βλέπει ούτε για ένα δευτερόλεπτο ο Νικόλας ήταν ανοιχτό ψαλίδι. Όποτε τύχαινε να δει κάπου, έτρεχε και το ‘κλεινε αμέσως βρίζοντας. Συνήθως ο αποδέκτης της οργής του ήταν η Σουλίτσα, η οποία δεν πρόσεχε ποτέ να είναι όπως πρέπει το ψαλίδι κι όταν τελείωνε το ράψιμο κάποιας κάλτσας, το άφηνε όπως τύχει. Εντάξει ήταν κατάκοπη αλλά το ψαλίδι όφειλε πάντα να είναι κλειστό. Τελεία και παύλα.
Το ψωμί τώρα, έπρεπε πάντα να «κάθεται» με την κοιλιά του. Αν δεν ήταν βαλμένο απ’ την καλή, έπρεπε αμέσως να αναποδογυριστεί για να έρθει στα ίσα του. Κι αυτό πολλές φορές το ξεχνούσε η Σουλίτσα, εκνευρίζοντας όχι μόνο τον Νικόλα, αλλά και τον πατέρα της, που ειδικά μ’ αυτό γινόταν πυρ και μανία.
«Το ψωμί είναι ευλογημένο πράγμα και πρέπει να το βάζουμε στο τραπέζι μας όπως μας το δίνει ο θεός» συνήθιζε να λέει ο πατέρας τους.
«Εντάξει, πατέρα» ψιθύριζε η Σουλίτσα, «δεν θα το ξανακάνω».
Και πράγματι αυτό ήταν το πιο σπάνιο σφάλμα της μικρής. Η μεγαλύτερη και πιο συχνή της γκάφα ήταν το σκούπισμα. Μπορεί να ήταν το μοναδικό πράγμα που δεν κουραζόταν να κάνει, σχεδόν σε καθημερινή βάση, αλλά είχε κι εκεί τους περιορισμούς της. Ο πατέρας της έλεγε ότι είναι κακό πράγμα να σκουπίζει και να καθαρίζει όταν εκείνος βρίσκεται έξω στο δρόμο. Μπορούσε να καθαρίζει μόνον όταν εκείνος βρισκόταν κάπου μέσα προφυλαγμένος απ’ τις κακοτοπιές του δρόμου. Η σκόνη που πετούσε εκείνη στον αέρα, παράσερνε μικρόβια τα οποία θα τον ακολουθούσαν από πίσω και κάποια στιγμή θα τον μόλυναν. Αλλά η Σουλίτσα ξεχνιόταν και πάνω στη βιασύνη της να κάνει επιτέλους κάτι χρήσιμο, και να ξεκολλήσει απ’ τη ντιβανοκασέλα, έπαιρνε τη σκούπα κι άρχιζε να σαρώνει την ώρα ακριβώς που έφευγε ο πατέρας της απ’ το σπίτι. Τον Νικόλα δεν τον πολυένοιαζε, αυτό που της έλεγε ήταν να μην κουράζεται, αρκεί να λάμβανε πότε πότε υπόψη της την επιθυμία του πατέρα.
Όμως είχε δικά του πράγματα που απαιτούσε να σέβονται οι άλλοι, και δεν ήταν λίγα: πρώτα απ’ όλα δεν ήθελε να του λένε καλημέρα μετά τη μία το μεσημέρι. Μετά δεν ήθελε να τον ρωτάνε «τι χαμπάρια», αυτή η έκφραση ήταν ικανή να τον τρελάνει. Επίσης δεν άντεχε τον ήχο της άγκριας το βράδυ, καθώς όποτε άκουσε άγκρια το βράδυ, την επόμενη μέρα ήταν άρρωστος. Χειρότερο απ’ όλα όμως ήταν να δει γυμνό άνθρωπο στον ύπνο του. Κάποιος, είχε πει κάποτε ότι ήταν το πιο κακό πράγμα που μπορούσε να δει κανείς στον ύπνο του κι από τότε μια δυο φορές την εβδομάδα έβλεπε κι ένα πουλί ή έναν κώλο με το που έκλεινε τα μάτια του. Είχε παρατηρήσει δε, ότι πραγματικά, όταν έβλεπε τσίτσιδους στον ύπνο του, κάτι άσχημο του συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Γι’ αυτό και ήταν το χειρότερο απ’ όλα.
Στα δεκατρία του, ο Νικόλας, είδε την κόρη του μπαρμπα-Σταύρου στον ύπνο του και ξύπνησε το πρωί με κάτι κίτρινους λεκέδες στο σεντόνι του αλλά δεν έδωσε καμία σημασία. Μετά από δυο ημέρες όμως έγινε πάλι το ίδιο, και μετά ξανά και ξανά. Παρόλο που δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα για τις αλλαγές που συνέβαιναν στο σώμα του, ντρεπόταν πολύ, γιατί τα σεντόνια τους, τα έπλενε η γυναίκα του Λάμπρου, η Νίτσα, έναντι κάποιων εξυπηρετήσεων που της έκανε, όπως να της κουβαλάει κάποια βαριά ψώνια απ΄ το μπακάλικο, να της τρίβει μυζήθρα και πιπέρι, και να της τρίβει την πλάτη όποτε την πονούσαν τα αρθριτικά. Αντί να ρωτήσει κάποιον, που πιθανώς θα ήξερε και δεν τον φοβόταν όσο τον πατέρα του ή κάποιον άλλο συνομήλικό του απ’ το χωριό, τον μπάρμπα του για παράδειγμα, βάλθηκε να πλένει τα σεντόνια του. Η Νίτσα όμως κατάλαβε τι έτρεχε και θέλησε να μάθει γιατί δεν της έδινε πια τα σεντόνια. Το ψέμα του Νικόλα ήταν τόσο γελοίο που και ο ίδιος αναγκάστηκε μετά από λίγο να παραδεχτεί ότι έλεγε βλακείες γιατί ντρεπόταν να πει την αλήθεια. Η Νίτσα τότε έκανε, σύμφωνα με τον Νικόλα, την καλύτερη πράξη της ζωής της. Τον φώναξε ένα πρωί, όταν ο άντρας της ήτανε στο καφενείο και του έδωσε έναν φάκελο. Τον έβαλε επίσης να της υποσχεθεί ότι δεν θα τον άνοιγε παρά μόνο όταν ήταν βέβαιος ότι δεν τον έβλεπε κανείς, κι ότι αν τον έπιαναν δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να πει ποιος του τον έδωσε. Αν έλεγε, η Νίτσα, με τα ίδια της τα χέρια θα τον έπνιγε. Και είχε κάτι χέρια η άτιμη, πιο μεγάλα κι απ’ του πατέρα του.
Την ίδια μέρα το απόγευμα, ο Νικόλας προφασίστηκε μια δουλειά και κατευθύνθηκε προς τον Μαγκλαβά. Αφού είχε απομακρυνθεί αρκετά απ’ το χωριό, βρήκε μια ωραία ελιά, σκαρφάλωσε σβέλτα πάνω της, και κοίταξε ένα γύρω να δει αν υπήρχε καμιά ψυχή στην περιοχή. Κι όταν βεβαιώθηκε ότι ήταν ολομόναχος και ηρέμησε λίγο απ’ το λαχάνιασμά του, σήκωσε τη μπλούζα του κι έβγαλε τον φάκελο που του είχε δώσει η Νίτσα. Στην αρχή φοβήθηκε, κι έβαλε αμέσως το περιεχόμενο μέσα. Ξανακοίταξε γύρω, κι ανακτώντας την ψυχραιμία του, άνοιξε τον φάκελο. Έβγαλε από μέσα τα δυο μικρά βιβλιαράκια με τα μάτια του σχεδόν κλειστά. Τέτοιο πράγμα δεν είχε ξαναδεί. Ήξερε ότι υπήρχε κάτι τέτοιο, άλλα το μάτι του ποτέ δεν το είχε πάρει, ούτε καν στα κλεφτά. Ήξερε ότι και στην ταβέρνα κάτι τέτοια έβαζαν να δουν αργά τη νύχτα, του το είχαν πει μάλιστα μερικοί μάγκες απ’ το σχολείο, αλλά ήταν αδύνατο να το διαπιστώσει με τα μάτια του. Αλλά τώρα, το είχε μπροστά του χάρις στην Νίτσα. Γυναίκες γδυτές, με τα πουλιά τους σε κοινή θέα, σε διάφορες στάσεις, όρθιες, ξαπλωτές, και άντρες με τα πουλιά τους σηκωμένα να τις απαυτώνουν κανονικά. Ο Νικόλας άναψε ολόκληρος. Στο μυαλό του συνδέθηκαν αυτόματα όλα, η κόρη του μπαρμπα-Σταύρου, οι λεκέδες, τα σεντόνια, η ντροπή του, οι σηκωμάρες, η Νίτσα, τα περιοδικά. Ξεκούμπωσε το παντελόνι του και άρχισε να παίζει το πουλί του αλλάζοντας με τ’ άλλο χέρι τις σελίδες του πορνοπεριοδικού. Ο ενθουσιασμός για την ανακάλυψή του ήταν τεράστιος. Γελούσε και έκλαιγε μαζί απ’ την έξαψη, όταν άκουσε μια φωνή, ταράχτηκε, έχασε την ισορροπία του και ξαφνικά, έπεσε απ’ το κλαδί που καθόταν.
Ήταν ο Σπύρος, κατά κόσμο Διαβολάκος.
«Σε τσάκωσα μούργο» του είπε.
Ο Νικόλας με το ‘να χέρι μάζευε τα περιοδικά, και με τ’ άλλο έκλεινε το παντελόνι του.
«Τι φτιάνεις, ‘δω χάμου;» ρώτησε, κάνοντας ότι δεν είχε καταλάβει, ενώ την ίδια στιγμή έσκυβε για να πιάσει ένα περιοδικό.
«Τίποτα Σπύρο, να εδώ, είχα ανέβει πάνου για το αγνάντι»
«Ποιό αγνάντι ρε, εδώ εσύ έχεις θησαυρό»
«Σιγά μην έχω και πολύτιμους λίθους ρε Σπύρο. Αλλά αν σ’ αρέσουν πάρ’ τα, εγώ έτσι κι αλλιώς κοίταζα πώς να τα ξεφορτωθώ. Τα θες;»
«Ναι αμέ» έκανε απλώνοντας το χέρι να πάρει και τα υπόλοιπα.
«Δεν θα σου ξεφύγει τίποτα όμως, εντάξει; Ούτε που τα βρήκες ούτε ποιος στα έδωσε, τίποτα. Ξηγημένοι;»
«Το λόγο μου» είπε ο Διαβολάκος δίνοντάς του το χέρι.
Ο Νικόλας επέστρεψε στο σπίτι του ματωμένος, έχοντας ένα εκατομμύριο ενοχές. Δεν θα επιχειρούσε ποτέ ξανά να τραβήξει μαλακία, αυτό υποσχέθηκε στον εαυτό του καθώς τον έπαιρνε το βράδυ ο ύπνος. Τουλάχιστον ποτέ ξανά πάνω σε δέντρο, και ποτέ ξανά με παλιοπεριοδικά είπε αμέσως μετά, ενώ παράλληλα άρχισε να χαϊδεύεται φέρνοντας στο νου του την κόρη του μπαρμπα-Σταύρου. Από εκείνο το βράδυ και κάθε νύχτα, όταν καταλάβαινε ότι κοιμόντουσαν όλοι στο σπίτι άρπαζε το πουλί του μέσα απ’ το σώβρακο κι έκανε νοερά σεξ, σιγά σιγά μ’ όλες τις γυναίκες του χωριού. Στα μουλωχτά πάντα, έπαιρνε ένα κομμάτι από κάτι παλιόχαρτα που ‘βρισκε στο καφενείο και σκούπιζε το σπέρμα, άλλες φορές απ’ την κοιλιά του, κι άλλες απ’ την παλάμη του. Με τον καιρό ανέπτυξε περίπλοκες τεχνικές, τόσο στον τομέα του παιξίματος, όσο και στις μεθόδους για να μη γίνεται αντιληπτός. Πάντα όμως κοίταζε γύρω του, ακόμα κι αν ήταν ολοσκότεινα, ή κι αν δεν ήτανε κανείς στο σπίτι, πάντα ήταν με τα μάτια ανοιχτά, και τ’ αφτιά τεντωμένα. Φοβόταν πάντα ότι κάποιος θα τον έπιανε.
Δεν πέρασαν δυο εβδομάδες απ’ το περιστατικό με τον Σπύρο, όταν έγινε μεγάλο σούσουρο στο χωριό. Οι φωνές του Λάμπρου, του άντρα της Νίτσας, ακούστηκαν μέχρι την άλλη άκρη του χωριού. Και να σκεφτεί κανείς ότι η Νίτσα είχε προλάβει να κλείσει εγκαίρως τα παράθυρα. Αλλά τι να σου κάνουν τα ντουβάρια και τα ξύλινα παράθυρα, όταν απέναντί σου έχεις το Λάμπρο τσαντισμένο. Στην αρχή πέταξε στον τοίχο ένα ψευτοκινέζικο βάζο που τους είχανε πάρει γαμήλιο δώρο, μετά περιέλαβε τα κουζινικά και στο τέλος ήρθε η σειρά της Νίτσας. Κανείς δεν είδε τι έγινε, αλλά πολλοί ήταν εκείνοι που άκουσαν. Μπουνιές της έδινε, κλωτσιές, σφαλιάρες; Τίποτα δεν μπορούσε να αποδειχτεί, μόνο εικασίες. Μερικοί λέγανε ότι την κατάλληλη στιγμή ο Λάμπρος, προχώρησε σε αυτό που ήξερε καλά, τη ζωστήρα. Άλλοι υποστήριζαν ότι εκείνη την φορά την τιμητική της είχε η μαγκούρα του μακαρίτη του πεθερού του. Η αλήθεια είναι ότι την έκανε μαύρη στο ξύλο τη Νίτσα. Μια βδομάδα έκανε να βγει απ’ το σπίτι, κι όταν τελικά την αντίκρισαν δυο συγχωριανές στο δρόμο, η Ελένη και η Τασία, φοβήθηκαν έτσι πρησμένη που ήταν και την ρώτησαν μήπως ήθελε καμιά βοήθεια. Τις επόμενες μέρες ο Νικόλας, έμαθε απ’ τον πατέρα του ότι η Νίτσα την πλήρωσε γιατί ο Λάμπρος κάτι βρήκε, ποτέ δεν είπε όμως τι. Επίσης, ένα παράξενο γεγονός που σημειώθηκε ήταν ότι από εκείνη την ημέρα χάθηκαν και τα ίχνη του Διαβολάκου. Αρχικά, δεν νοιάστηκε κανείς γιατί τα συνήθιζε κάτι τέτοια, να μην εμφανίζεται για καμιά εβδομάδα, κι έπειτα να έρχεται ξαφνικά και να μένει άλλο τόσο στο χωριό. Το σπίτι του το είχε αφήσει, κι έμενε σχεδόν πάντα σε μια αυτοσχέδια στάνη καμιά δεκαριά χιλιόμετρα έξω απ’ το χωριό. Αλλά μετά, βλέποντας οι πιο κοντινοί του -τρόπος του λέγειν κοντινοί, αφού δεν είχε συγγενείς εδώ και δεκαετίες, και τώρα, γύρω στα πενήντα του ήταν πολύ αργά για να αποκτήσει νέους- ότι είχαν περάσει σχεδόν τρεις εβδομάδες, άρχισαν να ανησυχούν. Στην ταβέρνα ένα βράδυ έπεσε το όνομα του Διαβολάκου τυχαία, όταν κάποιος ανέφερε κάτι για μια κατσίκα, καθότι το κύριο πείραγμα στον διαβολάκο ήταν ότι ήταν κτηνοβάτης, και θυμήθηκαν, ο καθένας τους ξεχωριστά, πότε τον είχε δει για τελευταία φορά. Μόνο όταν ήρθε η σειρά του Λάμπρου, ακούστηκε κάποια τόσο σίγουρη γνώμη ότι ο Διαβολάκος ήτανε καλά ˙ όλοι οι υπόλοιποι ήταν σχεδόν βέβαιοι ότι κάτι του είχε συμβεί, «’σα κάτου που πάει, με τις παλιοκατσίκες!».
Αποφασίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες να πάει μια τριμελής επιτροπή, αυτοί που συνήθως πήγαιναν σε τέτοιες αποστολές δηλαδή, ο Οφίτσιος, ο Σούλης κι ο Παντελής, για να δουν τι συμβαίνει. Δεν βιάστηκαν όμως, περίμεναν να κλείσει το κοινοτικό μέγαρο ο Οφίτσιος, να παίξει μια παρτίδα πρέφα ο Σούλης και να ρίξει μια ένεση στη θειά του την Αγγελική ο Παντελής, για να μην ξεχνάει ότι ήταν όντως το καλύτερο παιδί του χωριού. Λίγο πριν βραδιάσει συναντήθηκαν στην ταβέρνα και κίνησαν με το πάσο τους, για το χτήμα της αδελφής του Διαβολάκου, όπου είχε στηθεί το σπιτικό του. Καθώς ξεκινούσαν απ’ το χωριό, συνειδητοποίησαν ότι αν πράγματι είχε συμβεί κάτι στο Διαβολάκο, πλέον θα ήταν αργά για να κάνουν οτιδήποτε. Κατέληξαν μετά από λίγο να συζητούν για το τι θα έκαναν στην περίπτωση που θα έβρισκαν τον Διαβολάκο νεκρό. Μοίρασαν αρμοδιότητες, ο Σούλης θα γύριζε στο χωριό να ζητήσει βοήθεια, και οι άλλοι δυο θα κάθονταν χωρίς να κάνουν τίποτα, επιτηρώντας απλά τον χώρο, και κοιτάζοντας για κάποιο σημάδι που θα έδειχνε από τι πήγε ο συχωρεμένος. Συνέχισαν να περπατούν μέσα απ’ τα χωράφια με τις κούκλες για να κόψουν δρόμο, ενώ ήταν πλέον σίγουροι ότι ο Διαβολάκος είχε αποδημήσει εις Κύριον. Θυμήθηκαν πως του βγήκε το παρατσούκλι, πως τους ανακοίνωσε το γάμο του, κι άλλα πολλά, που τελειωμό δεν είχαν, γιατί ο Διαβολάκος ήταν, κατά κοινή ομολογία, μια πολύ μεγάλη ιστορία. Ο Σούλης κόντεψε να βάλει τα κλάματα, όχι απ’ τη συγκίνηση, αλλά απ’ τα γέλια, όταν θυμήθηκε το κάζο που του είχανε κάνει με τις τουρίστριες. Το θυμήθηκε με μια νοσταλγική μελαγχολία κι ο Οφίτσιος, ο οποίος σπάνια συμμετείχε στα πειράγματα των συγχωριανών του. Εκείνη η πλάκα όμως είχε κάτι το ιδιαίτερο μιας και για τις ανάγκες της χρειάστηκε κι ο ίδιος να βοηθήσει με την ξένη γλώσσα που κουτσοήξερε. Με μερικές σπαστές λέξεις ατάκτως εριμμένες, είχε καταφέρει τότε να πείσει τρεις τουρίστριες και τους φίλους τους να επισκεφθούν τη στάνη του Διαβολάκου. Οι γυναίκες θα έκαναν δήθεν ότι έχουν χαθεί και σιγά σιγά θα άρχιζαν να εξοικειώνονται με το περιβάλλον, θα έβγαζαν μερικά ρούχα μένοντας με το μπανιερό, και στο τέλος θα χιμούσαν στον Διαβολάκο. Οι φίλοι τους όμως, που θα παρακολουθούσαν λίγο πιο ‘κει θα εμφανίζονταν ξαφνικά και θα έπαιρναν στο κυνήγι το Διαβολάκο. Την ίδια στιγμή μερικοί απεσταλμένοι απ’ το χωριό θα παρακολουθούσαν με κιάλια τη σκηνή από λίγο πιο μακριά. Τη χρονιά εκείνη το μαγαζί του Στέλιου, είχε το πιο αναπάντεχο κέρδος από καταβολής του. Του είχαν μείνει καμιά δεκαριά ζευγάρια κιάλια απ’ τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο που κανένας πια δεν τα ‘θελε, όποιος είχε πάρει είχε πάρει. Παλιότερα, όταν το μπανιστήρι ήταν σε μεγαλύτερη άνθιση όλο και κάποιος νεαρός ανακάλυπτε το εμπόρευμά του, αλλά τα τελευταία χρόνια, έφερναν πιο εξελιγμένα και πιο φτηνά απ’ την Αθήνα. Επειδή όμως το πράγμα ήταν επείγον ξεπούλησε σ’ ένα απόγευμα. Τη σκηνή όντως την είδε πάνω κάτω ο μισός ανδρικός πληθυσμός του χωριού. Επειδή κάποια στιγμή οι τουρίστες πήγαν να το χαλάσουν το πράγμα, λέγοντας οι γυναίκες κυρίως, ότι αρνούνταν να κάνουν κάτι τέτοιο σ’ έναν άνθρωπο που ούτε καν γνώριζαν, μερικοί ξύπνιοι βάλανε το Λάγιο, να τους υποσχεθεί μια εβδομάδα τσάμπα στο σπίτι του στην παραλία.
Οι τουρίστριες πιάσανε κυριολεκτικά στον ύπνο το Διαβολάκο, ο οποίος προσπάθησε κρατώντας τα σώβρακά του να μην πέσουνε, να καταλάβει τι σήμαιναν όλες αυτές οι θεατρικές κινήσεις τους. Με τα πολλά κατάλαβε ότι είχαν χαθεί, απόρησε για λίγο, αφού ο εθνικός δρόμος δεν ήταν ούτε πέντε λεπτά απ’ τη στάνη, αλλά όταν τις είδε να κάθονται δήθεν απελπισμένες, γύρω του, θα είπε από μέσα του κάτσε να δούμε τι μπορεί να κάνουμε εδώ. Ήταν πραγματικά και οι τρεις τους καλλονές. Αλλά και η φιλοξενία του Διαβολάκου δεν πήγαινε πίσω. Τι μυτζήθρα τους έβγαλε, τι φραγκόσυκα, τι νερό κρύο απ’ το πηγάδι. Αν κι εκείνες δεν έδειξαν να εκτιμούν ιδιαίτερα το τυρί -τους φάνηκε μάλλον αλμυρό- όπως ούτε επίσης τα φραγκόσυκα, αφού δεν μπόρεσαν να μασήσουν τα κουκούτσια, με το νερό ξετρελάθηκαν. Ήπιαν δυο γουλιές η καθεμιά, και μετά ξεκίνησαν το παιχνίδι. Ο σίχλος άλλαζε κάθε λίγο χέρια, και να σου τα μπουγελώματα, και τα καταβράγματα, και οι φωνές, και τα νάζια και τα τσιρίγματα, και να σου οι αγκαλιές στο Διαβολάκο, τα μάτια του οποίου είχανε πλέον πετάξει φωτιές. Να τρέχει ξοπίσω τους να τις χουφτώνει, κι εκείνες να του δίνουν σκαμπίλια στο μάγουλο, και ξανά απ’ την αρχή, ο Διαβολάκος με τα βυζιά της μιας στο ένα και τον κώλο της άλλης στο άλλο χέρι, ο Διαβολάκος να τραγουδάει, να χοροπηδάει, να αφηνιάζει, ώσπου «αέρααα!», φωνάζουν τρεις μαντραχαλάδες και τρέχουν στο κατόπι του.
«Εγώ; Τους άρχισα στις φάπες… Τι να κάνω, να κάτσω και να τις φάω…Πήρα την τσουγκράνα και τους άρχισα. Μέχρι να καταλάβουν με ποιόν έχουν να κάνουν και να ξεκουμπιστούν», έλεγε στους συγχωριανούς του, κάνοντάς τους να εκραγούν, γιατί απ’ τη μια τον έβλεπαν να τους τα διηγείται κι απ’ την άλλη έφερναν στο μυαλό τους την πραγματική εικόνα που είχαν δει με τα μάτια τους, το Διαβολάκο δηλαδή να το βάζει αμέσως στα πόδια.
«Και οι γυναίκες τι έγιναν ρε Διαβολάκο;» τον ρωτούσαν όταν σοβάρευαν τα πράγματα και πάλι.
«Αυτές τις κανόνισα μετά» έλεγε φορώντας το πονηρό του ύφος.
Οι τρεις απεσταλμένοι όμως, αντί να αντικρίσουν το σώμα του άντρα σε σήψη, είδαν το Διαβολάκο ξαπλωμένο σε σανό, να καπνίζει μια πίπα. Έκπληκτοι που ζούσε, τον ρώτησαν γιατί είχε εξαφανιστεί, αλλά εκείνος δεν έβγαζε μιλιά. Το φέρανε από ‘δω το φέρανε από ‘κει, τίποτα, σφίγγα ο Διαβολάκος.
«Καλά» του λένε στο τέλος, «πάμε τώρα στο χωριό»
«Μπα, δεν γίνεται» απάντησε εκείνος, μεγαλώνοντας την περιέργειά τους.
«Και τότε πότε θα ‘ρθεις;»
«Ποτέ»
«Τι λες ρε Σπύρο;» του είπε αυστηρά ο Οφίτσιος, και γύρισε προς τους άλλους, «αγαπητοί μου κάτι συμβαίνει εδώ»
«Ελα μωρέ, σιγά» είπε ο Σούλης, «κάτι του έχει γίνει, κι έχει μουλαρώσει. Θα του περάσει, δεν θα του περάσει; Χρυσό θα τον κάνουμε να μας πει;»
«Ναι, έτσι είναι μάλλον» συμφώνησε ο Παντελής, κοιτάζοντας τον Διαβολάκο λίγο πιο καχύποπτα απ’ ό,τι συνήθως.
«Εγώ σας λέου, ότι ο Σπύρος κάτι μας κρύβει» επέμεινε ο Οφίτσιος, «και πιστεύω ότι πρέπει να καλέσουμε τον αστυνόμο»
«Ρε δεν πα να καλέσετε και τον Ιησού Χριστό, εγώ στο χωριό δεν ξανάρχομαι» αγρίεψε ο διαβολάκος.
Ο Σούλης όμως σαν πιο πονηρός τον πλησίασε και τον πήγε λίγο μακριά απ’ τους υπόλοιπους για να του ψιθυρίσει: «Ρε μπας κι έγινε τίποτα με τον Λάμπρο;»
Η σιωπή του Διαβολάκου τον έκανε να καταλάβει ότι είχε κάνει διάνα. Όταν γύρισαν πίσω στο χωριό και μαθεύτηκε το νέο, πιάσανε τον Λάμπρο και του τα ψάλανε.
«Εσύ σοβαρός άνθρωπος κάθεσαι κι ασχολείσαι με το Διαβολάκο; Είναι δυνατόν;» του ‘πανε.
«Αμ, δεν ξέρετε τι αλεπού είναι αυτός» αμύνθηκε ο Λάμπρος.
«Γιατί ρε, τι έγινε, σου πήδησε τη γυναίκα;» συνέχισαν το τσίγκλημα οι άλλοι.
«Παρ’ ολίγο» τους απάντησε και τους είπε εμπιστευτικά ότι τον έπιασε με τα περιοδικά του στο χέρι. Τότε όρμηξαν όλοι πάνω του να τον ρωτάνε αν είχε κι άλλα, αν ήξερε από πού να παραγγείλουν και τέτοια. Τους επανέφερε βάζοντας μια δυνατή φωνή, κι έπειτα τον γιουχάισαν λέγοντάς του «κάπου θα σου ξέπεσαν ρε κακομοίρη. Σιγά μην κοίταζε η γυναίκα σου πώς να κρατάει αναμμένο τον Διαβολάκο. Κουτορνίθι ε κουτορνίθι».
Από εκείνη την ημέρα και μετά εγκαινιάστηκε μια περίοδος εκεχειρίας μεταξύ της Νίτσας και του Λάμπρου. Η επόμενη φορά που μάλωσαν βέβαια ήταν και η χειρότερη όλων, καθώς η Νίτσα απέβαλλε απ’ το ξύλο το τρίτο της παιδί.
Ο Νικόλας επέστρεψε στο σπίτι απ’ την πίσω πόρτα, αποφεύγοντας επιδέξια τον τελευταίο σκόπελο που ήταν οι γρίλιες του απέναντι σπιτιού, οι οποίες μισοέκρυβαν το άγρυπνο μάτι της Θανάσως. Η γυναίκα αυτή, ήταν ανέκαθεν η φοβέρα των παιδιών του χωριού και φημιζόταν για τις μαγικές της ικανότητες. Έβγαινε απ’ το σπίτι της δυο ή τρεις φορές τον χρόνο, για να πάει στο νεκροταφείο και ζούσε χωρίς ηλεκτρικό. Ήταν η πιο ψηλή γυναίκα του χωριού, αλλά με τα χρόνια είχε κοντύνει κι είχε αποκτήσει μια τεράστια καμπούρα. Οι κακές γλώσσες την ήθελαν να είναι μάγισσα, ενώ μερικοί υποστήριζαν ότι απλά ήταν αλλοπαρμένη. Κάποιοι πίστευαν ότι έγινε έτσι όταν έχασε σ’ έναν πόλεμο τόσο τον άντρα όσο και τον γιο της, ενώ άλλοι λέγανε ότι ίσως και να τους είχε σκοτώσει η ίδια. Κανείς όμως δεν ήξερε με σιγουριά καθώς ποτέ δεν είχαν δει αν όντως η γυναίκα είχε άντρα και γιο. Ένας που καμωνόταν ότι γνώριζε πρόσωπα και πράγματα διατεινόταν με θέρμη ότι ήταν μια μοιραία γυναίκα κι ότι όσοι άντρες την αγάπησαν πήγαν εκεί που πάνε και οι άλλοι.
Οι πιο σοφοί χωριανοί όμως λέγανε «ποτέ μην ακούς μόνο έναν».
Και για την Θανάσω είχανε ειπωθεί πολλά, σχεδόν αμέτρητα. Τι τραγουδίστρια σε καμπαρέ, τι πόρνη, τι γυναίκα Κροίσου είπαν ότι ήταν στα νιάτα της. Τι χορεύτρια σε χαρέμι, τι κατάσκοπος στα ώριμα χρόνια της, ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου η Θανάσω το είχε κάνει. Είχε λείψει και για τουλάχιστον είκοσι χρόνια απ’ το χωριό… Πρέπει να είχε φύγει με τη μάνα της, όταν τις εγκατέλειψε ο πατέρας της ο Θανάσης, απ’ τον οποίο της είχανε κολλήσει και το παρατσούκλι. Δεν ήταν μικρή τότε, γύρω στα είκοσι, θυμούνται οι μεγαλύτεροι. Από τότε χάνονται τα ίχνη της. Μια την είδαν στην Μελβούρνη, μια στη Σαγκάη, άλλη στην Κυψέλη και στο Ισραήλ. Η Θανάσω σύμφωνα με τα όσα έλεγαν οι συγχωριανοί της θα πρέπει να γύρισε όλο τον κόσμο. Η ίδια ουδέποτε μίλησε σε κανέναν για το παρελθόν της. Τη μέρα που γύρισε πίσω, με ένα σάκο όλο κι όλο, έκανε σαφές ότι δεν θα της έπαιρνε κουβέντα κανείς. Γενικά, ποτέ δεν ανοίχτηκε σε κανέναν στο χωριό. Τα ψώνια της ήταν μετρημένα, πλήρωνε πάντα τοις μετρητοίς, αλλά στον μικρό που της τα έφερνε απ’ του Γόνη, δεν έλεγε ούτε ευχαριστώ. Αντίθετα, έβγαζε το χέρι απ’ την πόρτα, κι άρπαζε αμέσως τη σακούλα σαν αρπακτικό, πετώντας ταυτόχρονα τα χρήματα κάτω. Ο μικρός τα μάζευε από κάτω προσπαθώντας κάθε φορά να κλέψει μια μικρή εικόνα απ’ το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά η χαραμάδα της πόρτας έκλεινε τόσο γρήγορα που έμενε πάντα ανικανοποίητος, έχοντας δει, ως συνήθως, μόνο λίγο σκοτάδι. Απ’ την άλλη βέβαια δεν πείραξε ποτέ κανέναν. Κάποιες γυναίκες μπαινόβγαιναν στο σπίτι της, νύχτα, μα καμιά δεν κατονομάστηκε ανοιχτά. Κανείς επίσης δεν ήξερε, ή δεν μπήκε στον κόπο να μάθει, γιατί η Θανάσω φορούσε πάντοτε, τις δυο φορές που έβγαινε απ’ το σπίτι της, ένα λευκό φουστάνι. Ή τι έκανε φερ’ ειπείν με τα σκουπίδια της, εφ’ όσον κανείς δεν την είχε δει να τα πετάει.
Το μυστήριο της Θανάσως έμενε άλυτο για παραπάνω από δέκα χρόνια, αλλά κανείς δεν φαινόταν διατεθειμένος να καταπιαστεί μαζί του. Κάτι η άχλη απ’ τα μάγια, κάτι η παθητικότητα του αντρικού πληθυσμού, επέτρεπε στην ιδιότροπη γυναίκα να επιβιώνει χωρίς να την ενοχλεί κανείς. Εκτός ίσως από μερικά πιτσιρίκια, που της πετούσαν πέτρες στα κεραμίδια και εισέπρατταν μετά μερικά δυνατά χουγιάσματα, που τα έβλεπαν το βράδυ στον ύπνο τους και χέζονταν απ’ τον φόβο.
Τα ίδια παιδιά μόλις μεγάλωναν θα απέβαλλαν τον φόβο τους για το σκοτάδι, τον φόβο τους να μην κατουρηθούν ή να μην τα πιάσει κανείς να κλέβουν καραμέλες απ’ το μαγαζί του Στέλιου, αλλά ο φόβος της Θανάσως θα ήταν ανεξίτηλος πάντα εκεί. Η ατυχία του Νικόλα ήταν ότι την είχε ακριβώς δίπλα του. Αν κάποιο βράδυ δεν έκανε τον μικρό ελιγμό που απαιτούσε ο δρόμος του, και έβλεπε έστω μερικά εκατοστά απ’ το παράθυρό της, τότε ήξερε ότι η επομένη θα ήταν μια μαύρη μέρα. Άλλοτε πάλι, το μεσημέρι συνήθως, έπιανε το βλέμμα του να κατευθύνεται προς το σπίτι της χωρίς πραγματικά να ξέρει γιατί. Σαν να μαγνητιζόταν το πρόσωπό του και υπακούοντας σε μια αόρατη δύναμη, να στρεφόταν εκεί που βρισκόταν ένας απ’ τους μεγαλύτερους φόβους του. «Ή και η μεγαλύτερη πρόκληση, ποιος ξέρει;» σκέφτηκε κλείνοντας τα μάτια του επιτέλους για να κοιμηθεί.
Στο νου του όμως κάτι στριφογυρνούσε επίμονα. Έβλεπε ότι όσο περνούσε ο καιρός γινόταν όλο και πιο δύσκολη η μετακόμισή του στην Αθήνα. Οι πιθανότητες να γιατρευτεί η Σουλίτσα συρρικνώνονταν μέρα με τη μέρα, αυτό το ήξερε καλά κι ο ίδιος. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί όμως, γιατί θα φαινόταν ότι ήθελε να πάει στην πόλη απλά για διασκέδαση, πράγμα βέβαια που δεν ήταν καθόλου μακρινό απ’ τις πραγματικές του προθέσεις, αν κι αυτό που μύχια ήθελε πιο πολύ ήταν μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία σε οτιδήποτε, ο Νικόλας ήταν καλός σ’ όλα. Αρκεί να τον ζητούσαν κι εκείνος για να τα καταφέρει θα έδινε τον καλύτερό του εαυτό. Ήξερε ότι δεν θα απογοήτευε κανέναν. Ολόκληρο χωριό είχε να το λέει. Ο Νικόλας έκανε τα πάντα πρόθυμα, με το χαμόγελο στα χείλη. Και τα έκανε καλά, όχι σαν μερικούς μερικούς, σαν τον Στέλιο, που μισή μέρα τρύγαγε και μισή κοιμόταν. Μια ευκαιρία.
«Τι είναι μια ευκαιρία ρε γαμώτο;» αναρωτήθηκε παραπονεμένα μέσα απ’ τα σκεπάσματά του. «Σ’ όλους δίνεται. Ακόμα και στον μπάρμπα μου τον Μπλακ, δόθηκε μια και βγήκε απ’ την φυλακή, γιατί να μη δοθεί και σε μένα, δεν την αξίζω; Ο πατέρας όλο λέει ότι μόνο η σκληρή δουλειά επιβραβεύεται σ’ αυτόν τον κόσμο. Γιατί λοιπόν να μην πάρω μια μικρή προκαταβολή τώρα; Λίγο έχω δουλέψει ως τώρα; Τι στο διάλο, γιατί δεν μπορώ να φύγω, τι μ’ εμποδίζει ρε γαμώτο; Μπας και είμαι όντως μαλάκας όπως λέει ο Σούλης; Μήπως δεν το θέλω πολύ; Α, θα μου στρίψει. Αν δεν κάνω κάτι σύντομα, την έχω βαμμένη. Αυτοί εδώ σε λίγο θα με κάνουν να πιστέψω ότι είμαι ανίκανος να πάω μόνος μου στην Αθήνα. Κι εγώ πρέπει να τους αποδείξω ότι μπορώ να πάω και χωρίς ασθενοφόρο. Τι σόι άντρας είμαι; Ρε μπας και δεν είμαι καλά; Μήπως είμαι άρρωστος και μου το κρύβουν; Κάποιο λόγο θα ‘χουν για να με καθυστερούν με τις παλιοδουλειές τους, δεν εξηγείται αλλιώς…»
Απ’ την ένταση της σκέψης του είχε ιδρώσει, γι’ αυτό σηκώθηκε και βγήκε έξω στο κεφαλόσκαλο να κάτσει. Αν ζούσε η μάνα του θα του έλεγε να μπει μέσα για να μην κρυώσει, ή να ρίξει κάτι επάνω του, αυτός όμως δεν την απολάμβανε καθόλου την ελευθερία του. Σκεφτόταν τι καλά θα ήταν να ερχόταν κάποιος να του πει να προσέξει μην κρυώσει, κι ως εκ θαύματος εμφανίστηκε η Κρυσταλία η κόρη του Μήτσου. Του έριξε το σάλι της στους ώμους και κάθισε ήσυχα δίπλα του. Χωρίς να χάσει χρόνο τού είπε ότι τον αγαπά κι ότι θέλει να τον παντρευτεί και να κάνει παιδιά μαζί του, κι έπειτα τον ρώτησε αν θα του άρεσε μια τέτοια ιδέα.
Ο Νικόλας χάιδεψε λίγο το μέρος όπου είκαζε ότι βρίσκεται η καρδιά και της είπε με φωνή σχεδόν τραγουδιστή, ότι αν και ήταν νέος για κάτι τέτοιο, θα καθόταν λίγο να το σκεφτεί και μετά θα της απαντούσε. Έδειχνε ψύχραιμος, σαν να το περίμενε, αλλά και η Κρυσταλία, για τα δεκαπέντε της χρόνια δεν πήγαινε πίσω. Εκείνος τη ρώτησε αν το ήξερε κανείς, και τι πίστευε ότι θα γινόταν αν το μάθαινε ο πατέρας της, κι αυτή απάντησε ότι αν δεν συμφωνούσουν οι άλλοι, θα μπορούσαν ακόμα και να κλεφτούν. Ο Νικόλας τότε τη διέκοψε απότομα, της έπιασε το χέρι και της πρότεινε να κοιτάξουν μαζί τον ουρανό. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει.
Ακριβώς την ίδια ώρα, σύμφωνα πάντα με τον Νικόλα, ο πατέρας του σηκώθηκε αθόρυβα απ’ το κρεβάτι, προχώρησε ως την κουζίνα, κι εκεί, στην προσπάθειά του να πιει ένα ποτήρι νερό σκόνταψε σ’ ένα κοντό καρεκλάκι με αποτέλεσμα τη βίαιη πτώση του. Η Κρυσταλία με το που άκουσε τον κρότο, βιάστηκε να φύγει, ενώ ο Νικόλας έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Στην αρχή δεν κατάλαβε πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση, γιατί ήταν πολύ σκοτεινά μες στην κουζίνα.
«Μπαμπαά» ψιθύρισε για να μην ακούσει η Σουλίτσα.
Αυτό που τον έκανε να ανησυχήσει ήταν ένα μικρό αγκομαχητό, κάτι που δεν είχε ξανακούσει απ’ τον πατέρα του παρά μόνο όταν μικρός του πατούσε την πλάτη. Μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να βρεθεί δίπλα του, και καθώς πήγαινε να τον πιάσει πανικός, σκέφτηκε να ανάψει το φως. Αίφνης είδε τα πόδια του πατέρα του να προεξέχουν απ’ την άλλη μεριά του τραπεζιού. Πλησίασε αργά, σαν να περίμενε να δει κάτι αποτρόπαιο, και μόλις έφτασε στην άκρη του τραπεζιού, είδε τον πατέρα του μπρούμυτα, μ’ ένα τραύμα στο κεφάλι και γύρω να πλέει σε μια λίμνη αίματος. Τον γύρισε ανάποδα, και ίσα που τον άκουγε να αναπνέει. Μέχρι όμως να ζητήσει βοήθεια, ο πατέρας του είχε ξεψυχήσει.
Ο Νικόλας έλεγε πάντα και με κάθε ευκαιρία ότι τα θυμόταν όλα πολύ καλά κι ας του λέγανε οι άλλοι ό,τι τους κατέβαινε στο κεφάλι. Θυμόταν επακριβώς ποιοι ήρθαν πρώτοι στο σπίτι, ποιος φώναξε τον γιατρό, τι είπε ο γιατρός μόλις είδε το τραύμα στο κεφάλι του πατέρα του, θυμόταν τον παπα-Στάθη που ήρθε κι αυτός σαν υπνοβάτης να πει δυο κουβέντες και να φύγει γρήγορα μην χάσει καμιά ώρα απ’ τον ύπνο του, τα πάντα τα θυμόταν με λεπτομέρειες. Τη Σουλίτσα, που τη βοήθησε να φορέσει ένα μαύρο φουστάνι της μάνας τους, κι έπειτα που την έβαλε να φτιάχνει καφέδες για τους ανθρώπους που έρχονταν. Τις γυναίκες που φρόντισαν τον πατέρα του. Πώς τον καθάρισαν απ’ τα αίματα, πώς τον έντυσαν και πώς τον ξάπλωσαν με σταυρωτά τα χέρια στο κρεβάτι. Απ’ εκείνο το βράδυ κι όσο περνούσε ο καιρός, οι μνήμες του, γίνονταν όλο και πιο έντονες. Μπορεί ο πατέρας του να ξεθώριαζε, αλλά το βράδυ του θανάτου του, φωτιζόταν διαρκώς από νέες γωνίες, νέες λεπτομέρειες αναδύονταν στην επιφάνεια, νέα περιστατικά προσθέτονταν στα παλιά, ώσπου η εμπειρία με τον νεκρό πατέρα έγινε ένα μικρό έπος. Άγνωστο το πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν αναγκαστικά το άψυχο σώμα παρέμεινε στο σπίτι για άλλη μια νύχτα. Αφού δεν ήθελε ο παπα-Στάθης να τον κηδέψει Κυριακή, τον κράτησαν όλο το Σαββατοκύριακο μέσα. Κάτι που διέφυγε της προσοχής του Νικόλα, ήταν το ποιος του έδωσε εκείνο το μαύρο κουστούμι. Και κάτι άλλο. Ποιος πήρε τα μέτρα για το φέρετρο. Μέσα στην αναμπουμπούλα της στιγμής, ο Νικόλας έχασε αυτές τις δυο μικρές λεπτομέρειες. Αργότερα κατέληξε σε δυο εκδοχές –τις οποίες απέρριψε μετά- σύμφωνα με τις οποίες, απ’ τη μια στέκονταν οι καλοί συγχωριανοί του που τσόνταραν λεφτά για να του πάρουν το κουστούμι, αναλαμβάνοντας παράλληλα και τα έξοδα της κηδείας, συμπεριλαμβανομένων πάντα και των μέτρων, κι η άλλη ήταν ο μαφιόζος ο θείος του. Η αλήθεια που ανακάλυψε τυχαία κάποια μέρα κοιτάζοντας τα πράγματα του πατέρα του, ήταν ότι για όλα τα’ άλλα είχε φροντίσει ο ίδιος. Μπορεί για το κουστούμι και για τα μέτρα να μην είχε προνοήσει, αλλά σε μια κρύπτη που είχε σκάψει κάτω απ’ το κρεβάτι του είχε αφήσει έναν φάκελο με χρήματα που έξω έγραφε «Για τον πρώτο καιρό». Σ’ ένα συρτάρι είχε αφήσει κι ένα μικρό σημείωμα, όπου έγραφε με τα κολλυβογράμματά του: «Να προσέχεις». Ήταν τόσο σχολαστικός στις έσχατές του στιγμές, που αποδείχτηκε μετά ότι μέχρι και τον τάφο του είχε αγοράσει ο αθεόφοβος, σαν να ήθελε να πει στο γιο του, «κοίτα να δεις, εγώ δεν σου αφήνω κανένα χρέος. Από δω και πέρα, αναλαμβάνεις ολοκληρωτικά εσύ».
Τα τελευταία χρόνια οι θάνατοι στο χωριό ήταν ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. Τώρα πια δεν πέθαιναν μόνο οι γέροι, που ήταν έτσι κι αλλιώς πολλοί, αλλά και οι νέοι. Άλλος με το τρακτέρ, άλλος με το όνειρο της Πόρτσε, κι άλλος από καρδιά ή από καρκίνο, σιγά σιγά ο πληθυσμός λιγόστευε, χωρίς όμως να ανανεώνεται με τον ίδιο ρυθμό. Ο χάρος βρισκόταν συνέχεια απασχολημένος απ’ τον Μαγκλαβά και κάτω, αλλά οι πελαργοί δύσκολα ξεκουνούσαν να περάσουν απ’ τα ίδια μέρη. Μια χρονιά μάλιστα σημειώθηκαν στο ληξιαρχείο που κρατούσε ο Οφίτσιος στην κοινότητα, δεκαπέντε θάνατοι και μόλις δυο γεννήσεις. Σ’ ένα χωριό που με βία έπιανε τις πεντακόσες με εξακόσες ψυχές, οι υπολογισμοί δεν ήταν καθόλου ευοίωνοι. Παρ’ όλ’ αυτά κάποιοι εξακολουθούσαν να αισιοδοξούν, κρούοντας την ίδια στιγμή τον κώδωνα του κινδύνου. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο παπα-Στάθης.
«Χριστιανοί» έλεγε μες στη σούρα του, «υπανδρευτείτε γιατί άλλως χανόμαστε. Σπεύσατε να εντοπίσετε το προσφιλές άτομο του άλλου φύλου, κι ελάτε μαζί του εις την εκκλησίαν να σας χορέψω τον χορόν του Ησαΐα. Κι έπειτα, μετά του ετέρου σας ημίσεως τεκνοποιήσατε αγαπητά μου τέκνα, γιατί άλλως χανόμαστε. Θα έλθουν οι Βουλγάροι και αι Βουλγάραι στο χωρίον μας, οι Αλβανοί και αι Αλβαναί, και θα μας κατακτήσουν αναιμάκτως».
Χρόνια τα έλεγε αυτά ο παπα-Στάθης αλλά τον κορόιδευαν. Όταν άρχισε να τα λέει κι ο Πρόεδρος όμως, τα πράγματα σοβάρεψαν.
«Αν του χρόνου δεν φτάσουμε τους εξακοσίους, την χάσαμε την κρατικήν επικουρία για φέτος» έλεγε κάθε χρόνο ο Πρόεδρος, ανεβάζοντας κάμποσο το νούμερο, μπας και τρομοκρατηθούν οι χωριανοί, και γεννήσουν κανέναν άνθρωπο. Κρατική επικουρία βεβαίως δεν υφίστατο, αυτό ήταν ένα ψέμα που είχε επινοήσει ο ίδιος, προκειμένου να καταχράζεται κάποια μικροποσά της κοινότητας, τα οποία μοιραζόταν με τον Οφίτσιο, τον γραμματέα της κοινότητας. Υποτίθεται ότι τα λεφτά μαζεύονταν για να φτιαχτεί κάποια μέρα αποχετευτικό σύστημα. Αλλά καθώς μειωνόταν ο αριθμός των κατοίκων του χωριού, μειωνόταν και το κονδύλι της κυβέρνησης. Εξαπατώντας τους βέβαια, τους έκανε κι ένα καλό. Καθώς οι ίδιοι δεν είχαν καμία όρεξη να καλλιεργούν τα χωράφια τους, βολεύτηκαν με την άφιξη των πρώτων ξένων. Τους πλήρωναν πολύ λίγα, κι εκείνοι μην έχοντας στον ήλιο μοίρα, δούλευαν σαν τα σκυλιά. Σταδιακά έρχονταν όλο και περισσότεροι, επιβεβαιώνοντας τον παπα-Στάθη, κι αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις. Μετά, εμφανίστηκε μια μικρή ομάδα τεσσάρων ατόμων, που λήστεψε καμιά δεκαριά σπίτια και οι χωριανοί αγρίεψαν. Με τη συγκατάθεση του Προέδρου, του παπα-Στάθη και τη βοήθεια του ίδιου του αστυνόμου, βγήκαν με τις καραμπίνες που είχαν για το κυνήγι, και τους αναζήτησαν σε μια ακτίνα δέκα χιλιομέτρων γύρω απ’ το χωριό. Οι προσπάθειες ενός ολόκληρου μήνα απέβησαν άκαρπες, αλλά μια μέρα τυχαία, με τη μέθοδο της ενέδρας πιάσανε δυο απ’ αυτούς και τους φυλάκισαν στο ετοιμόρροπο, εδώ και χρόνια, κτίριο της αστυνομίας του χωριού. Στο ερείπιο, που είχε κι ένα κελί στο υπόγειο, έναν κανονικό παράδεισο των τρωκτικών δηλαδή, πέταξαν τους δυο συμμορίτες. Άντεξαν μόνο μια ώρα: ομολόγησαν πού κρύβονταν οι υπόλοιποι, κι αφού τους μάζεψαν όλους, τους πέταξαν κακήν κακώς σ’ ένα φορτηγό, συνοδεία του αστυνόμου και τους φυγάδεψαν στην Αθήνα. Τους υποσχέθηκαν ότι αν τους ξαναέβλεπαν στο χωριό θα τους έκοβαν το κεφάλι. Τα κλοπιμαία βέβαια είχαν κάνει φτερά. Για περίπου έναν χρόνο, οι χωριανοί ήταν πολύ καχύποπτοι με τους ξένους. Βλέποντας όμως τα χωράφια τους να μαραίνονται και τα εισοδήματά τους να εξαφανίζονται, αναγκάστηκαν να γίνουν πιο ελαστικοί. Με τον καιρό οι ξένοι ενσωματώθηκαν, έφτιαξαν σπιτικά, μάθανε τη γλώσσα, κάνανε και παιδιά και τα πήγαν και στο σχολείο.
Εν πολλοίς ήταν οι ξένοι αυτοί που στήριζαν την ντόπια οικονομία. Ποιοι καλλιεργούσαν τις ελιές, τα αμπέλια, τις κούκλες και τα χασίσια; Ποιοι έκαναν όλες τις επισκευαστικές εργασίες στο χωριό; Μήπως οι χωριανοί; Πού να προλάβουν αυτοί; Μια στο καφενείο και μια στην ταβέρνα, πάει η ημέρα τέλειωσε, αύριο πάλι. Ενώ οι ξένοι, «φιλοχρήματοι… και άπληστοι… για το χρήμα ήταν ικανοί ακόμα και να μην κοιμηθούν για έναν ολόκληρο μήνα. Και τη μάνα τους ακόμα μπορούν να πουλήσουν για να βάλουν ζεστό παρά στην τσέπη», λέγανε οι χωριανοί. «Δεν έχουν αξίες βλέπεις. Μόνο τα λεφτά τούς νοιάζουν. Βάζουν τα παιδιά τους και δουλεύουν σα σκυλιά από οχτώ χρονών, και οι γυναίκες τους, αν δεν ξέρουν κάποια τέχνη, γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και κάνουν οικιακές δουλειές. Ό,τι κι αν τους πεις να κάνουν θα το κάνουν, αρκεί να πληρωθούν. Δουλεύουν σαν σκυλιά, και τι καταλαβαίνουν; Πάλι στο ίδιο σημείο μένουν». Έτσι σκέφτονταν οι χωριανοί, και κάτι τέτοια έλεγαν μεταξύ τους, όταν πια ήταν σίγουροι ότι θα γίνουν οι δουλειές τους. Βέβαια είχαν δίκιο ως προς το ότι οι ξένοι, όσο κι αν δούλευαν, δεν κατάφερναν να κάνουν και πολλά. Ήταν τόσο χαμηλές οι αμοιβές που τους έδιναν, που τους έφταναν ίσα ίσα για να συντηρήσουν τα σπίτια τους. Επιπλέον, όλοι τους έκαναν οικογένειες και δεν σταματούσαν ποτέ στο ένα ή στα δυο παιδιά, οπότε είχαν πάντα πολλά στόματα να θρέψουν. Ένα άλλο μέρος των απολαβών τους επίσης, πήγαινε στην χώρα απ’ όπου κατάγονταν, σε κάποιο ανήμπορο γονιό, σε μια πολύτεκνη αδελφή ή κάποιον αναξιοπαθούντα γείτονα. Αυτά οι χωριανοί προτιμούσαν να μην τα ξέρουν. Ο βαθμός εξοικείωσής τους με τους ξένους μπορεί να μεγάλωνε, το ειλικρινές τους ενδιαφέρον ωστόσο παρέμενε πάντα ίδιο. Κατ’ αρχήν, δεν αποδέχτηκαν κανένα κουσούρι τους. Τους πίεσαν επίμονα, άλλοτε «με τον τρόπο τους» κι άλλοτε πιο αυταρχικά, να ευθυγραμμιστούν με τα ήθη και τα έθιμα του χωριού. Αντί να τους δώσουν λίγο χώρο να ασκήσουν κι αυτοί λίγα απ’ τα δικά τους και να χαρούν, τίποτα. Εν πάση περιπτώσει, μικρό το κακό. Εδώ άρχισαν να τους παρέχουν και τη νόμιμη ασφάλιση, αυτό θα τους πείραζε; Μερικοί απ’ αυτούς επωφελούνταν από την καλοψυχία των εργοδοτών τους ποικιλοτρόπως, άλλος έπαιρνε δώρο κανέναν κόκορα, άλλος κανένα μπιτόνι λάδι, ή καμιά καλή κουβέντα στην ταβέρνα. Εκεί όμως που τα πράγματα δεν άλλαξαν ποτέ ήταν στα σπίτια μέσα. Ποτέ κανένας χωριανός δεν κάλεσε στο σπίτι του έναν ξένο, να τον τρατάρει ένα ποτήρι κρασί ή ένα γλυκό του κουταλιού, και να καθίσουν να τα πουν ως ίσος προς ίσο. Οι άντρες μπορούσαν να συναντηθούν μόνο στο καφενείο ή στην ταβέρνα, και οι γυναίκες στα ψώνια ή σε κάποιο πανηγύρι. Μπορεί ο ξένος να κοίταζε τη μάνα ή τον πατέρα του χωριανού, μέχρι τη στιγμή που θα ξεψυχούσε στα ίδια του τα χέρια, μπορεί να ξεσκάτιζε τα παιδιά του, ή τη γυναίκα του, ή ακόμα και τον ίδιο, αλλά ποτέ δεν είχε τα ίδια δικαιώματα, ήταν πάντα ο ξένος. Ακόμα κι αν είχε καταφέρει με την πολλή δουλειά και την οικονομία να αγοράσει σπίτι και να εγκατασταθεί νόμιμα και μόνιμα στο χωριό, ήταν ο ξένος. Πολλές φορές αναγκαζόταν ακόμα και να ελληνοποιήσει το όνομά του, για να μην χτυπάει άσχημα στους άλλους, τους μη ξένους. Έτσι στη δουλειά ήταν ο Τίμος, ο Λάζαρος, ο Βλαδίμηρος, αλλά αμέσως μετά γινόταν ο Βούλγαρος, ο Ρουμάνος, ο Ρωσοπόντιος. Τα δικαιώματά του τελείωναν εκεί που άρχιζαν εκείνα των χωριανών. Οι υποχρεώσεις του; Αδιαπραγμάτευτες. Αν ερχόταν σε συνεννόηση με τους άλλους και δεν τον κυρίευε σ’ ό,τι κι αν έκανε ο φόβος, και σήκωνε λίγο το κεφάλι, θα έκανε τους χωριανούς, μαζί πάντα με τους άλλους, κυριολεκτικά μια χαψιά. Δεν υπερτερούσαν αριθμητικά, όχι ακόμα τουλάχιστον, αλλά η δύναμή τους θα εξόντωνε τη νωθρότητα των ντόπιων στο άψε σβήσε. Μέχρι να πάρουν τις κοιλιές τους οι άλλοι, και να καταλάβουν τι έγινε, οι ξένοι θα τους είχαν πάρει ως και τα σώβρακα. Ήταν φοβισμένοι άνθρωποι της βιοπάλης όμως. Σπάνια εξοργίζονταν με κάποιον ντόπιο, παρ’ όλο που αν ήθελαν θα είχαν άπειρες αφορμές. Και πάντα μα πάντα στο τέλος κυριαρχούσε η λογική, γιατί ήξεραν καλά ότι ένα μικρό στραβοπάτημα σήμαινε απέλαση απ’ το χωριό. Όποιος απ’ αυτούς είχε την ατυχία να μην τον έχουν πάρει με καλό μάτι, έπρεπε να προσέχει πιο πολύ. Γενικά αυτό που τους ένωνε όλους, αν και δεν έδειχναν ποτέ να έχουν ομοψυχία, ήταν το ότι έπρεπε πάντα να είναι πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα. Μόνο έτσι πίστευαν ότι θα κέρδιζαν την εμπιστοσύνη των χωριανών, πράγμα που επιβεβαιώθηκε μόνο εν μέρει. Γιατί απλά δεν προήχθησαν ποτέ. Τις ίδιες δουλειές που έκαναν στην αρχή συνέχιζαν να κάνουν και μετά. Τα μεροκάματα δεν ανέβαιναν παρά ελάχιστα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να γίνουν ιδιοκτήτες ούτε ενός μικρού έστω χωραφιού, το κέρδος του οποίου θα ήταν αποκλειστικά δικό τους. Εκτός των καθαρά αγροτικών εργασιών, μερικοί απασχολούνταν και σε παραπλήσιες εργασίες. Μιας κι έπιαναν τα χέρια τους, αυτοί έφτιαχναν τα υδραυλικά όταν χαλούσαν, αυτοί επισκεύαζαν τις ηλεκτρικές συσκευές, τα έπιπλα, τις μηχανές, αυτοί έβαφαν τα σπίτια, αυτοί καθάριζαν τους κήπους, αυτοί κι οι γυναίκες τους καθάριζαν τα σπίτια, αυτοί έφτιαχναν τους φράχτες, αυτοί επιδιόρθωναν τα παπούτσια, αυτοί μαγείρευαν, αυτοί έριχναν τις ενέσεις στους γέρους, αυτοί φρόντιζαν τους ανήμπορους, αυτοί έσκαβαν τους τάφους κι αυτοί μετέφεραν τους νεκρούς.
Τον πατέρα του Νικόλα τον κατέβασαν κάτω, στον άλλο κόσμο ο Τίμος κι ο Λάζαρος, δυο φιλήσυχοι οικογενειάρχες, που δεν είχαν δημιουργήσει ποτέ θέμα στο χωριό. Ψηλοί, αγέρωχοι με κάτι χέρια σαν αξίνες, κρατούσαν το φέρετρο γερά, για να τ’ ανοίξει ο Λιούμης ο νεοκόρος και να λύσει τα χέρια του πεθαμένου, ν’ αγγίξει ο Νικόλας τον πατέρα του για τελευταία φορά, να κλείσει το καπάκι, και μετά με δυο μεγάλες τριχιές, να τον βυθίσουν στο χώμα.
Καθώς δεν είχε κάποιον άλλο στενό συγγενή εκτός του Μπλακ, για να διευθύνει τα πράγματα μετά την τελετή, ανέλαβαν αυτόκλητα μερικές γυναίκες του χωριού. Πίσω στο σπίτι, αφού σερβιρίστηκαν και ήπιαν όλοι τον καφέ και το κονιάκ τους, είδαν σύντομα τη δυσφορία στο πρόσωπο του Νικόλα κι έφυγαν πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι γενικά συνηθιζόταν σε αυτές τις περιπτώσεις. Η κούραση απ’ το ξενύχτι των δυο προηγούμενων βραδιών ήταν τρομερή, αλλά είχε να σκεφτεί τι θα έκανε στο μέλλον.
Ήταν πλέον ορφανός. Και το μόνο πράγμα που τον κράταγε στο χωριό ήταν η Σουλίτσα. Ως εκείνη την ώρα, είχε καταφέρει πολλά, μα δεν ήθελε με τίποτα να το παραδεχτεί. Για ποιο πράγμα να υπερηφανευτεί; Για το ότι ήταν αγαπητός στο χωριό; Πώς να είναι βέβαιος κανείς, όταν ζει σ’ ένα χώρο που θριαμβεύει το συμφέρον; Πώς θα μπορούσε να ξέρει αν τον αγαπούσαν πραγματικά ή απλά του έδειχναν εκτίμηση για να συνεχίζουν να τον εκμεταλλεύονται; Ο Νικόλας δεν ήταν καχύποπτος από γεννησιμιού, ούτε είδε ποτέ τους ανθρώπους με μισό μάτι, αλλά τώρα που ήταν μόνος ένιωθε ότι έπρεπε να αναθεωρήσει. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, απ’ το να βάλει μια διορία. Αν δεν άλλαζε κάτι μέσα στον επόμενο μήνα, θα πήγαινε μια ώρα αρχύτερα στην Αθήνα. Δεν τον ένοιαζε τίποτα, ας μην είχε αρκετά λεφτά, κι ας έτρωγε εκεί το κεφάλι του. Αυτός θα έφευγε και θ’ άλλαζε την παράδοση. Τι μπορούσε όμως να περιμένει μέσα σ’ αυτό το μήνα; Στην ουσία, θα ήθελε μια καλή δουλειά, να για παράδειγμα να του δώσουν το παλιό μαγαζί του Σερφέτη, που ήταν τώρα ερείπιο, να το κάνει καφετέρια για νέους. Όμως ο πρόεδρος όταν το άκουσε του χαμογέλασε σαρδόνια και του είπε ότι η ιδέα του ήταν καλή, αλλά λεφτά δυστυχώς δεν υπήρχαν. Ο Νικόλας είπε ότι θα μπορούσε να απορροφηθεί κάποια επιδότηση, κι ο πρόεδρος είπε κατά λέξη «αποκλείεται, η προηγούμενη επιδότηση ήταν κατά τα φαινόμενα και η τελευταία». Άλλη δουλειά που θα μπορούσε να κάνει, θα ήταν ταχυδρόμος, αλλά τη θέση την καπάρωσε τελευταία ο γαμπρός του παπα-Στάθη, ο Ρεμούνδος με την τραχειοτομή. Μια αξιοπρεπή δουλειά ζητούσε, μακριά απ’ τα χτήματα και τις άλλες τις αγροτικές δουλειές, που τον κούραζαν μέχρι θανάτου. Όποτε το ‘λεγε σε τίποτα συνομήλικούς του τον παίρνανε στο δούλεμα.
«Έμαθα» του ‘λεγε ο ένας «ότι σύντομα θα φύγει ο αστυνόμος για την Αθήνα, τι λες σ’ ενδιαφέρει;»
Κι ο άλλος πρόσθετε αμέσως: «Όχι ρε, γιατί δεν πας να σε χειροτονήσει διάκο ο παπα-Στάθης; Πήγαινέ του καμιά μπουκάλα ουίσκι, κι είσαι εντάξει».
Ο Νικόλας δεν χαμπάριαζε από πειράγματα. Μόνο όταν του λέγανε κάτι για την οικογένειά του, και συγκεκριμένα για τη Σουλίτσα, τσαντιζότανε. Ό,τι άλλο κι αν άκουγε, απ’ το ένα αυτί έμπαινε, απ’ το άλλο έβγαινε.
Κάποτε, όταν θερίσανε την πρώτη κούκλα, του ζήτησαν να κάνει μια δουλειά, απ’ την οποία θα έβγαζε πολλά λεφτά. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να μεταφέρει δυο μεγάλες σακούλες δέκα χιλιόμετρα μακριά, ως το Παραδείσι. Αφού λοιπόν τελείωσε τη δουλειά γύρισε πίσω και ζήτησε τα λεφτά, αλλά οι μάγκες του εξήγησαν ότι τα λεφτά ήταν μέσα στις σακούλες. Εκείνη βέβαια δεν ήταν η πρώτη φορά που τον κορόιδευαν. Μια δυο φορές τον χρόνο, του έστηναν χοντρές πλάκες, γιατί ήξεραν ότι δεν παρεξηγιόταν. Έκανε λίγα μούτρα στην αρχή, αλλά μετά ήταν φίλος με όλους. Τόσο καλή καρδιά είχε ο Νικόλας. Δεν πα να τον έλουζαν με αυγά, να τον έστελναν να ρεζιλεύεται κάθε λίγο στην παπαδιά, να τον βάζουν χωρίς να το καταλαβαίνει να πίνει ούζο αντί για νερό, την επόμενη μέρα θα πήγαινε στα χωράφια τους να οργώσει, στους κήπους τους να καθαρίσει, στις μανάδες τους να ψωνίσει κι ούτω κάθ’ εξής.
Μα τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει παραπάνω από ελαφρώς. Τώρα, απ’ την πρώτη κιόλας μέρα που βγήκε απ’ το σπίτι φορούσε το μαύρο περιβραχιόνιο που είχε ράψει μαζί με τη Σουλίτσα. Τώρα άφηνε γένια πένθους, και οι συγχωριανοί του πλέον τον αντιμετώπιζαν σαν άντρα. Ακόμα κι ο ίδιος παρατήρησε ότι χόντρυνε η φωνή του, λες και μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα να είχε ωριμάσει και να γινόταν επιτέλους ενήλικος.
Η καρδιά του όμως, παρά τις αλλαγές αυτές, παρέμενε παιδική. Κι ο πόθος της μετανάστευσης στην Αθήνα, συνέχιζε αμείωτα να τον ταλαιπωρεί. Στο νου του έπαιζε μονάχα η φράση του μπάρμπα του, του Μπλακ, να τον προσκαλεί στο σπίτι του στην πόλη, Χιτώνος 18. Τώρα δεν τον εμπόδιζε κανείς. Ο πατέρας του μια ημέρα θα ήταν περήφανος που είχε ένα γιο εκεί κάτω. Αλλά αυτή η μέρα ίσως και να αργούσε, γι’ αυτό ο Νικόλας έσπευσε αμέσως να βρει δουλειά. Όλοι στο καφενείο τον υποδέχτηκαν με θέρμη, του πρόσφεραν καρέκλα και τον κέρασαν καφέ. Επειδή δεν είχε χρόνο για χάσιμο, τους είπε ότι ήθελε οπωσδήποτε μια δουλειά, κι ό,τι να ‘ναι. Ο μόνος που ανταποκρίθηκε ήταν ο Παντελής, ο οποίος ζήτησε απ’ τον πατέρα του να πληρώνει τον Νικόλα για να κουτσοασχολείται με ένα μικρό περιβολάκι που είχαν λίγο έξω απ’ το χωριό. Οι άλλοι συγχωριανοί, του είπαν ότι αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα, ότι όλα τα λεφτά τους τα ξόδευαν οι γυναίκες τους σε λούσα, κι ότι αν έπαιρναν μια δουλειά από κάποιο ξένο, εκείνος μετά τι θα έκανε, θα έκλεβε; Έτσι ο Νικόλας, συμβιβάστηκε με το περιβολάκι της οικογένειας του πατέρα του Παντελή, με μια δουλειά δηλαδή που με βία τον απασχολούσε δυο με τρεις ώρες την ημέρα. Τον υπόλοιπο χρόνο, έκανε δουλειές από ‘δω κι από ‘κει, αποκλειστικά για τις γυναίκες του χωριού, οι οποίες είτε τον πλήρωναν σε είδος, είτε με λίγα λεφτά. Επειδή δεν ήταν καθόλου τεμπέλης, μέσα σε δυο εβδομάδες, ο Νικόλας είχε βγάλει όσα υπολόγιζε ότι θα χρειαζόταν για να περάσει μια βδομάδα στην Αθήνα. Σε λίγο είχε βγάλει τα εισιτήρια για το λεωφορείο, καθώς κι ένα μικροποσό ασφαλείας. Το χωριό δεν έδειχνε καθόλου, παρ’ όλη την προκοπή του, να συμμερίζεται τις επίμονες προσπάθειές του. Όσο περνούσαν οι μέρες αποθρασύνονταν όλο και περισσότερο, μέχρι που αμέσως μετά τα εννιάμερα του πατέρα του, έφτασαν ένα βράδυ μερικοί μάγκες που ήταν τύφλα στο μεθύσι να προτείνουν στον Νικόλα να πάνε στο καινούργιο μαγαζί του Λούλη στο Παραδείσι. Τόσο μυαλό είχανε οι άντρες του χωριού, δεν έφτανε που δε σέβονταν τον άνθρωπο που πενθούσε λέγοντας μπροστά του, του κόσμου τις βλακείες, ήθελαν να τον σύρουν ως και στο νάιτ κλαμπ που μόλις είχε κάνει την εμφάνισή του στην περιοχή. Εκείνο το βράδυ ο Νικόλας ήπιε τον άμπακο. Τον κέρασαν οι πάντες μέσα στην ταβέρνα, ο Πίνουλας, ο Κλίβανος, ο Λιάς, ο Σούλης, ο Λάμπρος, όλοι. Και κάποια στιγμή, εντελώς απροσδόκητα ο Νικόλας άρχισε να τραγουδάει. Ήταν ένα τραγούδι παλιό, δημοτικό, κάτι σαν μοιρολόι, του οποίου όμως τα λόγια δεν ήξερε, κι ήταν αναγκασμένος να τα επινοεί εκείνη τη στιγμή. Ο Παντελής που ήταν δίπλα του, κόντεψε να βάλει τα κλάματα απ’ τη συγκίνηση, το ίδιο κι ο Κανέλος. Ίσως αυτό να ήταν το πιο σπαρακτικό τραγούδι που ακούστηκε ποτέ σ’ εκείνη την ταβέρνα, ένα τραγούδι βίαιο, που μιλούσε για την απουσία, για τους ανθρώπους που τους ρουφάει το χώμα κι έπειτα επάνω εκεί φυτρώνουν δέντρα με καρπούς πολύτιμους και γεύσεις μαγικές. Ένα τραγούδι για τη μοναξιά, την αίσθηση ότι ο κόσμος υπάρχει ερήμην σου, την αίσθηση ότι τα πάντα φθείρονται κι οδηγούνται ασυνόδευτα προς το τέλος. Η φωνή του Νικόλα, δυνατή και καθαρή σαν τα νερά του Νέδα, έκανε τα τζάμια της ταβέρνας να τρίξουν, και τους άντρες να ανατριχιάσουν. Θαρρείς πως δεν τελείωνε ποτέ εκείνο το τραγούδι. Στο μαγαζί είχε πέσει απόλυτη σιωπή. Το μοιρολόι έδωσε τη θέση του σ’ ένα αργό και σπαραξικάρδιο ζεϊμπέκικο, μια μελωδία που θύμιζε δεκάδες τραγούδια, αλλά ήταν μόνο ένα τραγούδι που σκάρωνε εκείνη τη στιγμή ο Νικόλας. Με το βρωμοτσίγαρο στο στόμα, όρθιος και κάθιδρος τραγουδούσε και ψευτοχόρευε τον πόνο να ‘σαι μόνος, να μην σε νοιάζεται κανείς, και να ‘χεις λόγο ύπαρξης μόνο για ν’ αναζητάς το δρόμο σου και να δίνεις ελπίδα στο αδέλφι σου.
Έκανε μια ταβέρνα μες στον καπνό, και στο νοσηρό φως της βρώμικης λάμπας, να σείεται απ’ το αίσθημα και τον πόνο του. Κάποιοι γέλασαν με τη σοβαρότητα που ‘χει ντυθεί το πρόσωπό του, άλλοι αδιαφόρησαν, μην αντέχοντας την αλήθεια του συμβάντος, αλλά ευτυχώς, οι περισσότεροι είδαν κάτι ασυνήθιστο κι ωραίο. Τα λεπτά περνούσαν, κι ο Νικόλας συνέχιζε. Το ζεϊμπέκικο έγινε αμανές, κι έπειτα με μόνο όργανο το στόμα, ακούστηκε η μελωδία ενός βαλς ανακατεμένου με λαϊκά. Με βία κρατήθηκαν μερικά μάτια να μην δακρύσουν –του Νικόλα δεν τα κατάφεραν. Λέει μια τελευταία φορά το ρεφρέν, και σιωπά, απότομα.
Υποκλίθηκε σαν λόρδος και τον χειροκρότησαν σαν πριμαντόνα.
«Είσαι μεγάλη πουτάνα» του φώναξε ο Κλίβανος, «θέλουμε κι άλλο».
«Ναι ρε, κι άλλο» επικρότησε ο Στέλιος.
«Έλα ρίξ’ το» έκαναν μερικοί άλλοι.
«Βαλ’τε μου να πιω ρε αλάνια» τους είπε σχεδόν τρεκλίζοντας ο Νικόλας, και πήγε προς τη θέση του.
«Αυτό από ‘μενα» είπε ο Γόνης γεμίζοντάς του το ποτήρι με ουίσκι.
«Στην υγειά σας μάγκες»
«Στην υγειά σου ρε Νικόλα» φώναξε ο Σούλης
«Έλα η κρυφή ταλεντάρα μας» ακούστηκε να λέει κάποιος άλλος.
«Όπα»
«Πάμε!»
«Να καεί το πελεκούδι!»
«Ν’ αναστενάξει η υφήλιος»
«Έλα»
«Ησυχία» έκανε ο Νικόλας δυνατά, «θα σας πω ένα ακόμα τραγουδάκι και θα πάω για ύπνο».
Οι άλλοι επέμειναν να μην σταματήσει στο ένα, ο Νικόλας τους εκλιπαρούσε να τον αφήσουν να φύγει κι ο Σούλης κοίταζε κλεφτά έξω απ’ τις κουρτίνες να δει μήπως η φασαρία που έκαναν ήταν μεγαλύτερη απ’ τη συνηθισμένη, ώσπου μπήκε φουριόζος ο γιατρός με την γνωστή παρέα του, τον αστυνόμο.
«Τι κάθεστε εδώ ρε;» είπαν με μια φωνή, «άνοιξε ο Λούλης μαγαζί κι εσείς καθόσαστε ακόμη εδώ;»
«Δεν ντρεπόσαστε;» είπε ο γιατρός φτύνοντας κάτι ξηρούς καρπούς που μασούσε.
«Δεν έχετε αίσθηση της αλληλεγγύης ρε;» βοήθησε ο αστυνόμος, «εμπρός, Σούλη, κλείσ’ το και πάμε»
«Μα» έκανε ο Σούλης
«Δεν έχει μα, φύγαμε» είπε και τον σήκωσε απ’ εκεί που είχε κάτσει για να ξεκουραστεί.
«Άιντε, τι με κοιτάτε, το μαγαζί έκλεισε, φύγαμε, πάμε, ρε δεν καταλαβαίνετε; Για σήμερα ταβέρνα γιοκ. Πάμε στου Λούλη» είπε κάπως πιο άγρια ο αστυνόμος.
«Τι καθόμαστε;» αναρωτήθηκε ο Πρόεδρος, «σηκωθείτε, πάμε»
Φτιάξανε δυο μπουλούκια απ’ τα οποία το ένα επιβιβάστηκε στην καρότσα του αγροτικού του Κλίβανου και τ’ άλλο στο καμιόνι του Λάκη και ξεκίνησαν για το Παραδείσι. Ο Νικόλας δεν ήθελε να πάει, αλλά τον πήρανε σχεδόν σηκωτό. Άλλοι, σαν τον Οφίτσιο και τον Πίνουλα αρνήθηκαν να πάνε, προφασιζόμενοι ότι δεν χωρούσαν στα οχήματα, ενώ οι τέσσερις ξένοι που ήταν στην ταβέρνα δεν προσκλήθηκαν καν. Μπροστά πήγαινε ο γιατρός με τη Μερσεντές του και τον αστυνόμο για συνοδηγό και πίσω κονβόι οι χωριανοί. Στη διαδρομή γελούσαν και πείραζαν ο ένας τον άλλον σαν μικρά παιδιά. Ο Νικόλας δεν διασκέδαζε καθόλου, μιας και φοβόταν τα αυτοκίνητα τη νύχτα.
Το μαγαζί του Λούλη ήταν είκοσι χιλιόμετρα μακριά απ’ το χωριό και τρία απ’ το Παραδείσι. Μέχρι τη μέρα που θα άνοιγε, κανείς δεν ήξερε την ακριβή τοποθεσία. Στην πραγματικότητα ήταν ένα παράπηγμα στο οποίο ο Λούλης είχε επέμβει κατάλληλα ώστε να μοιάζει μ’ ένα μπαρ που είχε δει στα χρόνια που ταξίδευε με τα καράβια. Όταν έφτασε η αποστολή από το χωριό, το μαγαζί ήταν άδειο. Με το που πάτησαν όμως το πόδι τους οι συγχωριανοί, έδωσε ο Λούλης το σύνθημα κι εμφανίστηκαν απ’ το πουθενά εφτά γυναίκες. Κάθισαν στα σκαμπό μπροστά και πίσω απ’ την μπάρα και συνέθεσαν ολόκληρο το σκηνικό. Μπαίνοντας οι χωριανοί, μόνο που δεν έκοψαν κόκκινη κορδέλα. Κοιτούσαν τριγύρω με το στόμα ανοιχτό και σχολίαζαν το διάκοσμο σαν να μην είχαν ξαναδεί κακόγουστους πίνακες ή πολύχρωμα λαμπιόνια. Ο Λούλης είχε βάλει ξένους απ’ το χωριό να του φτιάξουν κήπο βασιλικό. Τι κλάδεμα είχε πέσει, τι λουλουδικό! Όλα σένια. Και στο εσωτερικό, τι πυξίδες, τι φινιστρίνια, τι κιάλια, τι τριχιές!
«Καλορίζικο» είπε ο Πρόεδρος εμφανώς εντυπωσιασμένος απ’ το έργο του ψηφοφόρου του.
«Ευχαριστώ, ευχαριστώ» απαντούσε ο Λούλης σαν να ‘τανε τραγουδιστής στο πάλκο.
Η παρέα περιεργάστηκε για λίγο τον χώρο, κάνοντας ερωτήσεις σχετικά με την προέλευση των αντικειμένων με τα οποία είχε διακοσμηθεί ο χώρος, για το πόσα χρήματα ξόδεψε για να φέρει τον χώρο στα ίσια του, και τέτοια πράγματα, που έδειχναν την αμηχανία τους σε σχέση μ’ εκείνα τα άγνωστα ζωντανά πλάσματα που βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής, αλλά κανείς δεν είχε την τόλμη να πλησιάσει. Ο Νικόλας, προσπαθώντας κι αυτός να δείξει ενδιαφέρον για την κατάσταση, ρώτησε αν είχε όνομα το μαγαζί, αλλά δεν του απάντησε κανένας, καθώς όλοι είχαν σημαντικότερα πράγματα στο μυαλό τους. Αφού είδε ότι κανείς δεν του έδινε σημασία, πήγε και κάθισε δίπλα σε μια απ’ τις γυναίκες.
«Πως σε λένε;» τη ρώτησε
«Ταμάρα» του απάντησε εκείνη.
«Πως πάει;»
«Κέρασέ με ένα ποτό, να σου πω» του είπε αμέσως αυτή πιάνοντάς του το χέρι.
«Σήμερα» της απάντησε ο Νικόλας, «δεν έχω αρκετά μαζί μου, κάποια άλλη μέρα όμως σου υπόσχομαι ότι θα σε κεράσω». Έπειτα έμεινε σιωπηλός κοιτάζοντας απέναντι τα μπουκάλια. Οι άντρες του χωριού, μετά απ’ το σύντομο διάστημα της αμηχανίας, έπεσαν πάνω στις γυναίκες και δώσ’ του αγκαλιές και χουφτώματα και τραγούδια, και πάρε πουκάμισα ανοιχτά μέχρι το παντελόνι, και πάρε και καμένα χαρτονομίσματα, και δώσε μπουκάλια, και πάρε ξεράσματα. Χαμός. Νά σου κι ο Μπλακ, που ούτε καν πρόσεξε ότι στους θαμώνες ανάμεσα ήταν κι ο Νικόλας, νά κι ο κομματάρχης με τον βουλευτή της περιοχής. Όλοι μέσα, κι ο Λούλης, να πλέει σε πελάγη ευτυχίας. Η μουσική στο διαπασών, το αλκοόλ άφθονο, και οι γυναίκες πρόθυμες να παίξουν με όποιον τους δώσει περισσότερα. Μια τους σηκώθηκε κι ανέβηκε πάνω στο τραπέζι του προέδρου κι έβγαλε μέχρι και το βρακί. Οι χωριανοί είχανε εκστασιαστεί, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι αυτό που ζούσαν ήταν πραγματικότητα κι όχι κάποιο όνειρο που σε λίγο θα τελείωνε. Κανένας δεν είχε το θάρρος να πει πάμε να φύγουμε τώρα γιατί κοντεύει να ξημερώσει. Φοβόντουσαν ότι το μαγαζί δεν θα ξαναλειτουργούσε. Αλλά ο Λούλης ήθελε να κλείσει- το κυρίως πιάτο θα τους το έδινε με δόσεις. Έκλεισε το μάτι στον αστυνόμο, κι εκείνος έβαλε μια φωνή κουνώντας οριζόντια τα χέρια του
«Τέελοος» είπε προς απογοήτευση όλων.
Στο δρόμο της επιστροφής ο Νικόλας μπήκε, και πάλι παρά τη θέλησή του, στο αυτοκίνητο του μπάρμπα του. Μέσα ήταν ο κομματάρχης, ο βουλευτής και ανάμεσά τους η γυναίκα που του είχε ζητήσει κέρασμα. Ήτανε η πρώτη φορά που έμπαινε σε Πόρτσε.
«Θα κάνουμε μια στάση εδώ παρακάτω» είπε μετά από λίγο ο Μπλακ.
«Εγώ μπάρμπα θέλω να φύγω» είπε ο Νικόλας χωρίς να του αποκριθεί κανείς.
Περίπου στη μέση της διαδρομής, η Πόρτσε σταμάτησε, ο Μπλακ έβγαλε το Νικόλα απ’ τ’ αμάξι, προτείνοντάς του να πάνε για κατούρημα. Μολονότι και πάλι δεν ήθελε, βγήκε καθώς είδε ότι ο θείος του δεν έπαιρνε κουβέντα με τίποτα. Περπάτησαν δυο λεπτά δρόμο, ο Μπλακ γύρισε το σώμα του για να κατουρήσει και είπε στο Νικόλα ότι το πολύ σε δυο μέρες θα ξαναέρθει στο χωριό για να τον πάρει μαζί του στην Αθήνα.
«Ετοιμάσου τώρα» του είπε «για την πραγματική ζωή»
Μέσα στην κούραση και στο μεθύσι του, που τώρα είχε κοπάσει, ο Νικόλας έκανε προσπάθειες για να κρατήσει τα βλέφαρά του ανοιχτά. Όσο τα κατάφερνε, μπορούσε να διακρίνει θολά ένα γερασμένο, κακάσχημο άντρα με κουστούμι, που έλεγε ότι ήταν μπάρμπας του και ήθελε να τον πάρει στην Αθήνα.
«Και η Σουλίτσα;» ρώτησε.
«Ποια Σουλίτσα μωρέ;» του απάντησε.
«Χωρίς τη Σουλίτσα δεν πάω πουθενά» είπε ο Νικόλας αυστηρά.
«Καλά παρ’ την, αλλά να ξέρεις ότι αυτές οι βλακείες που λες συνέχεια, μόνο προβλήματα θα σου δημιουργήσουν».
«Σ’ ευχαριστώ» του είπε, όταν μια κραυγή έσκισε τον ελαιώνα στα δύο κι άρχισε ο Μπλακ να τρέχει με τον Νικόλα από πίσω προς το αυτοκίνητο. Οι τσιρίδες, καθώς πλησίαζαν δυνάμωναν, ώσπου έσβησαν ξαφνικά.
«Καριόλα» ακούστηκε να λέει ο κομματάρχης που βρισκόταν πλάτη στον Μπλακ και τον ανηψιό του που μόλις κατέφθασαν.
Το θέαμα άλλου ενός νεκρού κορμιού μετά τον πατέρα του, ήταν για τον Νικόλα κάτι πρωτόγνωρα αποτρόπαιο. Ασυναίσθητα γύρισε το κεφάλι του απ’ την άλλη. Η Ταμάρα, ήταν μέσα σε μια γράνα, στραγγαλισμένη. Κι ο βουλευτής, άφαντος.
Απ’ την επόμενη ημέρα και για μια εβδομάδα, στο χωριό επικράτησε μεγάλη αναστάτωση. Είχε έρθει απ’ την Αθήνα ένα κλιμάκιο της αστυνομίας, διάφοροι πράκτορες και μερικοί δημοσιογράφοι που έθεταν συνέχεια το ίδιο ερώτημα. «Γνωρίζετε κάτι για την εξαφάνιση του βουλευτή;»
Όλοι γίνανε λαγωνικά και βάλθηκαν να οργώνουν τα χωράφια και τα ρέματα μπας και βρουν κανένα ίχνος του βουλευτή. Επί τη ευκαιρία έριχναν και μια ματιά στα χτήματά τους, που είχαν χρόνια να τα δουν από κοντά, ενώ οι περισσότεροι απ’ αυτούς, που είχανε βάλει χασίσια ανάμεσα στις κούκλες πήγανε χαράματα και τα ξερίζωσαν, με τον φόβο ότι οι αθηναίοι μπάτσοι δεν θα έδειχναν την πληρωμένη ανοχή του ντόπιου αστυνόμου.
Παρά τις επίπονες έρευνες ο βουλευτής δεν εντοπιζόταν. Ήρθε και η γυναίκα του με τα δυο παιδιά, ήρθε και η τηλεόραση, τίποτα. Λες και τον είχε καταπιεί η γη τον άνθρωπο. Ελικόπτερα πάνω απ’ το χωριό δεν είχαν εμφανιστεί ούτε με τους γερμανούς, ούτε με τους ιταλούς και νά που ήρθαν τώρα, έλεγαν μερικοί γέροι στο καφενείο, οι μόνοι που δεν επηρεάστηκαν απ’ το σούσουρο. Ο βουλευτής είχε ρίξει μαύρη πέτρα. Η φωτογραφία του όμως έγινε γνωστή σε όλη την χώρα. Η τηλεόραση αναμετέδιδε στις ειδήσεις αλλεπάλληλες εκκλήσεις απ’ τη γυναίκα του, το μπατζανάκη του, που τύχαινε να είναι ανώτερος διοικητικός υπάλληλος σε κάποια δημόσια υπηρεσία, απ’ τον κομματάρχη και τον πρόεδρο. Κάθε μέρα, κι ένα μικρό στοιχείο γινόταν αφορμή για να γίνει μια εκτενής αναφορά στο χωριό και στην εξαφάνιση του εκλεκτού μέλους του κοινοβουλίου, γεγονός που εξασθένισε τις έρευνες. Έτσι η αναζήτηση μέσω της τηλεοράσεως κέρδιζε ολοένα και πιο πολλούς πιστούς. Ο καθένας βέβαια έκανε ότι μπορούσε, ο παπα-Στάθης για παράδειγμα προσευχήθηκε μπροστά στις κάμερες. Ο αστυνόμος ανέφερε ότι την τελευταία φορά που εθεάθη στο χωριό ο βουλευτής τού φάνηκε προβληματισμένος, κι ότι «τα υπόλοιπα θα τα πει στην ανάκριση». Ο Πρόεδρος, έβαλε το καλό του κουστούμι, και αφού αναφέρθηκε στο ήθος του βουλευτή, και στο κόμμα του οποίου τύχαινε να είναι και οι δυο μέλη, μίλησε για το καλό που σκόπευε να κάνει ο εξαφανισμένος στον τόπο του φτιάχνοντας αποχετευτικό σύστημα ευρωπαϊκών προδιαγραφών, και ανέφερε ότι η πεποίθησή του ήταν ότι θα βρεθεί. Ο Πετρόπουλος ο δάσκαλος, σημείωσε την ευρυμάθεια και το ταλέντο του βουλευτή στην ζωγραφική, ενώ ο Σούλης είπε ότι όποτε ερχόταν στο χωριό τού άρεσε να κάθεται στην ταβέρνα του και να τρώει μπακαλιάρο με σκορδαλιά.
Βαθμιαία το χωριό έγινε πραγματικός πόλος έλξης. Για πρώτη φορά οι κάτοικοι αυτής της χώρας μάθαιναν ότι κάπου στα δυτικά της επικράτειας βρισκόταν ένα χωριό, το όνομα του οποίου κανείς δεν μπορούσε να προφέρει με ακρίβεια, αλλά έμοιαζε με ένα λουλούδι ή κάτι τέτοιο, κι είχε ένα βουλευτή που εξαφανίστηκε μέσα σε περίεργες συνθήκες.
Προς το τέλος της τρίτης ημέρας, ήρθε μια αποκάλυψη που έριξε λάδι στη φωτιά. Ένας νεαρός αστυνομικός, ψάχνοντας το μαγαζί του Λούλη, βρήκε γόπες με κραγιόν. Οι γυναίκες των αντρών που βρίσκονταν το μοιραίο βράδυ στου Λούλη, είχαν υποπτευθεί από πολύ νωρίτερα ότι κάτι βρώμικο υπήρχε στην ιστορία με τα εγκαίνια του μαγαζιού, γιατί όσες ζήτησαν να πάνε μαζί με τους συζύγους τους εισέπραξαν σθεναρή άρνηση. Τότε όμως, είτε από αδυναμία είτε από κούραση, δεν ασχολήθηκαν παραπάνω. Μαθαίνοντας ότι υπήρχαν γυναίκες στο μαγαζί, βάλανε κάτω τους άντρες τους και ζήτησαν να μάθουν περισσότερα.
Ούτε μέρα δεν χρειάστηκε η αλήθεια για να λάμψει. Οι πάντες τώρα γνώριζαν ότι στου Λούλη υπήρχαν αλλοδαπές, οι οποίες επίσης αγνοούνταν. Νέες ανακρίσεις, νέες έρευνες, αλλά και πάλι τίποτα. Οι άντρες ταπεινωμένοι που πιάστηκαν να λένε ψέματα, είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός της δημόσιας κατακραυγής, την περιφρόνηση και την οργή των γυναικών τους. Αλλά το σκάνδαλο φούντωσε πραγματικά, όταν ένας νεαρός δημοσιογράφος δημοσίευσε στην εφημερίδα που εργαζόταν ένα άρθρο με τίτλο «Στο εξωτερικό ο βουλευτής». Εκεί ο μαθητευόμενος ρεπόρτερ έγραφε ότι σύμφωνα με τις ανώνυμες πηγές του ο βουλευτής συνδεόταν με κύκλωμα εμπορίας αλλοδαπών γυναικών κι ότι μπροστά στον κίνδυνο της σύλληψής του, διάφυγε στο εξωτερικό, και πιο συγκεκριμένα σ’ ένα νησί του Ειρηνικού ωκεανού. Στο τέλος τον συνέδεε και με μια ληστεία που είχε γίνει ακριβώς μια ημέρα πριν, στη Μεγαλόπολη. Έβαλε μάλιστα και έναν χωριανό, πρώην ψηφοφόρο του, να λέει ότι «ο βουλευτής για τις γυναίκες και τα λεφτά μπορούσε να κάνει τα πάντα».
Το αποτέλεσμα ήταν να οξυνθούν τα πνεύματα και τα πράγματα να εξελιχθούν ραγδαία. Ο Λούλης ζήτησε δημόσια συγνώμη, ο πρόεδρος προσπάθησε να τα μπαλώσει υποστηρίζοντας ότι οι κοπέλες ήταν μέλη ενός διάσημου ρώσικου μπαλέτου ονόματι «Κουρσόι» και οι υπόλοιποι παίξανε το ρόλο της αθώας περιστεράς.
«Δεν θα το ξανακάνουμε, καταλάβαμε το λάθος μας» λέγανε όποτε τους δινόταν κάποια ευκαιρία.
Ελλείψει καινούργιων αποκαλύψεων όμως το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων άρχισε να ελαττώνεται. Οι αστυνομικοί και οι πράκτορες άρχισαν να φεύγουν κι αυτοί σιγά σιγά, μέχρι που στο τέλος έμειναν τρεις κι ο κούκος. Τα τηλεοπτικά συνεργεία μάζεψαν τα σύνεργά τους, οι κάθε λογής περίεργοι ξενοίκιασαν τα καταλύματά τους και πήραν όλοι την άγουσα. Δέκα ημέρες μετά, απ’ όλο εκείνο το ανθρωπομάνι δεν είχαν μείνει παρά δυο αστυνόμοι κι ένας δημοσιογράφος. Για τα δύο όργανα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε ότι ήταν το ελάχιστο που μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση και η Βουλή για να τιμήσει το έργο του ακάματου μέλους του. Όσο για τον δημοσιογράφο, εκείνος πληρωνόταν έναν πενιχρό μισθό από μια σκανδαλοθηρική εφημερίδα μόνο και μόνο για να περιμένει την εμφάνιση του βουλευτή και να συνεχίζει κάθε λίγο να παρενοχλεί τους χωριανούς με αδιάκριτες ερωτήσεις.
Για τη δύσμοιρη την Ταμάρα ωστόσο, δεν ενδιαφέρθηκε κανείς. Λογικό, εφ’ όσον κανείς δεν ρώτησε να μάθει πόσες και ποιες ήταν οι γυναίκες του μπαλέτου. Τις υπόλοιπες πάντως, τις έβαλε ο Μπλακ στην Πόρτσε και τις πήρε μαζί του στην Αθήνα. Το πτώμα της Ταμάρας το έθαψαν με τα ίδια τους τα χέρια ο κομματάρχης, ο Μπλακ κι ο Λούλης, που έφτασε στον τόπο του ατυχήματος λίγη ώρα μετά.
Ο Νικόλας, βλέποντας αυτό τον πρωτοφανή οργασμό δραστηριοτήτων στο χωριό, είχε μπει σε βαθιές σκέψεις. Αλλά η σύγχυσή του εξακολουθούσε να είναι μεγάλη. Ενώ γνώριζε ότι το σωστό θα ήταν να καταγγείλει τον θάνατο και την ταφή της Ταμάρας, δείλιαζε, τόσο εξαιτίας του Μπλακ ο οποίος του είχε ξεκαθαρίσει, ότι αν μιλούσε θα είχε να κάνει μ’ εκείνον, όσο κι εξαιτίας του κομματάρχη, ο οποίος το ίδιο βράδυ, τον έπιασε απ’ τον γιακά και τον σήκωσε ένα μέτρο απ’ το χώμα απειλώντας ότι θα του έκοβε τ’ αρχίδια.
«Και μόνο να σκεφτείς να πεις κάτι για όσα είδες, τέλειωσες» του είπε χαρακτηριστικά.
Εξάλλου, όπως του τόνισε αργότερα ο Λούλης, δεν είχε δει και τίποτα παράξενο, εκτός ίσως απ’ την συνοπτική ταφή μιας ξένης παλιογυναίκας.
Αφού κατακάθισε ο κουρνιαχτός, ο Νικόλας είχε ένα δίλημμα να αντιμετωπίσει. Να πήγαινε να μείνει στον μπάρμπα του, τώρα που ήξερε με σιγουριά ότι ήταν ένα καθίκι; Ή να καθόταν στα αβγά του για λίγο ακόμα, ώσπου να μάζευε κι άλλα λεφτά, προτιμώντας ένα πιο μοναχικό δρόμο; Το θέμα δεν ήταν εύκολο, και δυστυχώς ή ευτυχώς δεν είχε κανέναν να το συζητήσει. Οι μόνοι άνθρωποι που θα μπορούσε να εμπιστευτεί, ο Παντελής κι ο Λευτέρης δεν ήθελαν ούτε να τον βλέπουν. Του είχαν θυμώσει γιατί είχε πάει με τους μαλάκες στου Λούλη, κι από διαίσθηση πίστευαν ότι κάτι άσχημο είχε γίνει, για το οποίο ο Νικόλας ήταν κατά κάποιο τρόπο ενήμερος αλλά δεν τόλμαγε να μιλήσει. Η Σουλίτσα, είχε κι αυτή ψυχραθεί, καθότι δεν της άρεσε καθόλου που ο αδελφός της, λίγες μέρες μετά τον θάνατο του πατέρα τους είχε πάει σ’ ένα παλιομάγαζο μ’ ένα τσούρμο βλάκες απ’ το χωριό. Στον Κλίβανο, όταν είπε ότι θα πήγαινε στην Αθήνα, πήρε τη γνωστή απάντηση:
«Που να τρέχεις σαπάνου ρε; Κάτσε ‘δω να πιούμε και να τραγουδήσουμε μετά… Στην Αθήνα και στην Αθήνα, τι νομίζετε ότι θα κάνουτε ‘σαπέρα ρε; Καθίστε ‘δω να δούτε προκοπή».
Ο Νικόλας δεν μπορούσε με τίποτα να συμβιβάσει τις δυνάμεις που συγκρούονταν μέσα του. Ενώ έβλεπε καθαρά ότι τόσο οι συγχωριανοί του, όσο και η ίδια η μοίρα του, τον εμπόδιζαν να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, φοβόταν ότι αν έφευγε θα καταποντιζόταν. Αίφνης, φαντάστηκε τον εαυτό του να έχει κοιλιά μεγάλη όσο των συγχωριανών του, να έχει φαλάκρα και μουστάκι, τσιγάρο στο ένα χέρι και κομπολόι στο άλλο, να κάθεται βαριεστημένα στο καφενείο και να παίρνει τη θέση κάποιου στο τραπέζι με το τάβλι, να ρίχνει μια ζαριά και να φέρνει άσσο και δυο. Ό,τι σκέψη κι αν έκανε τον οδηγούσε στο ίδιο σημείο: το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, έτσι λέγανε όλοι εδώ, και γι’ αυτό δεν κάνανε τίποτα. Ποια προκοπή, ρε Κλίβανε, έπρεπε να του είχε απαντήσει. Όλη μέρα στο καφενείο και στην ταβέρνα, όλη μέρα χαρτί και τάβλι και ποδόσφαιρο και τηλεόραση, πως να προκόψεις έτσι; Αν κατάφερε κάποιος να προκόψει, αυτό δεν το μάθαμε ποτέ, γιατί απλούστατα το έκανε μακριά από ‘δω, σε κάποια πόλη ή σε κάποιο άλλο χωριό, πολύ μακρύτερα απ’ αυτόν τον καταραμένο τόπο. Αλλά ποιος να το παραδεχτεί; σκεφτόταν ο Νικόλας. Αν έφτανε καμιά καλή είδηση για κάποιον που τα κατάφερε στην πόλη ή στο εξωτερικό, πέφτανε όλοι αμέσως και καλούσαν συνέδριο για να τον θάψουν τον άνθρωπο οριστικά, και να τον ξεγράψουν που τόλμησε όχι μόνο να φύγει, αλλά που πέτυχε κιόλας. Απ’ τα ναρκωτικά και τις απατεωνιές τα έβγαλε τα λεφτά, λέγανε. Δεν κοιτάζανε τα δικά τους τα χάλια, που όλη η ευημερία του χωριού στηριζότανε στα χασίσια και στις κομπίνες με τις επιδοτήσεις. Έπρεπε όλοι να ακολουθούν την προκοπή του χωριού, αν ξεμακραίνανε και κάνανε του κεφαλιού τους, τότε μαύρο φίδι που τους έφαγε. Κρύος ιδρώτας κύλαγε απ’ το μέτωπο του Νικόλα. Αν παρέβλεπε το τι θα έλεγε το χωριό, θα έπρεπε να πάρει μαζί του και τη Σουλίτσα. Αλλά δεν μπορούσε να την πάει κατευθείαν στο στόμα του λύκου. Ο μπάρμπας του ήτανε παλιάνθρωπος κι ήταν αδύνατο να του δείξει εμπιστοσύνη. Επιπρόσθετα, αφήνοντας πίσω τη Σουλίτσα, θα είχε ένα καλό άλλοθι για να μην ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, πράγμα βέβαια που επιθυμούσε διακαώς, μα τουλάχιστον στην αρχή ήταν αδύνατο να διανοηθεί. Η άλλη του επιλογή ήταν να μην πάει στον μπάρμπα του, αλλά να ξεκινήσει με τη Σουλίτσα αγκαζέ, κι ο Θεός βοηθός. Από οικονομικής άποψης θα το άντεχε, τουλάχιστον για ένα δυο μήνες. Μετά, θα έβλεπε.
Καθόταν κάτω από μια ελιά, στην κορυφή ενός λοφίσκου και σκεφτόταν. Ήταν εφτά το απόγευμα, αρχές Ιουνίου. Σε λίγο θα άρχιζαν να έρχονται και οι ελάχιστοι παραθεριστές, άνθρωποι που είχαν συγγενείς στο χωριό αλλά ζούσαν στην πόλη. Ο Νικόλας ένιωθε στην καρδιά του ένα σφίξιμο, μια βαθιά λύπη, και μια μεγάλη απογοήτευση για τη ζωή του, τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον της. Κόντευε τα τριάντα, ήταν παρθένος και δεν είχε δει ουσιαστικά τίποτα πέρα από ένα νοσοκομείο στην Αθήνα, το Σύνταγμα και μερικές εκατοντάδες ταινίες στην τηλεόραση. Ο μόνος άνθρωπος που είχε ήταν μια αδελφή, μισερή κι αυτή. Ενώ όλη κι όλη η περιουσία του ήταν ένα μικρό χτηματάκι με τριάντα ελιές. Κοίταζε από ‘κει πάνω τον ελαιώνα, δεξιά τον Μαγκλαβά και στο βάθος τη θάλασσα. Το τοπίο ήταν πραγματικά εκπληκτικό. Όσο προκατειλημμένος κι αν ήσουν, το μέρος ήταν ευλογημένο. Λέγανε ότι και κούτσουρο αν έμπηγες στη γη, θα φύτρωνε δέντρο. Κάποτε βέβαια από εκεί έβλεπες κι αμπέλια, και κάθε λογής δέντρα και θερμοκήπια με κηπευτικά, αλλά τώρα η πολιτική των επιδοτήσεων απ’ την Ευρώπη είχε επιβάλλει τα λιόδεντρα. Ευλογημένος όμως κι αυτός ο καρπός. Πρώτης ποιότητας. Γνωστός για το λάδι του σε όλον τον κόσμο.
Αγνάντευε ο Νικόλας από ψηλά και ταξίδευε το βλέμμα του πέρα απ’ τον ορίζοντα, κι έβλεπε πολιτείες πολύβουες, με τρένα κι αεροπλάνα να τις διασχίζουν. Φανταζόταν κτίρια ψηλά σαν τον Μαγκλαβά, να ορθώνονται σχηματίζοντας τεχνητές χαράδρες. Κι έμπαινε σε τεράστια μαγαζιά, που πουλούσανε τα πάντα. Μέχρι και γυναίκες έβλεπε, να του χαμογελούν και να τον ακούν να διηγείται ιστορίες. Ο κόσμος είναι πολύ διαφορετικός από ψηλά, είπε από μέσα του. Αν πιστέψω τις γριές του χωριού, ο πατέρας τώρα είναι πιο πάνω από ‘μενα και βλέπει σχεδόν τα πάντα. Άραγε πως θα αισθάνεται βλέποντάς μας τόσο μικρούς;
Αν γνώριζε το ακριβές νόημα της λέξης αφέλεια, τότε δεν θα δίσταζε αμέσως να αυτοχαρακτηριστεί αφελής, τόσο ανεπτυγμένη ήταν εκείνο το απόγευμα η αίσθηση της επίγνωσης που είχε ο Νικόλας. Πίστευε ότι όλα όσα γνώριζε απ’ τους ανθρώπους του χωριού, που ήταν ουσιαστικά όλοι κι όλοι οι άνθρωποι που είχε συναναστραφεί στη ζωή του, ήταν αληθινά. Δεν είχε άλλα πράγματα στις αποσκευές του. Έβαζε πάντα τη δεξιά του κάλτσα πρώτη, γιατί η θειά του η Ρούλα του είχε πει να μην βάζει ποτέ πρώτη τη αριστερή του, αφού το ίδιο έκανε κι ο μακαρίτης ο άντρας της και θείος του. Δεν φιλούσε ποτέ στα μάτια κάποιον άνθρωπο, εκτός κι αν ήθελε να του κάνει κακό, πράγμα που ακόμα δεν είχε θελήσει. Όταν έβλεπε κάποιο ψαλίδι ανοιχτό, έσπευδε να το κλείσει. Δεν σαπούνιζε τα μαλλιά του ποτέ δυο φορές. Έβαζε πάντα το ψωμί με την κοιλιά του κάτω. Δεν χρησιμοποιούσε το ίδιο χέρι για να κόψει ένα κλαδί και να χαϊδέψει ένα νεογέννητο. Έλεγε θεός φυλάξει όταν άκουγε κάτι κακό. Δεν ανέφερε ποτέ την λέξη καρκίνος, έλεγε πάντα η παλιαρρώστια. Έπεφτε για ύπνο πάντα με τη δεξιά πλευρά. Και σηκωνόταν με το δεξί. Όπως έμπαινε κάθε μέρα στο σπίτι του, αλλά και παντού.
Τα δικά του ψέματα προς τους άλλους δεν ήταν παρά παιχνίδια που επινοούσε για να τους διασκεδάσει. Δεν ήθελε να προσβάλει κανέναν λέγοντας πραγματικές ιστορίες που ήξερε ότι αφορούσαν πρόσωπα του χωριού τα οποία δεν θα κολακεύονταν καθόλου αν τα άκουγαν δημοσίως. Ήθελε να είναι τίμιος απέναντί τους, κι ας τον δούλευαν για τις φαντασίες του, κι ας τον πείραζαν για τα αλλόκοτα που πολλές φορές τους έλεγε. Αν το παράκανε, ήταν γιατί δεν άντεχε άλλο. Αισθανόταν κάτι το οποίο δεν μπορούσε με τίποτα να διατυπώσει με λόγια. Το ένιωθε, σαν μια θηλιά στο λαιμό του, κι ήταν άλλοτε κάτι σαν σιγουριά ότι κάτι καλό πρόκειται να γίνει, κι άλλοτε σαν μια πελώρια δυσαρέσκεια, η οποία δεν τον άφηνε να πάρει ανάσα.
Το τραγούδι που είχε πει εκείνη την αποφράδα νύχτα, θα μπορούσε κάλλιστα να εξηγεί με μουσική και λόγια την κατάστασή του. Κι όμως για τον Νικόλα αυτό το τραγούδι ήταν ένα εντελώς αναπάντεχο γεγονός. Παρ’ ολίγο να το ξέχναγε με την τροπή που ‘χαν πάρει τα πράγματα. Φέρνοντας στο νου του το χειροκρότημα των συγχωριανών, ανατρίχιασε. Τόσα χρόνια τραγουδούσε στα χωράφια κι ίσως σε κάποια ζώα, αλλά ποτέ μπροστά σε κάποιον άνθρωπο. Η συνείδηση της πρώτης φοράς τον γέμισε ικανοποίηση. Συγκινημένος, θυμήθηκε ότι την ώρα που τραγούδαγε ένιωθε πλήρης. Μπορεί όχι ακριβώς ευτυχισμένος, αλλά σίγουρα γεμάτος. Γελούσε σπάνια, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μειδίαμα που έφευγε απ’ τα σωθικά του και ζωγραφιζόταν σαν μια στραβή χαρακιά στο στόμα του. Εκείνη την ώρα, πάνω στο λόφο, ένιωθε να είναι για πρώτη φορά αυτός, ο εαυτός του, ο Νικόλας, λίγο πριν την λεγόμενη σταυρική ηλικία.
Γύρω του η φύση βυθιζόταν στο σκοτάδι, και το χωριό στα αριστερά του έσβηνε μες στα δέντρα. Έψαξε με το βλέμμα να δει το σπίτι του, και με δυσκολία το αναγνώρισε καθώς όλα ήταν χαμηλά κι έμοιαζαν σαν να ήταν ίδια- μόνο η εκκλησία με το καμπαναριό της ξεχώριζε. Τα σπίτια που φαίνονταν κάπως πιο καθαρά ήταν εκείνα που είχαν έναν επιπλέον όροφο με κεραμοσκεπή από πάνω, τα οποία όμως δεν ξεπερνούσαν τη ντουζίνα. Τα υπόλοιπα, η μεγάλη πλειοψηφία των σπιτιών του χωριού δηλαδή, όπως και το δικό του, ήταν ισόγεια με μια ταράτσα γεμάτη όρθια σίδερα, τις λεγόμενες αναμονές. Ποτέ άλλοτε δεν είχε σκεφτεί τι μπορεί να δήλωνε αυτή η συνήθεια των συγχωριανών του. Ήταν μια επιδημία ή μια απλή απόδειξη του μιμητισμού που κυριαρχούσε ανέκαθεν στο χωριό; Πότε ξεκίνησε, ποιος ήταν ο πρωτοπόρος; Το μυαλό του Νικόλα κατακλύστηκε από ερωτήματα κι απορίες. Ξαφνικά όλη η ιστορία του χωριού ζητούσε επίμονα να ερμηνευτεί με άξονα τα χάσκοντα αυτά σίδερα, τα οποία μοιάζανε με αναποδογυρισμένα τσιγκέλια. Μόλις φαντάστηκε ο Νικόλας τσιγκέλια είδε μέσα στη νεόκοπη νύχτα να πετάνε τεράστιες τριχιές, σαν αυτές που δένουν τα πλοία στα λιμάνια, με τον τρόπο που πετούσαν το λάσο οι γελαδάρηδες στα καουμπόικα έργα, και να πιάνουν ένα σπίτι στο χωριό και να το σηκώνουνε στον αέρα. Έπειτα ακολούθησε κι άλλο, και μετά άλλο, κι άλλο, ώσπου σηκώθηκαν όλα τα σπίτια και τράβηξαν μέσα προς τη θάλασσα, ένας θεός ξέρει μέχρι πού έφτασαν.
Τη νύχτα όμως το χωριό έμοιαζε πιο όμορφο. Το ελάχιστο φως που έφεγγε απ’ τις λάμπες της κοινότητας, απάλυνε κάπως τις κακοσχηματισμένες, συχνά ασοβάτιστες και ημιτελείς οικοδομές καθώς και τις διάφορες κατασκευές που λίμναζαν στις ταράτσες τους. Στα μάτια του Νικόλα, εξακολουθούσαν να δεσπόζουν οι αναμονές. Ήταν η ζωντανή απόδειξη ότι το χωριό του είχε κάποια αξιοπρόσεκτη ιδιαιτερότητα. Τα περισσότερα σπίτια στο Παραδείσι ας πούμε, είχανε στέγες κανονικές, με κεραμίδια και καμινάδες. Αλλά και οι Χράνοι και το Φύσημα και το Λειβάδι κι όλα τα άλλα χωριά που ήξερε είχαν κατά κύριο λόγο σπίτια με σκεπές ή με ορόφους. Το μόνο χωριό με τόσα ισόγεια σπίτια ήταν το δικό του. Ο Νικόλας δεν ήταν συνηθισμένος σε περίπλοκες αναλύσεις. Αλλά τώρα ίσως και να είχε μπροστά του μερικές απαντήσεις, όχι μόνο για το χωριό και τους συγχωριανούς του αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό. Μέσα στον ενθουσιασμό που του προκάλεσε το εύρημά του, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τα εξηγήσει όλα. Αλλά δυστυχώς δεν είχε κανένα εφόδιο για να το κάνει. Κοιτούσε σαν χάνος, από ψηλά, τις επίπεδες ταράτσες με τις αναμονές κι έστυβε το κεφάλι του, τι μπορεί να σημαίνουν. Ήξερε μόνο ότι ήταν τοποθετημένες εκεί, προκειμένου να φτιαχτεί στο μέλλον κάποιος όροφος. Επειδή οι συγχωριανοί δεν είχαν τη διάθεση, προτιμούσαν να αφήνουν το σπίτι, έτσι, ημιτελές και να περιμένουν μήπως κάποια μέρα γίνει κάποιο θαύμα ή παντρευτεί κάποιο απ’ τα παιδιά τους και θελήσει να χτίσει πάνω απ’ το πατρικό σπίτι. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν έβαζαν κεραμίδια; Γιατί ήλπιζαν ότι κάποιο παιδί θα έχτιζε πάνω απ’ το κεφάλι τους; Ο Νικόλας δεν πρόλαβε να ρωτήσει τον πατέρα του γιατί είχε κάνει κι εκείνος το ίδιο. Κίνδυνος να πέσει η επίπεδη στέγη απ΄ το χιόνι δεν υπήρχε ποτέ, μιας και σπάνια χιόνιζε στο χωριό, επομένως η κεκλιμένη στέγη με τα κεραμίδια δεν ήταν υποχρεωτική. Κι απ’ την αισθητικά όμορφη κεραμοσκεπή, οι κάτοικοι του χωριού προτιμούσαν τα εξασφαλισμένα θεμέλια για να μπει κάποτε ένας όροφος από πάνω. Γιατί να αποκλείσουμε την πιθανότητα μια ημέρα να θέλουμε κι άλλο ένα σπίτι; Και τότε πού θα βρούμε καλύτερο μέρος απ’ αυτό που ήδη έχουμε; Τέτοιες σκέψεις έκανε ο Νικόλας και επιβράβευε σιωπηλά τον εαυτό του, καθώς ένιωθε να έχει κάνει τεράστιες προόδους στη λογική. Ωστόσο, η ώρα είχε περάσει –έπρεπε να εμφανιστεί στο χωριό, πριν αρχίσουν να τον αναζητούν.
Αν θες να διαβάσεις το προηγούμενο κεφάλαιο πήγαινε εδώ.