Πέφτει στα χέρια σου ένα μολύβι.
Αντί να γράψεις ένα ποίημα, μια φλογερή ερωτική επιστολή, ένα δοκίμιο, μια πραγματεία, μια εισήγηση, μια νουβέλα, μια πρόταση που θα ξυπνήσει συνειδήσεις, ένα μυθιστόρημα, ένα μανιφέστο, μια διακύρηξη, ένα κάλεσμα, αντί να σκιτσάρεις μια ιδανική πόλη, το πιο αγαπημένο σου πρόσωπο, ένα όμορφο δειλινό, αντί να ζωγραφίσεις μια ουτοπία, αντί να κάνεις σκιές στα μάτια σου, αντί να βάλεις το μολύβι πίσω απ’ το αυτί σου και να υποκριθείς ως κωμικός ηθοποιός το ρόλο ενός τσαγκάρη, αντί να κάνεις το μολύβι τσιμπιδάκι για να πιάσεις τα μαλλιά σου, αντί να σκαρώσεις ένα παιχνίδι για τα παιδιά, αντί να μυρίσεις το μολύβι, να το περιεργαστείς, και να το μετατρέψεις σ’ ένα έργο τέχνης λέγοντας ότι αυτό δεν είναι ένα μολύβι, αντί να χρησιμοποιήσεις αυτό το μολύβι σαν σύμβολο ειρήνης και σαν μέσο επικοινωνίας με τους άλλους, αντί έστω να ξύσεις τη μύτη σου μ’ αυτό, ή το αυτί σου, απ’ όλες αυτές τις επιλογές, κι από δεκάδες ίσως εκατοντάδες άλλες, τί επιλέγεις εσύ να κάνεις;
Kατευθύνεις το μολύβι στο μάτι του συνανθρώπου σου, για να του το βγάλεις.